Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 23, 2024

Άμστερνταμ, Ίαν Μακ Γιούαν

Οι φίλοι που συναντήθηκαν κι αγκαλιάστηκαν εδώ
έχουν πια φύγει.
Ο καθένας προς το δικό του λάθος…
W.H. AUDEN, “The crossroads”
     Έξυπνο και ενδιαφέρον, αλλά κάπως εγκεφαλικό, ομολογώ ότι με κούρασε κάπως και με απογοήτευσε το «σαρωτικό» τέλος. Η γραφή του έμπειρου συγγραφέα συναρπάζει, αλλά πιστεύω ότι η προσπάθειά του να αναδείξει προβλήματα παθογένειας στην εποχή μας -εστιάζοντας ιδιαίτερα πάντα στο Ηνωμένο Βασίλειο- είναι μεν πετυχημένη, αλλά προσδίδει έναν νατουραλιστικό χαρακτήρα στην όλη πλοκή: υπερβολική εστίαση στα ανθρώπινα πάθη και τις αδυναμίες- οι άνθρωποι είναι έρμαια των ενστίκτων (μέσα στα οποία συγκαταλέγονται και η φιλοδοξία κοινωνικής ανέλιξης), και εντέλει θύματα των κοινωνικών συνθηκών.
     Δεν το κρύβω, δεν συμ-πάθησα καθόλου τους ήρωες, ίσως γι’ αυτό και δεν με άγγιξε το μυθιστόρημα αυτό, αν και το διάβασα με γοργό ρυθμό. Ακόμα και η Μόλλυ (διάσημη δημοσιογράφος στον τομέα της γαστρονομίας, γευσιγνώστρια και φωτογράφος), η μοιραία γυναίκα μετά από τον θάνατο της οποίας συσπειρώθηκαν παλιοί εραστές και άσπονδοι φίλοι -κι από δω ξεκινάει η πλοκή του μυθιστορήματος-, πρέπει να ήταν αντιπαθής! Δεν μας επιτρέπει όμως ο συγγραφέας να σχηματίσουμε γνώμη, μάλλον δεν έχει σημασία και μάλλον δεν θέλει να εστιάσει στον ψυχικό κόσμο των ηρώων. Είναι δεδομένο ότι η σχέση του καθένα με την Μόλλυ ήταν ακαταμάχητη, των δύο κεντρικών προσώπων (Βέρνον και Κλάιβ), του επίσης αντιπαθητικού υπουργού Εξωτερικών Τζούλιαν Γκάρμονυ και του συζύγου της Μόλλυ, του επίσης αντιπαθούς ως γλοιώδους Τζορτζ Λέιν. Ασφαλώς υπήρχαν κι άλλοι θαυμαστές ή εραστές, αλλά δεν παίζουν ρόλο στο μυθιστόρημα.
     Έχουν περάσει βέβαια πολλά χρόνια από την εποχή των αναρχορομάντζων (δεκαετία 60, νιότη, τρέλα, ελεύθερο σεξ κλπ), κι ο κάθε ήρωας έχει τραβήξει τον δικό του δρόμο, έχοντας στήσει τη δική του οικογένεια. Ο Βέρνον Χάλλιντεϋ είναι δημοσιογράφος, διευθυντής της ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδας «Κριτής», μιας εφημερίδας που τον τελευταίο καρό χαροπαλεύει λόγω ανικανότητας του προηγούμενου διευθυντή. Ο Κλάιβ Λίνλεϋ είναι ένας από τους πιο καταξιωμένους Άγγλους μουσικοσυνθέτες στον οποίο μάλιστα ανατέθηκε η σύνθεση της «Συμφωνίας της χιλιετίας» (λίγα χρόνια από το τέλος της χιλιετίας), η επιτυχία της οποίας θα του διασφαλίσει την αιώνια δόξα και την είσοδο στο πάνθεον των -βρετανών- καλλιτεχνών. Ο συγγραφέας έχει την ευκαιρία να εισχωρήσει στον ευαίσθητο χώρο της δημοσιογραφίας αλλά και της καλλιτεχνικής δημιουργίας, και να αναδείξει με λεπτομέρειες τις συμβατικότητες και τα τεχνάσματα/κομπίνες στα οποία ανατρέχουν για να επιπλεύσουν όσοι τις υπηρετούν.
     Οι δύο παλιοί φίλοι, που τους συνδέει αδιάρρηκτα το ακαταμάχητο παρελθόν, συναντιούνται ξανά μετά από μακρόχρονη σιωπή, με αφορμή την κηδεία της γυναίκας που υπήρξε ο μεγάλος έρωτας για τον καθένα, και που βασανίστηκε από σπάνια εκφυλιστική νόσο χάνοντας κάθε ίχνος ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Είναι κι οι δυο δημοφιλείς, και, καθώς είναι ευάλωτοι μετά την τελετή, και παράλληλα βρίσκονται σε κρίσιμη καμπή της -φιλόδοξης- καριέρας τους, κάνουν μια συμφωνία μεταξύ τους, να απαλλάξουν ο ένας τον άλλον, αν φυσικά υπάρξει ανάγκη, από την βάσανο της χρόνιας αρρώστιας (ιδιαίτερα, μάλιστα, αν φτάσω στο σημείο που να μην μπορώ να λάβω ο ίδιος την απόφαση ή να την υλοποιήσω/σου ζητάω, σαν παλιότερος φίλος μου που είσαι, να με βοηθήσεις αν φτάσουμε ποτέ στο σημείο όπου θα διακρίνεις ότι αυτό είναι το καλύτερο δυνατόν).
     Το ζήτημα λοιπόν της ευθανασίας θίγεται από τον συγγραφέα αν και δεν εξετάζεται σε βάθος, όπως θα περίμενε κανείς, παρόλο που έμμεσα δίνει νόημα στον τίτλο (αναρωτιόμουν μέχρι τις τελευταίες σελίδες γιατί τιτλοφορείται «Άμστερνταμ» ένα βιβλίο που βασικά διαδραματίζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο). Η εξήγηση δίνεται στο τέλος: η Ολλανδία είναι η μόνη χώρα όπου οι γιατροί έχουν το ελεύθερο να παρέχουν ουσίες που προκαλούν τον εκούσιο θάνατο[1]. Το χιτσκοκικό τέλος ίσως δίνει και μιαν απάντηση στο ερώτημα αν θα πρέπει να «υποβοηθιέται» η εθελούσια αποχώρηση από τη ζωή.
     Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα;
     Προκύπτουν όμως και άλλα ηθικά διλήμματα, τα οποία αρέσκεται ο συγγραφέας να επεξεργάζεται, όπως έχει αποδειχτεί και σε προηγούμενα μυθιστορήματα[2], όχι μόνο βιοϊατρικής φύσεως όπως επισημαίνει η Νίκη Κώτσιου[3]: το πρώτο είναι σε ποιον βαθμό μπορεί η δημοσιογραφική προβολή να παραβιάσει την ιδιωτική ζωή κάποιου δημόσιου προσώπου, ακόμα κι αν αυτό το άτομο είναι απεχθές/απαράδεκτο πολιτικά. Αυτό φυσικά το δίλημμα αφορά τον Βέρνον, ο οποίος βρέθηκε με φωτογραφίες στο χέρι που εκθέτουν και γελοιοποιούν τον υπ. Εξωτερικών Τζούλιαν Γκάρμονυ, ένα ανθρωπάριο που φιλοδοξεί να γίνει πρωθυπουργός και είναι υπέρ της θανατικής ποινής, εναντίον του Μαντέλα κλπ (μιλάμε για έναν βασανιστή, έναν δήμιο, τον υπερασπιστή των οικογενειακών αξιών, τη μάστιγα των μεταναστών, όσων ζητούν άσυλο, των Τσιγγάνων, των περιθωριακών). Ο Βέρνον δεν φαίνεται να έχει ηθικές αναστολές, εφόσον ο συγκεκριμένος πολιτικός είναι επικίνδυνος, σώζει επομένως κόσμο αν τον καταστρέψει! Αντίθετα, η δημοσίευση αυτή, όπως υπολογίζει, θα ανεβάσει τις πωλήσεις στα ύψη και θα σώσει την εφημερίδα από χρεωκοπία.
     Δεν διαφέρει και πολύ η ηθική στάση του Κλάιβ απέναντι στο δίλημμα που του φέρνει η δική του επαγγελματική πορεία: προκειμένου να μη χάσει την έμπνευσή του, που με πολύ κόπο χτίζει για να δώσει ένα αντάξιο φινάλε στη συμφωνία του ψάχνοντας ηρεμία και συγκέντρωση στην αγαπημένη του «περιοχή των Λιμνών», δεν προσέχει ούτε καταγγέλλει καν τον κατ’ επανάληψη βιαστή που ψάχνει η αστυνομία, ο οποίος είχε απομονώσει μια γυναίκα στην έρημη περιοχή όπου ο Κλάιβ έψαχνε την επιφοίτηση της μουσικής δημιουργίας.
    Οι δυο φίλοι αποδείχτηκαν «άσπονδοι», εφόσον η πρόθεση αυτή του Βέρνον (που τη μεθόδευσε με επαγγελματικό σαδισμό) έκανε έξω φρενών τον Κλάιβ (εάν είναι γενικώς εντάξει και για έναν ρατσιστή το να είναι τραβεστί, τότε είναι εντάξει και για έναν ρατσιστή ντο να είναι τραβεστί. Αυτό που δεν είναι εντάξει είναι το να είσαι ρατσιστής). Άλλωστε, τις γελοίες φωτογραφίες ο Γκάρμονυ τις εμπιστεύτηκε στη Μόλλυ, ήταν δικές της (δεν έχουν να κάνουν με μένα ή με σένα ή με τους αναγνώστες σου. Θα μισούσε αυτό που κάνεις).
     Αντίστοιχα, η σύγκρουση των δύο παλιόφιλων προκαλεί τον εκβιασμό εκ μέρους του Βέρνον, ότι αν δεν καταγγείλει όσα είδε ο Κλάιβ από τον βιαστή (έχεις ηθικό καθήκον/εσύ μου λες ποιο είναι το ηθικό μου καθήκον; Εσύ; Είναι δυνατόν;) θα θεωρηθεί συνεργός σε απόπειρα βιασμού.
     Ο συγγραφέας ολοκληρώνει τις δύο διαφορετικές υποθέσεις με ευφυέστατο τρόπο, ανατρέποντας τις προσδοκίες των δύο ηρώων και δίνοντας όπως είπαμε, ένα «χιτσκοκικό» φινάλε, με χιούμορ που αγγίζει το γκροτέσκο.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Η υποβοηθούμενη αυτοκτονία έγινε νόμιμη στην Ολλανδία με νόμο που ψηφίστηκε το 2001 αλλά τέθηκε σε ισχύ τον Απρίλιο του 2022. Με την ψήφιση του νόμου, η Ολλανδία έγινε η πρώτη χώρα στον κόσμο που έκανε νόμιμη την ευθανασία, σύμφωνα με το BBC
[2] Γράφει η Νίκη Κώτσιου: «Ο σπουδαίος βρετανός συγγραφέας Ίαν Μακ Γιούαν, ευαισθητοποιημένος σε φαινόμενα της σύγχρονης ζωής, συχνά θέτει στο έργο του ζητήματα ιατρικής ηθικής, που 
να τον απασχολούν πολύ. Στο Σάββατο ένας χειρουργός καλείται να χειρουργήσει και να σώσει τη ζωή ενός ανθρώπου που απείλησε να τον σκοτώσει, ενώ στο Νόμο περί τέκνων μια δικαστίνα καλείται να αποφασίσει για τη ζωή ενός νεαρού ιεχωβά, που αρνείται να δεχθεί μετάγγιση αίματος. Στο Άμστερνταμ (βραβείο Booker 1998), που θα μας απασχολήσει εδώ, επιχειρείται μια προσέγγιση της ευθανασίας, ενώ συγχρόνως τίθενται πολλά ακόμη θέματα ηθικής τάξεως, που παρουσιάζουν πολλές και όχι πάντα ευδιάκριτες πτυχές» (https://bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/13616-mcewan-ian-patakis-amsterntam-kotsiou).
[3] https://bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/13616-mcewan-ian-patakis-amsterntam-kotsiou

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 15, 2024

Για την αγάπη της Έλενας, Γιασμίνα Χάντρα

    Ένα ακόμα συγκλονιστικό μυθιστόρημα μάς χάρισε ο αγαπημένος αλγερινός συγγραφέας, και μάλιστα εμπνευσμένο από αληθινή ιστορία. Έχοντας ζήσει κι ο ίδιος κάποια χρόνια στο Μεξικό, τη χώρα αυτή των μεγάλων επαναστάσεων αλλά και των μεγάλων κοινωνικών αντιθέσεων, μας οδηγεί κατευθείαν στην καρδιά του κόσμου της διαφθοράς, της εγκληματικότητας και των πανίσχυρων κυκλωμάτων που την εξουσιάζουν ουσιαστικά, ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα κοντά στις ΗΠΑ.
      Βρισκόμαστε σ’ ένα χωριό σχεδόν ανώνυμο, στο βόρειο Μεξικό, με το παράδοξο όνομα «Περίβολος της αγίας Τριάδος», σε μια ξεχασμένη επαρχία της επίσης παραμελημένης πολιτείας Τσιουάουα (το χωριό μας θα’ πρεπε να λέγεται Νεκροταφείο των Ζωντανών, έτσι όπως οι τρώγλες μας έμοιαζαν με τάφους κι οι γείτονές μας με φαντάσματα). Είναι μια από τις πολλές περιοχές που εγκαταλείπουν οι νέοι ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω τους, κι εξαφανίζονται είτε οικειοθελώς, είτε επειδή μπλέκουν στην παρανομία.
     Υπάρχει, όπως υπαγορεύει κι ο τίτλος, μια δυνατή και ρομαντική αγάπη -καθοριστική και καταλυτική-, αλλά δεν θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρόκειται για μια «ιστορία αγάπης», εφόσον η αγάπη αυτή τελειώνει καθώς ξεκινά το βιβλίο και… αρχίζει ξανά στην τελευταία σελίδα! Γιατί ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής Ντιέγκο, φτωχόπαιδο -όπως όλα- και με υπερβολική αγάπη στη λογοτεχνία, έχει δεσμό με την Έλενα με την οποία αγαπιούνται από παιδιά κάνοντας όνειρα για το μέλλον. Όμως μετά από ένα τρομερά βίαιο και τραυματικό γεγονός στα ερείπια ενός ναού όπου πήγαν ρομαντικό περίπατο (βιασμό της κοπέλας μπροστά στα μάτια του), εκείνη ντροπιασμένη και οργισμένη με την αδυναμία/δειλία του συντρόφου της να αντιδράσει (άντρας να σου πετύχει!), κλείνεται στο σπίτι και μετά από καιρό εξαφανίζεται.
     Ο φιλήσυχος και συνεσταλμένος Ντιέγκο, με τον ξάδερφο και αδελφικό φίλο του Ραμίρες, παρακινημένοι και από την απελπισμένη μάνα της Έλενας (φέρε μου πίσω το κορίτσι μου/φέρε μου την πίσω αλλιώς θα κάνω κομμάτια αυτήν την Παναγία και θα συνεχίσω να τα βάζω μαζί της ώσπου να πέσει η κατάρα της πάνω σ’ όλο το χωριό) ξεκινούν ένα ταξίδι που για τον Ντιέγκο δεν θα έχει επιστροφή αν δεν βρουν την Έλενα (η Έλενα ήταν η αρένα μου όπου έδινα τους πιο τρομερούς μου αγώνες). Όσο για τον Ραμίρες, εκείνος γρήγορα διαχωρίζει τη θέση του, ότι θα βοηθήσει μεν τον Ντιέγκο, αλλά βασικά φιλοδοξεί να βγάλει λεφτά και να «φτιάξει μια καινούρια ζωή».
     Η αρχή του νήματος είναι ο συγχωριανός Οσάριο που έχει φύγει από το χωριό, επειδή ένας πιτσιρικάς είδε την Έλενα να φεύγει μαζί του. Ο Οσάριο ενσαρκώνει το όνειρο κάθε χωριατόπαιδου για κοινωνική ανέλιξη, γιατί όταν επιστρέφει πού και πού από το «θρυλικό» Χουάρες[1], παραμυθιάζει όλους με τις ευκαιρίες, τις γνωριμίες και τα πλούτη του (αμαξάρες, ακριβά ρούχα κλπ). Ο Ντιέγκο και ο Ραμίρες λοιπόν δεν έχουν παρά να βρουν τον Οσάριο.
     Είναι η πρώτη φορά που οι δυο νέοι απομακρύνονται απ’ το χωριό τους, και πέφτουν κατευθείαν στα βαθιά… Φτάνοντας με τα πολλά στην Πόλη του Χουάρες, τη μεγαλύτερη πολιτεία της Τσιουάουα (ένα αχανές τοπίο από στριμωγμένους τον έναν πάνω στους άλλους συνοικισμούς, χτισμένη σ’ ένα άχαρο οροπέδιο που το κατέτρωγε αέναα η έρημος) αφού αναζητούν ανάμεσα σε ύποπτες φάτσες τον «καλοντυμένο», «κουβαρντά» Οσάριο, αντιλαμβάνονται γρήγορα (κι αδυνατούν να το πιστέψουν) ότι ο συγχωριανός τους τους δούλευε ψιλό γαζί· είναι ένας απατεώνας χειρίστου είδους που πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες (τζαμπατζής είναι, κοιμάται σε όποιον του ζητάει να κατεβάσει τα βρακιά του). Η φήμη επιβεβαιώνεται όταν ο Οσάριο τούς εξαπατά πουλώντας τους για άλλη μια φορά μούρη και αφήνοντάς τους μεθυσμένους σε μια «σπιταρώνα» (δήθεν δικιά του) αφού τους έκλεψε ό, τι είχαν και δεν είχαν.
     Αυτό είναι και το καθοριστικό επεισόδιο μετά από το οποίο οι δυο φίλοι αναγκάζονται, απένταροι και αφοπλισμένοι, να εισχωρήσουν ανεπιστρεπτί στα κυκλώματα του λαθρεμπορίου και της παρανομίας. Είναι αδύνατον να επιστρέψουν άπραγοι στο χωριό, ο Ντιέγκο χωρίς νέα της Έλενας κι ο Ραμίρες χωρίς να έχει καν τα χρήματα που είχε ξεκινώντας. Άλλωστε, ο «Μονόφθαλμος» στον οποίο ανήκε το σπίτι, τους διαβεβαιώνει ότι ο Οσάριο όντως είχε μια μελαχρινούλα που έμοιαζε με την Έλενα και της πούλαγε παραμύθια για καριέρα στον κινηματογράφο (ένιωσα την καρδιά μου να σκάει σαν χειροβομβίδα στο στήθος μου)!
     Δεν ξέρετε πού πάτε να μπλέξετε
     «Εδώ δεν είναι σαν το χωριό, όπου όλοι στηρίζουν ο ένας τον άλλον. Στο Χουάρες, ο καθένας κοιτάζει το τομάρι του, κι αυτό δεν αλλάζει ποτέ». Όμως η απόφαση των δύο πρωτάρηδων ήταν αμετάκλητη και μέσα από τις γνωριμίες και την ανάγκη, βρήκαν εντέλει δουλειά στη δούλεψη του Σίσκο (ένας ψηλόλιγνος Ινδιάνος, ξερακιανός σαν καλαμιά), ως «σιδεράδες». Γρήγορα βέβαια αντιλαμβάνονται όχι μόνο ότι πρόκειται για ένα ιδιόρρυθμο άτομο με… αρχές (να την πατάς άλλους είναι ανθρώπινο, όμως να χάνεις την αξιοπρέπειά σου είναι ασυγχώρητο), του οποίου αν ξύσεις τις πληγές θα βρεις τραγικές πτυχές (ένας άνθρωπος βασανισμένος, ένας ναυαγός της Ιστορίας που βίωνε την κρίση ταυτότητας σαν μια πολύ σοβαρή παθολογική κατάσταση/ ένας ινδιάνος που παρά τη θέλησή του ενσωματώθηκε σ’ έναν μπασταρδεμένο κοσμοπολιτισμό), αλλά ότι είναι φανατικός και αδίστακτος, χωμένος βαθιά στα δίχτυα της διαφθοράς και της εγκληματικότητας. Γνωρίζουν αναπόφευκτα και τα «μεγάλα αφεντικά», τον Ελ Καρντινάλ, τον «βασιλιά του υπόκοσμου» και τον Κουτσίγιο (ένας μακελάρης που θα μπορούσε να σου βγάλει τα μάτια για να κοιτάξει μέσα στο κρανίο σου), που ήταν ο διευθυντής ενός παράνομου «εργαστηρίου», στο υπόγειο ενός μαγαζιού με ρούχα, ενώ στο «μπουντρούμι» που χωριζόταν μ’ έναν τσιμεντένιο τοίχο, κανείς δεν ήξερε τι μαγειρευόταν από πίσω…
     Είναι φανερό ότι οι δύο νιόφερτοι είναι «δόκιμοι» στα γρανάζια της διακίνησης λαθραίων και της παράνομης κερδοσκοπίας. Στην αρχή είναι βέβαια «ψάρια, ακολουθούν πιστά τους αυστηρούς κανόνες, μεταφέρουν «σακουλάκια» κρυφού περιεχομένου, έχουν «συναδέλφους», κι όταν αργότερα τα αφεντικά μένουν ευχαριστημένα τους δίνουν κινητό, στέγη και χρήματα.
     Η αποφασιστική στιγμή που για τους δυο φίλους δεν υπάρχει γυρισμός, είναι όταν ο Καρντινάλ τιμωρεί παραδειγματικά και με αποτρόπαιο τρόπο -μέχρι θανάτου- τον Ράνγκο, έναν συνεργάτη τους επειδή παρέβη μία από τις αρχές τους (όχι ακόμα δολοφόνος αλλά ολοκληρωτικά συνένοχο, εκείνη την ημέρα διάβηκα το κατώφλι: η άβυσσος με υποδέχτηκε στο απέραντο κολαστήριό της). Καθοριστική είναι και η αποκάλυψη της τραγικής τύχης της Μαριμπέλ, του «πιο αγνού κοριτσιού στο χωριό», που -όπως πιθανόν και η Έλενα- παρασύρθηκε από τον Οσάριο με ψεύτικα υποσχέσεις και όνειρα, και κατέληξε «σκιά του εαυτού της»: τα τσιγαρλίκια και το τρακ την οδήγησαν σε κύκλωμα πορνείας («πολυτελείας», με διάσημα πρόσωπα), και μετά από επεισόδια απίστευτης βίας εκ μέρους του Οσάριο την βρήκαν να ζει σε εξαθλίωση, έχοντας αποκτήσει και δυο παιδιά, το ένα μάλιστα με πρόβλημα.
     Έτσι λοιπόν, ο αναγνώστης παρακολουθεί δύο άξονες δράσης, ο ένας αφορά την εμπλοκή των δύο βασικών ηρώων όλο και περισσότερο στον κόσμο των συμμοριών, της ακολασίας, των αλληλοσπαραγμών και του τσαμπουκά, κι ο άλλος είναι οι ενέργειες που κάνουν παράλληλα για να εξιχνιάσουν το μυστήριο της εξαφάνισης της Έλενας. Άλλωστε οι δύο άξονες πολλές φορές αλληλοκαλύπτονται εφόσον ο Οσάριο, το τρίτο βασικό και χαρακτηριστικό πρόσωπο του μυθιστορήματος, που γνωρίζει πού είναι Έλενα, είναι κι αυτός μπλεγμένος στον μηχανισμό της διαφθοράς και του κέρδους χωρίς καμιά ηθική αναστολή.
    Έτσι λοιπόν, όταν το μίσος προς το «καθίκι» φουντώνει (η σύγκρουση με τον Οσάριο γίνεται αναπόφευκτη, από την οποία οι δυο φίλοι βγήκαν δαρμένοι και ταπεινωμένοι) όμως το μίσος αυτό μαζί με το όνειρο για μια ευτυχισμένη συνύπαρξη με την Έλενα δίνει κουράγιο στον Ντιέγκο να συνεχίσει με κάθε τίμημα, μαζί βέβαια με τον Ραμίρες που έχει άλλα όνειρα (θέλω να γίνω πρόεδρος μιας πραγματικής εταιρείας, όχι μιας ομάδας παραφρόνων. Θέλω να ανήκω στην αφρόκρεμα, όχι στα παράνομα καρτέλ).
     Στον κόσμο αυτόν των κολασμένων ξεχωρίζει ο Νονίτο, ο κομπιουτεράς (είμαστε έμποροι του θανάτου, Ντιέγκο, είμαστε χαμένα κορμιά και τίποτε άλλο, χωρίς πίστη, χωρίς νόμο/ξέρω πολύ καλά το κακό που κάνω, όμως εξακολουθώ να το κάνω), που πληρώνει πολύ ακριβά την επανάστασή του, να ελευθερώσει καμιά ντουζίνα νέγρους και νέγρες («πληγιασμένους, εξασθενημένους και τρομοκρατημένους»), Αφρικανούς πρόσφυγες που τους έπιασαν «δικοί τους», μεταμφιεσμένοι σε διακινητές, με σκοπό να τους πουλήσουν στο ίντερνετ (θα τους ζητάμε λύτρα, αν θέλουν να τους ξαναδούν οι δικοί τους). Ο Νονίτο είναι αυτός που προειδοποιεί επανειλημμένα τον Ντιέγκο ότι το Χουάρες είναι «ο προθάλαμος του θανάτου», παρόλ’ αυτά δεν αργεί η στιγμή που ο Ντιέγκο θα ζητήσει να έχει όπλο… (αυτό που με στενοχωρεί, Ντιέγκο, είναι πως δεν είσαι με τίποτα φτιαγμένος για τέτοια πράγματα).
     Σαν να γινόμουν κάποιος άλλος

Ήθελα να μάθω να σκοτώνω
     Ο κόσμος στον οποίο βρέθηκαν μπλεγμένοι οι δύο ήρωες είναι αυστηρά δομημένος, με τους αρχηγούς, τα πρωτοπαλίκαρα, τις ομάδες «κρούσης» τις ζώνες επιρροής, τους μυστικούς συμβούλους. Το απίστευτο μακελειό που ακολουθεί τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών μεταξύ δύο συμμοριών είναι η αφορμή για ακόμα πιο μεγάλη καταβύθιση στον κόσμο αυτόν απ’ όπου είναι πολύ δύσκολο πια να ξεφύγουν τα δυο χωριατόπαιδα. Φυσικά, πίσω από τις συμμορίες βρίσκονται οι φιλοδοξίες των μεγάλων κεφαλιών και οι αλληλοεξοντώσεις (κάποιος έκλεψε το εμπόρευμα!), γεγονός για το οποίο είχε προειδοποιήσει ο Νονίτο τον Ντιέγκο (μερικές φορές ο Σίσκο ψάχνει αφελείς που θα κάνουν τη βρομοδουλειά για πάρτη του. Στην αρχή θα σε κάνει να πιστέψεις πως σ’ έχει πάρει από καλό μάτι, κι όταν τσιμπήσεις σαν το ψάρι, θα πετάξει εσένα στο νερό για να μη βραχεί εκείνος). Η πλοκή παίρνει πορεία καθαρού αστυνομικού θρίλερ με εκδικήσεις, βασανιστήρια, ανατριχιαστικές δολοφονίες, ενώ ο Ντιέγκο προσπαθεί μέσα από την «επιθυμία να σκοτώνει» να βρει την χαμένη του αυτοεκτίμηση, την αυτοπεποίθηση που έχασε «εκείνη τη μέρα στα χαλάσματα του ναού».
     Δεν αργεί να τραυματιστεί πολύ σοβαρά, δεν αργεί να αποκτήσει όπλο. Ήρθε και η ώρα του να σκοτώσει, βέβαια σε κατάσταση άμυνας, σώζοντας τη ζωή του Ραμίρες. Τα συναισθήματα του Ντιέγκο είναι εφιαλτικά, ωστόσο ανεβαίνουν κι οι δυο πρωταγωνιστές στην ιεραρχία του κυκλώματος, αναλαμβάνοντας όλο και πιο δύσκολες υποθέσεις. Όταν πια τα ξεκαθαρίσματα τελειώνουν και κυριαρχεί, προς ανακούφιση όλων, η ομάδα του Σίσκο, οι δυο φίλοι προσαρτώνται στην ομάδα του Φαρίνια, ο οποίος όμως με τη σειρά του βρίσκει κάποια στιγμή τραγικό τέλος από τον Ραμίρες (αυτή είναι η φύση των πραγμάτων. Τόσο στον υπόκοσμο όσο και στα δάση, υπάρχει το κυρίαρχο αρσενικό που καθοδηγεί την αγέλη με τον βούρδουλα). Η κατρακύλα στον βούρκο δεν φαίνεται να έχει τελειωμό…
     Η Έλενα ήταν η αρένα μου όπου έδινα τους πιο τρομερούς μου αγώνες.
Δεν θα μπορούσα ν’ αντέξω δεύτερη φορά το βάρος μιας δειλίας
σαν αυτή που είχα δείξει
     Η ξαφνική εμφάνιση της Έλενας στο πλάι ενός ηλικιωμένου με πολυτελή κούρσα αναστατώνει τον Ντιέγκο και του δίνει νέα ώθηση και παράτολμο θάρρος. Παρά τις επανειλημμένες συμβουλές του Ραμίρες (η Έλενα δεν είναι πια το κοριτσόπουλο που σ’ έκανε να τρέχεις σαν σκυλάκι στα λιβάδια. Πηδιέται ασύστολα, αλλά ο δικός σου πισινός πονάει. Πότε θα καταλάβεις επιτέλους, μια για πάντα, πως επέλεξε να κάνει καριέρα πουλώντας το κορμί της κι ότι εσύ δεν έχεις κανένα μερίδιο ευθύνης γι’ αυτό;), η εμμονή του Ντιέγκο στο απατηλό όνειρο μιας ήρεμης ζωής στο πλάι της Έλενας είναι αμετάκλητη (δεν ήξερα αν την αγαπούσα ακόμη ή αν απλώς τη χρησιμοποιούσα για να αυτομαστιγώνομαι. Ήταν φανερό ότι στηριζόμουν σε αέρα κοπανιστό, αλλά δεν είχα σε τι άλλο να στηριχτώ).
     Ο δειλός και συνεσταλμένος Ντιέγκο δεν έχει πάψει να φοβάται ζωντανούς και νεκρούς, ωστόσο αντλεί δύναμη από το όνειρο αυτό, το μόνο που του έχει απομείνει, και ακολουθώντας ένα νήμα που χτίζεται από παγίδες και μηδαμινές πιθανότητες να πετύχει τον σκοπό του, αγγίζει το φάσμα της Έλενας.
     Εκεί βέβαια τον περιμένουν εκπλήξεις…

Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Η Χουάρες είναι σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο καθώς αποτελεί πέρασμα προς τις ΗΠΑ. Αποτελεί όμως επίσης, λόγω της θέσης της στα σύνορα, και το μεγαλύτερο κέντρο λαθρεμπορίου και διακίνησης ναρκωτικών του Μεξικού από και προς τις ΗΠΑ. Το τοπικό καρτέλ, που εκτιμάται ότι είναι από τις μεγαλύτερες εγκληματικές οργανώσεις στον κόσμο, διακινεί το 50% των ναρκωτικών προς τις ΗΠΑ. Έτσι, την ίδια πορεία με την αύξηση του πληθυσμού και της βιομηχανικής δραστηριότητας στην πόλη ακολούθησε και η εγκληματικότητα, που σήμερα είναι από τις υψηλότερες στη χώρα. Το 2009, η πόλη χαρακτηρίστηκε ως «το πιο βίαιο μέρος της Γης μετά τις εμπόλεμες ζώνες». Οι δολοφονίες στη πόλη μειώθηκαν αισθητά από το 2010 μέχρι το 2012, κυρίως επειδή το καρτέλ Σιναλόα κατάφερε να απομακρύνει το καρτέλ Χουάρες. Όμως η εγκληματικότητα εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλή (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CE%B9%CE%BF%CF%85%CE%B4%CE%AC%CE%B4_%CE%A7%CE%BF%CF%85%CE%AC%CF%81%CE%B5%CF%82)