Μια πολύ ευχάριστη έκπληξη ήταν για μένα αυτό το βιβλίο που ξεπέρασε κάθε μου προσδοκία, και πέρα από την απόλαυση μιας συναρπαστικής γραφής, μου χάρισε σελίδες υψηλής συγκίνησης. Ενώ το ξεκίνησα με επιφύλαξη μόνο και μόνο από τον τεράστιο τίτλο (συνήθως οι περιφραστικοί τίτλοι δηλώνουν φλυαρία ή διάθεση πρωτοτυπίας), γρήγορα με παρέσυρε η διεισδυτική γραφή με το γλυκόπικρο χιούμορ, το θέμα, αλλά και η έξυπνη δομή που αναδεικνύει το περιεχόμενο.
Ο ήρωας-αφηγητής, Πωλ Γιάνσεν
(από πατέρα Δανό και μάνα Γαλλίδα) απλώνει την εξιστόρησή του σε δυο χρονικά
επίπεδα. Στο «σήμερα» βρίσκεται στη φυλακή σε κάθειρξη δύο ετών (στο
σωφρονιστικό κατάστημα του Μοντρεάλ, το επονομαζόμενο και «φυλακές του
Μπορντώ»), περιγράφει με ποικίλα χρώματα τον εγκλεισμό του και δείχνει αμετανόητος για το παράπτωμα που
τον οδήγησε εκεί, το οποίο όμως δεν μας αποκαλύπτεται παρά πολύ αργότερα. Ξέρουμε
ωστόσο ότι δεν πρόκειται για φόνο, εφόσον ο συγκρατούμενός του, Πατρίκ, ένας
αγαθός γίγαντας με παρορμητική/επιθετική συμπεριφορά αλλά και τρυφερή καρδιά
που κρατείται ως υπόδικος για τον φόνο μέλους των Hells Angels, αναφωνεί:
«δεν μου γέμιζες το μάτι, δεν σε είχα
ικανό για τέτοιο πράγμα. Καλά έκανες. Ασυζητητί. Εγώ θα τον είχα σκοτώσει/Ναι
ρε πούστη, εγώ θα τον είχα σκοτώσει. Το αρχίδι. Αυτούς τους καριόληδες πρέπει
να τους ανοίγεις στα δυο». Έτσι, από πολύ νωρίς γεννιέται στον αναγνώστη
η περιέργεια για το τι ήταν αυτό που
οδήγησε τον μειλίχιο κι ευαίσθητο αυτόν χαρακτήρα στη φυλακή, και μάλιστα δεν
μετάνιωσε γι’ αυτό.
Στο δεύτερο επίπεδο, ανατρέχει
σ’ όλη του τη ζωή ψυχογραφώντας τα πρόσωπα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη
ζωή του: τη μητέρα του, τον πατέρα του Γιαν Χάνσεν, την Ινδιάνα γυναίκα του
Γουινόνα, τη σκυλίτσα του Νουκ, τον μοναδικό του φίλο Κίραν Ριντ (που
παρεμπιπτόντως ασκεί το εκκεντρικό επάγγελμα του «casualties adjustor»,
δηλαδή του «αξιολογητή νεκρών»(!!!)). Όλοι με τη φωτεινή και τη σκοτεινή τους
πλευρά, τις αντιφάσεις τους, τις δύσκολες αποφάσεις, τις μεταστροφές. Δεν είναι λοιπόν τυχαίος ο τίτλος «Δεν
κατοικούν όλοι οι άνθρωποι τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο», που άλλωστε με μια πιο
εύστοχη παραλλαγή αποτελεί και τις τελευταίες κουβέντες του πατέρα, στο
τελευταίο του κήρυγμα: «Δεν βαραίνουν όλοι οι άνθρωποι τον κόσμο
με τον ίδιο τρόπο». Γιατί όλοι οι ήρωες που παίζουν ενεργό ρόλο είναι εξαιρετικές περιπτώσεις, με τεράστιες
διαφορές μεταξύ τους, πάνω στις οποίες σκύβει ο αφηγητής- ήρωας με απόλυτη
ενσυναίσθηση, δείχνοντας κατανόηση και αποδοχή στις πιο μεγάλες αδυναμίες και
πάθη.
Τραγικότερη φιγούρα ο «μετρημένος, δοτικός κι εξαιρετικά γοητευτικός» Γιοχάνες Χάνσεν, ο πατέρας∙ προτεστάντης πάστορας με απίστευτο ταλέντο στο κήρυγμα, με καταγωγή από την ήρεμη ψαράδικη γραφική Σκάγκεν[1] στη Δανία, ερωτεύτηκε την νεαρή Γαλλίδα Άννα Μαρζερί, που διευθύνει πρωτοποριακό κινηματογράφο στην Τουλούζη της δεκαετίας του 60. Μια γυναίκα δυναμική, που εξαπολύει σαν «σοβιετική ομοβροντία» τα επιχειρήματά της υπέρ της ελευθερίας και της «ηδονής χωρίς αναστολές» , που χαρακτηρίζει τον σύζυγό της «ωραίο άντρα» (στην εύλογη ερώτηση του γιου «τι του βρήκε»), και δεν διστάζει να τον εκθέσει προβάλλοντας στον κινηματογράφο της extreme ταινίες όπως το «Βαθύ λαρύγγι», και καθαρά πορνογραφικές ταινίες όταν άρχισε ο κινηματογράφος της να παρακμάζει. Όταν πια η αντίθεση γίνεται αγεφύρωτη, ο πατέρας διωγμένος από την εκκλησία της Τουλούζης, μετακομίζει στον Καναδά, σε μια πόλη εκτεθειμένη στα τεράστια μεταλλωρυχεία του Θέτφορντ Μάινς. Εκεί βρίσκει την ανταπόκριση και την αποδοχή που είχε χάσει στη Γαλλία, όμως έχει ο ίδιος χάσει την πίστη του, όπως ομολογεί σε στιγμές πιο ιδιωτικές. Η μεγάλη μεταστροφή του Γιοχάνες Χάνσεν είναι η σταδιακή παράδοσή του στο πάθος του τζόγου, μια κατηφόρα που περιγράφεται βήμα βήμα, με χιούμορ και κατανόηση εκ μέρους του γιου (ο οποίος μάλιστα σ’ ένα γύρισμα της ατυχίας τον συντρέχει πρόθυμα), για να καταλήξει, οριστικά ηττημένος, χρεωμένος κι απογυμνωμένος από το πάθος, σε μια συγκλονιστική αποστροφή του λόγου του στο τελευταίο, εξίσου μαγικό και αέρινο όσο τα προηγούμενα κήρυγμά του:
Είναι βέβαιο ότι θα μάθετε για μένα πράγματα αρκετά
δυσάρεστα. Όλα θα είναι αλήθεια. Και
για μια ακόμα φορά δεν θα πω τίποτα για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Να ξέρετε
όμως ότι, όλα αυτά τα χρόνια που πέρασα εδώ, συμπεριφέρθηκα σαν ένας αφοσιωμένος
και έντιμος υπάλληλος. Ακόμα κι αν αυτοί οι όροι φαντάζουν σήμερα περίεργοι. Ακόμα
κι αν, εδώ και καιρό, η πίστη με έχει εγκαταλείψει. Ακόμα κι αν η προσευχή έχει
γίνει για μένα κάτι το αδύνατο.
Στον Καναδά τον έχει ήδη
ακολουθήσει και ο γιος του (η μάνα δεν αναφέρεται ξανά, μαθαίνουν κάποια στιγμή
ότι αυτοκτόνησε), ο Πωλ, που δοκιμάζει διάφορες δουλειές μέχρι να καταλήξει
επιστάτης στο κτίριο Excelsior. Ένα κτήριο
με εξήντα περίπου ιδιόκτητα διαμερίσματα, πισίνα, κήπους κλπ των οποίων
αναλαμβάνει τη συντήρηση. Γρήγορα γίνεται ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές,
τακτικές και έκτακτες, ενώ το υψηλό αίσθημα ευθύνης κι η αγάπη του για τους ανθρώπους
τον ωθεί να προσφέρει ανιδιοτελώς κάθε δυνατή βοήθεια, ηθική, υλική και ψυχική
σε όσους αναξιοπαθούντες την έχουν ανάγκη. Μαθαίνοντας όλα αυτά με
γαργαλιστικές λεπτομέρειες, μεγαλώνει ακόμα περισσότερο η απορία του αναγνώστη
πώς ένας τέτοιος άνθρωπος έφτασε σε σημεία παραφοράς, ανεξέλεγκτης και
αμεταμέλητης βίας.
Ακόμα περισσότερο βάθος στον
ψυχισμό του ήρωα δίνει η ερωτική του σχέση με την ινδιάνα Γουινόνα, μια σχέση
αμοιβαίας κατανόησης και αποδοχής του «διαφορετικού», σχέση αληθινής
επικοινωνίας και μοιράσματος. Άλλωστε η Γουινόνα είναι μια ακόμα «κάτοικος» του κόσμου που προσλαμβάνει τη ζωή με έναν
πολύ ιδιόρρυθμο τρόπο. Ενδεικτικό το επάγγελμά της: οδηγεί υδροπλάνο, μεταφέρει
πάνω από λόφους και υψίπεδα «τους ψαράδες στα ψάρια τους», είναι σε απόλυτο
βαθμό δεμένη με τη φύση, είναι μαγεμένη από τις εξαιρετικές αρετές του
κολιμπρί, κι έχει προετοιμάσει τον ήρωα για τον μύθο του αλγκονκίνικου κάτω κόσμου, όπου ζούσαν πλάι πλάι νεκροί και
ζωντανοί. Όπως αντιλαμβάνεται ο
ήρωας, ήταν προικισμένη με το χάρισμα να
αναδεικνύει την καλύτερη πλευά του κάθε ανθρώπου. Το κεφάλαιο «Το
αεροπλάνο, το τρακτέρ και η αναμονή», όπου επίκεντρο είναι η απώλεια της Γουινόνα,
δινει από τις πιο σπαραχτικές σελίδες του βιβλίου, ή μάλλον της ζωής του ήρωα:
Στην πραγματικότητα δεν ήθελα να μάθω το παραμικρό για
το συμβάν, γιατί έτσι θα ξεκινούσε η αργή ανάπλαση του δράματος, και κυρίως ο
καταιγισμός των ερωτήσεων σχετικά με την κατάσταση του σώματος, την παραμόρφωση
του προσώπου, το μαρτύριο της σάρκας, τη θραύση των οστών κα, πάνω απ’ όλα, θα
ενεργοποιούνταν τα αθέατα μαύρα κουτιά
του νου, που ποτέ δεν θα αποκαθιστούσαν τις λέξεις, τις σκέψεις, την ταραχή,
τον πανικό και την οδύνη των τελευταίων δευτερολέπτων, όταν αρχίζεις να
καταλαβαίνεις, λίγο πριν τη συντριβή,
ότι ο άνδρας σου και η σκυλίτσα σου ανήκουν ήδη στον άλλο κόσμο, σ’ αυτό όπου
παρηγοριέσαι λέγοντας παραμύθια, ανοησίες για τη δύναμη των πουλιών, για την
υπομονή των λύκων, για την καλοσύνη των θεών κλπ κλπ
Ναι, ο Πωλ Γιάνσεν είναι ο άνθρωπος που δεν θα σκεφτεί τον παντέρημο εαυτό του όταν χάνει οριστικά τη μοναδική Γουινόνα, αλλά τα δικά της, τελευταία ανυπόφορα δευτερόλεπτα της μετάβασής της από τον έναν κόσμο στον άλλον. Κι αυτό ακόμα περισσότερο διευρύνει την απορία μας για την τρομερά βίαιη και αποτρόπαιη πράξη του, που ήταν βέβαια αποτέλεσμα παρόρμησης και παραφοράς (τότε οι λύκοι μού έδειξαν το δρόμο), αλλά κρύβει ως βαθύτερο αίτιο την εξέγερση απέναντι στη βία της εξουσίας, μιας εξουσίας τυπικής, άτεγκτης και αμείλικτης, που ισοπεδώνει κάθε ίχνος ανθρωπιάς, αντιδιαμετρικά αντίθετης με την συγκολλητική αυτή ουσία που διακρίνει τον Πωλ, που τον ενώνει με τους ανθρώπους, κι ονομάζεται αγάπη:
Mετά από τόσο καιρό σ’ αυτό το υπερωκεάνειο, συνειδητοποιούσα ότι όλους αυτούς τους ανθρώπους τους νοιαζόμουν, κι ότι με κάποιο τρόπο, με τον δικό μου τρόπο, τους αγαπούσα.
[1] Η Σκάγκεν βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της Γιουτλάνδης (Δανία), είχε την μεγαλύτερη αλιευτική κοινότητα στη Δανία, με περισσότερο από το ήμισυ του πληθυσμού της να είναι ψαράδες. Χαρακτηρίζεται από συναρπαστική φύση, λευκές αμμουδιές, ήρεμη ατμόσφαιρα. Η λεγόμενη «Αποικία του Σκάγκεν» ή «οι Ζωγράφοι του Σκάγκεν» (Δανικά: Skagensmalerne) ήταν μια ομάδα Δανών και Σκανδιναβών καλλιτεχνών που συγκεντρώνονταν στην πόλη Σκάγκεν, από τα τέλη της δεκαετίας του 1870 μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα. Η Σκάγκεν ήταν καλοκαιρινός προορισμός που προσείλκυε βόρειους καλλιτέχνες που ήθελαν να ζωγραφίσουν τα ηλιόλουστα τοπία της, μιμούμενοι τους Γάλλους ιμπρεσιονιστές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου