Μπροστά στον αργαλειό μου
τρεις δέσμες νάιλον απλωμένες.
Πιάνω τα νήματα απ’ τη δέσμη, τρία τρία.
Πρέπει να δέσουν μεταξύ τους δίχως να σπάσουν.
Ένα βιβλίο… αθόρυβο και διακριτικό, ευκολοδιάβαστο και απλό στη σύλληψή του, που παρόλ’ αυτά αφήνει δυνατό αποτύπωμα και αγγίζει πολύ σπουδαία θέματα, ενώ δεν στερείται πρωτοτυπίας. Πρόκειται για την παράλληλη πορεία τριών γυναικών, αγνώστων μεταξύ τους, των οποίων οι ιστορίες εξελίσσονται σε μικρά κεφάλαια εναλλάξ, που λειτουργούν σαν μικρές θεατρικές σκηνές, αφήνοντας κάθε φορά στον αναγνώστη την αγωνία για να μάθει τη συνέχεια. Ωστόσο, καθώς η πλοκή αποκτά ένα καινούργιο στοιχείο (ένα απρόοπτο, μια αγωνία, μια οριστική απόφαση ή μια εσωτερική εξέγερση), βλέπουμε ότι η γραμμική πορεία των τριών αποτελείται από σημεία κομβικά, που μπλέκονται μεταξύ τους για να σχηματίσουν μια μαγική ολότητα -γιατί όχι;- μια πλεξούδα, ενώ στο τέλος, με παραμυθένιο τρόπο οι τρεις διαδρομές βρίσκουν τρόπο να συναντηθούν. «Τρία νήματα που πλέκονται μεταξύ τους», όπως επισημαίνει η ίδια η συγγραφέας προτού ξεκινήσει την ιστορία. Στις γυναίκες αφιερώνω τη δουλειά μου,
που ετούτα τα μαλλιά τις δένουν, μεταξύ τους,
σαν ένα μεγάλο δίχτυ από ψυχές.
Σμίτα- Τζούλια- Σάρα Οι τρεις γυναίκες-πρωταγωνίστριες είναι η Σμίτα, η Τζούλια και η Σάρα. Ένα μεγάλο κοινωνικό και πολιτισμικό χάσμα χωρίζει τη μια από την άλλη, παρόλες όμως τις διαφορές τους κάποια θεμαλιακά στοιχεία είναι κοινά:
Η Σμίτα, Ινδή, ζει με τον σύζυγό της Ναγκαράτζαν και την κόρη τους τη Λαλίτα στο χωριό Μπαντλαπούρ (στην περιοχή Ούταρ Πραντές). Ανήκουν στην απόβλητη κάστα των «Ανέγγιχτων» (είναι «μια Ντάλιτ»), έχοντας σαν πεπρωμένο («ντάρμα») να κάνει την πιο ταπεινή και βρομερή δουλειά, να μαζεύει τα… σκατά των άλλων ξυπόλυτη και με γυμνά χέρια (θα τιμωρηθεί ένα παραβιάσει αυτούς τους κανόνες, όχι μόνο από το κράτος αλλά και από τους συμπολίτες της, και μάλιστα με πολύ ειδεχθή τρόπο). Η κάστα των ανέγγιχτων ως γνωστόν είναι απομονωμένη επειδή το επιβάλλει η θρησκεία – οι «ανέγγιχτοι» είναι καταδικασμένοι μόνο να υπηρετούν, να τρώνε αρουραίους, να υφίστανται βία και βιασμούς και να βιώνουν εν γένει έναν καθημερινό Γολγοθά αδιαμαρτύρητα, μέχρι να πεθάνουν.
Η Τζούλια ζει στο Παλέρμο και δουλεύει στην βιοτεχνία («κασκατούρα») του πατέρα της, Πιέτρο Λανφρέντι μαζί με την αδερφή της και με άλλες εργάτριες (παύει πια να είναι η κόρη του αφεντικού, γίνεται μια εργάτρια σαν τις άλλες), με τις οποίες έχει άριστες σχέσεις. H «κασκατούρα» (βιοτεχνία που έφτιαχνε ποστίς και περούκες) είναι μια πολύ παλιά παράδοση στη Σικελία, την οποία ο πατέρας τής Τζούλια γνωρίζει από πάππου προς πάππο.
Τέλος η Σάρα Κοέν, μια δικηγόρος πολυάσχολη και πολυμήχανη, με δυο γάμους και τρία παιδιά στο ενεργητικό της, ζει και δουλεύει στο Μόντρεαλ του Καναδά τόσο πυρετωδώς που η μέρα της είναι χρονομετρημένη στο χιλιοστό. Είναι τόσο απορροφημένη από τη δουλειά στο δικηγορικό γραφείο, που όχι μόνο δεν μοιράζεται στιγμές μοναδικές με τα παιδιά της (π.χ. γενέθλια), αλλά αντιπαλεύει τις ενοχές της με έναν ανεξήγητο αριβισμό (γρήγορα είχε καταλάβει πως δεν υπήρχε θέση για συναισθηματισμούς στο περιβάλλον της/κουβαλούσε παντού το φορτίο της ενοχής της, όπως η χελώνα το βαρύ καβούκι της). Η εργασιομανία της είναι πέρα από κάθε ανθρώπινο μέτρο, κρύβει κάθε οικογενειακή πτυχή από το εργασιακό της περιβάλλον (δεν αποκαλύπτει τίποτα από τη σφαίρα της ιδιωτικής της ζωής και ούτε παρεισφρέει στις ζωές των άλλων), και το burn out παραμονεύει να της υποσκάψει την υγεία.
Πρόκειται λοιπόν όχι μόνο για τρεις γυναίκες που ζουν σε διαφορετικό πολιτισμικό περιβάλλον, αλλά φαίνεται να έχουν και διαφορετικό χαρακτήρα. Αυτό που είναι βέβαιο, είναι ότι καθεμιά τους εκπροσωπεί μια πτυχή του γυναικείου ζητήματος, της θέσης της γυναίκας την σήμερον ημέρα μέσα στην υφήλιο. Η συγγραφέας, φανερά ορμώμενη από την ιδιαίτερη καταπίεση που υφίσταται η σύγχρονη γυναίκα σε διάφορες μορφές, αφιερώνει το βιβλίο της στις «θαρραλέες γυναίκες». Αυτές που καταφέρνουν να αντιμετωπίσουν με κουράγιο και σθένος τις αναποδιές για να φέρουν την ανατροπή και την ισορροπία, που είναι το ζητούμενο.
Δεν ήξεραν πως ήταν αδύνατον, κι έτσι το έκαναν
Μαρκ Τουέιν
Κόμπο τον κόμπο λοιπόν, παρακολουθούμε τις προσπάθειες των πρωταγωνιστριών να ξεφύγουν από τη μοίρα που τις θέλει καθηλωμένες και υποταγμένες. Παράλληλα, έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε από κοντά τρεις διαφορετικές καθημερινότητες σε τρεις διαφορετικές… ηπείρους -Ασία, Ευρώπη και Αμερική-, με όλα τα κοινωνικά ζητήματα και τις προεκτάσεις που συνεπάγονται. Τρία καθοριστικά «συμβάντα» είναι αυτά που αντίστοιχα θα ωθήσουν καθεμιά από τις ηρωίδες να πάρει τη μοίρα στα χέρια της, αυτά που θα φερουν την αριστοτελική «δέση» σε κάθε ιστορία, από την οποία και μετά θα ξεκινήσει η «λύση:
Στην περίπτωση της Σμίτα, η ουσιαστική άρνηση του δάσκαλου-Βραχμάνου να δεχτεί τη Λαλίτα στο σχολείο (ήθελε να σκουπίσω την αίθουσα μπροστά στους άλλους) γκρεμίζει κάθε ελπίδα της Σμίτα να μορφωθεί και να ξεφύγει η κόρη της από το βαρύ πεπρωμένο της, που όπως είπαμε είναι να μαζεύει μια ζωή τα σκουπίδια και τα περιττώματα των ανώτερων καστών (έτσι που σφίγγεται πάνω στο κορμί της δαρμένης και ταπεινωμένης κόρης της, ξαναγίνεται κι αυτή παιδί και κλαίει για τις χαμένες ελπίδες).
Η απόσυρση του πατέρα της Τζούλια από την βιοτεχνία λόγω ατυχήματος με τη βέσπα και η παραμονή του στο νοσοκομείο, παραδίδει τη σκυτάλη της επιχείρησης στην Τζούλια -όμως είναι μια κακή συγκυρία για την επιχείρηση: γρήγορα η Τζούλια θα συνειδητοποιήσει ότι η βιοτεχνία τους έχει ήδη χρεοκοπήσει, και ότι δεν έχει ελπίδες να ορθοποδήσει, γιατί η «κασκατούρα» δεν έχει πια θέση στη σύγχρονη κοινωνία (οι Σικελοί δεν φυλάνε πια τα μαλλιά τους/οτιδήποτε παλιώνει το πετούν κι αγοράζουν καινούριο). Δεν αποκλείεται αυτή να είναι και η αιτία του ατυχήματος του απελπισμένου πατέρα (Το δυστύχημα του πατέρα τους τους ταρακούνησε για τα καλά. Ο θάνατος της βιοτεχνίας τώρα θα τους αποτελειώσει)
Η περίπτωση όμως της Σάρας είναι λίγο διαφορετική από των δύο άλλων. Γιατί ο καρκίνος του μαστού, που πυροδότησε τη δική της μεταστροφή, είναι αποτέλεσμα της δικής της εργασιομανίας και αγχωτικής αντιμετώπισης του χρόνου, κι όχι εξωτερικών συνθηκών. Άλλωστε ο συγκεκριμένος καρκίνος είναι κάτι θεραπεύσιμο πια, όμως ο πανικός που καταβάλλει την Σάρα δε οφείλεται στον φόβο της αρρώστιας αλλά στην κοινωνική κατακραυγή (!) και στον κοινωνικό αποκλεισμό. Γι' αυτό άλλωστε κάνει την εγχείρηση και τις θεραπείες όσο πιο κρυφά μπορεί… Επομένως, θα έλεγε κανείς ότι ακόμα κι αυτή η αυτό-καταστροφική κατάσταση είναι αποτέλεσμα των υπερβολικών απαιτήσεων που έχει η κοινωνία από τη σύγχρονη επιστήμονα-εργαζόμενη-γυναίκα-μητέρα! Και όχι μόνο: το να είσαι άρρωστος και μάλιστα καρκινοπαθής, σε κάνει ανήμπορο, μη παραγωγικό, άχρηστο (άρρωστη είναι χειρότερα από έγκυος).
Το νήμα δεν πρέπει ν’ αφήσω,
πρέπει απ’ αυτό να κρατηθώ.
Να το ξαναπιάσω και να συνεχίσω.
Απίστευτες δυσκολίες και περιπέτειες περιμένουν τις τρεις γυναίκες από τη στιγμή που αποφάσισαν να αγωνιστούν για να περισώσουν τη ζωή τους και βασικά την αξιοπρέπειά τους. Η Σμίτα έχει ν’ αντιμετωπίσει την επιφυλακτικότητα/δειλία του άντρα της, τη στέρηση, την κούραση, την αγωνία να τα καταφέρει να φτάσει στο Σεννάι, χωρίς να γίνει αντιληπτή από τις αρχές. Η Τζούλια πρέπει να αποφύγει έναν συμβατικό γάμο που θα ήταν μια συμβατική λύση στο πρόβλημα, και σ’ αυτό την βοηθά, σαν από θαύμα, ο μεγάλος έρωτας στον οποίο τόλμησε να δοθεί, ο Ινδός (Σιχ) Καμαλτζίτ Σινκ, απ’ το Κασμίρ. Η Σάρα έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον εαυτό της και τις επιλογές της, τον ρατσισμό και την ανταγωνιστικότητα στον ανδροκρατούμενο επαγγελματικό χώρο που η ίδια επέλεξε, με τη σωματική της εξασθένιση και την ψυχική κατάπτωση. Όλα αυτά την οπλίζουν ξαφνικά με μια πρωτόγνωρη δύναμη: όχι, δεν θα χαθεί. Δεν θα παραδώσει τα όπλα. Εκείνος που σώζει μια ζωή σώζει ολόκληρο τον κόσμο
Η συγγραφέας μ’ έναν πραγματικά ευρηματικό τρόπο βρίσκει το νήμα που συνδέει τις τρεις ιστορίες ενώ η ποιητικότητα της γραφής (που πολλές φορές συμπληρώνεται με ποιήματα ανάμεσα στα κεφάλαια) αναπληρώνει την τριτοπρόσωπη, κάπως αποστασιοποιημένη αφήγηση. Είναι ξεκάθαρη η «γυναικεία» οπτική και ο οπτιμισμός που κρύβει μια «στρογγυλεμένη», δηλαδή ελαφρώς στρατευμένη πρόθεση, αλλά οι αρετές της πλοκής και της γραφής εξουδετερώνουν αυτήν την αίσθηση.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου