Τετάρτη, Μαρτίου 02, 2022

Η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά, Ορχάν Παμούκ

Εσύ ξέρεις καλύτερα πώς θ’ αρχίζει το βιβλίο σου,
αλλά όπως οι μονόλογοί μου στη σκηνή,
στο τέλος της παράστασης,
έτσι και η αρχή πρέπει να αποπνέει ειλικρίνεια,
αλλά και να είναι σαν παραμύθι.
Πρέπει να είναι
πιστευτή σαν αληθινή ιστορία
και οικεία σαν μύθος.
     Αυτά τα λόγια από την τελευταία σελίδα του βιβλίου, είναι θαρρείς το μυστικό του Ορχάν Παμούκ, που για άλλη μια φορά μας χαρίζει ένα μυθιστόρημα συναρπαστικό, ένα μυθιστόρημα όπου το παραμυθιακό/μυθικό στοιχείο συμπλέκεται με την αδρή πραγματικότητα «κατά το εικός και αναγκαίον», με τρόπο που να αγγίζει τις αρχετυπικές δομές της ανθρώπινης ψυχής. Ο «γρίφος της σχέσης πατέρα και γιου», όπως προοικονομείται στην πρώτη πρώτη παράγραφο, είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο χτίζεται όλη αυτή η πολυεπίπεδη αφήγηση, όπου ξεδιπλώνεται η ζωή του ήρωα Τζεμ, από την εφηβική ηλικία∙ για να είμαστε ακριβείς, η απουσία του πατέρα είναι αυτή που καθορίζει τη μοίρα του βασικού ήρωα, αλλά κι όχι μόνο.
     Η εξαφάνιση του πατέρα από το 1985 όταν ο Τζεμ ήταν στην Α΄Λυκείου, για λόγους μάλλον πολιτικούς, (νόμισα ότι τον πήραν, όπως μια άλλη φορά, από το φαρμακείο και τον οδήγησαν στο Τμήμα Πολιτικών Υποθέσεων, όπου θα τον βασάνιζαν με φάλαγγα και ηλεκτροσόκ) αποδείχτηκε οριστική (είχε ήδη λείψει για δυο χρόνια στο παρελθόν) και αποτέλεσε βασικό στοιχείο στην ψυχική μετεξέλιξη του έφηβου ήρωα. Καθώς η μητέρα του και κείνος αντιμετωπίζουν βιοποριστικό πρόβλημα, μετακομίζουν, ο Τζεμ δουλεύει σε βιβλιοπωλείο (στρέφεται με πάθος στο διάβασμα με σκοπό να γίνει συγγραφέας) με προοπτική να πληρώσει το φροντιστήριό του και να σπουδάσει, δουλεύει στο χωράφι του θείου του, και τέλος, δέχεται να ακολουθήσει τον μάστορα Μαχμούτ στο Όνγκιορεν, για δυο βδομάδες, ως βοηθός… πηγαδά.
     Η διάνοιξη πηγαδιού την εποχή εκείνη ήταν μια επιχείρηση που απαιτούσε πολύ μεγάλη τέχνη, υπομονή, δουλειά και γνώση (πολύ γρήγορα τα μέσα εκσυγχρονίστηκαν με μηχανήματα γεώτρησης κλπ). Οι μάστορες βρίσκουν το κατάλληλο σημείο, σχεδιάζουν το τοίχωμα, φτιάχνουν το μάγκανο, μεταφέρουν τα υλικά. Στη συνέχεια τσιμεντώνουν το εσωτερικό καθώς κατεβαίνουν σε βάθος. Παρακολουθεί ο αναγνώστης με πολύ μεγάλο ανθρωπολογικο/λαογραφικό ενδιαφέρον την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του ήρωα, σε ημερολογιακή σχεδόν βάση: τις λεπτομέρειες, τις δυσκολίες, τη διαίσθηση ή μάλλον την «υπεραισθητική αντίληψη» του έμπειρου πηγαδά (οι παλιοί πηγαδάδες, όταν προσπαθούσαν να αποφασίσουν σε ποιο μέρος θα έψαχναν για νερό, ήταν υποχρεωμένοι να καταλαβαίνουν τη γλώσσα που μιλάνε η γη, τα χόρτα, τα έντομα, ακόμα και τα πουλιά∙ να αισθάνονται πάνω κει τα στρώματα βράχων ή άργιλου από κάτω). Οι κακουχίες και η κούραση, αλλά κυρίως ο συντονισμός των εργασιών και η κοινή ευθύνη (κίνδυνος ατυχημάτων) φέρνουν κοντά τον Μαχμούτ και τους δυο βοηθούς του, τον Αλί και τον Τζεμ, κυρίως όμως ο ήρωάς μας δένεται με τον Μαχμούτ, όσο δεν έχει δεθεί ποτέ με τον πραγματικό -εξαφανισμένο- πατέρα. Ο Μαχμούτ τον εμπιστεύεται, του δείχνει οικειότητα που με τον καιρό γίνεται στοργή (ήμουν παιδί∙ δεν ήταν ούτε φίλος μου, ούτε πατέρας μου, ήταν μάστοράς μου. Εγώ όμως είχα βρει έναν πατέρα)∙ ο μάστορας τον ρωτάει πώς νιώθει, δείχνει έμπρακτο ενδιαφέρον (γι’ αυτό άραγε με θύμωναν τόσο πολύ τα κατσαδιάσματα του μάστορά μου; Όταν με μάλωνε ο πατέρας μου, του έδινα δίκιο, ντρεπόμουν, ξεχνούσα το περιστατικό. Για κάποιο λόγο το μάλωμα του μάστορα Μαχμούτ το ένιωθα βαθιά μέσα μου, κι ενώ από τη μια υπάκουα κι έκανα ό, τι μου έλεγε, από την άλλη του θύμωνα). Όσο περνά ο καιρός, η ανάγκη του Τζεμ να τον αγαπάει ο μάστορας Μαχμούτ γίνεται πιο έντονη, κι όταν εκείνος τον μαλώνει ή τον κατακρίνει, τον πνίγει ο θυμός.
     Ο Μαχμούτ, ωστόσο ξεπερνά με αγάπη τις εφηβικές εξάρσεις, και πέρα από την πατρική φροντίδα που δείχνει στον Τζεμ, το βράδυ του αφηγείται ιστορίες, διδακτικές και τρομακτικές. Ήταν παραμύθια, με αφορμή τις θολές εικόνες της φορητής τηλεόρασης που τους συντρόφευε τα βράδια. Δεν ήταν φανερό τι ήταν αλήθεια, τι ήταν ψέματα, ποια ήταν η αρχή, ποιο ήταν το τέλος αυτών των παραμυθιών. Ιστορίες, μέσα στη μαγευτική σιγαλιά της νύχτας, μετά την κούραση της εξοντωτικής δουλειάς, που, όπως λέει ο ήρωας, δεν τις καταλαβαίνει απόλυτα αλλά του άρεσε να παρασύρεται απ’ αυτές. Πολλές απ’ αυτές ήταν παρμένες από το Κοράνι, ιστορίες για το νερό, άλλες από τις απίστευτες εμπειρίες του ως πηγαδά (σύμφωνα με τον μάστορα Μαχμούτ, το μυστικό για να πετύχει η σχέση μάστορα-βοηθού ήταν να μοιάζει με τη σχέση πατέρα-γιου). Του εκμυστηρεύεται την δική του, προσωπική ιστορία, τα παιδικά του χρόνια που τα πέρασε πολεμώντας τη φτώχεια.
     Ήδη όμως ο Τζεμ αγαπά τις ιστορίες, έχει διαβάσει αρχαία μυθολογία, περσική και ελληνική, ιστορίες «για το γραφτό», όπως λέει ο Μαχμούτ, για το πεπρωμένο, για την αναπόφευκτη μοίρα. Έτσι, όταν ο Μαχμούτ ζητά από τον βοηθό του να του πει εκείνος μια ιστορία, εκείνος του αφηγείται με αδρές γραμμές την ιστορία του Οιδίποδα, χωρίς να ξέρει -όπως μας λέει- ποιο είναι το «ηθικό δίδαγμα», ενώ ο Μαχμούτ κατέληξε ότι «κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει από τη μοίρα του». Το γραφτό έρχεται κι επανέρχεται στις αφηγήσεις του Μαχμούτ, ενώ ο μύθος χτυπά την πόρτα του Τζεμ κι από άλλη μεριά: δεκαπέντε χιλιόμετρα από το σημείο όπου έσκαβαν, στην πόλη Όνγκιορεν (που τότε ήταν χωριστή από την Ισταμπούλ), το υπαίθριο/λαϊκό θέατρο «Μύθων Παραδειγματισμού» παίζει κάθε βράδυ συρραφή από κλασικά έργα, θρύλους, έπη, ερωτικές ιστορίες, από την ισλαμική παράδοση -όπως λέει κι ο τίτλος «προς παραδειγματισμόν» (οι περιοδεύοντες θίασοι από τα μέσα του 1970 ως το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980 ανέβαζαν στην Ανατολία παραστάσεις λαϊκού επαναστατικού θεάτρου).
     Στο Όνγκιορεν κατεβαίνουν κάποια βράδια οι τρεις για ψυχαγωγία και ανεφοδιασμό. Εκεί ο Τζεμ συναντά και τη μεγαλύτερή του κατά δεκαπέντε χρόνια, γοητευτική και μυστηριώδη «γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά», που από το πρώτο βλέμμα τον καθηλώνει με τη σαγήνη της και το στοργικό χαμόγελό της. Και μόνο η ύπαρξή της, η πιθανότητα να την ξανασυναντήσει, τον κάνει ευτυχισμένο. Σιγά σιγά πηγαίνει μόνος του στο Όνγκιορεν, παρακολουθεί το σπίτι της, παρακολουθεί τις κινήσεις της, δικτυώνεται στον κύκλο της. Όταν μαθαίνει ότι η Γυναίκα με τα Κόκκινα Μαλλιά, η Γκιουλτζιχάν, είναι και ηθοποιός στο θέατρο, κάνει τα αδύνατα δυνατά για να παρακολουθήσει την παράσταση: «Η εκδίκηση του ποιητή, Ρουστέμ και Σουχράμπ. Φερχάτ[1], ο άνθρωπος που τρύπησε τα βουνά. Περιπέτειες που δεν είδες ποτέ στην τηλεόραση». Ο έρωτας φουντώνει καθώς την παρακολουθεί (το κλάμα της έγινε μοιρολόι, έπειτα ποίημα. Ένα ποίημα συγκλονιστικό, μεγάλο σαν παραμύθι), ενώ το θέμα της σχέσης πατέρα-γιου επανέρχεται τώρα, με άλλη μορφή, εφόσον στο περίφημο ποίημα του Φερντουσί ο πατέρας είναι που σκοτώνει αυτή τη φορά τον γιο, εν αγνοία του. Η μεταμέλεια του πατέρα μεταγγίζεται στους θεατές (τώρα συμμετείχα στο μαρτύριο της μεταμέλειας, απλώς και μόνο κοιτάζοντας κάποιον να το βιώνει πάνω στη σκηνή. Θαρρείς κι αυτό που έβλεπα ήταν μια ανάμνηση από κάτι που έζησα και ξέχασα).
     Η γνωριμία με την Γκιουλτζιχάν, προχωρά και βαθαίνει (έρωτας, έλξη, ζήλεια αλλά και ενέργεια, αισιοδοξία, ευγνωμοσύνη), ενώ στην ανεύρεση νερού στο πηγάδι που ήδη έχουν ανοίξει, ο Μαχμούτ και ο Τζεμ (ο Αλί αποχώρησε) συναντούν δυσκολίες. Έτσι, σ’ αυτές τις καθοριστικές δυο-τρεις βδομάδες που κράτησε η «απόδραση» του Τζεμ από το πατρικό σπίτι, οι δυο «συναντήσεις» -με την Γκιουλτζιχάν και με τον Μαχμούτ-, θα αποβούν μοιραίες στη ζωή του ήρωα, καθώς η μοίρα παίζει παράξενα παιχνίδια. Μια τρομαχτική πράξη από άγνοια, θα τον στοιχειώνει βασανίζοντάς τον όλα τα επόμενα χρόνια (έβλεπα πεντακάθαρα ότι όσα θα έκανα την επόμενη μισή ώρα, θα καθόριζαν όλη μου τη ζωή, αλλά δεν μπορούσα να αποφασίσω τι θα κάνω). Δεν έκανε τίποτα και έπεισε τον εαυτό του ότι θα ζει «σαν να μην έγινε τίποτα», θεμελιώνοντας αργότερα αυτήν του τη στάση και στο ότι… ο Οιδίποδας, ο Ρουστέμ και γενικά οι τραγικοί ήρωες παθαίνουν ό, τι παθαίνουν επειδή προσπαθούν να διαψεύσουν μια ιστορία, μια προφητεία.
     Έτσι, θα τον παρακολουθήσουμε με ενδιαφέρον να σπουδάζει Γεωλογία (εγκαταλείποντας το όνειρο να γίνει συγγραφέας), να παντρεύεται, να ταξιδεύει με τη γυναίκα του, να κάνει προσπάθειες να αποκτήσουν παιδιά (μέσα μου υπήρχε αγάπη, διψασμένη για νερό, έτοιμη ν’ ανθίσει), να μελετά και να ψάχνει το νόημα στους μύθους και τα έπη, να διαβάζει Οιδίποδα, Σαχναμέ και Φρόυντ, να στήνει μια πολύ κερδοφόρο επιχείρηση (με το όνομα «Σουχράμπ»!), κρύβοντας κι απ’ τον ίδιο του τον εαυτό τις σκοτεινές πτυχές του νεανικού του ταξιδιού. Τα συναισθήματα άγχους, ενοχής, ντροπής και απώθησης τον ταλανίζουν αρχικά (το καλύτερο είναι να προσποιούμαι ότι δεν έγινε τίποτα, έλεγα κάθε τόσο στον εαυτό μου), για να δώσουν τη θέση τους αργότερα στην παρηγοριά στην τέχνη, ή στην ποίηση ενώ όμως βαθιά μέσα του ξέρει ότι μέχρι το τέλος της ζωής του δεν θα μπορέσει ποτέ να ζήσει την «ευτυχία μιας απλής καθημερινής ζωής».
     Η νεανική παρόρμηση του Τζεμ να γίνει συγγραφέας (γράφοντας, σκεφτόμουν, θα μετέφερα στο χαρτί τις εικόνες και τα συναισθήματα που δεν μπορούσα να εκφράσω στον εαυτό μου αλλιώς) υποχωρεί καθώς μεγαλώνει και σπουδάζει Γεωλογία (μπορεί να γίνει συγγραφέας ο ασυνείδητος;/η ανησυχία που απέμεινε είχε αντικαταστήσει την επιθυμία μου να γίνω συγγραφέας), αλλά το πάθος του για τα βιβλία παραμένει. Κάποια χρόνια αργότερα, το ίδιο αυτό πάθος του για τις ιστορίες (τα προβλήματα των ανθρώπων, σαν εμάς – για πατεράδες, οικογένειες, για ζωές) που τον γοήτευσαν στα νεανικά του χρόνια θα τον οδηγήσει πίσω: μέσα μου ήμουν πεισμένος ότι διαβάζοντας την ατέλειωτη θάλασσα από ιστορίες, θα έλυνα το μυστήριο της ζωής μου και θα έφτανα στις ακτές της ηρεμίας. Για να νικήσει τις αϋπνίες του, διαβάζει συνέχεια τα δυο βιβλία (Οιδίποδα και Σαχναμέ) και βυθίζεται στους στοχασμούς και στις συγκρίσεις.
     Δεν είναι σκόπιμο ν’ αποκαλύψω στη σύντομη αυτή «ανάγνωση» ποια ήταν αυτή η "μοιραία" πράξη, ποια ήταν η έκβαση, πόσο μοιραία ήταν τα βήματα του ήρωα μετά από τριάντα χρόνια που τον οδήγησαν στο να του αποκαλυφθεί η αλήθεια, μια αλήθεια ακόμα πιο τρομαχτική από αυτήν που είχε φανταστεί. Τα γεγονότα είναι καταιγιστικά και εμπερικλείουν κατά τρόπο θαυμαστό τα στοιχεία των μύθων, ή ακριβέστερα, της αρχαίας τραγωδίας: επεισόδια, υπόρχημα (ξένοιαστη και ανέμελη περίοδος όπου όλα έχουν ξεχαστεί), περιπέτεια (με την έννοια της απότομης μεταβολής της τύχης), αναγνώριση, κάθαρση.
Μήπως θέλοντας να ξεφύγω από τη μοίρα μου,
περπατούσα μάταια στον λάθος δρόμο;
     Η σύγχρονη εκδοχή μιας ευφάνταστης συγχώνευσης των δύο αρχετυπικών μύθων, του αρχαίου ελληνικού και του αρχαίου ιρανικού είναι αξιοθαύμαστο επίτευγμα, που ένας μάστορας του λόγου (και της πλοκής, ασφαλώς) όπως ο Παμούκ ζωντανεύει με φυσικότητα και ψυχογραφική δεινότητα, ενώ όπως πάντα εκπλήσσει τον αναγνώστη με τις ανατροπές του. Αυτό όμως που είναι πιο ουσιώδες και αποδίδεται αριστοτεχνικά είναι η «διερεύνηση» αυτού του αρχικού γρίφου, της σχέσης πατέρα- γιου, μιας σχέσης που εξετάζεται απ’ όλες τις πλευρές.
     Υπάρχει πρώτα απ’ όλα, ο πραγματικός πατέρας, αριστερός, που τον θαυμάζει αλλά είναι απών, και που αντί να ζήσει ως πολιτικός εξόριστος έπεσε στα χέρια της αστυνομίας και υπέστη βασανιστήρια. Πολλές φορές τον σκέφτεται, και αναρωτιέται π.χ. «τι θα έλεγε αν ήξερε ότι είχε καλές σχέσεις με αξιωματούχους του κόμματος της εξουσίας» (για πολλά χρόνια ήμουν θυμωμένος μαζί του επειδή ήταν εξαφανισμένος, όμως δεν παραπονιόμουν πια γι’ αυτό, καθώς διαισθανόμουν ότι δεν θα ήταν καθόλου ευχαριστημένος μ’ αυτά που έκανα). Τον αναζητά στη δύσκολη στιγμή (το καλύτερο θα ήταν να βρω τον πατέρα μου και να του τα πω όλα. Δεν με είχε πάρει ποτέ όμως, ούτε τηλέφωνο, κι απ’ αυτό έβγαζα το συμπέρασμα ότι ακόμα και να μ’ έπαιρνε, δεν θα μπορούσε να με βοηθήσει). Όταν τον συναντά, μετά από πολλά χρόνια, νιώθει ότι έχει βρει πια τον εαυτό του, ότι είναι επιτέλους ευτυχισμένος και ισορροπημένος (είχα ενοχές γιατί με είχαν απασχολήσει ιστορίες με πατροκτονίες). Ζητά βέβαια πάντα την επιδοκιμασία του, αλλά επιβεβαιώνει ότι όπως στην περίπτωση του Οιδίποδα, είναι λάθος να σκαλίζεις ένα λάθος που έγινε στο παρελθόν, γιατί το μόνο που σου μένει είναι ένα αίσθημα ενοχής.
     Πατρικό πρότυπο αποτελεί, όπως είπαμε και ο μάστορας Μαχμούτ με τον οποίο ο σεβασμός, ο θαυμασμός, η αγάπη και το πατρικό ενδιαφέρον δημιουργούν έναν ισχυρό δεσμό που διακόπτεται απότομα. Στο τέλος της αφήγησης συναντούμε και τον Σερχάτ/Εμβέρ που κι αυτός μεγάλωσε χωρίς πατέρα (όταν μεγαλώνεις χωρίς πατέρα, δεν καταλαβαίνεις ότι το σύμπαν, ο κόσμος, έχει ένα κέντρο, σύνορα…. Νομίζεις ότι σου επιτρέπονται τα πάντα. Όμως, έπειτα από λίγο καιρό αναρωτιέσαι τα είναι αυτό που ζητάς, ψάχνεις να βρεις ένα νόημα στον κόσμο, κάπου να εστιάσεις, κάποιον να σου πει όχι), Ο Σερχάτ εκφράζει την ουσία της πατρότητας, όταν αναφωνεί στο τέλος ότι για να γίνει κανείς ανεξάρτητο άτομο, ο πραγματικός του εαυτός, «να γράψει τη δική του ιστορία, τον δικό του θρύλο» πρέπει ο πατέρας του να είναι τυφλός (αυτό που δεν αντέχεται σ’ έναν πατέρα είναι που μπορεί πάντα να σε βλέπει).
     Είναι το ίδιο, ή και το αντίστροφο από αυτό που εκφράζει ο ίδιος ο ήρωας.
     Από τη μια 
    "Θέλουμε έναν δυνατό και αποφασιστικό πατέρα που να μας λέει ποιο είναι το σωστό και το ηθικό όταν είμαστε μπερδεμένοι, όταν ο κόσμος μας έχει διαλυθεί κι είμαστε απελπισμένοι"
     και από την άλλη
     "Είχα μόλις αρχίσει να το ανακαλύπτω. Όταν δε σε βλέπει κανείς, ο δεύτερος κρυφός εαυτός σου μπορεί να εμφανιστεί και να κάνει ό, τι επιθυμεί. Αν όμως υπάρχει κάπου κοντά σου ένας πατέρας και σε παρακολουθεί, τότε ο δεύτερος εαυτός σου παραμένει κρυμμένος μέσα σου".
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Το ποίημα του Firdousi "Shahnameh" είναι ένα ηρωικό έπος των ιρανικών λαών, ένα κλασικό έργο και εθνική υπερηφάνεια των λογοτεχνιών: Περσικό - σύγχρονο Ιράν και Τατζικιστάν - Σοβιετικό Τατζικιστάν, καθώς και ένα σημαντικό μέρος των ιρανόφωνων λαών του σύγχρονου Αφγανιστάν.https://mywordworld.ru/el/shkolnikam/shahname-firdousi-chitat-kratkoe-soderzhanie-g-v-nosovskii-a-t/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου