Τρίτη, Ιουλίου 30, 2024

Το χάρτινο σπίτι, Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες

Τα βιβλία στο σπίτι μου προελαύνουν σιωπηλά, αθώα.
Δεν μπορώ να τα αναχαιτίσω
     Το μικρής έκτασης αυτό ευρηματικό αφήγημα/μυθιστόρημα διατρέχει σ’ όλες τις πιθανές διαστάσεις τη σχέση των βιβλιόφιλων με το βιβλίο και την ανάγνωση, σχέση που μπορεί να είναι ευλογία αλλά και κατάρα. Συνήθως πρόκειται για μια λατρεία που σίγουρα για κάποιους μπορεί να γίνει εμμονή, και μάλιστα καταστροφική.   
     Ο αφηγητής, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ στον «Τομέα των Ισπανικών Γλωσσών», αντικαθιστά την Μπλούμα Λέννον στα μαθήματά της, όταν εκείνη σκοτώθηκε από τροχαίο καθώς περνούσε τον δρόμο… διαβάζοντας τα ποιήματα της Έμιλι Ντίκινσον (!). Μπορεί λοιπόν να γίνει κανείς «θύμα» ενός βιβλίου; (Τη σκότωσε ένα αυτοκίνητο. Όχι το ποίημα). Πώς αλλάζει το βιβλίο το πεπρωμένο ενός ανθρώπου; («Παράτα τα.Τα βιβλία είναι επικίνδυνα»).
     Ο συγγραφέας επινόησε έναν πολύ έξυπνο τρόπο να πλέξει μια ιστορία μυστηρίου, που καθηλώνει τον αναγνώστη και παράλληλα εκθέτει σε όλη τη γκάμα το πάθος για την ανάγνωση, για τη λογοτεχνία. Αρχικά, είναι ξεκάθαρο ότι και ο -ανώνυμος μέχρι τέλους- αφηγητής λατρεύει τα βιβλία, παραδέχεται ότι πολλές φορές κρατά βιβλία που αποκλείεται να τα ξανανοίξει (πώς να ξεφορτωθώ για παράδειγμα, «Το κάλεσμα της άγριας φύσης» χωρίς να ξεριζώσω έναν από τους λίγους θεμέλιους λίθους των παιδικών μου χρόνων; κλπ κλπ), παρατηρεί ότι όλοι εκθέτουμε με καμάρι τη βιβλιοθήκη μας «σαν έναν μεγάλο ανοιχτό εγκέφαλο», ωστόσο έρχεται η στιγμή που ο αριθμός των βιβλίων είναι τόσο μεγάλος, ώστε παραβιάζεται ένα αόρατο σύνορο, ότι το πρόβλημα του χώρου κάνει την χρήση/εύρεση/ταξινόμηση των βιβλίων μη λειτουργική. Επισημαίνεται επίσης πολύ εύστοχα ότι οι βιβλιόφιλοι χωρίζονται στους βιβλιοσυλλέκτες, αυτούς που ψάχνουν σπάνιες εκδόσεις κλπ, και τους βιβλιοφάγους, που μοναδικό μέλημά τους είναι η μελέτη κι η κατανόηση.
     Δεν είναι τυχαίο επομένως που ο ήρωάς μας ασχολήθηκε με τόσο ζήλο για να εξιχνιάσει αυτήν την παράξενη υπόθεση. Το αντικείμενο-κλειδί γύρω από το οποίο περιστρέφεται το μυστήριο είναι ένα αντίτυπο βιβλίο του Τζόζεφ Κόνραντ «Γραμμή σκιάς»,  που βρέθηκε στα χέρια του αφηγητή σταλμένο από την Ουρουγουάη , προορισμένο όμως για την αδικοχαμένη καθηγήτρια, την Μπλούμα. Ήταν ένα βιβλίο διαφορετικό: τσαλακωμένο, με ίχνη τσιμέντου , σκόνης και βρωμιάς, ενώ μικρά πετραδάκια φαίνονταν κολλημένα εδώ κι εκεί! Το μυστικό του πολύτιμου αυτού αλλά φοβερά κακοπαθημένου βιβλίου (να σημειώσουμε εδώ ότι ο Ντομίνγκεζ αφιερώνει «Το χάρτινο σπίτι» στον «μεγάλο Τζόζεφ»), ιντριγκάρει τον ήρωά μας και τον εξωθεί να αναζητήσει τον αποστολέα, που, όπως μαθαίνει μέσω από έναν φίλο-«σύνδεσμο», τον ιδιόρρυθμο Ντελγάδο («είναι άνθρωπος κάπως ιδιαίτερος, θα το καταλάβετε αμέσως»), είναι ο Ουρουγουανός Κάρλος Μπράουερ. Ο Κάρλος Μπράουερ φαίνεται να είχε μια σύντομη ερωτική σχέση με την άτυχη Μπλούμα, καθώς εθεάθησαν μαζί σε τρυφερές στιγμές μετά από κάποιο συνέδριο στο Μόντερρεϋ, δυο χρόνια πριν (αποφασισμένη να αποδείξει ότι μπορεί να ήταν ξένη αλλά όχι ξενέρωτη, σοβαρή αλλά όχι άσχετη, κομψή και ταυτόχρονα αισθησιακή, σχολιάζει ο υφιστάμενός της).
     Η συνάντηση με τον επίσης βιβλιομανή Ντελγάδο, είναι απολαυστική, καθώς η τρέλα του για τα βιβλία υπερβαίνει οπωσδήποτε το μέτρο: δεκαοχτώ περίπου χιλιάδες τόμοι βρίσκονται ταχτοποιημένοι σε τζαμωτές βιβλιοθήκες και περιστρεφόμενα αναλόγια στους διαδρόμους, ενώ υπήρχαν βιβλία στο μπάνιο, στο δωμάτιο υπηρεσίας, στην κουζίνα κλπ κλπ. Ο Ντελγάδο τρέφει βαθιά αγάπη και σύνδεση με τους συγγραφείς των βιβλίων του, και εξομολογείται ότι «δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από το να ζει για λίγες ώρες κάθε μέρα μια εποχή της ανθρωπότητας που διαφορετικά θα του ήταν ξένη. Δεν φτάνει μια ολόκληρη ζωή για να τη ζήσεις», μνημονεύοντας σαν motto την φράση του Μπόρχες «Η βιβλιοθήκη είναι μια πύλη στον χρόνο». Παρόλ’ αυτά δεν βρίσκεται στα όρια της ψυχικής διαταραχής, όπως φαίνεται να συμβαίνει με τον Κάρλος Μπράουερ, τον Ουρουγουανό αποστολέα του μυστηριώδους πακέτου στην Μπλούμα Λέννον, που έφτασε όμως στο Κέμπριτζ όταν δυστυχώς εκείνη είχε ήδη φύγει από τη ζωή.
     Αυτός λοιπόν που βρίσκεται στον ακραίο πόλο της κλίμακας, ο «μέγας βιβλιοφάγος», είναι ο Μπράουερ, για τον οποίο παίρνει πληροφορίες ο αφηγητής από τον Ντελγάδο: οι είκοσι χιλιάδες τόμοι του δεν χωρούσαν βέβαια σε κανένα σπίτι· ήταν στιβαγμένοι σε στήλες με ράφια μέσα στα δωμάτια, στο μπάνιο είχε παντού βιβλία εκτός από τον τοίχο της ντουσιέρας κλπ κλπ. Όσο περνά ο καιρός, ο Μπράουερ γίνεται όλο και πιο άπληστος, όλο και πιο αχόρταγος, σημειώνει ανελέητα τους τόμους του («αν δεν αφήσω σημάδι δεν υπάρχει οργασμός»), αλλά κάποια στιγμή δεν μπορεί να βγάλει άκρη με τόσο πλήθος βιβλίων (λένε ότι το βιβλίο που δεν βρίσκεται είναι βιβλίο που δεν υπάρχει). Βρίσκει απίθανους τρόπους συσχετισμών των βιβλίων και αρχειοθέτησης (ήταν το πρώτο σημάδι ότι κάτι δεν πήγαινε καλά), ώστε να μπορέσει να ταξινομήσει, παρουσιάζοντας ωστόσο όχι μόνο σημάδια εξάντλησης αλλά και τρέλας. Εδώ ο αναγνώστης μπορεί να απολαύσει σουρεαλιστικές ακρότητες που θυμίζουν καρτούν. Η εκκεντρικότητα του Μπράουερ ξεπερνά κάθε όριο και αγγίζει την παράκρουση όταν το αρχείο του -ευτυχώς όχι και οι βιβλιοθήκες- πήρε φωτιά και καταστράφηκε (ένας βιβλιόφιλος μόνο με το άκουσμα της λέξης φωτιά βιώνει την αποτέφρωση του ονείρου του).
     Τα ίχνη του αποτρελαμένου βιβλιοφάγου χάνονται για λίγο χρονικό διάστημα, για ν’ αποκαλυφθεί λίγο αργότερα ότι μετακόμισε στην θάλασσα, ανάμεσα στη λίμνη Ρότσα και στον ωκεανό (μια έρημη ψαρο-περιοχή). Το χάρτινο σπίτι δεν είναι σχήμα λόγου, γίνεται πραγματικότητα, καθώς στο άγριο αυτό μέρος αποφάσισε ο Κάρλος Μπράουερ να μεταφέρει όλα τα βιβλία του δίνοντας μια άλλη, πρωτότυπη δομή στην αχανή του βιβλιοθήκη, μιας και δεν μπόρεσε να βρει διαφορετικό, πιο αποτελεσματικό τρόπο ταξινόμησης…
Η παγκόσμια λογοτεχνία αναδυόταν μέσα από την άμμο με μια ταπεινωτική ικεσία
     Οι εικόνες που μας χαρίζει ο συγγραφέας μέσα απ’ τα μάτια του αφηγητή σ’ αυτό, το τελευταίο μέρος του βιβλίου όπου λύνεται και το «μυστήριο», είναι καθηλωτικές, ενώ μεταφέρουν την υπαρξιακή ανατριχίλα που νιώθει κανείς διαβάζοντας Έντγκαρ Άλαν Πόε. Ο αφηγητής βρήκε την ευκαιρία να επισκεφτεί τη Ρότσα και να έρθει σε επαφή με «τα λίγα χαλάσματα που έμεναν ακόμα όρθια». Η φοβερή δύναμη της φύσης, η εντροπία που διακατέχει τα πάντα, έχει σαρώσει τους άπειρους τόμους του εμμονικού βιβλιοφάγου, η θάλασσα ήταν εκεί, αγριεμένη και τρικυμισμένη, με κάθε κύμα της να σκάει σαν δαγκωματιά· τα βρύα και τα κοχύλια έχουν διεισδύσει ανάμεσα σε «σελίδες κολλημένες και δύσκαμπτες σαν ψαροκόκαλα» όπου κείτονταν σκορπισμένοι ο Νερούντα με τον Ουιδόμπρο, τον Λόρκα και τον Έλιοτ...
Χριστίνα Παπαγγελή

Δευτέρα, Ιουλίου 01, 2024

Φλόρενς Μπλαντ, Ανδρέας Νικολακόπουλος

     Μας έχει συνηθίσει ο αγαπημένος συγγραφέας στο να εξερευνά τις σκοτεινές περιοχές της ανθρώπινης ψυχής (στις δύο τουλάχιστον συλλογές των διηγημάτων «Αποδοχή κληρονομιάς» και «Σάλτος»), διεκδικώντας κατά γενική ομολογία τον τίτλο του «σύγχρονου Έντγκαρ Άλαν Πόε». Μυστήριοι και φρικιαστικοί θάνατοι, δολοφονίες, απίθανες διαστροφές και μακάβριες ιστορίες τρόμου 
συνδυάζονται με το μυθικό, φαντασιακό και αποτρόπαιο στοιχείο, δίνοντας παραμυθιακή διάσταση σε αφηγήσεις που σου κόβουν την ανάσα.
     Το συγκεκριμένο βιβλίο όμως, που φέρει τον χαρακτηρισμό «μυθιστόρημα», έχει έναν πιο σύνθετο χαρακτήρα: οι τέσσερις σχεδόν ανεξάρτητες νουβέλες, με αντίστοιχους κεντρικούς ήρωες πρόσωπα «με βαρύ κάρμα/βεβαρημένη παιδική ηλικία», όπως γράφει η Ελένη Γκίκα, συνδέονται χαλαρά, καθώς ο αναγνώστης τούς συναντά και σε άλλες ιστορίες, ενώ όλοι μαζί συμπλέκονται -με παράδοξο τρόπο- στην τελευταία. Οι αυτοτελείς αυτές ιστορίες κινούνται παράλληλα, διαδραματίζονται προς τα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά σε τελείως διαφορετικό τόπο (Γαλλία, Νορβηγία, Ουαλία, Αγγλία ). Πέρα από τις σκοτεινιές λοιπόν της ανθρώπινης διαστροφής σε ατομικό επίπεδο, παρακολουθούμε και τις ζοφερές πτυχές της Ιστορίας με γιώτα κεφαλαίο σε συλλογικό επίπεδο, για την ακρίβεια της ζοφερής καθημερινότητας σ’ αυτές τις ευρωπαϊκές «πολιτισμένες» χώρες του αμφίσημου 19ου αιώνα. Εικόνες και συνθήκες (όπως π.χ. εκμετάλλευση, ακραία φτώχεια, βρωμιά, αρρώστιες κλπ) που δεν μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε πόσο καθοριστικές μπορεί να ήταν, ή μάλλον να συνειδητοποιήσουμε, καθώς έχουμε ως αφετηρία τη στρογγυλεμένη εικόνα που μας δίνει η επίσημη ιστορία (σχολείο, επίσημη ιστορία, επέτειοι κλπ).
     Ο συγγραφέας, όταν η περίσταση το απαιτεί, παραθέτει επεξηγηματικά, σαν παρεκβάσεις, ιστορικά στοιχεία -ή μάλλον στοιχεία «ανθρωπογεωγραφίας»- που διεγείρουν την περιέργεια/ενδιαφέρον: από την «Πόλη του φωτός» του «θανατόφιλου» 19ου αιώνα όπου οι δημόσιες εκτελέσεις με λαιμητόμο ήταν το αγαπημένο θέαμα χιλιάδων πολιτών, μεταφερόμαστε στην παγωμένη Κριστιάνια (σημερινό Όσλο) της Νορβηγίας όπου οι κάτοικοι ασχολούνταν με την αλιεία και την υλοτομία, βλέπουμε την εξέλιξη του χωριού Πέναρθ της Ουαλίας με τα περίφημα μεταλλεία και ορυχεία («ουαλικού άνθρακα») την εποχή που ξεκίνησαν μεγάλες απεργίες κι εξεγέρσεις (το άλλοτε ασήμαντο Πέναρθ συνέχισε να αναπτύσσεται ραγδαία, χάρη στην επέκταση του γειτονικού ανθρακωρυχείου και στο τρένο το οποίο σφύριζε στην πόλη κάθε μια ώρα)· βλέπουμε την αναπτυσσόμενη περιοχή των West Midlands, και τέλος, το Λονδίνο της εποχής, τη μεγαλύτερη σε πληθυσμό και γνωστότερη πόλη του κόσμου/κέντρο μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας, με το μεγαλύτερο λιμάνι παγκοσμίως και ποικίλα προσφυγικά κύματα. Ένα κοσμοπολίτικο κέντρο που ωστόσο «υπέφερε από τα μολυσματικά και αμέτρητα πορνεία και τις κάτισχνες νεκροζώντανες εκδιδόμενες που γυρόφερναν κλέβοντας ή ψαρεύοντας πελάτες». Ζωντανεύει μπροστά μας το ριζοσπαστικό κίνημα των σουφραζέτων, εξαιρετικά μαζικό την εποχή εκείνη, τόσο ώστε χίλιες τουλάχιστον γυναίκες στις αρχές του 20ου αι. να βρίσκονται στη φυλακή. Είναι επίσης η εποχή της παιδικής εργασίας και της εκμετάλλευσης, που οδήγησαν στην ίδρυση οικοτροφείων, ορφανοτροφείων και ιδρυμάτων παντός είδους.
     Το Λονδίνο, όπου συγκλίνουν οι ιστορίες του βιβλίου στην τέταρτη και τελευταία, δεν είχε καμιά σχέση με την εικόνα της ευμάρειας που φαντάζονταν οι άνθρωποι οι οποίοι ζούσαν μακριά από εκείνη. Η πόλη, εκτός από το εμπορικό κέντρο της, ήταν ένας αχανής βούρκος, που μέσα του βασίλευαν η δυσεντερία, η χολέρα και κάτι απομεινάρια λοιμού που είχαν γαντζωθεί σε κτίρια και κορμιά.
     Προσωπικά δεν με κουράζουν διόλου οι περιγραφές αυτές, αν και μπορεί να είναι εκτεταμένες, αντίθετα επειδή είναι ακριβείς και τεκμηριωμένες (πολλές απ’ αυτές τις διασταύρωσα, όπως π.χ. πληροφορίες και στοιχεία για τον «Στρατό της Σωτηρίας» που δημιουργήθηκε στηνΑγγλία) δημιουργούν έναν πίνακα, μια μεγάλη εικόνα όπου τοποθετούνται οι εξατομικευμένες περιπτώσεις.
     Το κεντρικό πρόσωπο γύρω από το οποίο περιστρέφονται οι ατομικές αυτές περιπτώσεις των τεσσάρων κεφαλαίων είναι η περίφημη Φλόρενς Μπλαντ (ή αλλιώς, ο «Ματωμένος καρπός του Σάλφορντ, η Πρωινή Κραυγή του Σάουθγκέϊτ, η περιβόητη Δηλητηριάστρια και Κυρία των Σπασμών»), η κατά συρροή δολοφόνος, επιστήμονας στο είδος της, που με κίνητρο το άσβεστο μίσος της μετέρχεται κάθε μέσον για να σκορπίσει φρικτό θάνατο σε εκατοντάδες ανθρώπους, με ευφάνταστους και πρωτότυπους τρόπους, χωρίς βέβαια να αφήνει ίχνη.
     ΓΑΛΛΙΑ
Ο Δήμιος με το Χρυσό Μάτι

Δεν είναι το μεγάλο που σε τρελαίνει,
μα το μικρό και ασήμαντο
     Είναι αλήθεια ότι στα τέλη του 19ου αιώνα, στην «Πόλη του Φωτός» όπου άνθιζαν οι τέχνες, τα γράμματα, η δημοκρατία και… η γαστρονομία, η τέχνη της «γκιλοτίνας» είχε την τιμητική της! Μετά τις πολιτικές αναταραχές που προκάλεσε ο Γαλλο-πρωσικός πόλεμος (1870-1), δυο αντίθετες πολιτικές παρατάξεις (μεταρρυθμιστές και συντηρητικοί) οξύνουν τις διαφορές τους λόγω της ιμπεριαλιστικής και αποικιακής πολιτικής του κράτους (βλ. Πολυνησία, Μαδαγασκάρη, Αφρική), αναζωπυρώνοντας το πνεύμα των προγόνων εκείνων που, χρόνια πριν (1572), κατέσφαξαν χιλιάδες Ουγενότους (νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου). Αποτέλεσμα όλων αυτών των ζυμώσεων και των κοινωνικών αντιθέσεων, γράφει ο συγγραφέας, ήταν να στενάζουν οι φυλακές από κάθε λογής ποινικό και πολιτικό κρατούμενο. Είναι παράδοση η χρήση της λαιμητόμου, καθώς η χρήση της χάνεται στο βάθος του χρόνου (έχουμε και την ευκαιρία να δούμε και μια συνοπτική ιστορία της φρικιαστικής αυτής μεθόδου θανατικής ποινής, καθώς και μια λίστα «διάσημων αποκεφαλισμών»).
     Η δουλειά του δήμιου ήταν ίσως η πιο επικερδής μετά του δημάρχου, αλλά και ως «ψυχαγωγικό» θέαμα για χιλιάδες θεατές κάθε φορά, ήταν τόσο δημοφιλές που ο άρχων της καρατόμησης ήταν ο πιο γνωστός πολίτης της χώρας. Ο Τιμπό Γκωντέν, λοιπόν, ο μονόφθαλμος «Δήμιος με το χρυσό μάτι», ο ήρωας της πρώτης ιστορίας, είναι ένα πρόσωπο πολύ δημοφιλές (ο φέρων τον θάνατο, ο αγγελιοφόρος της τιμωρίας). Διαδέχτηκε τον πατέρα του στο πατροπαράδοτο επάγγελμα, ο οποίος παρεμπιπτόντως με πολύ μυστηριώδη τρόπο μια μέρα παραιτήθηκε («Εγώ με το αίμα ξόφλησα. Εγώ με το αίμα ξόφλησα») για να δώσει στη συνέχεια τέλος στη ζωή του.
     Ο επαγγελματισμός με τον οποίο αντιμετωπίζει ο Τιμπό την αποστολή του δημιουργεί ανατριχίλα (η σκέψη του απογοητευμένου πλήθους τον καταρράκωνε και μόνο που περνούσε απ’ το μυαλό του) καθώς ο συγγραφέας μάς επισημαίνει τις «αρετές» που διακρίνουν τον αψεγάδιαστο… αποκεφαλιστή (σβελτάδα, αποτελεσματικότητα, διακριτικότητα, τήρηση αρχείου κλπ). Ως εκ τούτου ο ήρωάς μας αναλαμβάνει σημαντικές υποθέσεις εγκληματιών και η φήμη του εξαπλώνεται σ’ όλη τη Γαλλία, μερικές από τις οποίες παρακολουθεί κι ο αναγνώστης.
     Η μακάβρια ικανοποίηση που αντλεί ο Τιμπό από την άψογη εκτέλεση του καθήκοντος αποκτά ρωγμές -ήδη η γυναίκα του, κόρη δήμιου κι αυτή, τον θεωρεί «αιμοβόρο τέρας» και τον εγκαταλείπει. Το τελειωτικό χτύπημα έρχεται από τον ίδιο του τον εαυτό, όταν αποδεικνύεται «πρωτάρης και ερασιτέχνης» στην περίπτωση της ξακουστής δολοφόνου με την απόκοσμη ομορφιά.
ΝΟΡΒΗΓΙΑ
Το κορίτσι που αρνούνταν να πεθάνει
     Η τραγική μοίρα της Ίνγκερν, της κοπέλας που γεννήθηκε στο Όσλο (τότε -1838- Χριστιανία) και κατάφερε να επιζήσει ως βρέφος από τις τρομερά χαμηλές θερμοκρασία του παγωμένου χειμώνα, ενώ οι γονείς της πέθαναν την ίδια χρονιά από τις καιρικές συνθήκες, μας βάζει βαθιά στο φαινόμενο της σεξουαλικής εκμετάλλευσης που μαστίζει ακόμα δυστυχώς τις κοινωνίες μας.
     Το βρεφοκομείο-εκκολαπτήριο πορνείας του Σβέιν (συνεργάτη του πατέρα της στη βιοτεχνία παστών ψαριών) παρείχε «στέγη και δουλειά» σε άπορα και ορφανά παιδιά… Εδώ αναγκάστηκε να μεγαλώσει η Ίνγκερν μέχρι τα 8 της χρόνια οπότε άρχισε να εκδίδεται με απόλυτα έκφυλους και διαστροφικούς τρόπους μαζί με δεκάδες άλλα παιδιά (τα επόμενα οκτώ χρόνια πέρασαν βουτηγμένα σε μια ναρκωμένη απάθεια και σε μια σχεδόν κατατονική και λιγωτική καθημερινότητα χωρίς ψυχή και εναλλαγές). Αυτή η κόλαση ήταν η αφορμή για τη μεγάλη της εξέγερση, που επέφερε μια εξωπραγματικά φρικτή τιμωρία. Παρόλ’ αυτά επέζησε (για δεύτερη φορά, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας) και βρήκε τη δύναμη να καταφύγει στο Νιούκαστλ («Βρετανία έρχομαι») και να δοθεί ψυχή τε και σώματι στα άπορα ορφανά παιδιά του ορφανοτροφείου Γουίλλοου του Σάουθγκέιτ. Με την απίστευτη δοτικότητα κι εργασία που προσέφερε κατάφερε αρχικά να γίνει προϊσταμένη καθαριότητας, στη συνέχεια βρήκε λύση επισιτισμού για να καλύπτει τις ανάγκες των παιδιών, κι έφτασε να έχει για πολλά χρόνια υψηλή διευθυντική θέση.
     Το κορίτσι «που αρνούνταν να πεθάνει» έγινε μια φιλήσυχη φιλάνθρωπη γιαγιά που έφτασε 102 χρονών χωρίς να επιστρέψει ποτέ στο Όσλο, όπου ήταν θαμμένο το μυστικό ενός διεστραμμένου -παρά τη θέλησή της- παρελθόντος. Ωστόσο οι φυλαγμένες φωτογραφίες και έγγραφα που βρέθηκαν μετά θάνατον, αποδεικνύουν την πανανθρώπινη αλήθεια, ότι παρέμενε δεκαετίες μετά απόλυτα συνδεδεμένη με εκείνο το κομμάτι που, όσο σκοτεινό και να ήταν, δεν έπαυε να είναι μέρος της παιδικής της ηλικίας.
     ΟΥΑΛΙΑ
     Το μικρό κι ασήμαντο χωριό Πέναρθ της Ουαλίας, όπως είπαμε πριν, στα τέλη του 19ου αι. εξελίσσεται ραγδαία λόγω των μεταλλείων και των ορυχείων, σ’έναν τόπο που τον λυμαίνονταν τα κτηματομεσιτικά γραφεία αποσπώντας από τους κατοίκους την περιουσία τους (πανύψηλα σπίτια, δρόμοι κλπ. Ο ήρωας αυτής της ιστορίας, Μπραντ Φάουλερ, γόνος ριζοσπαστών μεταλλωρύχων (ο πατέρας εκλεγμένος αντιπρόσωπος των εργατών), πρωτοπόρων στις απεργίες και στις συγκρούσεις με την αστυνομία, μεγαλώνει σ’ ένα εξεγερσιακό περιβάλλον με αιματοβαμμένο παρελθόν. Νέος έξυπνος και όμορφος, γίνεται ο αρχηγός μιας «μικρής ομάδα σαμποτέρ» με το όνομα «Δρακοφονιάδες» σαμποτάροντας αστυνομία κι εξουσία κτηματομεσιτών.
     Ο κεραυνοβόλος έρωτας του Μπραντ Φάουλερ με την αναρχική Κίμπερλι Ρόουζ και η κρυάδα που πήρε όταν αυτή τον απαρνήθηκε, κάνει τον ήρωά μας να γυρίσει σελίδα με στροφή 180 μοιρών (ορκίστηκε να μην αφήσει να τον ξαναπροσβάλει ή απορρίψει ποτέ κανείς, να μην ξανανιώσει κυνηγημένος ή παρακατιανός (…) ακόμα κι αν αυτό σήμαινε να ταχθεί με την πλευρά του διαβόλου).
      Η λύση κι εδώ είναι η φυγή στην Αγγλία, ενώ η αναθεώρηση απόψεων είναι ριζική (π.χ. συμπέρανε πως δεν έφταιγε για όλα η ανώτερη τάξη, όπως του έλεγε η μητέρα του, μα κυρίως η ηττοπαθής θεώρηση των πραγμάτων της τάξης του), αργότερα δε προσχωρεί στο κόμμα των… Συντηρητικών. Ο Μπραντ Φάουλερ μεταστρέφεται ριζικά, πηγαίνει στη σχολή Αστυφυλάκων (Γουέστ Μίντλαντς), ανεβαίνει γρήγορα τις βαθμίδες της ιεραρχίας για να γίνει υποδιοικητής στο «πιο μάχιμο τμήμα του Λονδίνου» αι αργότερα Διοικητής της Αστυνομίας όλου του Λονδίνου.
     Η αποστολή του Μπραντ να «ξεμπερδέψει» με τις Σουφραζέτες (που όπως είπαμε απασχολούσε την τότε κυβέρνηση) αλλά και να βρει λύση στο ζήτημα των άπορων παιδιών, τα οποία προστάτευε «μια κάποια πρώην προϊσταμένη, ονόματι Μπάρτον» με μεγάλο κύρος και προσβάσεις στη μεγαλοαστική τάξη, είναι η αρχή του άδοξου τέλους του.
     ΑΓΓΛΙΑ
     Στο τέταρτο αυτό μέρος, όπως είπαμε, συναντάμε στοιχεία από τα προηγούμενα: το ορφανοτροφείο Γουίλλοου όπου έδρασε η Ίνγκερν είναι ο τόπος όπου μεγάλωσε η ορφανή ηρωίδα μας, η Φλόρενς, με την υπομονή και την κατανόηση της κυρίας Μπάρτον. Το ατίθασο κορίτσι, με το μίσος στην καρδιά για την αδικία της εγκατάλειψης από τους Ιταλούς γονείς της, είχε μια πολύ τεθλασμένη πορεία καθώς η συμπεριφορά της ανάγκασε την κα Μπάρτον να τη διώξει απ΄το ίδρυμα, αλλά δεν έπαψε να την προστατεύει.
     Παρακολουθούμε με συγκρατημένη φρίκη τα βήματα της νεαρής κοπέλας να μάθει καλούς τρόπους και συμπεριφορές ώστε να εισχωρήσει στην αστική καλή κοινωνία, και στη συνέχεια τον σταδιακό εθισμό της στην παρανομία, ξεκινώντας από το να πουλάει κρυφά ακατέργαστο αρσενικό, δραστικό δηλητήριο για δολοφονίες. Το παράνομο χρήμα τής ανοίγει τον δρόμο στους μεγαλοαστικούς κύκλους, αλλάζει ρούχα, τρόπους ζωής, συνήθειες, αποκτά υψηλές γνωριμίες ενώ παράλληλα συνεχίζει να μελετά με πάθος απίθανους τρόπους για να σκορπίζει τον θάνατο χωρίς να αφήνει ίχνη…
     Η πληθωρική γραφή του συγγραφέα μάς δίνει, σαν αστυνομικό δελτίο αναφοράς, άπειρα παραδείγματα ευφάνταστων τρόπων θανάτου στους οποίους μεσολαβήτρια ήταν η «νεαρή γυναίκα» (αξιοσημείωτο ότι ο συγγραφέας μόνο προς το τέλος αναφέρει το όνομά της). Η Φλόρενς είναι μια σήριαλ κίλλερ επί πληρωμή, που κανένας δεν μπορεί να υποπτευθεί.
     Ωστόσο η ρωγμή στο τέλειο και αψεγάδιαστο σύστημά της έρχεται, από κείνην την ίδια… Ο κεραυνοβόλος έρωτας προς τον γοητευτικό Νέιθαν Λεβί, δαιμόνιο έμπορο και βιομήχανο, γίνεται κάποια στιγμή αμοιβαίος και ωθεί την Φ. να αφήσει στην άκρη το μίσος που δεν απέδιδε τίποτα και να συνεχίσει να πλουτίζει με νόμιμους τρόπους. Μια παρένθεση ψυχικής ευφορίας, κι ευδαιμονίας στο κοινό ταξίδι που έκαναν οι δυο τους στην Ινδία (απολαμβάνουμε κι εδώ σαγηνευτικά ανθρωπογεωγραφικά στοιχεία) κράτησε δυο μήνες, αλλά μετά την διάψευση/προδοσία (για δεύτερη φορά στη ζωή της ένιωσε σαν το άγαλμα που πέφτει κάτω και κομματιάζεται σε χιλιάδες θραύσματα) ξεσπά σε μια θύελλα δράσης-αντίδρασης, σ’ ένα ανελέητο γαϊτανάκι θανάτου (τόσο βαθύ σαν πληγή από δαμασκηνό μαχαίρι καταμεσής της πλάτης), που δεν αργεί να οδηγήσει και στον δικό της, αναπόφευκτο πια και, ίσως ηθελημένο, θάνατο.
      Είναι η πρώτη φορά που ο ήρωας (εδώ η ηρωίδα) του βιβλίου μιλάει σε α΄ ενικό, αφηγούμενη τις παρατεταμένες και σημαδιακές στιγμές της εκτέλεσής της, ενώ οι τελευταίες της λέξεις είναι
"Χαμογέλασα μέσα στα δάκρυά μου".

Χριστίνα Παπαγγελή