Ακραία φτώχεια και μιζέρια, βία οικογενειακή κι ενδοσχολική, αμορφωσιά, διαφορετικότητα ακόμα από τα παιδικά χρόνια, διακρίσεις μέσα στην οικογένεια και απόρριψη από το σχολικό περιβάλλον είναι συνοπτικά πάρα πολύ μεγάλο φορτίο για ένα παιδί που μεγαλώνει. Έτσι, η απόδραση απ’ αυτόν τον κλοιό που στραγγαλίζει την προσωπικότητα, ή μάλλον όχι απόδραση αλλά υπέρβαση, είναι ένας προσωπικός άθλος, ένα στοίχημα που τον κερδίζεις με πολύ πόνο και αγώνα, και το βιβλίο φέρει αυτό το σπάνιο μήνυμα της μεταμόρφωσης του ανθρώπου, της μεταστοιχείωσης της δυστυχίας σε συνείδηση και δημιουργία. Αυτή η μεταμόρφωση αποδίδεται και στον τίτλο: ο Εντύ Μπελγκέλ –το πραγματικό, πρώτο όνομα- απεκδύεται τον παλιό του εαυτό και γίνεται Εντουάρ Λουί. Το θάρρος και η δύναμη που χρειάστηκαν για να καταγράψει τις στιγμές αδυναμίας, καταπίεσης, καταδυνάστευσης, αποξένωσης και λιποψυχίας τον οπλίζουν και τον απελευθερώνουν, κι έτσι όλη αυτή η αυτό-έκθεση γίνεται καταγγελία στην άνιση, ταξική, ρατσιστική και βίαιη κοινωνία.
Από την πρώτη σελίδα το μαχαίρι καρφώνεται στην καρδιά του αναγνώστη: ο συγγραφέας, ώριμος πια, ομολογεί ότι δεν έχει καμιά χαρούμενη ανάμνηση από την παιδική ηλικία, κι αυτό γιατί κάθε στιγμή χαράς ισοπεδώθηκε από την οδύνη και τον φόβο. Ο καθημερινός εφιάλτης του από την ηλικία των 9-10 χρονών είχε αρχικά τη μορφή δυο βασανιστών, ένα ψηλό αγόρι κι ένα κοντό που τον βασάνιζαν κάθε φορά που τον έβλεπαν. Μέσα σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον ούτως ή άλλως βίαιο (μεθύστακας πατέρας που πλακώνεται στο ξύλο, κακοποίηση ζώων κλπ), η επιθετικότητα στο διαφορετικό (εσύ είσαι η αδερφή;/κοίτα, είναι ο Μπελγκέλ, η πούστρα) είναι κάτι σχεδόν φυσιολογικό (λέγοντάς το, το χάραζαν πάνω μου για πάντα σαν στίγμα/ξαφνιάστηκα, αν και δεν ήταν η πρώτη φορά που μου έλεγαν κάτι παρόμοιο. Δεν συνηθίζεις ποτέ την προσβολή). Το bullying των δυο αγοριών δεν ήταν μόνο λεκτικό (φρικτές βρισιές), αλλά συνοδευόταν κι από βαριά χτυπήματα και ταπεινώσεις αισχίστου είδους. Το μίσος όμως για τους ομοφυλόφιλους είναι γενικευμένο, όλο το κοινωνικό περιβάλλον συμπεριλαμβανομένης και της οικογένειας αντιλαμβάνεται κάτι «δεν πάει καλά» με τον Εντύ, με εξέχοντα τον μεγάλο, ετεροθαλή αδερφό Βενσάν.
Η αναδίφηση του παρελθόντος συνεπάγεται, εκ μέρους του συγγραφέα μια βαθιά κοινωνική τομή –μας οδηγεί κατευθείαν όχι μόνο στο υποβαθμισμένο περιβάλλον του χωριού της Β. Γαλλίας (Hallencourt) όπου μεγάλωσε ο Εντύ, αλλά και στις οικογενειακές καταβολές, τις νοοτροπίες και τις πεποιθήσεις με τις οποίες ανατράφηκαν ο παππούς του, η μάνα του, ο πατέρας. Ο άντρας πρέπει να είναι σκληρός (εγώ είμαι νευρικός άνθρωπος, δεν προσποιούμαι, και όταν νευριάζω, νευριάζω), το αλκοολίκι είναι μαγκιά, η γυναίκα οφείλει να δουλεύει στο σπίτι (οι γυναίκες κάνουν παιδιά για να γίνουν γυναίκες, γιατί αλλιώς δεν γίνονται πραγματικά γυναίκες. Τις θεωρούν λεσβίες, ψυχρές), το σχολείο δεν έχει τόση σημασία, οι γιατροί είναι μπουρζουάδικη πολυτέλεια. Η φτώχεια είναι καθοριστική γιατί προσφέρει ελάχιστες επιλογές, αν και υπήρχαν και φτωχότεροι (μια επιθυμία, μια απελπισμένη προσπάθεια, που ξανάρχιζε συνέχεια, να βρεις κάποιους που είναι κάτω από σένα, να μην είσαι ο τελευταίος στην κοινωνική κλίμακα). Η οικογένεια Μπελγκέλ δεν είναι τόσο τεμπέληδες όσο οι γείτονες, ούτε τόσο βρωμιάρηδες, ούτε τα σκυλιά κατουράνε όπου βρουν… «Άλλο φτώχεια κι άλλο βρωμιά», λέει περήφανα η μητέρα, αλλά δεν υπάρχει πολλές φορές γάλα, δεν υπάρχει αρκετό νερό για να πλυθούν όλα τα άτομα της επταμελούς οικογένειας, δεν υπάρχουν χρήματα για βασικά είδη. Η μάνα στέλνει τον μικρό Εντύ πολλές φορές στον μπακάλη για να ζητήσει βερεσέ (τα παιδιά προκαλούν πιο εύκολα τον οίκτο), ενώ τους παρέχει δωρεάν τρόφιμα μια φορά το μήνα το «Resto du cœur» -μεγάλη ντροπή (θα είναι το οικογενειακό μυστικό μας). Η κατάσταση επιδεινώνεται όταν ο πατέρας χάνει τη δουλειά του λόγω εργατικού ατυχήματος, οπότε η μητέρα αναγκάζεται να δουλέψει «ξεσκατίζοντας γέρους». Η εικόνα της μιζέριας συμπληρώνεται ακόμα μ' ένα σπίτι όπου οι… τέσσερις τηλεοράσεις (τις είχε βρει ο πατέρας στα σκουπίδια και τις είχε επισκευάσει) επιβάλλονταν από νωρίς το πρωί.
Πατέρας-μητέρα
Όπως όλοι οι άνδρες, ο πατέρας είναι βίαιος, κι όπως όλες οι γυναίκες, η μητέρα απλώς διαμαρτύρεται. Άλλωστε το κυρίαρχο πρότυπο είναι του «σκληρού άντρα», του άντρα που δίκαια καταλαμβάνεται από οργή και μανία. Περιφρονεί τα βιβλία και το σχολείο γιατί οι σκληροί άντρες του χωριού, που ενσάρκωναν όλες τις τόσο σημαντικές αρσενικές αξίες, αρνούνταν να συμμορφωθούν με τη σχολική πειθαρχία και ήταν πολύ σημαντικό για κείνον να είναι ένας από τους σκληρούς, και τα βάζει με τον εξίσου βίαιο πρώτο γιο της οικογένειας (από άλλον πατέρα). Ο πατέρας είναι ο μόνος που έχει «δικαίωμα» να μιλάει στο τραπέζι, και φυσικά, είναι ρατσιστής (οι βρωμοαράπηδες, δεν βλέπεις τίποτα άλλο στις ειδήσεις παρά μόνο Άραβες)· δεν διστάζει να κοροϊδέψει ακόμα και τον Εντύ για το γυναικωτό του φέρσιμο. Ίνδαλμα της κοινωνίας των σκληρών ανδρών γίνεται ο ξάδερφος Συλβαίν, ένας απατεωνίσκος που μπαινόβγαινε στη φυλακή κι είχε τη μαγκιά σε μια προσπάθεια απόδρασης να χτυπήσει με το αμάξι έναν μπάτσο, στο δε δικαστήριο να βρίσει τον εισαγγελέα (αυτή η προσβολή προς τον εισαγγελέα κάνει τα μέλη της οικογένειάς μου να τρέμουν από συγκίνηση όταν διηγούνται αυτήν την ιστορία «Είχε αρχίδια λέμε»)!
Ωστόσο, διάσπαρτα επεισόδια μέσα στο βιβλίο σκιαγραφούν έναν πατέρα που τον διακρίνουν κάποιες αρχές, κάποια συναισθήματα («Ο άλλος πατέρας» είναι τίτλος κεφαλαίου). Αρχικά, αγαπά και δεν κάνει διακρίσεις στα δυο πρώτα παιδιά της οικογένειας, που είναι από τον πρώτο γάμο της Μπριζίτ, της μητέρας του Εντύ! Όταν η γυναίκα του έμεινε έγκυος στο πρώτο δικό τους παιδί, ήθελε κορίτσι! Έπειτα, δεν χτύπησε ποτέ τα παιδιά του γιατί δεν ήθελε να μοιάσει στον δικό του πατέρα (τον παππού του Εντύ), ο οποίος είχε εγκαταλείψει την οικογένειά του όταν ο πατέρας ήταν πέντε χρονών (αυτόν τον καργιόλη που μας παράτησε, που άφησε τη μητέρα μου στην ψάθα, τον έχω χεσμένο). Προτιμά να ξεσπά στους τοίχους (μετά από είκοσι χρόνια που ζήσαμε σ’ αυτό το σπίτι, οι τοίχοι ήταν γεμάτοι τρύπες) ή, φυσικά, στο αλκοόλ. Ήταν εκείνος που επέμεινε να κρατήσουν τα δυο δίδυμα τελευταία παιδιά, όταν η Μπριζίτ είχε ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη (σε περίοδο μεγάλης στέρησης). Επίσης, υπερασπίστηκε απροσδόκητα όχι μόνο τον Εντύ αλλά και τη γυναίκα του, όταν οι δυο απειλήθηκαν από τον πρώτο μέθυσο γιο, τον Βενσάν, κι όχι με βία αλλά με παρακάλια και γλυκές κουβέντες, ενώ ο Βενσάν τον χτυπούσε (ο πατέρας μου δεν ήθελε να τον χτυπήσει υπό αυτές τις συνθήκες, δεν ήθελε να μπλεχτεί σε έναν πραγματικό καυγά με τον γιο του). Απροσδόκητη τρυφερότητα δείχνει στον Εντύ όταν του χαρίζει τη βέρα του λέγοντάς του ότι τον αγαπάει (δεν το βρήκα, όπως πολλοί θα πίστευαν όμορφο και συγκινητικό. Το σ’ αγαπώ του με είχε αηδιάσει, αυτή η κουβέντα είχε για μένα έναν χαρακτήρα αιμομικτικό). Παρόλο που διακηρύσσει ρατσιστικές ιδέες, είχε φίλο απ’ το Μαγκρέμπ, και συγκρούεται άσχημα με μια παρέα κωλόπαιδων επειδή γιουχάρανε έναν ομοφυλόφιλο.
Η μητέρα, της οποίας το πορτρέτο δίνει ο συγγραφέας πιο ολοκληρωμένα στο «Οι αγώνες και οι μεταμορφώσεις μιας γυναίκας», έμεινε έγκυος από τα 17 της σταματώντας το επαγγελματικό όνειρο να γίνει μαγείρισσα, ή να σπουδάσει. Τα δυο πρώτα της παιδιά τα έκανε με μέθυσο άνδρα, τον οποίο κι εγκατέλειψε (κι ο οποίος πέθανε λίγο αργότερα από κίρρωση του ήπατος). Θύμα της σπιτικής κούρασης και της φτώχειας δεν έχει χρόνο για τον εαυτό της, ωστόσο πίσω από την πλήξη και την εξάντληση κρύβει θυμό (ήταν μια γυναίκα μονίμως θυμωμένη, παρόλ’ αυτά δεν ξέρει τι να το κάνει αυτό το μίσος που δεν την αφήνει ποτέ) θέλει να δουλέψει αλλά δεν της «επιτρέπεται», και βρίσκει παροδικές διεξόδους (κάπνισμα, αλκοόλ, όνειρα για διακοπές). Σε αντίθεση με τον πατέρα, εκτιμά τις σπουδές, αποτρέπει τον Εντύ από το να σταματήσει το σχολείο (δεν θέλω να βασανιστείς όσο εγώ στη ζωή, εγώ έκανα βλακείες και μετανιώνω) θα ήθελε κι η ίδια να σπούδαζε, θεωρεί ότι έκανε μεγάλα λάθη (δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι η οικογένειά της, οι γονείς της, τα αδέρφια της, ακόμη και τα παιδιά της και το σύνολο σχεδόν των κατοίκων του χωριού, είχαν αντιμετωπίσει τα ίδια προβλήματα, ότι επομένως αυτά που εκείνη αποκαλούσε λάθη δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά η πιο ολοκληρωμένη έκφραση της κανονικής εξέλιξης των πραγμάτων).
Είναι φανερό από τις έμμεσες αναφορές του συγγραφέα, ότι η μητέρα του ήταν ένα μεγάλο κοριτσάκι που μπήκε στα βάσανα από πολύ νωρίς: της άρεσε να γελάει, βέβαια με χοντροκομμένα αστεία. Δήλωνε «μια γυναίκα απλή», όχι «κυρία» και μιλάει απλά, «χωριάτικα», πράγμα που το σνομπάρει ο Εντύ, ιδιαίτερα όσο μεγαλώνει και αποκτά τη σχολική παιδεία, ωστόσο εκείνη αμφιταλαντευόταν διαρκώς ανάμεσα στην ντροπή επειδή δεν είχε σπουδάσει και στην περηφάνια για τον ίδιο ακριβώς λόγο , όπως έλεγε, το ξεπέρασα και έκανα τόσο όμορφα παιδιά, ότι αυτοί οι δυο λόγοι δεν υπήρχαν παρά μόνο σε σχέση ο ένας με τον άλλον.
Γινόμουν αυτό που ήμουν
Αυτό που δημιουργεί τα μεγαλύτερα προβλήματα στον Εντύ είναι η φύση του. Ο ίδιος εντοπίζει την πηγή ακόμα από τους πρώτους μήνες της ζωής του (με το που άρχιζα να εκφράζομαι, να μαθαίνω να μιλάω, η χροιά της φωνής μου έπαινε έναν θηλυκό τόνο). Δυσκολεύεται κι ο ίδιος να καταλάβει την πηγή αυτής της διαφορετικότητας, του γιατί περπατάει διαφορετικά ή έχει τσιριχτή φωνή, ή γιατί φοβάται το βράδυ και γιατί κλαίει συχνά («σιντριβάνι» τον ονομάζει ο Βενσάν), στοιχεία που εγείρουν σχόλια τύπου «άσε τα σκέρτσα σου», «συμπεριφέρεσαι σαν γκομενίτσα» κλπ, που βέβαια καθώς μεγαλώνουν χοντραίνουν και πληγώνουν «σαν ξυραφιές» (αδερφάρα, πούστη, γυναικωτός, αγόρι είναι αυτό ή σκατά;). Η αντίδραση του Εντύ είναι ένα μόνιμο… χαμόγελο (προτιμούσα να βγάζω προς τα έξω την εικόνα ενός ευτυχισμένου παιδιού/έγινα ο καλύτερος σύμμαχος της σιωπής, και κατά μία έννοια, συνένοχος αυτής της βίας), ή κάνει πως δεν καταλαβαίνει, ή παριστάνει τον έκπληκτο. Είναι ένας τρόμος, ένας πόνος που δεν συνηθίζεται, όπως λέει ο ίδιος όταν κάπως μεγαλώνει. Οι προσπάθειες του πατέρα του να τον κάνει να ασχοληθεί με «αντρικό» άθλημα, το ποδόσφαιρο ναυαγούν (ανακάλυψα με τρόμο ότι τα ντους δεν πρόσφεραν ιδιωτικότητα).
Μέσα στην κλειστή κοινωνία του χωριού όπου οι Άραβες, οι Εβραίοι, οι πάμφτωχοι, οι μπουρζουάδες, οι ανάπηροι κλπ είναι «αποκλεισμένοι», ο Εντύ προσπαθεί να κάνει παρέα με αγόρια. Ωστόσο τα αγόρια της ηλικίας του παίζουν ποδόσφαιρο, βλέπουν συνέχεια τηλεόραση ή αλητεύουν. Παρόλ' αυτά καταφέρνει κουτσά στραβά να βγαίνει με τα «φιλαράκια» του, έναν κύκλο αγοριών με τα οποία ποτέ δεν κατάφερε να ταιριάξει. Ο Εντύ αγαπά το σχολείο γιατί οι καθηγητές, τουλάχιστον, τον σέβονται. Η παρέα του με την Αμελί, ένα κοριτσάκι ανώτερης τάξης τον κάνει να συνειδητοποιήσει την ταξική διαφορά. Η ενασχόλησή του με το θέατρο επιτείνει τα προβλήματα.
Αυτή η αλανοπαρέα την οποία συναντούσε χαλαρά είναι που συντέλεσε στην «αφύπνιση» του δεκάχρονου Εντύ, στην παραδοχή μέσα του δηλαδή, ότι είναι διαφορετικός. Στην αρχή βέβαια αντιδρά στο παιχνίδι που επινόησαν, να μιμηθούν τις στάσεις και κινήσεις που είδαν στην βιντεοκασέτα-πορνό με συνοδεία ομαδικού… αυνανισμού (εγώ δεν είμαι καμιά βρωμοαδερφή), ωστόσο σύντομα η επίγνωση ήρθε ως επιφοίτηση: παρίσταναν τους ομοφυλόφιλους κι αυτός ήταν για κείνους ένας τρόπος για να δείξουν πως δεν ήταν. Έπρεπε να μην είσαι αδερφή για να μπορείς κάποια στιγμή μιας βραδιάς να παραστήσεις πως είσαι χωρίς να κινδυνεύεις να σε βρουν. Ωστόσο, δεν νιώθει ικανός να αρνηθεί (δεν κατάφερνα πλέον να προσποιηθώ ούτε τον απρόθυμο ούτε τον αηδιασμένο). Το οργιαστικό παιχνίδι καταλήγει σε φρενίτιδα, κι ο Εντύ ομολογεί: Γινόμουν επιτέλους αυτό που ήμουν/η ιδέα πως στην πραγματικότητα ήμουν ένα κορίτσι μέσα σε σώμα αγοριού, όπως μου έλεγαν τότε, μου φαινόταν όλο και πιο αληθινή. Λίγο λίγο γινόμουν ομοφυλόφιλος. Μέσα μου κυριαρχούσε η σύγχυση.
Η αποκάλυψη των παράτυπων παιχνιδιών από τη μάνα συνεπάγεται βαριά χαστούκια από τον πατέρα και μια σειρά άλλων ταπεινώσεων. Η μεγάλη απορία είναι γιατί κοροϊδεύουν τον ίδιο κι όχι τα άλλα αγόρια, και βασικά τον ξάδερφό του τον Στεφάν ο οποίος «τον έδωσε», δηλαδή το διέδωσε σ’ όλον τον κόσμο. Το καθημερινό bullying είναι τόσο επώδυνο που «τα πρώτα λεπτά μετά το ξύπνημα γίνονταν όλο και πιο εξωπραγματικά». Τα βλέμματα , οι χαρακτηρισμοί, οι βρισιές κι οι προσβολές –λόγια που θα ήθελα να ξεχάσω και πολύ περισσότερο να ξεχάσω ότι τα ξέχασα ώστε να εξαφανιστούν εντελώς.
Έπρεπε να απορρίψω αυτόν τον κόσμο
Η ιδέα να (ξε)φύγει απ’ αυτόν τον εφιάλτη γεννιέται αυτήν την εποχή. Ωστόσο ο Εντύ είναι ακόμα πολύ μικρός. Χωρίς πια να απαρνιέται τον εαυτό του, κάνει ύστατες προσπάθειες να συμπεριφερθεί όπως όλοι (είχα καταλάβει ότι το ψέμα ήταν η μοναδική δυνατότητα που είχα να προκαλέσω την έλευση μιας νέας αλήθειας. Το να γίνω κάποιος άλλος σήμαινε να νομίζω ότι είμαι κάποιος άλλος, να πιστεύω ότι ήμουν αυτό που δεν ήμουν (!)). Θα τα φτιάξει με τη Λωρά, ένα κορίτσι κακής φήμης (η απόρριψη που αντιμετώπιζε την έκανε πιο προσιτή) και ψάχνει θεατές για να τους δείξει ότι φιλάει κορίτσι. Παρόλο που παλεύει με την απέχθεια, βλέπει ότι όλοι, ακόμα κι ο Στεφάν, μεταστρέφονται! Κι όταν βλέπει ότι φτάνει να ερεθίζεται σεξουαλικά, νιώθει ότι «έχει γιατρευτεί»!
Κι όμως, δεν αρκεί να θέλεις να αλλάξεις, να λες ψέματα για τον εαυτό σου, για να γίνει το ψέμα αλήθεια. Το σώμα τον προδίδει, ή μάλλον τον επαναφέρει στην φύση του, όταν τον φλερτάρει για πρώτη φορά άντρας (πυρετός με κυρίευσε εκείνη τη νύχτα). Οι επόμενες προσπάθειες με την μεγαλύτερή του κατά 5 χρόνια Σαμπρίνα, οδηγούν τον 13χρονο Εντύ σε παγίδα, μιας και η σεξουαλική συνεύρεση γίνεται επιτακτική, και φυσικά αποτυγχάνει παταγωδώς. Η έλξη που νιώθει ο Εντύ στο ανδρικό κορμί του δημιουργεί τέτοιο άγχος που αρχίζει να μισεί τους… ομοφυλόφιλους, και να προσπαθεί απελπισμένα να γίνει «σκληρός άντρας».
Ξέρει πια ότι πρέπει να φύγει. Η πρώτη κωμικοτραγική απόπειρα να το σκάσει ακολουθείται από πιο ώριμη απόφαση, στην Τρίτη γυμνασίου πια, να μην πάει στο Λύκειο της περιοχής, αλλά στην Αμιένη, στο Λύκειο Μαντλέν Μισελίς, όπου υπήρχε πρόγραμμα για δραματική τέχνη. Ο πατέρας, παρόλο που πιστεύει ότι η Αμιένη είναι γεμάτη μαύρους και βρωμοάραβες, και τον πηγαίνει στον σταθμό, και του δίνει ένα 20ευρο (ήξερα ότι ήταν πάρα πολλά, πολύ περισσότερα απ’ ό, τι άντεχε και έπρεπε να μου δώσει).
Ο Εντύ περπατά σταθερά προς το μέλλον του μακριά από τον «κόσμο τους», με φόβο και πάθος… Έχει πια ανοιξει τα φτερά του, και, αποδεχόμενος πια την ταυτότητά του, γίνεται ο Εντουάρ Λουί.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου