Τρίτη, Νοεμβρίου 19, 2024

Η γραμμή του ορίζοντος, Χρήστος Βακαλόπουλος

     Πρόκειται για ένα σύντομο μυθιστόρημα -με πολύ μικρά κεφάλαια-, που πιθανόν απωθεί αρχικά με τη δυσνόητη, απροσπέλαστη γραφή του. Ομολογώ ότι στις τρεις πρώτες σελίδες ετοιμαζόμουν να το βάλω στην άκρη, δίνοντας όμως μια δεύτερη ευκαιρία στον καταξιωμένο συγγραφέα/κινηματογραφικό σκηνοθέτη -διαβάζοντας δηλαδή υποχρεωτικά είκοσι τουλάχιστον σελίδες-, με… κέρδισε.
     Όχι, δεν είναι από τα βιβλία όπου ο λόγος ρέει και όπου η πλοκή συναρπάζει. Η πλοκή, μάλιστα, είναι στοιχειώδης, ενώ το ύφος, καθώς ακολουθεί τις εσωτερικές σκέψεις της ηρωίδας, μηρυκάζει πολλές φορές με κουραστικές για την συνήθη απόλαυση του κειμένου αναδιατυπώσεις, προσιδιάζοντας στον τρόπο έκφρασης που χαρακτηρίζει τα αυτιστικά άτομα (εμμονές, επαναλήψεις, περιστροφή γύρω από κάποιες κεντρικές έννοιες, ανασκοπήσεις και διαφορετικές διασυνδέσεις των ίδιων εννοιών). Δεν πρόκειται όμως ούτε για κακοτεχνία, ούτε για απειρία, ούτε καν για ναρκισσευόμενη γραφή, του τύπου «γράφω εκκεντρικά για πρωτοτυπία». Ο αναγνώστης καθώς εξοικειώνεται και συντονίζεται με τον ρυθμό του κειμένου, κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται ότι το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου ψάχνει έναν κώδικα, (ή μάλλον ο συγγραφέας χτίζει έναν δικό του κώδικα) για να διευθετήσει έναν κόσμο όπου τώρα πια νιώθει χαμένη/ος. Τον κόσμο των ενηλίκων, σε μια μεταβατική εποχή, όπου τα πάντα αλλάζουν ταχύρρυθμα, παρασύροντας τόπους, πρόσωπα, μνήμες και φιλίες.
     Είναι η «Ρέα Φραντζή, τριάντα δύο χρονών, απόφοιτη πολιτικών επιστημών, μελαχρινή και παντρεμένη». Αυτή και μόνο η φράση επαναλαμβάνεται πολλές φορές σε παραλλαγές, σαν να προσπαθεί η ηρωίδα να επιβεβαιώσει στον εαυτό της την ταυτότητά της, ενώ ο συγγραφέας τονίζει μ’ αυτόν τον τρόπο το στοιχείο της αναζήτησης της «πραγματικής ζωής». Η Ρέα μεγάλωσε στην Κυψέλη την δεκαετία του ‘50, είχε φίλες τη Βάνα, την Έρση, την Μίνα, μετά τις σπουδές πήγε στην Ελβετία, επέστρεψε, γνώρισε τον Γιάννη στην Βενετία και τον παντρεύτηκε. Θέλει να χωρίσει από τον άντρα της χωρίς να ξέρει το γιατί, παίρνει το πλοίο μόνη της μέσα στο καλοκαίρι, πηγαίνει στην Πάτμο, κατακλύζεται από εικόνες και μνήμες, κυριαρχείται από το παρόν, αναδιατάσσει τη συνείδησή της και χάνεται στη γραμμή του ορίζοντος.
     Αυτή είναι η «πλοκή»! Και οι τίτλοι εύγλωττοι: Αναχώρηση, Πρώτη θέση, Σκάλα, Αρίων (παραλία), Λάμπη (παραλία), Βάρκα, Χώρα, Δύση, Πλατεία, Μονοπάτι, Λεωφορείο, Προκυμαία, Απόγευμα, Πανσέληνος κ.α…. Όλοι σηματοδοτούν τον τόπο ή τον χρόνο, σαν έρμα σ’ αυτόν τον ανερμάτιστο λόγο που ακολουθεί τους αναστοχασμούς και τους συνειρμούς της ηρωίδας. Το Σάββατο, η Κυριακή, η μελαγχολία του απογεύματος, αλλά και οι χρονολογίες (1968, 1971) αποκτούν ένα άλλο φως κάπως σημαδιακό. Μέσα από τις ασύνδετες εικόνες που κατακλύζουν το υποσυνείδητο παίρνουμε γεύση αυτής της εποχής της μετάβασης, της δεκαετίας του ΄60 και ’70, της εποχής της έντονης αστικοποίησης, της κυριαρχίας της εικόνας -εφόσον στην Ελλάδα τότε ήταν που γενικεύτηκε η χρήση της τηλεόρασης-, της εποχής του ζάπινγκ κυριολεκτικού και μεταφορικού, της πληροφορίας, της φωτογραφίας και της «τουριστικοποίησης» των νησιών και γενικότερα της Ελλάδας.
     Όταν όλη η βδομάδα είναι Σάββατο…
…παρασύρεσαι σιγά σιγά και δεν σ’ ενδιαφέρει καμιά είδηση, δεν υπάρχει κανένα νέο, όλες οι πληροφορίες είναι νερόβραστες, όλες οι πληροφορίες μιλάνε για τον απογοητευμένο κόσμο του μελαγχολικού απογεύματος της Κυριακής.
     Καθώς λοιπόν ακολουθούμε τον στοιχειώδη σκελετό της υπόθεσης όπως προαναφέρθηκε, μπαίνουμε βαθιά σ’ έναν κώδικα που δίνει άλλο νόημα στα φαινόμενα: ο ξανθός κόσμος που γυρεύει το φυσικό μαύρισμα είναι οι τουρίστες, ή «η ξανθή αλυσίδα», οι εκπρόσωποι του ξανθού κόσμου, είναι ήδη «άλλοι άνθρωποι, φυσικοί. Τα ρούχα τους τους ταιριάζουν, είναι αισιόδοξοι. Τα έχουν βρει με τον εαυτό τους, ξέρουν το σωστό. Είναι κάτι φυσικό το σωστό, ιδιαίτερα το καλοκαίρι ». Η Κάμιρος, αρχαία πόλη της Ρόδου έγινε πλοίο, κι αλλού δεν ακούγεται τίποτα μόνο το φουγάρο της πόλης που μεταμφιέστηκε σε πλοίο. Τώρα όλα τα νέα είναι σάπια, αληθινά κι όμως ανύπαρκτα, ενώ παλιά που κάθε Σάββατο πήγαιναν σε πάρτι, κάθε μέρα ήταν Σάββατο, και όλη η βδομάδα ήταν ένα τεράστιο Σάββατο. «Επίσης, το μοτίβο της μουσικής που «υπάρχει/δεν υπάρχει» είναι διάσπαρτο σε όλο το ταξίδι της Ρέας: η Πάτμος είναι «το μοναδικό μέρος στον κόσμο που έχει αγγίξει την αλήθεια, δεν υπάρχει πια μουσική», και όλοι το ξέρουν ότι δεν υπάρχει μουσική γιατί ο θόρυβος πήρε τη θέση της μουσικής, ενώ αλλού η Ρέα θα σκεφτεί ότι μπορεί να ακούει όση μουσική θέλει, αυτήν την πολλή μουσική που έπαψε να είναι μουσική. Αυτή η μουσική έχει «γονατίσει» τη Ρόδο, τη Ρόδο που δεν θέλει να είναι ελληνικό νησί. Γιατί δεν υπάρχει πια το νησί, αλλά τώρα όλοι πάνε σε κανένα νησί (κάποτε υπήρχε μόνο το νησί και τώρα όλοι πηγαίνουν σε κανένα νησί).
     Οι άνθρωποι άλλων εποχών, περασμένων και μελλοντικών, παίρνοντας διάφορες μορφές (Αμερικανοί της δεκαετίας του είκοσι, τριανταπεντάχρονοι Γάλλοι, εξηντάχρονοι Πέρσες του έτους τρεις χιλιάδες δέκα, Γιαπωνέζες Σαμουράι), προφανώς τουρίστες που «έχουν μαζευτεί σ’ αυτό το νησί και δεν πρόκειται να επιστρέψουν εύκολα στον ανύπαρκτο κόσμο/προσπαθούν με διάφορους τρόπους να διατηρήσουν το τεράστιο Σάββατο)· είναι κυρίαρχοι στη νέα καθημερινότητα της Ρέας που προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει το παρόν τους. Γράφει π.χ. στην Έρση ότι όλοι αυτοί είναι που ψάχνουν στον χάρτη για ένα αόρατο ελληνικό νησί, γιατί το ελληνικό αυτό νησί, το τουριστικό δηλαδή νησί έχει γίνει ένα είδος παραδείσου που έχει καταργήσει τον μόχθο και τον χρόνο… Ο συγγραφέας, μέσα απ’ αυτές τις σουρεαλιστικές πινελιές, χωρίς να μεμψιμοιρεί αφήνει μια πικρή γεύση της αλλοτρίωσης που σιγά σιγά έχει διαβρώσει την κοινωνία και που προφανώς βασανίζει, ασυνείδητα, την ηρωίδα. Και η παραλία είναι η «παραλία μιας άλλης εποχής», όπου η ευτυχία διαλέγει με προσοχή τις παρέες της, κι όπου δεν χρειάζεται να εξηγήσεις τίποτα, π.χ. το παρελθόν (ο κόσμος αλλάζει μόλις γράψεις την πρώτη λέξη, ο κόσμος άλλαξε μόλις γράφτηκε η πρώτη λέξη), γιατί όλοι είναι ευτυχισμένοι, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα «στρατόπεδο ευτυχίας».
     Το νικηφόρο παρόν έχει όλο το δίκιο με το μέρος του
      Όχι, δεν βρίσκει τον τρόπο η Ρέα να εξηγήσει «τι ακριβώς συνέβη», ωστόσο όλος ο κόσμος συνεχίζει να μιλά και να εξηγεί ενώ μόλις εξηγήσεις κάτι αρχίζει να σχηματίζεται μέσα σου το αντίθετο, κι όταν συνειδητοποιείς τι αισθάνεσαι αρχίζεις κι αισθάνεσαι αμέσως το αντίθετο... ψάχνει να βρει λόγια για να στείλει στον άντρα της, μία φράση που να τα λέει όλα, μα δεν υπάρχει τέτοια φράση… μόνο εικόνες… Γιατί κι εκείνη ανατρέχει με τη μνήμη στην εποχή που δεν την ενδιέφεραν οι πληροφορίες αλλά τα Σάββατα πήγαιναν με τις φίλες της σε πάρτι, και όλη η βδομάδα ήταν ένα τεράστιο Σάββατο, ανατρέχει με τη φαντασία της στον καιρό όπου στη Γενεύη γνώρισε ένα ντροπαλό αγόρι που δίσταζε να της μιλήσει. Κι έπειτα είναι και τα απογεύματα, το απογευματινό σχολείο, το απόγευμα που θυμίζει αυτούς που λείπουν, ενώ το πιο ωραίο πράγμα στον κόσμο είναι σιγά σιγά να νυχτώνει.
     Η εναλλαγή παρόντος παρελθόντος, με άξονα τη ζωή της Ρέας και τους συνειρμούς της, ενδυναμώνει την ανάγκη να εξηγήσει, όχι μόνο γιατί άφησε τον Γιάννη (δεν κινήθηκε εναντίον του, υπάρχει μεγάλη διαφορά, χάθηκε από προσώπου γης, δεν τον εγκατέλειψε), αλλά να καταλάβει τα δικά της σκοτάδια, αυτά που δεν εξηγούνται εύκολα (καμιά εξήγηση δεν στέκεται στα πόδια της). Αρχικά, η Κυψέλη, το κέντρο του κόσμου (γνωστού και αγνώστου, ορατού και αοράτου, κρυφού και φανερού) μέχρι τον Αύγουστο του 1968, μέχρι να έρθει … η τηλεόραση, η τηλεόραση που έφερε ανάκατο όλο το σαλόνι μετακινώντας τα έπιπλα γιατί δεν είχαν πολύ να τη βάλουν. Αλλά και ο Ιούλιος του ’65 αναφέρεται σαν ορόσημο ανάμεσα σε μια εποχή που το «παρόν μεγάλωνε όπως όπως με τη βοήθεια των αιώνων» ενώ τώρα «ήρθε ο ξανθός κόσμος και το ξεσήκωσε».
     Ανάλαφρη στέκεται η εικόνα του μοναδικού λεωφορείου της Πάτμου, της «Κλούβας» όπου οι επιβάτες έκαναν τον σταυρό τους «λες και ξεκινούσαν για την αργοναυτική εκστρατεία», και όπου η Ρέα, αιχμάλωτη περιτριγυρισμένη από μαυρισμένα κορμιά, στριμωγμένη μέσα στον «ξανθό κόσμο» αναπολεί τις μικρές επαναστάσεις της εφηβείας (π.χ. τσιγάρο μπροστά στον πατέρα).
     Ένα σημαδιακό ορόσημο γίνεται στη συνείδηση της Ρέας ο Αύγουστος του 1968, όπου όλα μετατοπίστηκαν ή εκτοπίστηκαν, όπως τα έπιπλα της μαμάς, ο θρυλικός κινηματογράφος Κυψελάκι που γκρρεμίστηκε, και η Κυψέλη έγινε το «χαμένο κέντρο του κόσμου». Η ηρωίδα και οι φίλες της είναι 18 περίπου χρονών, παντρεύτηκαν σχεδόν ταυτόχρονα (θέλησαν να προλάβουν κάτι, να σφραγίσουν κάτι, να προβλέψουν κάτι, να ολοκληρώσουν κάτι) και τράβηξαν ένα χι, γιατί -στο φαντασιακό τους- η μόνη αληθινή επιθυμία μετά τον Αύγουστο του 68 ήταν να λες ό, τι θέλεις και να κάνεις το αντίθετο! Έτσι, επιλέγουν για την Έρση (που δεν ήταν η ομορφότερη ήταν η ωραιότερη) ένα νυφικό που να μην είναι ακριβώς νυφικό αλλά «ο μακρινός απόηχος του νυφικού» -μια νοοτροπία που αντανακλά την τάση της εποχής να απορρίπτει μεν τις αστικές αγκυλώσεις αλλά ακροβατώντας στα όρια του κοινοτικού βίου και της ατομοκεντρικής αντίληψης.
    Η ίδια αντιφατική και αμφίθυμη διάθεση χαρακτηρίζει τη Ρέα σε σχέση με την εκκλησία που επισκέπτεται στο θρησκευτικό νησί,  της έρχεται να κάνει τον σταυρό της και δεν τον κάνει γιατί χιλιάδες φίλοι μέσα της της λένε να μην τον κάνει, ποιο είναι το νόημα ν’ ανάψει κερί αυτή, που τον Αύγουστο του 71 την ώρα που όλοι ήταν στην εκκλησία με την παρέα της πήγαιναν να καπνίσουν (κάνοντας μεγάλα σχέδια, η ζωή ήταν αλλού, παντού αλλού εκτός από δω). 
     Το παγκόσμιο χωριό
     Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο· η Κυψέλη, η Ελλάδα και ο πλανήτης γη.
     Είναι φανερό ότι κοινός παρονομαστής σε όλη αυτήν την συνειρμική και εσωτερική αφήγηση είναι η ταχεία μεταμόρφωση του κόσμου υπό το πρίσμα της παγκοσμιοποίησης, η εισβολή του δυτικού (φωτογραφικού, τουριστικού, διαφημιστικού κλπ ) κόσμου στους ρυθμούς της Ανατολής. Αυτό γίνεται όλο και πιο φανερό προς το τέλος του βιβλίου, όπου οι αναφορές στο «σχίσμα» αλλά και σε σταυροφόρους, αυτοκράτορες και αρχηγούς γαλαξιακών αυτοκρατοριών πυκνώνουν (ο Αλέξιος Κομνηνός, ο Βαλδουίνος και ο Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος, μέχρι και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος), ως «άνθρωποι των άλλων εποχών» που τώρα –ίσως;- έχουν εκτοπιστεί από τον «ξανθό κόσμο», ενώ με σατιρικό τόνο αναφέρεται, πάλι διάσπαρτα, ότι όλη αυτή η εισβολή (φωτογράφοι, κρουαζιερόπλοια, τουρίστες) κλπ είναι πιο επικίνδυνοι από τους σταυροφόρους (π.χ. ο αυτοκράτορας προσπάθησε να αντισταθεί στη διαδικασία που θα κατέληγε στα κρουαζιερόπλοια και, βέβαια, δεν τα κατάφερε). Το χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης υποβόσκει (σας έπεισε ο Βαλδουίνος ότι έχετε ανάγκη από πολιτικές επιστήμες), και το Βυζάντιο αναφέρεται σαν ένας χαμένος κόσμος με κλεμμένους θησαυρούς.
     Ομολογώ ότι αυτές οι αναφορές, αν και σε σουρεαλιστικό πλαίσιο, με κούρασαν και με απώθησαν. Ωστόσο, δεν είναι σε βαθμό που να «καπελώνει» η –νεορθόδοξη;- ιδεολογία την αφήγηση που σίγουρα είναι διαποτισμένη από ένα είδος ρομαντισμού, μια νοσταλγία για το «παλιό», και που κρύβει τη νοσταλγία για το αυθεντικό: τη μουσική που την ήξεραν όλοι κι ας μην την έπαιζε το ραδιόφωνο, τους χορούς πιασμένοι σε κύκλο χωρίς να συζητάς ποτέ γι’ αυτούς, να βρίσκεις έστω σαράντα λέξεις αλλά να είναι δικές σου, να είσαι σαν τους αμίλητους γέρους που είναι πάντα εκεί, να θυμάσαι τις ασυνάρτητες ιστορίες ασήμαντων γυναικών τριάντα ή χιλιάδες χρόνια πριν, προσπαθώντας να εντοπίσεις σ’ ένα αόρατο νησί το χαμένο νήμα που τις συνέδεε.
Χριστίνα Παπαγγελή

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου