Ναι, παντού μιλούσαν για πόλεμο.
Και τον φοβούνταν. Ο αυτοκράτορας έφερνε πόλεμο!
Ήταν υπερβολικά μεγάλος για την ειρήνη.
Δεν προχωρούσε σαν άνθρωπος,
σαν άνεμος ορμούσε στη χώρα.
Σίγουρα η προσωπικότητα του Ναπολέοντα και τα απόνερα που άφησαν οι δύο περίοδοι της αυτοκρατορικής του θυελλώδους διακυβέρνησης στην ιστορία της Γαλλίας αλλά και όλης της Ευρώπης, είναι ένα ιστορικό φαινόμενο που δημιουργεί μεγάλη έκπληξη και πολλές απορίες. Ελάχιστα χρόνια μετά τη γαλλική επανάσταση που έφερνε τον λαό στην εξουσία κάτω από τα συνθήματα «Ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα», ο Ναπολέων επέβαλε αργά και μεθοδικά μια μονοκρατορία, καταλύοντας κάθε θεσμό δημοκρατικής διακυβέρνησης· μα το αξιοπερίεργο δεν είναι αυτό, είναι ότι παρόλ’ αυτά, ο γαλλικός λαός σχεδόν σύσσωμος λάτρεψε σαν θεό τον Ναπολέοντα, τον ασήμαντης καταγωγής Κορσικανό στρατηλάτη, τον θεώρησε ελευθερωτή από την κυριαρχία των Βουρβώνων, του εμπιστεύτηκε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, θυσιάστηκε γι’ αυτόν, φανατίστηκε, πένθησε όταν εξορίστηκε τον Απρίλιο του 1814, και τον υποδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες όταν επανήλθε στον θρόνο τον Μάρτιο του 1815 (ο Αυτοκράτορας πλησίαζε, ο ίσκιος του προπορευόταν –κι ήταν ίσκιος βαρύς. Σκίαζε απ’ άκρη σ’ άκρη τη Γαλλία, τον κόσμο ολόκληρο. Τον ήξεραν στη χώρα του και παντού στη γη. Η μεγαλοσύνη ήταν αλλιώτικη από κείνη των βασιλιάδων: είχε δική του τη μεγαλοσύνη της δύναμης. Το στέμμα του δεν το είχε κληρονομήσει· το’χε κατακτήσει, το’ χε αποκτήσει με τη βία. Ήταν από άσημη και ασήμαντη οικογένεια). Αυτή είναι τουλάχιστον η εικόνα του Βοναπάρτη που δίνει ο συγγραφέας, εστιάζοντας στην ψυχολογία της καθημερινότητας ενός θεοποιημένου ινδάλματος. Δεν ενδιαφέρεται τόσο για τα γεγονότα που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «ιστορικά», τις επιχειρήσεις, τις μάχες, τις ήττες, τις νίκες αλλά τα συναισθήματα του μονοκράτορα, ενώ διαρρέει ένας κρυφός θαυμασμός απέναντι στη δαιδαλώδη προσωπικότητά του. Ο Γιόζεφ Ροτ, αντιναζιστής μεν αλλά γνωστός για τις φιλομοναρχικές/ρομαντικές του αντιλήψεις, περιγράφει με απίστευτη γλαφυρότητα την επάνοδο του αυτοκράτορα στην εξουσία τις 100 μέρες μέχρι την τελική πτώση του, από τις 21 Μαρτίου 1815 μέχρι τις 21 Ιουνίου. Όπως γράφει ο ίδιος ο Ροτ στη Γαλλίδα μεταφράστριά του απαντώντας στην ερώτηση τι τον έκανε να γράψει για τον Ναπολέοντα, ήθελε να καταγράψει τη μεταμόρφωση του Ναπολέοντα, το πώς από θεός έγινε άνθρωπος («Θέλω να δείξω πίσω από τον μεγάλο άνδρα τον ταπεινό άνθρωπο»).
Ο Βοναπάρτης, αγαπητός ιδιαίτερα στα γυναίκες -οι οποίες κατά την περιγραφή του συγγραφέα με την επιστροφή του αγαπημένου τους ξαναβρήκαν τη νιότη τους-, εισέρχεται στο Παρίσι σ’ ένα απίστευτο κλίμα θριάμβου, ωστόσο, λόγω της προηγούμενης προδοσίας, ίσως περίμεναν απ’ αυτόν και συγχώρεση, σα να’ ταν θεός, εκείνος όμως «δεν είχε καιρό». Δεν είχε καιρό να φερθεί σαν θεός, να οργιστεί, να τιμωρήσει, να συγχωρήσει. Γιατί, όπως λέει στη συνέχεια, η οργή είναι πιο χρονοβόρα από την γενναιοδωρία. Γενναιόδωρος λοιπόν.
Τον παρακολουθούμε να ξανασμίγει με τον λαό που τόσο αγάπησε (αυτός ήταν ο λαός της Γαλλίας, τους ήξερε. Ικανοί ν’ αγαπήσουν και να μισήσουν στη στιγμή. Εύκολοι να τους ενθουσιάσεις και δύσκολοι να τους πείσεις. Περήφανοι τον καιρό της δυστυχίας και γενναιόδωροι τον καιρό της ευτυχίας, αφοσιωμένοι κι απερίσκεπτοι στη νίκη, πικρόχολοι κι εκδικητικοί στην ήττα, χαρούμενοι σαν παιδιά στην ειρήνη, άσπλαχνοι κι ανυποχώρητοι στη μάχη), να τους αγκαλιάζει και να θυμάται ως και τα μικρά ονόματα ορισμένων· τον βλέπουμε να νιώθει τρυφερά απέναντι στον γιο του, να συναντιέται με τη μητέρα του γεμάτος σεβασμό και δέος (Ξέρω, δεν έχεις χρόνο. Ποτέ δεν είχε χρόνο γιε μου. Από ανυπομονησία έγινες τόσο μεγάλος, τόσο σπουδαίος. Πρόσεξε μη σε καταστρέψει η ανυπομονησία σου). Παρά τις επιφυλάξεις, του δίνει την ευλογία της για αιφνιδιαστικό πόλεμο, γιατί, όπως λέει κι ο ίδιος ο Ναπολέων, «Αν περιμένω κι άλλο, θα εισβάλουν!». Τον βλέπουμε επίσης να νιώθει μόνος στο ψηλό βήμα-θρόνο του, νιώθοντας όμως συγκίνηση καθώς βλέπει τη λατρεία των στρατιωτών και του πλήθους (Ζήτω ο αυτοκράτορας! Μια ιαχή που «ακούγεται’ μέσα στις σελίδες του βιβλίου 52 φορές σύμφωνα με το επίμετρο του Richard Panchyk).
Ανήκε στον μεγάλο αυτοκράτορα,
αλλά αυτός δεν την ήξερε, δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτήν.
Ήταν μικρή και ασήμαντη, πιο ασήμαντη από τις ασήμαντες μυγούλες
που ζουζούνιζαν στην κάμαρα του αυτοκράτορα (…).
Αλλά η καρδιά της την πρόσταζε να μένει κοντά στην ευλογία της παρουσίας του,
όσο κι αν ήταν ασήμαντη και αόρατη γι’ αυτόν.
Γιατί ήταν στ’ αλήθεια ευτυχία η ζωή στη χρυσή σκιά του,
στη χρυσή σκιά που μόνο αυτός έριχνε γύρω του.
Συμπρωταγωνίστρια στο βιβλίο είναι η νεαρή πλύστρα Αντζελίνα Πιέτρι, μέλος του κατώτερου υπηρετικού στο αυτοκρατορικό παλάτι. Με συμμετρία ο συγγραφέας αφιερώνει δύο κεφάλαια στον Ναπολέοντα και δυο κεφάλαια στην Αντζελίνα, προσδίδοντας μ’ αυτόν τον τρόπο ενδιαφέρον και ιδιαίτερο βάθος στις δυο προσωπικότητες αλλά και στην εποχή. Ανιψιά της αρχιπλύστρας και περίφημης χαρτορίχτρας Βερονίκ Καζιμίρ, πλένει κι αυτή ρούχα στο παλάτι, ως μέλος της ομάδας των 36 υπηρετών και υπηρετριών. Εισβάλλουμε λοιπόν στα ενδότερα του αυτοκρατορικού οίκου (από την πρώτη περίοδο της θητείας του Βοναπάρτη) αλλά και στην καρδιά της Αντζελίνας, που είναι στραμμένη με λατρεία στον αυτοκράτορα. Το εφηβικό ξύπνημα του πόθου συνοδεύεται από λιγοστές αισθησιακές εμπειρίες (το μαντίλι του αυτοκράτορα, το γυμνό κορμί μιας κυρίας της Αυλής στο λουτρό κλπ) που στεριώνουν την απόλυτη αφοσίωση (κάθε μέρα, κάθε ώρα μπορούσε να συμβεί το θαύμα και να δει η Αντζελίνα τον αυτοκράτορα). Το θαύμα έγινε, μα ο αυτοκράτορας δεν συγκινήθηκε από τα θέλγητρα της Αντζελίνας όπως με άλλες κοπέλες (από κείνη την αλλόκοτη νύχτα και μετά η καρδιά της μικρής Αντζελίνας ήταν μουδιασμένη και πονεμένη/ακάλεστες έρχονταν και ξανάρχονταν στο μυαλό της οι λεπτομέρειες, αλύπητες της έδειχναν και της ξανάδειχναν το πρόσωπό τους, το σκληρό τους περίγραμμα/έπαψε να κοιτάζει το πρόσωπό της, όλοι οι καθρέφτες διαμιάς τυφλώθηκαν). Μα είναι συνηθισμένες οι υπηρέτριες σε τέτοιες συμπεριφορές… Όλες λίγο πολύ έχουν δοκιμάσει τα «ερωτικά του ξεσπάσματα» (δεν ξεχνούσαν ότι ήταν θεός-κι είναι στη φύση των θεών να’ αγαπούν βιαστικά και γρήγορα). Η γνωριμία της Αντζελίνας με τον λοχία Σοστέν που την άφησε έγκυο (χωρίς εκείνη να το θέλει) δεν έσβησε την αγάπη προς τον Βοναπάρτη, αντίθετα, στο καφέ όπου μεθοκοπούσε η συντροφιά του λοχία και τον κακολογούσαν, ύψωσε με απρόβλεπτη παρρησία τη φωνή της και ξεσπάθωσε: «Θα έπρεπε να ντρέπεστε που μιλάτε έτσι για τον αυτοκράτορα. Δεν θα ήσασταν τίποτα –θα ήσασταν λιγότερο κι από τίποτα χωρίς αυτόν. Χωρίς τον αυτοκράτορα δεν θα είχατε ούτε σπαθιά, ούτε κράνη, ούτε ζώνες ούτε λεφτά να πληρώσετε το κρασί που πίνετε κλπ κλπ».
Εφτά χρόνια αργότερα, στη διάρκεια των 100 ημερών, ο μικρός Πασκάλ είναι πια εφτά χρονών. Παθιασμένος με τα στρατιωτικά μπαινοβγαίνει στα στρατόπεδα, μαθαίνει εμβατήρια και στρατιωτικά σαλπίσματα και μετατρέπεται σιγά σιγά σε «μικρό τυμπανιστή» (ένα από τα πολλά αγόρια που είχε ο αυτοκρατορικός στρατός). Η νεαρή Αντζελίνα, απόλυτα αφιερωμένη στον μεγάλο της έρωτα (ένιωσε ότι μπορούσε να αγαπήσει τον έναν, τον μοναδικό που υπήρχε γι’ αυτήν –και ότι η αγάπη τούτη από μόνη της, η ικανότητά της να παραδοθεί ψυχή τε και σώματι σ’ αυτήν την αγάπη ήταν ένα γεγονός τόσο μεγάλο που αμαρτία, σφάλμα, πλάνη και ντροπή δεν είχαν καμιά σημασία πια) έχει τη μοίρα που έχουν εκατοντάδες νεαρές γυναίκες στην εποχή της (ανύπαντρη μητέρα, γιος εξαφανισμένος στο στρατόπεδο, περιστασιακές σχέσεις). Η κρυφή της λατρεία στον αυτοκράτορα παίρνει σάρκα και οστά σ’ ένα μαντίλι δικό του, που το υπέκλεψε κατά το πλύσιμο. Όταν δε την ερωτεύεται «με όλη τη δύναμη της απλοϊκής ψυχής του» ο χωλός και λίγο τρομακτικός Γιαν Βοκούρκα, Πολωνός τσαγκάρης, και θέλει να την κάνει γυναίκα του, στην αρχή η Αντζελίνα ανταποκρίνεται χλιαρά (είδε τα γκρίζα μάτια του. Ήταν πολύ διαφορετικά από τα μάτια που τόσο καιρό νόμιζε πως ήξερε. Μέσα τους δεν είχαν τη σπίθα του άπληστου πόθου, αλλά φως χαμογελαστό/ξυπνούσε μέσα της πολύ φόβο, λίγη απέχθεια, πάρα πολλή λύπηση), στη συνέχεια δέχεται να φύγει μαζί του στην Πολωνία, αλλά γρήγορα συνειδητοποιεί ότι η καρδιά της ανήκει πάντα στον έκπτωτο, οσονούπω, αυτοκράτορα. Οι εχθρικές δυνάμεις οδεύουν πια προς το Παρίσι και, όταν η Αντζελίνα συναντά επιτέλους τον γιο της δεν κλαίει μόνο από συγκίνηση, αλλά θρηνώντας τον θάνατο ενός ολόκληρου κόσμου, που τον είχε πιστέψει αιώνιο/για τους κρίνους του βασιλιά. Κλαίει για τις άσπρες σημαίες των Βουρβώνων που ανέμιζαν στην είσοδο του στρατώνα, για την πτώση του αυτοκράτορα.
Γιατί έχει φτάσει πια η πτώση. Το Βατερλώ σηματοδοτεί την οριστική ήττα και τα είκοσι χιλιάδες αδέρφια μεγαλωμένα στα ίδια πεδία μαχών, στη χρυσή, ματωμένη και θανάσιμη σκιά του αυτοκράτορα τα αγκαλιάζει πια «ένας άλλος πολύ δυνατότερος αυτοκράτορας, ο αυτοκράτορας Θάνατος». Παρακολουθούμε τις μεταλλαγές της διάθεσης και των συναισθημάτων του θεοποιημένου στρατηλάτη καθώς νιώθει το αναπότρεπτο (λαχανιάζει, πονά η μέση, είναι πελιδνός, καλπάζει, προσεύχεται, συνειδητοποιεί… οι ήχοι της δυστυχίας συνέχισαν απ’ όλες τα μεριές να πέφτουν πάνω του). Ο παραλληλισμός με τον έκπτωτο Ιώβ είναι συγκλονιστικός (Είναι ο Ιώβ, είναι ο Ιώβ/όλοι μια μέρα είμαστε Ιώβ/Τι σκληρός που ήταν ο ακατανόητος Θεός και πόσο ειρωνικά χλεύαζε τον αυτοκράτορα!).
Ίσως θα μου ήταν τελείως αδιάφορα τα συναισθήματα ενός ιμπεριαλιστή τις «τραγικές» στιγμές που βλέπει να χάνει το παιχνίδι της κατάκτησης του κόσμου. Η συνειδητοποίηση της χιλιάδων θυμάτων είναι πιο ισχυρή από την ψυχογράφηση ενός φιλόδοξου/ματαιόδοξου στρατηλάτη. Ούτε στην προσωποκεντρική εποχή που έγραψε το βιβλίο ο Ροτ (1936), εκείνο έγινε δεκτό με ενθουσιασμό, ούτε η εποχή μας -παρόλο που το ενδιαφέρον για την «ανατομία του κακού» έχει αυξηθεί μετά τη ναζιστική φρίκη- μπορεί να συμμεριστεί την προσωπολατρία, τον ηρωισμό της εποχής της γαλλικής επανάστασης και των κατοπινών χρόνων. Σίγουρα οι εποχές είναι διαφορετικές.
Ωστόσο αυτό που κρατά το ενδιαφέρον σ αυτό το -αξιόλογο εντέλει- βιβλίο είναι η συναρπαστική γραφή, αυτές οι σχεδόν παντού παρούσες συναισθηματικές πινελιές. Πουθενά δεν υπάρχουν περιγραφές κουραστικές, εικόνες που να μη συνδέονται με τον εσωτερικό κόσμο, είτε του Ναπολέοντα, είτε της Αντζελίνας είτε του «λαού», των στρατιωτών, του συλλογικού ασυνείδητου. Ο Ροτ καταφέρνει, καθώς οι δυο του ήρωες του οδηγούνται στη συναισθηματική σκοτεινιά, στην «κατάμαυρη αιωνιότητα, γεμάτη σκοτεινή σιωπή», να δώσει μια καθολικότητα που επιτρέπει στον καθένα να αναγνωρίσει τον εαυτό του. Γιατί ο καθένας μας έχει το Βατερλώ του, και καθένας μας έχει/είχε μια αγάπη στην οποία δίνουμε και χάνουμε την καρδιά μας. Γιατί η Αντζελίνα ίσως είναι μια ακόμα πιο τραγική φιγούρα, εκείνη που ήξερε ότι
τίποτα δεν ήταν πιο δυνατό από κείνη την ξαφνική αγάπη, που έκλεινε μέσα της όλα τ’ άλλα: πόθο και νοσταλγία, περηφάνια και ντροπή, λαχτάρα και θλίψη, ζωή και θάνατο.
Χριστίνα Παπαγγελή