Τετάρτη, Οκτωβρίου 25, 2023

Μίσια, (ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑ –ΠΟΛΕΜΟΣ-ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ-ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ), Μιχάλης Α. Ανδρέοβιτς

     Ο Μίσια Αντρέιεβιτς -ο πρωταγωνιστής του βιβλίου- το 1910 ήταν είκοσι χρονών. Προνομιούχος νεαρός· απόγονος μεγαλογαιοκτημόνων της Ρωσικής αυτοκρατορίας στην περιοχή του Χάρκοβου, και πτυχιούχος οικονομικών και εμπορικών/βιομηχανικών σπουδών στην Πετρούπολη. Με το πτυχίο αυτό θα μπορέσει να διαχειριστεί την περιουσία της οικογένειας Τιμαφέιεφ επάξια της κοινωνικής του τάξης. To τσιφλίκι των Τιμαφέιεφ περιλάμβανε εκτός από τις τεράστιες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, και εκτροφή αλόγων που προορίζονταν για την αυλή του τσάρου, περιώνυμων για την ξεχωριστή τους εγγυημένη ράτσα και την υπεροχή τους. Μετά από δυο χρόνια, το 1912, ο Μίσια θα πάρει και το απολυτήριο του στρατού, ως ευγενής, με τον βαθμό αξιωματικού του ιππικού (ανθυπίλαρχου). Είναι ήδη ερωτευμένος και συνδεδεμένος με αμοιβαίες υποσχέσεις με την Νατάσσα Μάριοβα, απόφοιτο Λυκείου και υποψήφια για τη Νομική Σχολή της Γενεύης.
     Όλα σχεδόν λοιπόν ήταν προδιαγεγραμμένα ευνοϊκά για τον μέλλοντα γαιοκτήμονα. Ωστόσο, όπως όλοι γνωρίζουμε, το 1912 η Ευρώπη, τα Βαλκάνια και κυρίως η Ρωσία είναι ένα καζάνι που βράζει. Οι κοσμογονικές αλλαγές που ακολούθησαν (εθνικά κινήματα, βαλκανικοί πόλεμοι, Α΄ παγκόσμιος πόλεμος, Οκτωβριανή Επανάσταση) ήταν μια δίνη που παρέσυρε όλους τους πολίτες των εμπλεκόμενων περιοχών, χαράσσοντας απίστευτες τραγωδίες και συγκλονιστικές προσωπικές ιστορίες. Ο κόσμος άλλαζε ταχύρρυθμα σε ιστορικό αλλά και κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, και μαζί μ’ αυτόν, η πορεία των περισσότερων ανθρώπων που έζησαν αυτόν τον κυκεώνα, παύει να είναι ευθύγραμμη αλλά ακολουθεί τεθλασμένη κι απρόβλεπτη τροχιά.
     Μια τέτοια περίπτωση, ίσως πιο ακραία από το συνηθισμένο, είναι ο βίος και η πολιτεία του Μίσια Ανδρέιεβιτς, ένα μέρος της οποίας μας εξιστορεί εδώ ο εγγονός του, ο Μιχάλης Ανδρέοβιτς. Πρόκειται για μια αληθινή ιστορία, τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα, όλα τα πρόσωπα του βιβλίου υπήρξαν πραγματικά, και ο Μίσια επομένως δεν είναι μυθιστορηματικό πρόσωπο. Είναι ο παππούς του συγγραφέα.
     Ίσως πρόκειται για μια εξαιρετική περίπτωση. Και στις εξαιρετικές περιπτώσεις -και όχι μόνο- η ανάγκη για διατήρηση της μνήμης είναι επιτακτική· μια ανάγκη που δεν πηγάζει μόνο από περιέργεια και δίψα για γνώση, αλλά από την ανάγκη να προσανατολιστούμε στο παρόν και στο μέλλον. Γιατί το παρελθόν επιζεί στο παρόν, το φωτίζει, του προσδίδει βάθος· οπότε η διατήρηση της μνήμης, της Ιστορίας με γιώτα κεφαλαίο, ΜΑΣ ΑΦΟΡΑ όλους, κι όχι μονάχα τους «συγγενείς». Ακόμα, γιατί η ρευστότητα της σύγχρονης εποχής, οι ταχύρρυθμες μεταβολές με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, η περιβαλλοντική κρίση κλπ κλπ, επαναφέρουν το αίσθημα της απειλής, του φόβου. Ο φόβος έχει γίνει πια «δομικό στοιχείο της σύγχρονης κοινωνίας» όπως επισημαίνουν οι ιστορικοί,  και τα τραύματα του παρελθόντος μάς καλούν όχι μόνο για να πενθήσουμε αλλά για να τα κατανοήσουμε και να μάθουμε απ’ αυτά.
     Δεν είναι τυχαίο που τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί τόσο μεγάλη άνθηση της προφορικής ιστορίας και θεμελίωσή της ως θεμιτή πηγή ιστορίας. Αλλά και η «λογοτεχνοποίηση» πλευρών της ιστορίας, όπως κι η αγάπη του κόσμου στα ιστορικά μυθιστορήματα αναδεικνύουν την ανάγκη να αποκτήσει η Ιστορία, -που τη μαθαίναμε στο σχολείο σαν μια σειρά ξερών γεγονότων-, συγκινησιακό βάθος, ανθρώπινο και προσωπικό χαρακτήρα.
     Μέσα σ’ αυτό το πνεύμα πιστεύω και ο συγγραφέας του Μίσια, προσπάθησε να ζωντανέψει τα γεγονότα της οικογενειακής του ιστορίας και τους χαρακτήρες· όχι απλώς φτιάχνοντας ένα χρονικό, αλλά αναπαριστώντας, δίνοντας θεατρική/κινηματογραφική διάσταση σε σκηνές-κλειδιά που συνθέτουν τη διαδρομή μιας πολυδαίδαλης πορείας. Και εδώ βέβαια παρεισφρέει με δειλά βήματα και η φαντασία. Ο συγγραφέας,  με λιτό και εύστοχο ύφος, διατηρεί μια αξιοθαύμαστη ισορροπία ανάμεσα στη γλαφυρή αφήγηση, το ιστορικό πλαίσιο και τις συναισθηματικές μεταλλαγές των ηρώων του. Η τεχνική αυτή ικανοποιεί όχι μόνο την περιέργεια ή την φιλομάθεια του αναγνώστη, αλλά και την ανάγκη να συμμετέχει στην συναισθηματική ζωή των ηρώων.
     Παρόλη την συνοπτικότητα που χαρακτηρίζει την αφήγηση (δεν υπάρχουν π.χ. μακροσκελείς περιγραφές ή εμβάθυνση στα συναισθήματα), ξεχωρίζουν ξεκάθαρα οι διαφορετικοί χαρακτήρες: Ο Μίσια, φιλόδοξος μεν αλλά με πάθος για δικαιοσύνη, για ελευθερία, για ισότητα (ένιωθε, στο εφηβικό του μυαλό, πως ίσως έτσι θα έρθει η δικαιοσύνη στην κοινωνία. Ίσως έφτασε ο καιρός να ανέβει ένα σκαλί ψηλότερη ανθρωπότητα και να εξαλειφθούν οι μεγάλες κοινωνικές διαφορές/ένας νέος που έμαθε στη ζωή το να λύνει τις αντιθέσεις του με διάλογο και κατανόηση), πράγμα που εξηγεί την ευελιξία του στις δύσκολες εποχές· η Νατάσα με έντονη προσωπικότητα, αγωνίστρια, φεμινίστρια, με πάθος και όρεξη να γνωρίσει τον κόσμο έστω κι αν αυτό σημαίνει σύγκρουση με την οικογένεια· η Ελένα, αγαπημένη θεία με αγάπη και φροντίδα για όλους, που μεγάλωσε τα δυο αγόρια (τον Μίσια και τον αδερφό του, Γκεόργκι) σαν δικά της παιδιά· ο πατέρας Αντρέι, που παρόλη την απουσία του αναπτύσσει θερμή σχέση με τα δυο του παιδιά, είναι αυστηρός και συντηρητικός αλλά όχι αμετακίνητος, σε αντίθεση με τον Ιγκόρ Μαριόφ, τον πατέρα της Νατάσσας· ο τελευταίος, στερημένος από τίτλους ευγενείας ως δικηγόρος, είναι ακόμα πιο συντηρητικός και δύσκαμπτος ιδεολογικά, αλλά βλέπει τον επικείμενο γάμο του Μίσια με τη Νατάσσα σαν «μάννα εξ ουρανού» προκειμένου να προσχωρήσει η οικογένειά του στην τάξη των ευγενών· τα δυο ετεροθαλή αδέρφια του Μίσια (οι γιοι της μητριάς Όλγας), Μάρκο και Μπόρις, αλαζόνας και αψύς ο πρώτος, πιο αμφισβητούμενης ηθικής ο δεύτερος. Κι έχουμε βέβαια και πιο δευτερεύοντες χαρακτήρες καθώς προχωρά η αφήγηση, νέα πρόσωπα, φίλους και φίλες των πρωταγωνιστών όπως η δυναμική Βέρα και ο ιδεαλιστής Μαξίμ, που με την ιδεολογία τους και τη διαφορετική τους στάση απέναντι στα θυελλώδη γεγονότα επηρεάζουν την εξέλιξη των δύο βασικών ηρώων.
      Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε μικρά κεφάλαια, μικρές σκηνές θα λέγαμε, με ευκολονόητους τίτλους που προσανατολίζουν τον αναγνώστη για το τι θα ακολουθήσει (όπως, πχ. «Ο μεγάλος Πόλεμος», «Η διάσωση», «Το τέλος του φέουδου» κλπ). Συνήθως στην αρχή των κεφαλαίων εντάσσονται με συντομία και τα ιστορικά στοιχεία που στηρίζουν τα γεγονότα. Η αναφορά αυτή, μπορεί να φανεί κουραστική στον αναγνώστη που βιάζεται να παρασυρθεί από την πλοκή, είναι όμως αναγκαία για την συγκινησιακή συμμετοχή και την κατανόηση των ηρώων, των αντιδράσεών τους και των συναισθημάτων τους.
                                         Ιστορικό πλαίσιο
    Χάρκοβο 1890. Τότε το Χάρκοβο ανήκε στην τεράστια, πολυφυλετική  Ρωσική αυτοκρατορία. Στην ευρύτερη, πλούσια περιοχή βρίσκεται και το τσιφλίκι των Τιμαφέιεφ, μια περιουσία που κατατάσσει τους ήρωές μας στην κοινωνική τάξη των ευγενών, με όλα τα προνόμια και τις υποχρεώσεις που αυτό σημαίνει (π.χ. υποχρέωση των ευγενών ήταν να αφιερώσουν ένα από τα αγόρια της οικογένειας στην υπηρεσία της αυτοκρατορίας).
     Παρόλη τη φαινομενική ηρεμία στις εκτεταμένες πεδιάδες της περιοχής του Χάρκοβου, η Ρωσία ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα βρίσκεται σε αναβρασμό. Ο μετασχηματισμός των κοινωνικών δομών έχει καθυστερήσει σε σχέση με την Ευρώπη εφόσον κυρίαρχο οικονομικό σύστημα είναι ακόμα η φεουδαρχία και, παρόλες τις μεταρρυθμίσεις του τσάρου Αλέξανδρου (το 1861 κατήργησε την δουλοπαροικία) η αστικοποίηση, η εκβιομηχάνιση και ο εκσυγχρονισμός ακολουθούν αργούς ρυθμούς. Ενώ η οικονομική ανάπτυξη της Δυτικής Ευρώπης επιταχύνθηκε κατά τη διάρκεια της Βιομηχανικής Επανάστασης, η Ρωσία χαρακτηρίζεται από την οικονομική καθυστέρηση και την ανεπάρκεια της εξουσίας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών.
     Οι αντιδράσεις λαμβάνουν χώρα σε όλη την διάρκεια του 19ου αι. και αρχές του 20ου, ενώ κάποιες φορές η δυσαρέσκεια εκφράστηκε με εξεγέρσεις που αντικατέστησαν τον τσάρο. Ο τσάρος Νικόλαος Β΄, μάλιστα, υποχρεώθηκε να ιδρύσει ένα συμβουλευτικό, νομοθετικό όργανο, την Δούμα (το «Ρωσικό Κοινοβούλιο»), που από το 1906 μέχρι την Οκτωβριανή Επανάσταση έπαιρνε μέρος στις αποφάσεις του τσάρου.
     Τα πιο φιλελεύθερα στοιχεία μεταξύ των βιομηχάνων καπιταλιστών και της αριστοκρατίας πίστευαν στην ειρηνική κοινωνική μεταρρύθμιση και στη συνταγματική μοναρχία, αποτελώντας το Συνταγματικό Δημοκρατικό Κόμμα (ΚΑ.ΝΤΕ., ηγέτης ο Μιλιουκόφ). Το Σοσιαλιστικό Επαναστατικό Κόμμα (εσέροι) υποστήριζε τη διανομή γης μεταξύ των αγροτών, εκείνων που την καλλιεργούσαν πραγματικά, ενώ το Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (μαρξιστικό) πίστευε ότι μια επανάσταση πρέπει να στηρίζεται στους εργάτες των πόλεων και όχι στην αγροτιά. Αυτοί πάλι χωρίστηκαν στους μενσεβίκους που πίστευαν στον σταδιακό μετασχηματισμό της κοινωνίας, και στους ριζοσπαστικούς Μπολσεβίκους που πίστευαν στην επανάσταση.
     Αυτό το σκηνικό αποτελεί τον καμβά του μυθιστορήματος. Ο στρόβιλος της Ιστορίας θα χτυπήσει την πόρτα του ανθυπίλαρχου Μίσια σε πολύ νεαρή ηλικία. Τα απειλητικά σύννεφα που προμηνύουν την έναρξη του «Μεγάλου Πολέμου» το 1913 έχουν φτάσει μέχρι και το μακρινό Χάρκοβο, προκαλώντας στους ήρωές μας κύματα ανησυχίας. Στη συνέχεια όσοι απ’ αυτούς είναι στρατεύσιμοι αναγκαστικά θα στρατευτούν 
     Με την κήρυξη του πολέμου, οι Ρώσοι υπερασπίζονται τους Σέρβους (ορθόδοξους, Σλάβους), τασσόμενοι όπως ξέρουμε με την πλευρά της Αντάντ, από την αρχή λοιπόν ο 24χρονος Μίσια στρατεύεται. Τον Αύγουστο του 1914 ο ρωσικός στρατός εισβάλλει στη γερμανική επαρχία της Ανατολικής Πρωσίας και καταλαμβάνει σημαντικό τμήμα της ελεγχόμενης από την Αυστρία Γαλικίας προς υποστήριξη των Σέρβων και των συμμάχων τους - των Γάλλων και των Βρετανών.
     Από τα τρία μέτωπα που δημιουργήθηκαν στην ευρωπαϊκή πλευρά της Ρωσίας, ο συγγραφέας εστιάζει στην Γαλικία, όπου μετά από έναν πολύ βαρύ χειμώνα, την άνοιξη του 1915, τα «αποτελέσματα των συγκρούσεων ήταν αμφίρροπα» όπως γράφει ο ίδιος ο Μίσια. Ήδη στα μέσα του 1915 ο αντίκτυπος του πολέμου ήταν απογοητευτικός. Υπήρχε έλλειψη τροφίμων και καυσίμων, οι απώλειες αυξάνονταν και μεγάλωνε ο πληθωρισμός. Ξέσπασαν απεργίες μεταξύ των χαμηλόμισθων εργατών στα εργοστάσια ενώ παράλληλα οι αγρότες ζητούσαν μεταρρυθμίσεις της ιδιοκτησίας της γης.
     Οι αξιωματικοί του ρωσικού στρατού, αλλά και κατώτερες τάξεις του, θεωρούσαν ότι το κόστος του πολέμου ήταν υπερβολικό, ενώ θεωρούσαν ότι υπάκουαν εντολές από μια διεφθαρμένη και προδοτική ηγεσία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της απόδοσης στο μέτωπο και ευνόησε το κίνημα που θα ανέτρεπε την ηγεσία της χώρας και το πολίτευμα. Το τσαρικό σύστημα ανατράπηκε με την επανάσταση  του Φεβρουαρίου του 1917. Οι Μπολσεβίκοι διακήρυξαν "καμία προσάρτηση, καμία αποζημίωση" και κάλεσαν τους εργαζόμενους να αποδεχθούν την πολιτική τους και να απαιτήσουν τον τερματισμό του πολέμου. Με την κατάλυση της εξουσίας του, ο Νικόλαος παραιτήθηκε στις 2 Μαρτίου 1917, και μέχρι την Οκτωβριανή Επανάσταση θα υπάρχει μια «κυβέρνηση φιλελεύθερων αστών και αριστοκρατών με φιλοδυτικό προσανατολισμό», με επικεφαλής τον γαιοκτήμονα και δικηγόρο Γκεόεργκι Λβοφ, ενώ αργότερα αναλαμβάνει ο Κερένσκι.
     Οι «επιπτώσεις του πολέμου στη ρωσική κοινωνία» περιγράφονται γλαφυρά στο ομώνυμο κεφάλαιο του βιβλίου: εφόσον οι άνδρες είναι στα χαρακώματα, οι γυναίκες αναλαμβάνουν και την αγροτική, και τη βιομηχανική παραγωγή· προβλήματα στην τροφοδοσία ιδιαίτερα των πόλεων, μαύρη αγορά, αδυναμία διακίνησης των προϊόντων λόγω καταστροφών, πείνα και φτώχια εξαθλιώνουν τη χώρα. Η ιδέα της αναδιανομή της γης κερδίζει έδαφος (έχει ενδιαφέρον εδώ πώς αντιμετώπισαν τις νέες προκλήσεις οι Τιμαφέιεφ/Ανδρέιεβιτς).
     Είμαστε πλέον μέσα στη δίνη όχι μόνο του Πολέμου αλλά και των πολιτικών ανατροπών. Οι ήρωες του βιβλίου, γυναίκες και άντρες, συζητούν, διαφωνούν, τάσσονται με τους συντηρητικούς ή με τους επαναστάτες, καθρεφτίζοντας τις πολλές ιδεολογικές τάσεις που δημιουργούν οι επαναστατικές περίοδοι. Παράλληλα, οι αποσχιστικές τάσεις της Ουκρανίας δημιουργούν επιπρόσθετη κρίση. Η όξυνση των αντιθέσεων με το καθεστώς Κερένσκι, προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις και καταλήγει στην κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων από τους μπολσεβίκους. Είναι η Οκτωβριανή Επανάσταση. Από τον Μάρτιο του 1918, πρωτεύουσα τα Σοβιετικής Ένωσης πια, γίνεται η Μόσχα.
     Μέσα από τους ήρωές του ο συγγραφέας μάς μεταφέρει το ιδεολογικό κλίμα των μπολσεβίκων, την επικράτησή τους και την αποδοχή τους από ευρύτερα στρώματα του λαού, τα διλήμματα των ηρώων. Αλλά και τις σφοδρές αντιδράσεις των κυρίων αντιπάλων τους, των «Λευκών», που σε πολλές περιπτώσεις ενισχύονται από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Έχει ξεκινήσει ο εμφύλιος.
     Ίσως είναι και το πιο ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου από ιστορική άποψη, γιατί έχουμε τη ζωντανή ατμόσφαιρα από μια πολύ σκοτεινή και δυσανάγνωστη πλευρά της ιστορίας. Ο εμφύλιος συνεχίζεται σφοδρός, ακόμα και με το τέλος του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου. Η επανάσταση των μπολσεβίκων κινδυνεύει πολλές φορές αλλά γράφει και σελίδες θριάμβου.
     Στην Ουκρανία όπου βρίσκεται το επίκεντρο του μυθιστορήματος, δρουν και οι «μαύροι του Μάχνο», ένα κίνημα αναρχικών που συνεργάστηκαν με τον Κόκκινο Στρατό του Τρότσκι και απελευθερώνουν το Χάρκοβο από τον Λευκό στρατό.
     Αυτό λοιπόν είναι το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ο κεντρικός μας ήρωας, ο Μίσια, αλλά και τα αγαπημένα του πρόσωπα αγωνίζονται όχι μόνο να επιβιώσουν ή να προστατεύσουν την οικογένειά τους, αλλά να υπερασπιστούν τις αξίες που θα εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή, δίκαιη και ελεύθερη ζωή. Ας δούμε όμως τι τους επιφύλασσε η μοίρα.
Ερωτική ιστορία στην κόψη του ξυραφιού
     Όπως επισημαίνει στα «Προλεγόμενα» ο συγγραφέας, «τον βασικό κορμό του έργου διαπερνά μια ερωτική ιστορία». Μια ερωτική, ρομαντική ιστορία που αντανακλά στην πολιτιστική κατάσταση της περιοχής του Χάρκοβου εκείνη την εποχή. Ο Μίσια, ένας φιλόδοξος νέος «απόγονος δύο κόσμων που αλληλοσυγκρούονται», εφόσον ο πατέρας του μεν ήταν μεγαλοτσιφλικάς αλλά η μητέρα του –που την έχασε 6 χρονών- ήταν αστικής καταγωγής, με εμπορικές επιχειρηματικές δραστηριότητες στο κέντρο του Χάρκοβου. Η παρουσία-απουσία του πατέρα, και η εμφάνιση μητριάς με δυο αγόρια από προηγούμενο γάμο οπωσδήποτε επηρεάζει τον ψυχισμό του Μίσια, ο οποίος όμως βρισκόμενος στο κατώφλι της ενηλικίωσης, έχει ήδη ανοίξει τα φιλόδοξα φτερά του. Στην ηλικία των 19 χρονών γνωρίζει και την δεκαπεντάχρονη Νατάσα, και γεννιέται ένας έρωτας αμοιβαίος, και σχεδόν κεραυνοβόλος. Η διαφορά ηλικίας και κοινωνικών συνθηκών στην αρχή τους κρατούν μακριά δίνοντας στο συναίσθημα την δυνατότητα να φουντώσει σαν φλόγα. Είναι όμως κι οι δυο σίγουροι για τα συναισθήματά τους και τολμηροί, κι έτσι νικούν τις δυσκολίες που αρχικά περιορίζονται στις οικογενειακές σχέσεις, στη συνέχεια εντοπίζονται στην τεράστια για την εποχή απόσταση Πετρούπολη- Χάρκοβο- Γενεύη (όπου σπουδάζει, όπως είπαμε, η Νατάσα) και αυξάνουν με γεωμετρική πρόοδο όταν αρχίζει ο πόλεμος.
     Σ΄αυτό το σημείο της αφήγησης το ενδιαφέρον -που μέχρι τώρα επικεντρωνόταν στη ρομαντική ιστορία και ήταν παράλληλα ιστορικό, ανθρωπογεωγραφικό, λαογραφικό- αρχίζει και υψώνεται κατακόρυφα, εφόσον τα γεγονότα εξελίσσονται ραγδαία, δοκιμάζουν τους ήρωες και προκαλούν γενναίες αποφάσεις. Το σασπένς και η αγωνία εντείνονται στην σκέψη ότι πρόκειται για πραγματικά γεγονότα.   
     Ο Α' παγκόσμιος πόλεμος φέρνει τον Μίσια σε έσχατο κίνδυνο απ’ τον οποίο επέζησε σχεδόν από θαύμα. Όμως οι  προδοσίες, οι απώλειες, οι θάνατοι συνοδεύουν κάθε πόλεμο, που γίνεται τραγικότεροι όταν πρόκειται για εμφύλιο πόλεμο. Οι εμφύλιες συγκρούσεις ανατρέπουν συνέχεια το σκηνικό και τις οικογενειακές ισορροπίες. Στην περίπτωση του Μίσια, που ήταν προύχοντας και μεγαλογαιοκτήμονας, οι ιδεαλιστικές του θέσεις και η προσαρμογή τους στις νέες συνθήκες που προδιέγραφε το μέλλον της μπολσεβικικής επανάστασης, δεν ήταν αρκετά… Οι περιπέτειες (με την έννοια της «απότομης μεταβολής της τύχης») και οι τραυματικές εμπειρίες δεν θα λυπηθούν τον ακέραιο και έντιμο χαρακτήρα του.
     Θα τον δούμε, στην τελευταία σκηνή του βιβλίου, παραιτημένο και διωγμένο από τον πόνο της αδικίας και του αδιέξοδου, πρόσφυγα πια, στο καράβι της φυγής για Πειραιά. Μια νέα ζωή ξεκινά για τον 30χρονο πια Μίσια, που σηματοδοτείται από τον ήλιο που ανατέλλει λαμπρός, καθώς το πλοίο μπαίνει στο λιμάνι.
Χριστίνα Παπαγγελή

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου