Παρασκευή, Ιουνίου 04, 2021

Όλοι θέλουν να χορεύουν, Alberto Garlini

Κι εγώ είμαι κομμάτι του ίδιου ωκεανού, αγάπη μου,
δεν είμαστε στ’ αλήθεια χωρισμένοι (Ουίτμαν)

     Τέσσερις είναι οι βασικοί χαρακτήρες που ξεδιπλώνονται στο μυθιστόρημα αυτό, καθώς βλέπουμε την πορεία τους και τις αναμεταξύ τους σχέσεις από το 1975 μέχρι το 1987 με επίκεντρο την Ιταλία. Μια πορεία ενηλικίωσης εφόσον οι δύο φίλοι από τους οποίους ξεκινάει το νήμα της εξιστόρησης, ο Ρομπέρτο και ο Ρικάρντο, είναι δύο παιδιά οκτώ και εννιά χρονών αντίστοιχα, συμμαθητές στην Πάρμα, που γνωρίζονται και συνδέονται σε μια παραδοσιακή τελετή. Η τελετη αυτή -σφαγής ενός χοίρου- είναι η πρώτη σκηνή από την οποία ξεκινά η εξιστόρηση και σημαδιακή. Γιατί δραπετεύοντας από τον ακατανόητο κόσμο των γονιών σκοντάφτουν στον κόσμο των περιθωριακών, μιας κολεκτίβας νεαρών που πενθούν τον… θάνατο του Παζολίνι. Εκεί συναντούν για πρώτη φορά τον ποιητή Βίκι, μετέπειτα Πιερ[1], τον τρίτο ήρωά μας που σαγηνεύει εξαρχής τον οκτάχρονο Ρομπέρτο (ο Ρ. δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του, λες και ο Βίκτορ ενσάρκωνε το καλοκαίρι) και που του χαρίζει ένα μενταγιόν (παρ΄το για να θυμάσαι αυτή τη μέρα). Η μοίρα θα φέρει ξανά τον Ρομπέρτο κοντά τον Πιερ μετά από αρκετά χρόνια, το 1985, όταν ο πρώτος θα είναι πια 18 χρονών, ωστόσο μέχρι τότε παρακολουθούμε την διαδρομή του Πιερ στις διάφορες πόλεις όπου αναζητά το νόημα της ζωής και της τέχνης, ενώ καταξιώνεται ως συγγραφέας. Το τέταρτο μοιραίο πρόσωπο της ζωής των δύο συνοδοιπόρων στην εξερεύνηση των μυστηρίων της ενήλικης ζωής, είναι η σαγηνευτική και ιδιόρρυθμη Κιάρα, με την οποία θα προκύψει ένας βαθύς, αμοιβαίος και αισθησιακός έρωτας ανάμεσα στην κοπέλα και τον Ρικάρντο.
     Αισθησιακή είναι και η γραφή του Γκαρλίνι, ποτισμένη από βαθιά ποιητικότητα, διάστικτη από στίχους και καλλιτεχνικές πινελιές (Παζολίνι, Μπουλγκάκοφ, Γκίνσμπεργκ, Ουίτμαν κ.α.), εφόσον και ο Πιερ είναι συγγραφέας/ποιητής, ο Ρομπέρτο αγαπά τη λογοτεχνία ακολουθώντας τον πατέρα του Φράνκο, και η Κιάρα ασχολείται με το θέατρο. Πέρα όμως από την ενασχόληση των πρωταγωνιστών, η αντιστικτική/ιμπρεσιονιστική μέθοδος του συγγραφέα μας οδηγεί να περιπλανηθούμε μαζί με τους ήρωες, πρωτεύοντες και δευτερεύοντες, από την Πάρμα στο Λινιάνο, στη Φλωρεντία, στη Ρώμη, στο Ρίμινι, στη Μάντοβα αλλά κι εκτός Ιταλίας (Μοντεβιδέο, Πεσαβάρ, Ιμπίθα, Βαρκελώνη, Φίλαχ Αυστρίας, κ.α.) σε μικρά μικρά κεφάλαια. Αυτή η περιδιάβαση δίνει μια αίσθηση «road movie» ή μάλλον «road novel», που εντείνεται από το στοιχείο της αναζήτησης των ηρώων, να βρουν τον εαυτό τους, τον έρωτα, το νόημα, την αλήθεια.
     Είναι άλλωστε η κρίσιμη δεκαετία του ’80-’90… Όπως γράφει και ο Άρης Σφακιανάκης, στη δεκαετία του ’80 «οι περισσότεροι χόρευαν. Χόρευαν σε μισοφωτισμένες υπόγειες ντισκοτέκ με πελιδνές κουλτουριάρες που διάβαζαν Καμύ και Κίρκεγκορ, χόρευαν στις αμμουδιές τις νύχτες του θέρους αγκαλιά με Βαλκυρίες του Βορρά που είχαν καταφτάσει με ναυλωμένα τσάρτερ αναζητώντας μια φλογερή αγκαλιά Ροδίτη εραστή, χόρευαν σε φοιτητικές εστίες αφήνοντας να λιώσουν στις ασπαίρουσες γλώσσες τους χαρτάκια που έφεραν στη δομή τους ιλιγγιώδεις παραισθήσεις». Δεν είναι και τυχαία η χρονική σηματοδότηση με τον φρικιαστικό θάνατο του –ποιητή, ηθοποιού, συγγραφέα αλλά γνωστότερου ως σκηνοθέτη- Παζολίνι (με το αίμα του Παζολίνι τελείωσε μια εποχή και άρχισε η μεσοβασιλεία μιας νέας): έμβλημα σουρεαλισμού, σεξουαλικής επανάστασης και πολιτικού ριζοσπαστισμού, που χαρακτηρίζει το τέλος του 20ου αι.: είναι η εποχή των νεοφασιστών και των τρομοκρατικών επιθέσεών τους, της αντιφασιστικής έξαρσης, της καλλιτεχνικής αναζήτησης, της αμφισβήτησης, του γυμνισμού, του aids, της περιπλάνησης…
     Πέρα λοιπόν από τις προσωπικότητες που εξελίσσονται μέσα στο χρονικό αυτό πλαίσιο, διαγράφεται ένας ολόκληρος κόσμος με τα ιδιαίτερα χρώματά του. Με διάφορες αφορμές ο συγγραφέας σκιαγραφεί αυτό το πλαίσιο: οι αγνοούμενοι στην Αργεντινή του Μασέρα[2] που τους καταγράφει ο πατέρας του Ρομπέρτο, Φράνκο, ως «ειδικός απεσταλμένος» της Corriere∙ οι συχνές βομβιστικές επιθέσεις και η κατακραυγή για τα ανθρώπινα/παράπλευρα θύματα∙ η Πεσαβάρ (Πακιστάν σύνορα με το «απρόσβατο» Αφγανιστάν μετά τη σοβιετική εισβολή), όπου καταφεύγει ο αρθρογράφος Ενρίκο, ο αδερφός του Ρομπέρτο επειδή έχει σιχαθεί το ρομαντισμό του πατέρα του και τα παιδιαρίσματα του μικρού αδερφού του, σ’ έναν κόσμο όπου γεννιέται ο ιερός πόλεμος των μουτζαχεντίν∙ το στρατόπεδο των προσφύγων των Αφγανών στο Πακιστάν, και η φωτογράφιση της νεαρής και περήφανης Αφγανής χωρίς τσαντόρ, μια φωτογραφία «διεστραμμένη», που γεννήθηκε από αγάπη αλλά φτιάχτηκε με χρήματα∙ η «κοινωνία του θεάματος» (το θέαμα της ομορφιάς και το θέαμα της πίστης, στη θέση της αληθινής ομορφιάς και της αληθινής πίστης), κ.α.

Δείχνουν ερωτευμένοι με τον κόσμο
(Πώς γίνεται να φοβόμαστε σκέψεις που τρέχουν τόσο γρήγορα;)  
     Ακόμα κι αν θέλεις να το ξεχάσεις, ερωτεύεσαι αυτή την υπέροχη έξοδο από το σχολείο στον ανοιξιάτικο αέρα∙ ερωτεύεσαι τα σπουργίτια που πετούν, το γουργούρισμα των περιστεριών που επισκιάζει το θόρυβο των μηχανών, και κάποιους μαθητές/ είναι αδύνατον να’ χεις στην πλάτη μια σάκα γεμάτη βιβλία και να μην την εκσφενδονίσεις στον ανοιξιάτικο αέρα.
     Από τη μέρα που γνωρίστηκαν τα δυο αγόρια, έγιναν αχώριστοι φίλοι (σαν δυο βελόνες μπηγμένες στην ίδια σάρκα/είναι δίδυμοι, θα πεθάνουν μαζί). Παίζουν, πειραματίζονται, εξερευνούν, ωριμάζουν αργά και σταδιακά αποδεχόμενοι ο ένας τις ιδιαιτερότητες του άλλου, γοητεύονται από τους νεαρούς που διαφέρουν απ τους γονείς και συγγενείς. Βαριούνται το σχολείο (το σχολείο σε μαθαίνει να είσαι ακίνητος), το σκάνε, νιώθουν τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα (πώς μπορώ ν’ ανακόψω την ορμή αυτού του λίθου;). Ο Ρομπέρτο νιώθει ρίγος με το πρώτο ανδρικό σώμα που βλέπει γυμνό (η αυγή ενός πράγματος καινούργιου, τρομερού), ενώ στο χριστουγεννιάτικό πάρτι του συμμαθητή τους (είναι πια 14-15 χρονών) τα σώματα χορεύουν, αυτά τα σώματα αυτής της ζωής, αυτής της στιγμής, και δεν είναι μόνο σώματα, αλλά και η πιο αγνή μορφή αποδοχής του κόσμου. Το πρώτο φιλί του Ρικάρντο. Και, στο ίδιο πάρτι, η οργή του Ρομπέρτο για το ομαδικό πείραγμα (κοινώς μπούλινγκ) απέναντι στον Τζαμπιέρο (-Γιατί τα’ κανες γυαλιά-καρφιά; -Γιατί ήταν όλο λάθος/κανέναν δεν υπερασπίζομαι. Διασκεδάζω σπάζοντας μπουκάλια).
     Είναι διαφορετικοί, αλλά τρελοί έφηβοι κι οι δυο (δίνουν παράξενη όψη, σχεδόν ρομαντική και διεστραμμένη). Περπατάνε στη βροχή, κάνουν ωτοστόπ (είναι τόσο ωραίο και τόσο απαιτητικό να ζεις, ώστε δεν υπάρχει ανάγκη να καταστρώνεις σχέδια ή να επινοείς ασχολίες), απορρίπτουν φλερτ (όχι∙ το πεπρωμένο έχει άλλα σχέδια για μας (!!)), και μέσα σε μια απίστευτη τρέλα γνωρίζουν την Κιάρα, λάτρη του θεάτρου και της ποίησης. Ο έρωτας Κιάρας και Ρικάρντο είναι βαθύς και ακαταμάχητος και ο συγγραφέας δίνει τις πιο ποιητικές αποχρώσεις για να τον περι-γράψει (τα δίνει όλα και τα παίρνει όλα, κι αυτή είναι η γοητεία της. Μια φύση ριζωμένη μέσα της. Μια αγάπη φτιαγμένη από βάθος). Είναι παρόν, είναι ομορφιά, είναι δύναμη, είναι ποίηση (τώρα κάθε στιγμή περικλείει όλες τις στιγμές). Παρόλο που στη ζωή της ζαλίζεται και παρασύρεται κι απ’ τον Τζάνι, επαγγελματία ηθοποιό του θεατρικού έργου που μελετούν (Ρωμαίος και Ιουλιέτα) και που την τριγυρίζει σαν τη μέλισσα, η Κιάρα βασικά μεθάει από έρωτα για τον Ρικάρντο (πώς γίνεται παραποιώντας την πραγματικότητα να φτάνεις σε κάτι πιο αληθινό απ’ αυτήν).
     Κι έτσι η τρέλα πολλαπλασιάζεται τώρα επί τρία (Ρομπέρτο- Ρικάρντο -Κιάρα), φτιάχνονται, μεθάνε, ξενυχτάνε, χορεύουν γυμνοί, φιλιούνται, οργιάζουν. Μα ο Ρομπέρτο βγαίνει απ’ τη σκηνή.

Περίμενα τόσο καιρό να έρθεις

     Ο Ρομπέρτο είναι ακόμα μαθητής όταν ξανασυναντά τον -συγγραφέα πια- Πιερ, σε μια πρωτοποριακή παράσταση (όπου… σκοτώνουν ένα αληθινό άλογο επί σκηνής) και η συγκινησιακή φόρτιση τους φέρνει πολύ κοντά, ενώ αναθυμούνται την σκηνή στο παρελθόν με «κλειδί» το μενταγιόν. Στην Βαρκελώνη όπου εκδηλώνεται ο έρωτας (ο Ρομπέρτο είναι σκαστός απ’ τα σχολείο) ο ερωτικός πόθος γιγαντώνεται καθώς περιπλανούνται, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα συναισθήματα είναι ακραία, αλλά η ζεστασιά του Πιερ είναι ευμετάβολη, ασταθής, φευγαλέα. Ο ερωτισμός, η «ευφορική θλίψη», η «αίσθηση πυκνότητας και κάλλους», η αίσθηση του χρόνου που έχει αποκτήσει μια «κυκλική μηδαμινότητα», η αγάπη και η αγνότητα που δεν καταφέρνει ν’ απελευθερώσει, που την έχει απωθήσει πολύ καιρό (θα ήθελε να εκφράσει όλη την ευθραυστότητα που αισθάνεται στον φίλο του, την ευαισθησία του, όλον τον φόβο που αντιλαμβάνεται μέσα του).
     Ωστόσο γρήγορα αρχίζει να σιγοβράζει μια βία που ζωγραφίζει στο χώρο παραισθητικά σχήματα. Μια βία υπόκωφη, αλλά έτοιμη να εκραγεί, αναπάντεχη. Η απαράδεκτη συμπεριφορά του Πιερ ξεσηκώνει την «οργή του ταπεινωμένου».

Κάποτε το χάος ήταν ωραίο, είχε τη δύναμη των ανεξερεύνητων κόσμων.
Τώρα είναι απλώς η ακραία μορφή ενός πράγματος κενού και ακίνητου.


     Κι έτσι φτάσαμε στον «κόμβο», στο δέσιμο της πλοκής, όπου μετά το μοιραίο επεισόδιο αρχίζει η «λύση». Ο «κόμβος» είναι οι συναισθηματικές σχέσεις των τεσσάρων, που οδηγούν τους τρεις φίλους να μεθύσουν και να τρέξουν να συναντήσουν τον Πιερ στην Αυστρία, απροειδοποίητα, οδηγώντας σαν τρελοί μέσα στη νύχτα ενώ το επεισόδιο-κλειδί είναι το μοιραίο ατύχημα που θα ανατρέψει όλες τις σχέσεις και ισορροπίες.
     Βρισκόμαστε στα 1986, και περίπου στη μέση του βιβλίου. Η νέα δοκιμασία που θα βυθίσει την Κιάρα σε κώμα και μετά σε αναπηρία διώχνει τον τρομαγμένο Ρικάρντο μακριά, ενώ ο Ρομπέρτο έχει να αντιμετωπίσει και τον θάνατο του πατέρα του, Φράνκο.
     Δεν είναι σκόπιμο βέβαια να αναφερθώ στην πλοκή, στην πορεία των ηρώων μετά το καθοριστικό επεισόδιο. Ο καθένας ψάχνει τον δρόμο του, πίνουν, σπαταλιούνται, συναντιούνται ξανά, χωρίζουν, περιπλανιούνται, κάποιοι φεύγουν απ’ τη ζωή. Και η Κιάρα, που δεν έπαψε με τον τρόπο της να ασχολείται με το θέατρο, «εφευρίσκει» μια καινούρια γλώσσα για να μιλήσει για όλα αυτά.

Οι λέξεις  είναι οάσεις

     Δεν ξέρω αν είναι τυχαίο που όλοι οι ήρωες, από μια διαφορετική άποψη, βασανίζουν τη γλώσσα, την έκφραση, τις λέξεις. Ακόμα και ο Φράνκο, ο πατέρας του Ρομπέρτο που περιμένει τον θάνατο (υπέροχες σελίδες μας χαρίζει ο συγγραφέας για τον Φράνκο και την γυναίκα του την Γκρατσιέλα, πώς αντιμετωπίζουν το μοιραίο), είναι αυτός που μύησε από μικρό παιδί τον γιο του στον κόσμο της λογοτεχνίας.
     Διαβάζοντας το βιβλίο μπορεί να κουράζουν λίγο οι διαφορετικές μετακινήσεις στον χώρο και στον χρόνο, αλλά απολαμβάνεις έναν λόγο σχεδόν ποιητικό, πολλές φορές λυρικό, όπου και οι σιωπές έχουν νόημα. Είναι συνυφασμένος με την περιπλανώμενη ψυχή των ηρώων.
     Μα και οι εικόνες έχουν ποίηση, κρύβουν διαλογισμό, αναστοχασμό:
     Μπορεί κανείς να μείνει εκεί ώρες και να κοιτάζει τα κύματα, το στενόμακρο λοφίο αχνού που βγάζουν καθώς σκάνε στην αμμουδιά. Έναν αχνό που σηκώνεται ανάλαφρα, ακριβώς τη στιγμή της επαφής με το νερό.
     Είναι ο τρόπος με τον οποίο τα κύματα εκφράζουν την ευτυχία τους.

Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Ο Βίκι, λάτρης της λογοτεχνίας και συγγραφέας στη συνέχεια, αλλάζει το όνομά του επηρεασμένος από τον Πιερ Βιτόριο Τοντέλι, συγγραφέα του «Ρίμινι»

[2] Εμίλιο Εδουάρδο Μασέρα, ένας από τους πρωταίτιους του πραξικοπήματος που εγκαθίδρυσε στην Αργεντινή την αιμοσταγή δικτατορία Βιντέλα, το διάστημα 1976-1983

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου