Κάθε έμβιο ον, κάθε οργανική ή ανόργανη ένωση, κινείται και ταλαντώνεται
σύμφωνα με το ρυθμό ενός εσωτερικού μετρονόμου
που κουρδίστηκε όταν
άρχισε ο χρόνος να υπάρχει,
σα για να μπει μια
μηχανική τάξη στο χάος
Ευχάριστη έκπληξη ήταν αυτή η
πρώτη λογοτεχνική εμφάνιση του γνωστού πολιτικού επιστήμονα και συγγραφέα
Γιάννη Μπαλαμπανίδη με τη συλλογή 15, μικρών σχετικά σε έκταση, διηγημάτων.
Διηγήματα που αιφνιδιάζουν με την πρωτοτυπία τους και τη διαφορετικότητά του καθενός
από τ’ άλλο, καθώς είναι διαφορετικό το στυλ, οι τόποι/χώρες (Βόλος, Τρίκαλα,
Χαλκιδική, Ιαπωνία, Βόρεια Σκωτία κλπ) αλλά και οι ήρωες/αφηγητές∙ έχουν όμως
ως κοινό στοιχείο το «παράδοξο» όπως επισημαίνουν πολλοί κριτικοί/αναγνώστες,
εγώ όμως θα πρόσθετα ότι σε όλα γίνεται ένα ιδιαίτερο «παιχνίδι» με τις έννοιες
του χώρου
και κυρίως, του χρόνου. Το ταξίδι στον χωροχρόνο γίνεται με παιγνιώδη πάντα τρόπο
που θυμίζει μαγικό ρεαλισμό∙ είτε με τη νοσταλγία και καθήλωση σε μια σημαδιακή
κατάσταση του παρελθόντος, είτε με τη διαστολή του χρόνου που προσλαμβάνει
ξαφνικά άλλη διάσταση.
Δεν είναι τυχαίο που το
ομώνυμο με τον τίτλο διήγημα, «Largo», έχει σαν
βάση την εικασία ότι μια ολόκληρη πολίχνη με τρόπο μαγικό κι απροσδόκητο, «έμεινε στήλη άλατος», όλοι οι άνθρωποι
που βρέθηκαν σ’ αυτόν τον χώρο πριν
τις 12 το μεσημέρι περιέπεσαν σε μια αδιανόητη ακαμψία, μια πόλη που έμοιαζε με κήπο γεμάτο αγάλματα. Από τις ερμηνείες του φαινομένου ξεχωρίζει η θεωρία μιας μουσικολόγου, ότι για
κάποιον άγνωστο λόγο, ο μετρονόμος της
Μυρσίνας άλλαξε ξαφνικά ρυθμό και άρχισε να χτυπά σε ένα αδιανόητα αργό largo[1].
Σε άλλη διάσταση του
χωροχρόνου μπαίνει ο ήρωας και στο διήγημα «Ο προορισμός ενός νησιού», όπου ο
γιαπωνέζος συνταξιούχος απόμαχος
ναυτικός Χαγιάο Μιγιαζάκι τις τελευταίες
μέρες της ζωής του, ανήμπορος πια να κινηθεί ακούει από το αδύναμο ηχείο του
ραδιοφώνου ειδήσεις για καταποντισμό και την εξαφάνιση όλων των στεριών των
νησιών και των ηπείρων (αυτό που του έκανε εντύπωση ήταν η παντελής
απάθεια των παιδιών του), σιγά σιγά και σταδιακά εφόσον όταν
ένας άνθρωπος πεθαίνει, όπως πέθαινε τώρα αυτός, πεθαίνει μαζί του ένας
ολόκληρος κόσμος και τίποτα λιγότερο.
Η ρουτίνα του κυριακάτικου
τραπεζιού στο «Κυριακάτικο τραπέζι» είναι
μια ασήμαντη ίσως αλλά ζωτική βεβαιότητα στους ρευστούς καιρούς μας, αφορμή
για βουτιά στο παρελθόν με αφηγητές κυρίως του γεροντότερους της συγκέντρωσης. Μα
και στο «Ένας κήπος», όπου δεν συναντάμε παρά μια συνηθισμένη επιστροφή του
ήρωα στο θέρετρο των παιδικών του χρόνων (στη Νέα Σκιώνη της Χαλκιδικής κοινώς
Τσαπράνι), με όλες τις αναμνήσεις και τη θαλπωρή που φέρει μαζί αυτός ο
«νόστος», λόγω του καυτού μεσημεριανού ήλιου ό, τι είναι στέρεο λιώνει κι εξαερώνεται. Ο κόσμος ολόκληρος
αποσυντίθεται μέσα σε μια παχύρευστη σιωπή και απομένουν μόνο οι λευκοί τοίχοι
των σπιτιών και οι σκιές τους. Ο πρωταγωνιστής Γιάννης Βαλαβανίδης
(τυχαίο;) είναι «εξόριστος από τον αρχαίο κήπο της Εδέμ» εφόσον επιστρέφει μόνο
για μια βδομάδα κάθε καλοκαίρι, με την πρώτη δαγκωματιά του πρώτου σύκου ο κόσμος που ξανάβρισκε το σχήμα του
διαλυόταν πάλι, ενώ στο κλασικό πανηγύρι αντάμωνε όλους γνωστούς,
άγνωστους, αδιάφορους και αγαπημένους, να
πιουν να ζαλιστούν, κι έπειτα να δώσουν ραντεβού για του χρόνου και να
συνεχίσει ο καθένας τη ζωή του όπως νομίζει.
Μια διαφορετική «επιστροφή»
είναι και η επιστροφή του Άγγελου Νόβου στα πατρογονικά, με σκοπό να
«εκδικηθεί» για ένα ανεξιχνίαστο έγκλημα (δεν
είχε καμιά σημασία ποιος και γιατί είχε σκοτώσει, εκείνο το βράδυ, εν ψυχρώ,
τον αδερφό της μάνας του/αν ήταν αυτός αριστερός κι ο θείος δεξιός ή το ανάποδο),
μια ιστορία που ήταν ο λόγος που εκείνος μεγάλωσε εδώ πέρα και όχι εκεί κάτω, που
έγινε αυτός και δεν έγινε άλλος.
Με τη μορφή της νοσταλγίας επιστρέφει
ο χρόνος και στο πρώτο διήγημα «Χορευτό», αλλά και το τελευταίο «Ένας όμηρος»,
που έχουν και τα δυο ως επίκεντρο έναν αξέχαστο έρωτα- έναν έρωτα που σημαδεύει
μαζί με ανεξίτηλες εικόνες που πλαισιώνουν έναν μοιραίο αποχαιρετισμό (θα ήταν εφτά η ώρα το πρωί, μόλις που σάλευε
το αρχαίο δάσος/ κρατώντας ακόμη το χέρι της, ξάπλωνα κάτω απ’ τα άστρα του
βραδινού ουρανού), έναν που πάει χέρι χέρι με το αίσθημα θανάτου.
Στο διήγημα «Σκριάμπιν» η
μοναξιά της μουσικής (κατ’ εξοχήν η τέχνη «του χρόνου») ή μάλλον του μουσικού
διαγράφεται μέσα από τα μάτια ενός σκύλου που μιλάει σε α΄ενικό για τη σχέση
του με την αφεντικίνα του, πιανίστρια ιδιόρρυθμη κι ευφυή (βρισκόταν στην επικράτεια της λογοτεχνίας, κι εδώ τα πάντα επιτρέπονται).
Περισσότερο από τον χρόνο
πρωταγωνιστεί ο χώρος στo διήγημα «Στοές της Αθήνας» και «Αγρύπνια στο Tupelo». Στο πρώτο βλέπουμε μια πρωτότυπη αποτύπωση του
δαιδαλώδους συστήματος στοών της Αθήνας, που ζωντανεύουν σαν να πρόκειται για
κυκλοφορικό σύστημα που «εκβάλλει στην καρδιά της πόλης», ενώ η αναφορά κορυφώνεται
απρόσμενα στις «αειθαλείς νεραντζιές» και τη μυρωδιά των ανθέων που σου παίρνουν το
νου. Στο Tupelo της Βόρειας θάλασσας, πολύ
βόρεια απ’ το Εδιμβούργο, μια πόλη χτισμένη
λες στο πουθενά/κρεμασμένη σχεδόν απ’ τους απότομους βράχους που τους σιγοτρώει
το αλάτι, έναν τόπο «δυστοπικό» θα λέγαμε, ένα νεανικό γλέντι γίνεται το
σκηνικό ενός σιωπηλού και μυστήριου δράματος.
Το μυστήριο υπάρχει εν
σπέρματι σε όλα σχεδόν τα διηγήματα, αλλά εκδηλώνεται περισσότερο στο διήγημα
«Κατμαντού», όπου έχουμε έγκλημα, επιθεωρητή κλπ, αλλά για μένα ήταν μάλλον το
πιο αδύναμο, χωρίς να παραγνωρίζω ότι έχει στοιχεία παρωδίας.
Τέλος, τρία από τα διηγήματα
έχουν αναφορά στην εργασιακή «δυστοπία». Πρόκειται για τα «Ωράριο εργασίας», «Mergers and acquisitions» και «Πρόωρη
συνταξιοδότηση» που δείχνουν το καθένα με διαφορετικό τρόπο την εφιαλτική εκμηδένιση
του σύγχρονου ανθρώπου- εργαζόμενου: ο
κεντρικός ήρωας στο πρώτο -άνθρωπος χωρίς
ιδιότητες-εμφανίζεται με καθηλωτική εμμονή στο καθήκον, στο ωράριο, φυλακισμένος καθώς ήταν σε μια δουλειά που
τη μισούσε αλλά ήταν η μόνη που ήξερε να κάνει. Οι «συγχωνεύσεις και
εξαγορές» στο δεύτερο δημιουργούν μια σταδιακή κατάρρευση που κορυφώνεται καθώς
αδειάζουν τα γραφεία από κάθε ίχνος οργάνωσης και ανθρώπινου δυναμικού, ενώ
στην «Πρόωρη συνταξιοδότηση», όπως το λέει και ο τίτλος η νέα εργασιακή
κατάσταση πυροδοτεί εσωτερική σύγκρουση και αίσθημα απώλειας (το άγνωστο με είχε παραλύσει).
Δεν είμαι σε θέση να κρίνω τα
στοιχεία της pop ή της pulp κουλτούρας για τα οποία μίλησε ο Χρήστος Τριανταφύλλου
στην πολύ ενδιαφέρουσα διαδικτυακή
παρουσίαση που διοργάνωσε η εκδ. Πόλις (https://www.youtube.com/watch?v=bH-bv61QrRY
) με πολλές αναφορές σε έργα που απηχούν κάποια επιρροή, ούτε αν πρόκειται
για όψιμη ή πρώιμη νεωτερικότητα για τα
οποία μίλησε η Βασιλική Πέτσα, γιατί δεν κατέχω παρά παραπλεύρως το πνεύμα
αυτών των ρευμάτων. Επίσης, σίγουρα αξίζει να μελετηθούν οι διαφορετικές προσλήψεις
των «γενεών» Millennials, Generation X, Generation Y, που ενώ
απέχουν ελάχιστα χρόνια έχουν τόσο διαφορετικές καταβολές όπως αναφέρθηκε επίσης
στην ίδια εκδήλωση.
Σίγουρα μπορεί να διακρίνει ο καθένας το νηφάλιο βλέμμα
ανάμεικτο με χιούμορ και τρόμο που χαρακτηρίζει τα κόμικς, ακόμα κι όταν
περιγράφουν τις πιο ζοφερές εικόνες. Την παρωδία, την υπερβολή, τη φαντασία, το
παιχνίδι. Αλλά και το συναίσθημα. Και βλέπει ακόμα, ότι ένας παράξενος
θρυμματισμένος κόσμος προβάλλεται μέσα από οικείες καταστάσεις από τις οποίες
αφορμάται ο συγγραφέας σε κάθε σχεδόν διήγημα. Εικόνες παραμορφωτικές του χώρου
ή του χρόνου, που προκαλούν αντίστοιχες συναισθηματικές, σπάνιας καταγραφής
καταστάσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εκφράζουν τη σύγχρονη αίσθηση απώλειας
ταυτότητας που γυρεύει να αγκιστρωθεί από το γνώριμο και το σταθερό του
χωροχρόνου.
Γι’ αυτό κι επέλεξα για τέλος
το πιο ακραίο κατά τη γνώμη μου διήγημα, όσο αφορά το ά-τοπο και το ά-χρονο,
που εκφράζει κατά τη γνώμη μου και τη μεγαλύτερη τραγωδία των ημερών μας, και
είναι το «Ξένος». Ο ξένος είναι άγνωστης
προέλευσης, μια περίπτωση ακραίας
διαταραχής. Έχει πλήρη απώλεια της αίσθησης του χρόνου και βρίσκεται σε
κατάσταση παραληρήματος:
Όλα είναι μια νύχτα που δεν ξημερώνει ποτέ. Και τώρα
που σας μιλάω νύχτα είναι. (…) Είχα σκύψει πάνω από το άψυχο κορμί του βρέφους
και του έλεγα λόγια ασυνάρτητα, μπερδεμένα, χωρίς κανένα νόημα (…)απ’ όλα τα πράγματα
που δεν θα γνωρίσεις ποτέ να ποιο είναι το πιο σημαντικό και το πιο δυσεύρετο,
η πίστη, η γαλήνη και η αγάπη, το μεγαλύτερο απ’ όλα η γαλήνη (…) σε πήρα εγώ,
σε τύλιξα με τα μπράτσα μου, φτωχό παιδί που μέσα στο σκοτάδι δεν ξεχωρίζω τι
είσαι, κορίτσι ή αγόρι, ξένο ήσουν και σε περιμάζεψα, γυμνό και σε έντυσα, μέσα
στη βάρκα που πλέει ακυβέρνητη (…)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου