Τετάρτη, Νοεμβρίου 05, 2025

Διηγήματα Από τη Γη των Πικραμένων Πορτοκαλιών, Ghassan Kanafani

 Ο Καναφάνι ήταν ένας λαός σ’ έναν άνθρωπο, ήταν ένα ζήτημα,
Ήταν μια πατρίδα. Από μόνος ήταν μια ολόκληρη αντιστασιακή ταξιαρχία.
Νασίμ Αλάτρας
     Συγκλονιστικές είναι οι ιστορίες που εμπεριέχονται στα είκοσι διηγήματα του βιβλίου, όπως συγκλονιστική είναι και η προσωπική ιστορία του Παλαιστίνιου συγγραφέα, δημοσιογράφου, ιστορικού και ζωγράφου. Ο «μάρτυρας της Τέχνης και των Γραμμάτων» Γασσάν Καναφάνι[1] (1936-1972) αναγκάστηκε ως παιδί να φύγει το 1948 με την οικογένειά του από την ιδιαίτερη πατρίδα του, τις ιστορικές πόλεις Γιάφα και Άκκα (όπου έμενε η οικογένεια εναλλάξ), γεγονός που μας υπενθυμίζει ότι η δίωξη των Παλαιστινίων και το καθεστώς απαρτχάιντ ίσχυαν από την ίδρυση ακόμα του κράτους του Ισραήλ το 1948, οπότε έχουμε τον τρομακτικό ξεριζωμό (μισού περίπου παλαιστινιακού πληθυσμού) που ονομάστηκε Νάκμπα[2]. Τότε αναγκάστηκαν πολλές οικογένειες, ανάμεσα στις οποίες και η οικογένεια του Καναφάνι, να εκπατριστούν και να καταφύγουν ως πρόσφυγες σε στρατόπεδα γειτονικών χωρών. Ο Γασσάν έζησε κι ενηλικιώθηκε ως πρόσφυγας αρχικά στον Λίβανο, στη Δαμασκό και στη συνέχεια για λίγα χρόνια στο Κουβέιτ, ενώ επέστρεψε στον Λίβανο απ’ όπου, ενταγμένος στο Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, αφοσιώνεται στον αντισιωνιστικό αγώνα. Πάντα αισθανόταν μειονεκτικά απέναντι στους αντάρτες «που αντιμετώπιζαν τον Σιωνιστή κάθε μέρα και ώρα», ωστόσο η πολιτική του δράση είναι αδιάλειπτη και μοναδικής σημασίας. Δολοφονήθηκε βάναυσα από τη Μοσάντ σε ηλικία 36 χρονών, το 1972, πολύ πριν δηλαδή κι απ’ την πρώτη Ιντιφάντα (1987-1991). Στον πολύ κατατοπιστικό πρόλογο του γνωστού στην Ελλάδα Νασίμ Αλάτρας, όπως και στις υποσημειώσεις του τέλους, τεκμηριώνεται ωστόσο ότι από την αρχή ακόμα του 20ου αιώνα, υπό την «Βρετανική εντολή» (1920-), οι Παλαιστίνιοι υφίστανται διώξεις και ρατσισμό, καθότι τα πανίσχυρα σιωνιστικά λόμπι απανταχού της γης αλλά κυρίως στις ΗΠΑ, προσβλέπαν στην ίδρυση κράτους στην περιοχή εδώ και αιώνες.
     Ο Γασσάν Καναφάνι μάς μεταφέρει σε μια κοινωνία όπου βιώνεται το απίθανο, μια κατεστημένη κατάσταση που δεν έχει όμοιά της (και να φανταστεί κανείς ότι πέθανε σχεδόν πενήντα χρόνια πριν από την ολοκληρωτική γενοκτονία που υφίσταται ακόμα αυτός ο λαός). Πρόκειται για μικρά επεισόδια (τα περισσότερα διηγήματα είναι ολιγοσέλιδα) σε α΄ ενικό τα περισσότερα, μικρά διαμάντια όπου εκτυλίσσεται ένα γεγονός φαινομενικά μικρής εμβέλειας και ασήμαντο, ένας χαρακτήρας ή μια ανθρώπινη κατάσταση, ένα περιστατικό φευγαλέο, πάντα όμως σε μοναδικές ιστορικές συνθήκες. Ο αναγνώστης αισθάνεται ότι ο συγγραφέας κρατά ένα φακό και φωτίζει μικρές περιοχές από έναν τεράστιο καμβά όπου λαμβάνουν χώρα μικρές τραγωδίες, δραματικά επεισόδια που συνθέτουν μία μεγάλη τραγωδία, καθολική και πανανθρώπινη και ορίζεται από τις λέξεις: προσφυγιά, εξορία, προδοσία, πόλεμος, θάνατος. Ο τόπος δεν είναι αποκλειστικά η Παλαιστίνη, αλλά η ευρύτερη περιοχή, ο Λίβανος, το Ιράκ, η Συρία, εξακτινώνεται όμως γιατί φυσικά αφορά την ανθρωπότητα και την ανθρωπιά.
     Δεν είναι εμφανές με μια πρώτη ανάγνωση το πόσο πολιτικό είναι το έργο του Καναφάνι. Οι ιστορίες είναι βγαλμένες από την καθημερινότητα, μια καθημερινότητα ανώμαλη κι ασυνήθιστη βέβαια. Ενώ υπάρχει ξεκάθαρα -ή υπονοείται ξεκάθαρα- η βία που υφίσταται ο καταπιεζόμενος λαός, και παρόλο που ο ίδιος ο Καναφάνι έχει ονομάσει το έργο του «λογοτεχνία της αντίστασης», οι συναισθηματικές αποχρώσεις και η λεπτοφυής γραφή (φανερά προερχόμενη από πλούσια παράδοση) δίνουν ένα αποτέλεσμα που απέχει πολύ από το να το χαρακτηρίσουμε στρατευμένο. Η γραφή είναι ελλειπτική, χωρίς φλυαρίες και περιγραφές, πολλές φορές αιφνιδιάζει γιατί δεν επεξηγεί, ωστόσο υπάρχει αξιοθαύμαστη εσωτερική συνοχή. Τέλος, η συμμετοχή της φύσης -των φύλλων, των δέντρων, του αητού, της θάλασσας, της κουκουβάγιας των πορτοκαλιών- υποβάλλουν την αγάπη για τον Τόπο αλλά κυρίως για τη Ζωή, που χαρακτηρίζει στο βάθος το έργο του Καναφάνι.
     Ο Νασίμ Αλάτρας επέλεξε είκοσι από τα εξήντα τέσσερα διηγήματα του Καναφάνι, που μας παραθέτει σχεδόν με χρονική σειρά έκδοσης, και στα οποία βλέπουμε ότι εξελίσσεται ως συγγραφέας, ότι ωριμάζει. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία θεματική, αφηγηματικών φωνών και τόπου δράσης (Γάζα, Λίβανος, Ιράκ).
     Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κάποιος για διηγήματα, και μάλιστα αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους, γι’ αυτό θα περιοριστώ σε υπενθυμιστικές σημειώσεις μαζί με φράσεις/αποσπάσματα που θα ήθελα να θυμάμαι… 

     Ένα φύλλο από τη Γάζα
     Ο αφηγητής που έχει αποφασίσει να μη φύγει από τη Γάζα για το Σακραμέντο μαζί με τον φίλο του τον Μουσταφά, ο Μουσταφά που μιλάει βιαστικά χωρίς κόμματα και τελείες και τον περιμένει, οι Εβραίοι που χτύπησαν την Αλ Σάμπχα στη Γάζα[3], η ανάγκη να ξεφύγουν από την «δυσοσμία της ήττας», η λαχτάρα για το «γλυκό ξεκίνημα» αφήνοντας πίσω τη Γάζα -πιο στενή κι από την ψυχή ενός ανθρώπου που τον έδειρε ένας τρομακτικός εφιάλτης. Η όμορφη δεκατριάχρονη Νάντια με το ακρωτηριασμένο πόδι, η γενιά που θήλαζε την ήττα. Η δύσκολη απόφαση. «Γύρνα εσύ σε μας, σε περιμένουμε όλοι».

     Ένα φύλλο από την Αλ Ράμλα[4]
     Ο «θείος» Άμπου Ουθμάν και η τραγική του ιστορία όταν η Εβραία σήκωσε με υπερβολική απλότητα το μικρό πολυβόλο και σημάδεψε το κεφάλι της Φατμέ. Ο αφηγητής, εννιάχρονο παιδάκι όταν οι εβραίοι μπήκαν στην Αλ Ράμλα κι έστησαν γριές γυναίκες και παιδιά με βία και αγριότητα σε δυο σειρές και το ανεξίτηλο αποτύπωμα της φρίκης. Η αξιοπρεπής έξοδος του Ουθμάν.

     Ένα φύλλο από την Αλ Τίρα[5]
     Ο καλός πελάτης που αγοράζει κουλούρια από τον πλανόδιο αφηγητή, ο αστυνομικός «με το πληγωμένο πρόσωπο» που τον σπρώχνει «λες και είναι Εβραίος», η Παλαιστίνη που χάθηκε και βυθίστηκαν οι πολίτες στη φτώχεια, τα παράπονα από τους ηγέτες (δεν έμαθαν ποτέ πώς να καθοδηγούν τους στρατιώτες τους, νόμιζαν πως οι στρατιώτες τους ήταν ένα είδος όπλου για διασκέδαση που χρειαζόταν κούρδισμα). Τέλος, το χάσμα ανάμεσα «στους υπεύθυνους κι εμάς», όπως το θέτει συνειρμικά ο αφηγητής, ο οποίος παραθέτει περιστατικά αμοιβαίου μίσους, περιστατικά παραλογισμού και απελπισίας, που κάνουν τους πολεμιστές «με τις τσουγκράνες, τα φτυάρια και τους γκασμάδες» να χάνουν τον προσανατολισμό τους.

     Η γη των πικραμένων πορτοκαλιών

Ήμασταν κουβαριασμένοι εκεί,
τόσο μακριά από την παιδική μας ηλικία
όσο και από τη γη των πορτοκαλιών
     Η Γιάφα, μια ιστορική πόλη από τις αρχαιότερες κατοικημένες στον κόσμο (από την 4η χιλιετία π.Χ.), γνώρισε από τον 17ο αιώνα μεγάλη ανάπτυξη λόγω της καλλιέργειας και της εξαγωγής εξαιρετικής ποιότητας πορτοκαλιών! Έχοντας ιστορία αντιαποικιακού αγώνα από το 1917 (κατά των Βρετανών), το 1948 καταλήφθηκε από τους σιωνιστές -με προεξάρχοντα τον μεγιστάνα Ρότσιλντ που αγόρασε τα περισσότερα εδάφη-, οι οποίοι ανάγκασαν 70.000 Παλαιστίνιους να εκπατριστούν.
     Η «έξοδος από τη Γιάφα προς την Άκκα» ήταν καθοριστικό βίωμα του δωδεκάχρονου Γασσάν (ήμασταν ανάμεσα σ’ όλους εκείνους που πήρε ο δρόμος στην αγκαλιά του), εφόσον ο ίδιος, αν και ήταν ο μόνος από τα αδέρφια του που γεννήθηκε στην Άκκα (όπου και έζησε τα περισσότερα παιδικά του χρόνια), βίωσε την τραγωδία της οικογένειάς του που πηγαινοέρχονταν ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο ιστορικές πόλεις. Στον οριστικό διωγμό από τους σιωνιστές (που συνδέθηκε και με την «Επιχείρηση Βιολογικού Πολέμου», δηλαδή την δηλητηρίαση των πηγαδιών νερού σε αραβικά χωριά-επί πρωθυπουργού Μπεν Γκουριόν) η οικογένεια εκπατρίστηκε οριστικά προς τον Λίβανο. Δεν είναι ξεκάθαρο αν ο αφηγητής ταυτίζεται με τον συγγραφέα, αλλά η εικόνα το φορτηγού όπου είναι στοιβαγμένα όλα τα πράγματα της οικογένειας μαζί με τα γυναικόπαιδα, και αγκομαχά για να φτάσει στην Ρας Αλ Νακούρα, είναι καθηλωτική… Η ατέλειωτη σειρά των φορτηγών που μπαίνουν στον Λίβανο, οι άντρες να παραδίδουν τα όπλα τους κι οι αγρότες να κοιτούν τα πορτοκάλια και να θρηνούν (μέσα στα μάτια του πατέρα σου αντιφέγγιζαν όλες εκείνες οι πορτοκαλιές που είχε παρατήσει στους Εβραίους). Η απελπισμένη αναζήτηση νέου καταφύγιου, το προσωρινό κατάλυμα στη Σιδώνα, η οριστική διάψευση από τα αραβικά καμιόνια που όχι, δεν τους βοήθησαν να επαναπατριστούν όπως ήλπιζαν ζητωκραυγάζοντας που τα είδαν, στις 15 Μαΐου του 1948: οι στρατοί των Αράβων δεν μπήκαν για να επιστρέψουν οι πρόσφυγες στην πατρίδα τους και τα χωριά τους,, αλλά για να παίξουν τον τελευταίο τους ρόλο σε σενάριο που έγραψαν οι αποικιοκρατικές δυνάμεις (…), δηλαδή η εγκατάσταση στη γη της Παλαιστίνης ενός χωροφύλακα των δυτικών αποικιοκρατών).

     Κάτι που δεν φεύγει
     Στο «λαχανιασμένο» τρένο για την Τεχεράνη, ο ρομαντικός αφηγητής, λάτρης της ποίησης του Ομάρ Καγιάμ, με αφορμή την όμορφη κι επιφυλακτική συνταξιδιώτισσά του, αναπολεί τη Λάιλα, (δε λεγόταν Λάιλα. Τη φώναζα Λάιλα επειδή αυτή με φώναζε Κάις – ήρωες μιας ιστορίας αγάπης), μια πανέμορφη και τολμηρή κοπέλα από τη Χάιφα –«ένα διαφορετικό είδος ανθρώπου»- που τον γοήτευσε οκτώ χρόνια πριν: δεν φανταζόμουν ποτέ ότι το μαλθακό κορίτσι που γνώρισα πραγματοποιούσε ανατινάξεις, τις οποίες δεν θα μπορούσε να φανταστεί ένας άντρας με μέτριο θάρρος. Τον ντροπαλό κι άβουλο ήρωα τον σημαδεύει η ανάμνηση της Λάιλα, οι εννέα μέρες που πέρασε στο κολαστήριο των εβραίων (τη συνέλαβαν για κάτι που δεν έμαθα ποτέ), η λυπημένη Λάιλα.. η απελπισμένη… που ήθελε να της μείνει κάτι που δε φεύγει…

     Το κλεμμένο πουκάμισο
Τι κακό θα μπορούσε να κάνει αν κλέψει ένα δύο, δέκα τσουβάλια αλεύρι;
     Νύχτα, βροχή, κρύο και ατέλειωτο σκάψιμο αυλακιών γύρω από τους πασσάλους του αντίσκηνου. Η γυναίκα που ψήνει ψωμί, το ερώτημα στα μάτια της αν ο άντρας της βρήκε δουλειά, τι θα φάνε. Ο Αμπντ Ελ Ραχμάν, το άρρωστο παιδί κουλουριασμένο στη γωνιά· τον δελέαζε η ιδέα να επιστρέψει μα μέρα στη σκηνή του κρατώντας ένα καινούριο πουκάμισο για τον Αμπντ Ελ Ραχμάν. Οι αποθήκες του Διεθνούς Οργανισμού Βοήθειας που τις φυλούσε ο Αμερικάνος, οι καθυστερήσεις διανομής του αλευριού, οι διαπραγματεύσεις της αγοραπωλησίας (ο Αμερικάνος πουλάει, εγώ εισπράττω, ο φύλακας εισπράττει). Η ασυγκράτητη οργή.

     Ο ορίζοντας πίσω απ’ την πύλη
Να επιστρέψω;
     Ο ήρωας ανεβαίνει τη σκάλα μ’ ένα μικρό καλάθι, που δεν δικαιολογεί την απίστευτη εξάντλησή του. Μια αδυσώπητη ορμή να φύγει από την Ιερουσαλήμ, όπως το έχει κάνει επανειλημμένα επί δυο χρόνια τώρα, τον ωθεί προς τα πίσω, πέρα από την πύλη Μάντελμπαουμ [6]. Η μυστική, κρυφή αλήθεια που κουβαλάει επί δέκα χρόνια, όταν έφυγε με την αδελφή του Νταλάλ από την κατεχόμενη γη, το τρομαχτικό αβάσταχτο βίωμα που έκλεισε τόσα χρόνια στην καρδιά του (ήταν στο δωμάτιο όταν η κόλαση εξερράγη μπροστά του).
     Το ψέμα μεγάλωσε τόσο πολύ αυτά τα δέκα χρόνια, με έναν φρικτό τρόπο, ώστε δεν κατάφερε να βρει καμία δικαιολογία για να πει την αλήθεια μια φορά, απόλυτα και σκληρά, ίσως και θανάσιμη. Η μάνα που σίγουρα περιμένει με τα άσπρα της μαλλιά και το γερασμένο της πρόσωπο βρεγμένο από τα δάκρυα, η συνάντηση κάτω από την μεγάλη πύλη και το κοφτερό μαχαίρι να του τραβά τον λαιμό όταν έρχεται κι εκείνος αντιμέτωπος με την τρομερή αλήθεια.

     Κουλούρια στον δρόμο
     Ο Χαμίντ, ο μικρός Παλαιστίνιος λούστρος, χαμίνι 12 χρονών, και ο αφηγητής, δάσκαλος στο σχολείο προσφύγων της Δαμασκού, άνθρωπος με ανάλογες ευαισθησίες (κάθε παιδί ήταν μια σπίθα που είχε ανάψει από την αδιάκοπη τριβή με τις σφοδρές αντιξοότητες της ζωής/η τάξη ήταν ένα αυτί ενός μικρού κόσμου, κόσμου γεμάτη συσσωρευμένη αλλά ηρωική δυστυχία), που προσπαθεί να σταθεί «κοντά στις καρδιές τους». Η απόμακρη συμπεριφορά του Χαμίντ, που είναι και μαθητής στο σχολείο του αφηγητή, η καθημερινή του βιοπάλη (πουλάει κουλούρια μέχρι αργά το βράδυ) και οι τραγικές του ιστορίες διεισδύουν στη ζωή του δάσκαλου (ήταν ένας περίπλοκος μαθητής, φορτωμένος μυστικά που δεν τελείωναν ποτέ, μυστικά που μόλις ξεκινούσαν, συνέχιζαν ασταμάτητα).
     Η «απαράμιλλη εξυπνάδα» με την οποία ύφαινε τις ιστορίες του ο Χαμίντ, παρόλο που και η αλήθεια όπως αποκαλύφθηκε δεν στερούνταν τραγικότητας, δεν κατάφερε να σβήσει το αίσθημα προσβολής και τον θυμό που προκάλεσαν στον ήρωά μας. Δεν θα μάθουμε ποτέ αν ο μικρός λούστρος όντως πουλούσε κουλούρια, αν ο πατέρας του ζούσε και τρελάθηκε, πώς πέθανε η μάνα και ο αδερφός του. Η αλήθεια και το ψέμα, στην περίπτωση του μικρού Χαμίντ «μοιάζουν σαν δυο στάλες αίμα», που λέει και το τραγούδι.

     Νεκρός στη Μοσούλη
     Το διήγημα αυτό είναι αφιερωμένο στον φίλο του Καναφάνι «Μ.» (Μααρούφ; το όνομα του ήρωα του διηγήματος;), που «πήγε στη Μοσούλη[7]και ύστερα τα ίχνη του χάθηκαν». Η ιστορία του, που έχει γίνει θρύλος, ανασυντίθεται από θολές μνήμες κάποιων φίλων, που τον συνάντησαν μεταξύ Βαγδάτης και Δαμασκού.
     Πρόκειται για την ιστορία του Μααρούφ, Ιορδανού φοιτητή, διωγμένου από την γενέτειρά του από τα 10 του χρόνια, οπότε έχασε τη μάνα του -από δίψα;, από χτύπημα στρατιωτών;- σ’ ένα βρώμικο πηγάδι. Ο δρόμος που πήρε από το πηγάδι μέχρι το πανεπιστήμιο ήταν μακρύς… ήταν μακρύς και λασπωμένος. Φοιτητής της Νομικής στη Βαγδάτη, πήγε στη Μοσούλη όπου γινόταν η επανάσταση…
     Ο Μααρούφ αρνήθηκε να το σκάσει και πυροβολήθηκε πισώπλατα σαν ακρίδα κατάκοπη που, μετά από σκληρό ταξίδι, έπεσε νεκρή πάνω σ’ ένα ξερό ακρογιάλι.

     Η Κουκουβάγια στο Μακρινό Δωμάτιο
Τα παμπάλαια ντουφέκια στα σκληρά χέρια των αντρών
περνούσαν μπροστά απ’ τα μάτια μας
σαν αιματοβαμμένοι μύθοι
     Η μάχη με τα τσεκούρια δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο στο χωριό, λέει ο αφηγητής, που ήταν μικρό παιδί όταν έγινε το συμβάν, δέκα χρόνια πριν. Ήταν μια καταραμένη μέρα, μεγαλύτερη από το να της δοθεί ένα όνομα ή ένας αριθμός, κι έβλεπαν από καιρό χωρίς δυνατότητα επιλογής, την Παλαιστίνη να πέφτει σπιθαμή προς σπιθαμή και να υποχωρούν σπιθαμή προς σπιθαμή. Έμεινε στις συνειδήσεις ως «η μέρα της σφαγής», μια κόλαση που σκέπασε τα στοιβαγμένα απάνω στη λάσπη σπίτια.
     Όταν ξεκινά η μάχη με τα τσεκούρια, σημαίνει ότι η συμπλοκή είναι στενή, ο πατέρας μπαινοβγαίνει ψάχνοντας στο σεντούκι τις βόμβες που έχει κρύψει «ο μακαρίτης ο γιος» κι αναθέτει στο μικρό μας παλληκαράκι, τον αφηγητή, να θάψει το σεντούκι στον κήπο (ήμουν χαρούμενος που συμμετείχα σε μια ηρωική πράξη). Μέσα στις ριπές, τον φόβο και τον τρόμο του θανάτου, μέσα στη νύχτα. Τότε εμφανίζεται κι η κουκουβάγια με τα μεγάλα κι αγριεμένα μάτια της/με βλέμμα επίμονο, ατρεμούλιαστο και αδιάκοπο.
     Το βλέμμα αυτό επισκέπτεται τον αφηγητή δέκα χρόνια αργότερα, μέσα από μια φωτογραφία.

     Στα μέσα του Απρίλη
     Ένα σπαρακτικό γράμμα, μια επιθανάτια επιστολή είναι το συγκεκριμένο διήγημα, στον φίλο που πέθανε τόσο άδοξα 12 χρόνια πριν (γιατί σου γράφω;). Κι ο αποστολέας έχει υποσχεθεί κάθε Απρίλη να αφήνει στον τάφο μερικές παπαρούνες… όμως φέτος δεν βρήκε ούτε μία.
     Δεν είναι δυνατόν να ξεχάσει κανείς τις «άκρες της ιστορίας», κι ας υπάρχουν ιστορίες, που όπως λέει ο ήρωας, δεν έχουν ξεκάθαρη αρχή. Και φαίνεται ότι απαρχή ήταν η ανάγκη εκδίκησης που έβαλε στο τραπέζι ο ανώνυμος φίλος, ξεκινώντας πρόβα από μια… γάτα που έκλεψε περιστέρια.
     Έτσι, σαν αστείο, τραγουδώντας και γελώντας ροβόλησαν στην κοντινότερη αποικία, κι όταν αιφνιδιάστηκαν από μια ομάδα Εβραίων (ο Καναφάνι δεν χρησιμοποιεί τη λέξη σιωνιστές), ο αφηγητής δεν μπόρεσε να πατήσει τη σκανδάλη για να προστατέψει τον φίλο του που του μπλόκαρε ο γεμιστήρας.
     Δώδεκα χρόνια αργότερα αναθυμάται το γεγονός, δεν είναι όμως σίγουρος αν τώρα θα τραβούσε τη σκανδάλη, το μόνο που ξέρει είναι ότι αισθάνεται ντροπή. Είναι άραγε απαραίτητο να πεθάνουν μερικοί άνθρωποι για να ζήσουν μερικοί άλλοι;;;

     Έξι αετοί κι ένας μικρός
     Δεν είναι το μοναδικό διήγημα όπου το θέμα είναι το πώς γεννιούνται οι θρύλοι, οι ιστορίες, η προφορική παράδοση (και στο επόμενο διήγημα η αφήγηση ξεφεύγει απ’ την πραγματικότητα). Ο αφηγητής είναι δάσκαλος μουσικής και πηγαινοέρχεται με τα λεωφορεία σε τρία χωριά, μια διαδικασία πολύ εξαντλητική (πολύ γλαφυρή η περιγραφή, θυμίζει οπωσδήποτε δικές μας καταστάσεις στην επαρχία του 1960).
     Μέσα σε μια απ’ αυτές τις διαδρομές, ο δάσκαλός μας ανακαλύπτει ότι ένας μικρός μυτερός βράχος έχει την… ιστορία του (ήξερα ότι για καθετί στο χωριό υπάρχει μια ιστορία, δεν φανταζόμουν όμως ότι και γα αυτόν τον μικρό βράχο, σ’ αυτόν τον εγκαταλελειμμένο, απομακρυσμένο δρόμο υπήρχε κάποια ιστορία). Κι όμως, δεν είναι καν μια ιστορία, αλλά έξι διαφορετικές ιστορίες ειπωμένες από έξι διαφορετικούς επιβάτες –ο γκρίζος αετός, ο πιστός αετός, η άγρια αετίνα που για χάρη της μονομαχούν, ο μικρός αετός που δεν μπορούσε να πετάξει κλπ. Τέλος, ότι δεν υπήρξε αετός.

     Ο θάνατος του κρεβατιού 12
Το ζήτημα του θανάτου δεν είναι ποτέ το ζήτημα του νεκρού,
είναι ζήτημα των ζωντανών,
αυτών που περιμένουν με πίκρα τη σειρά τους
     Άλλη μια επιστολή είναι το διήγημα αυτό, στον αδελφό Άχμαντ, από το νοσοκομείο όπου ο αποστολέας βρίσκεται εδώ και δυο μήνες πάσχοντας από έλκος στομάχου (πίστεψέ με, Άχμαντ, το «έλκος» του εγκεφάλου είναι πιο ατίθασο από αυτό των σωθικών). Μια επιστολή που έχει ως θέμα της τον θάνατο, όπως τον αντικρίζει καθημερινά εδώ που βρίσκεται…
     «Πέθανε το κρεβάτι 12», δηλαδή ο άνθρωπος από το Ομάν που νοσηλευόταν στο κρεβάτι 12, και που λεγόταν Μοχάμαντ Άλι Άκμπαρ, και που όσο ζούσε επέμενε να τον προσφωνούν με όλο το όνομα, και που κρατούσε ένα παλιό σεντούκι-αίνιγμα. Αυτές οι δυο λεπτομέρειες ωθούν τον αφηγητή/αποστολέα να συνθέσει τον βίο του Μοχάμαντ Άλι Άκμπαρ, μια τραγική πορεία ζωής έξω απ’ την πραγματικότητα αλλά φτιαγμένη από αλήθειες. Η πραγματικότητα αντιδιαστέλλεται από την φανταστική ιστορία που έπλασε το «διαταραγμένο» μυαλό του ήρωα, ο οποίος γνωρίζει πολύ καλά ότι η ιστορία του απέχει πολύ από την αλήθεια, ότι ο Μοχάμαντ δεν ήταν τίποτα από όλα αυτά που αναφέραμε, γιατί πάντα αποδίδουμε στους άλλους τις δικές μας ιδιότητες, τους βλέπουμε μέσα από το στενό πέρασμα των απόψεών μας και των σκέψεών μας.

     Οι πλάτες των άλλων
Δεν είναι απαραίτητο να ζει ένας άνθρωπος
πιστεύοντας σε κάτι που του στενεύει τη ζωή
     Ένας άνθρωπος απελευθερώνεται από τριών χρόνων καταπίεση μέσα στο κόμμα, όταν αποφασίζει επιτέλους να πει «όχι» (μία μόνο λέξη, και όλα έπεσαν στο πάτωμα και διαλύθηκαν). Φεύγει βλέποντας τα πάντα καινούρια, να πηγαινοέρχονται αδιάφορα, χωρίς καμιά λύπη, χωρίς καμιά μετάνοια. Κι όμως, λίγο αργότερα στο εστιατόριο όπου τρώει καθημερινά, τον βλέπουμε να παίζει ένα άσχημο παιχνίδι στον αθώο σερβιτόρο Άμπου Σαλίμ, που «ζει όπως ακριβώς θέλει», δίπλα στη θάλασσα, που μπορεί να ζει «μια ζωή άδεια» αλλά εκείνος είναι ευχαριστημένος μιλώντας στα… ψάρια και ταΐζοντάς τα επί είκοσι χρόνια!   
     Η σκληρότητα του ήρωα στον λυπημένο Άμπου Σαλίμ είναι ακατανόητη.

     Το απαγορευμένο όπλο
     Επιστρέφοντας από το μαγαζί στο σπίτι του ο Άμπου Άλι, πέφτει πάνω σ’ έναν κύκλο αντρών γύρω από έναν ξένο στρατιώτη. Είναι ο στρατιώτης που συνοδεύει τον αξιωματικό που πήγε να δει τον Μουχτάρ, «μπας και δεχτεί αυτή τη φορά». Οι άντρες θέλουν να αρπάξουν το τουφέκι του στρατιώτη (αυτός ο οπλισμένος στρατιώτης δεν έπρεπε να μείνει εδώ). Ναι, ο Άμπου Άλι είναι αυτός που το άρπαξε («χαλάλι μου είναι»), με τα πολλά, δίνοντας λύση σε πολλά προβλήματά του (είχε έρθει πια ο καιρός για τον Άμπου Άλι να κατέχει ένα τουφέκι αντικαθιστώντας το τσεκούρι που χρησιμοποιούσε για να πολεμάει τις ύαινες τον χειμώνα).
     Όμως ο Άμπου Άλι δεν έφτασε ποτέ στο σπίτι του.

     Η αιώρα
Όχι, όχι, πρέπει να υπάρχει ειλικρίνεια
     Ένα φαιδρό γλυκόπικρο διήγημα -διάλειμμα στον ζόφο των υπόλοιπων- είναι «Η αιώρα», ένας τίτλος που δόθηκε για να απεικονίσει τις συναισθηματικές ταλαντώσεις του ήρωα-αφηγητή, που είναι αποφασισμένος να παντρευτεί τη Γαϊντά, αλλά σε μια κρίση ειλικρίνειας θέλει να της μιλήσει για την προηγούμενη σχέση του με την Νάντα (είναι αλήθεια ότι η προηγούμενη σχέση μου με τη Νάντα δεν είχε τελειώσει εντελώς).
     Οι διάλογοι που ακολουθούν ανατρέπουν κάθε καλή πρόθεση του ήρωα (έπαψες να την αγαπάς; Πώς; Τι δηλαδή; Έκλεισες το συρτάρι της στη ντουλάπα;), προκαλώντας από τη μια τον «αδάμαστο θυμό» της αρραβωνιαστικιάς, κι αφετέρου τη θυμηδία εκ μέρους της «πρώην», της Νάντα (ξαναγύρισες, άτακτε! Η φαντασία σου όλο και μικραίνει. Πότε θα σε δω, ερωτιάρη;)

     Ο κατήφορος
     Ο πρωταγωνιστής είναι εδώ ο δάσκαλος Μόχσεν, που μπαίνει πρώτη φορά σε τάξη, σε παιδιά «χωρίς βιβλία»· η αμηχανία του, η απειρία του, η νευρικότητά του. Η ιστορία που αναλαμβάνει αυθόρμητα να πει ο μαθητής του τελευταίου θρανίου, δίνοντας διέξοδο στη σύγχυση.
     Είναι η ιστορία του πατέρα του που φτιάχνει παπούτσια σ’ ένα «σεντούκι από ξύλο, λαμαρίνες και χαρτόνι», που δουλεύει ασταμάτητα στην κατηφόρα μιας πλαγιάς, στην κορφή της οποίας μένει «ο πλούσιος» που ρίχνει φλούδες τόσο πολλές που ο πατέρας του πεθαίνει (ο πατέρας μου δεν πεθαίνει, το είπα μόνο για να τελειώσει η ιστορία). Αυτή η «κουφή» ιστορία παραλλάσσεται όταν το «τρελόπαιδο» την επαναλαμβάνει στον διευθυντή του σχολείου, και η αφήγηση παίρνει σουρεαλιστική χροιά όταν ο δάσκαλος στη συνέχεια συμπληρώνει κι επαυξάνει το παράλογο της αφήγησης καταθέτοντας τη δική του φαντασία.

     Πέρα απ’ τα σύνορα
Είναι μια εκπληκτική δουλειά κύριέ μου
η αφομοίωση ενός εκατομμυρίου ανθρώπων
και ύστερα η συμπύκνωση τους σε ένα μόνο πράγμα.
Αφαιρέσατε από κείνους, το εκατομμύριο, τα ιδιαίτερα προσωπικά τους χαρακτηριστικά,
Και δεν έχετε πια την ανάγκη να κατατάσσετε και να κρίνετε, τώρα είστε μπροστά σε μία μόνο κατάσταση.
     Ο «σπουδαίος» κύριος, ο οικογενειάρχης, ο νόμιμος (ανακριτής; δεσμοφύλακας; αστυνομικός; διοικητής στον καταυλισμό;) βασανίζεται από μια εσωτερική φωνή: αυτήν του θύματος, του «διαβολικού εγκληματία», του νεαρού που δραπέτευσε από το ανοιχτό παράθυρο μπροστά στα μάτια του.
     Μας είναι γνώριμη, από προηγούμενα διηγήματα, η τεχνική του Καναφάνι να βάζει διπλή φωνή στην αφήγηση, με italics. Έτσι κι εδώ, καταγράφεται η απελπισία του δραπέτη σε α’ πρόσωπο, που μιλάει για το «έγκλημά του», που δεν είναι άλλο παρά η ύπαρξή του και μόνο (ψηφοφόρος δεν είμαι, δεν είμαι καν πολίτης, οποιασδήποτε μορφής, ούτε κατάγομαι από καμιά χώρα που ενδιαφέρεται πού αι πού για τα μαντάτα των υπηκόων της). Είναι απλώς ένας πρόσφυγας (που η μάνα πέθανε στα ερείπια του σπιτιού, ο πατέρας και τα αδέρφια σε άλλες χώρες, ο αδερφός μαθαίνει την ταπείνωση στα σχολεία του Οργανισμού Προσφύγων). Ένας πρόσφυγας δηλαδή ένας αριθμός σε μια κατάσταση, εμπορική ή τουριστική ή το πολύ πολύ, «υλικό για εθνικές ομιλίες, φιλανθρωπίες και λαϊκισμούς»: «Επισκεφτείτε τους καταυλισμούς των Παλαιστινίων πριν εξαφανιστούν».
     Και… μετά τι;

     Το κόκκινο και το πράσινο
Άραγε, ξέρεις πως η ζωή έχει δεθεί με το άγριο, το τρομαγμένο εκείνο τρέξιμο;
     Ίσως είναι το πιο συγκλονιστικό, το πιο σπαραχτικό από τα διηγήματα, γιατί μεταφέρει την οσμή του θανάτου, της ζωής και της αγάπης.
     Ο Μάης ανθίζει και ο ήρωας είναι κοντά στον θάνατο (όσο κοντά είναι η μύτη του στον αέρα). Νιώθει το «κρότο του θανάτου», την αγάπη, τη γυναίκα του τον γιο του τη ζωή να στάζει έξω από το σώμα του, τον Μάη πελώριο και μεγάλο να βάφει τον δρόμο με πρασινάδα…
     Τα γονάτισμα, το ποτάμι του αίματος, το μωρό που γεννιέται μέσα από το αίμα.
     Τα χρόνια περνάνε «μικρέ μαύρε», και η μοίρα σου είναι να τρέχεις ενώ σε ακολουθεί το ποταμάκι του αίματος, και, τέλος, μην πεθάνεις πριν να γίνεις αντίπαλος. Μην πεθαίνεις.

     Το Τίποτα
     Ο συνοριακός στρατιώτης οδηγήθηκε στο ψυχιατρείο γιατί άνοιξε πυρ στα κατεχόμενα εδάφη.
     Νευρική κρίση όχι στο μυαλό αλλά στην καρδιά.
     Η περίπτωση δεν είναι ιατρική αλλά στρατιωτική.
     Τι ένιωσες πριν πυροβολήσεις; Τίποτα.
     Τι ένιωσες αφού πυροβόλησες; Τίποτα.
     Δεν ήταν νευρική κρίση, σκόπιμα το έκανα.
     Τι θέλω να πω; Ουφ! Τίποτα. Τίποτα.
     Αυτή είναι η πικρή γεύση από τα είκοσι (από τα 64 που έγραψε συνολικά) ο Γασσάν Καναφάνι, μια αυθεντική φωνή που περιλαμβάνει πολλές φωνές και πλούσια συναισθήματα ενός κόσμου που αν δεν χαθεί ολότελα, δεν θα είναι ποτέ ο ίδιος. Όπως δεν θα είμαστε κι εμείς ίδιοι, οι θεατές και αναγνώστες 
αυτής της συνεχιζόμενης τραγωδίας.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Αξίζει, πριν κανείς αρχίσει να διαβάζει τα διηγήματα, να πάρει υπόψη του την ιδιαίτερη πορεία της ζωής του. Αντιγράφω από την Wikipedia: «Με το ξέσπασμα των εχθροπραξιών του Αραβοϊσραηλινού Πολέμου του 1948 στην Άκρα, ο Γκασάν και η οικογένειά του υποχρεώθηκαν να φύγουν μαζί με χιλιάδες άλλους Παλαιστίνιους πρόσφυγες. Σε γράμμα του προς τον γιο του δύο και πλέον δεκαετίες αργότερα, ο Γκασάν ανακαλεί την «έντονη ντροπή» που αισθάνθηκε τότε ως παιδί βλέποντας τους άνδρες συγγενείς του να παραδίδουν τα όπλα τους και να γίνονται πρόσφυγες. Πήγαν πρώτα στον Λίβανο και μετά εγκαταστάθηκαν στη Δαμασκό της Συρίας. Εκεί ο πατέρας του άνοιξε μικρό δικηγορικό γραφείο, ενώ το οικογενειακό εισόδημα συμπληρωνόταν από τη μερική απασχόληση των αγοριών. Ο Γκασάν ολοκλήρωσε τη μέση εκπαίδευση και πήρε πιστοποιητικό διδασκαλίας από την Υπηρεσία Περιθάλψεως και Εργασίας για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες του ΟΗΕ (UNRWA) το 1952. Αρχικώς βρήκε εργασία ως δάσκαλος των τεχνικών για περίπου 1.200 εκτοπισμένα παιδιά Παλαιστινίων σε στρατόπεδο προσφύγων, όπου άρχισε να γράφει διηγήματα για να βοηθήσει τους μαθητές του να εντάξουν σε κάποιο πλαίσιο την κατάσταση που βίωναν».
[2] Η Νάκμπα, γνωστή και ως Παλαιστινιακή Καταστροφή, ήταν η καταστροφή της παλαιστινιακής κοινωνίας και πατρίδας το 1948 και ο μόνιμος εκτοπισμός της πλειοψηφίας των Παλαιστινίων Αράβων. Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει τόσο τα γεγονότα του 1948, όσο και τη συνεχιζόμενη κατοχή του Ισραήλ στα παλαιστινιακά εδάφη (στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας), καθώς και τη δίωξη και τον εκτοπισμό τους από τα παλαιστινιακά εδάφη σε παλαιστινιακούς προσφυγικούς καταυλισμούς σε όλη την περιοχή https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%AC%CE%BA%CE%BC%CF%80%CE%B1
[3] Η συνοικία αυτή τη Γάζας βομβαρδίστηκε ανελέητα τον Απρίλη του 1956
[4] Η Αλ Ράμλα ενώ είχε προβλεφθεί για πόλη του αραβικού κράτους, σήμερα είναι κυρίως εβραϊκή πόλη, στο κεντρικό Ισραήλ, δεν έχει σχέση με την παλαιστινιακή Ραμάλα
[5] Η Αλ Τίρα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα χωριά στην επαρχία της Ράμλα, το οποίο καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1948. Βρίσκεται 12 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Ράμλα και ερημώθηκε από τον Ισραηλινό στρατό στις 10 Ιουλίου 1948 κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης Ντάνι. Τα περισσότερα σπίτια του χωριού καταστράφηκαν, με εξαίρεση μερικά που επέζησαν.
[6] Το μοναδικό σημείο διέλευσης μεταξύ Αν. («η γη που είχε απομείνει») και Δυτ. Ιερουσαλήμ (σιωνιστικό κράτος0 μεταξύ 1948-1967
[7] Όπως γράφει και ο Ν. Αλάτρας στις υποσημειώσεις, η Αλ Μούσελ ήταν περιοχή αγροτική που, καθώς μετατράπηκε με ταχύ ρυθμό σε βιομηχανική, έγινε το κέντρο αγώνων των Ιρακινών εργατών(απεργίες, διαμαρτυρίες κυρίως στους τομείς της βιομηχανίας, του πετρελαίου και των σιδηροδρόμων)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου