Τρίτη, Φεβρουαρίου 11, 2020

Χρονικόν ενός προαναγγελθέντος θανάτου, Γκάμπριελ Γκαρσία Μαρκές


«Εμπρός», της είπε τρέμοντας από λύσσα, «πες μας ποιος ήταν!»
Εκείνη καθυστέρησε ίσα ίσα όσο χρειάστηκε για να προφέρει το όνομα.
Το αναζήτησε μες στα σκοτάδια.
Το βρήκε αμέσως  ανάμεσα στα τόσα και τόσα μπερδεμένα
ονόματα τούτου του κόσμου και του άλλου
και το άφησε καρφωμένο στον τοίχο
σαν μια πεταλούδα καταδικασμένη απ’ τη μοίρα της.  
Μια ιστορία συνηθισμένα… ασυνήθιστη για τα αυστηρά παραδοσιακά ήθη των κλειστών κοινωνιών, γίνεται συναρπαστική (και όχι μόνο για τον πικάντικο χαρακτήρα της) χάρη στον αξεπέραστο συγγραφέα. Γιατί είναι πια γνωστό στον μέσο αναγνώστη που αγαπά τη λογοτεχνία, ότι στην τέχνη του λόγου δεν έχει -μόνο- σημασία το «τι» αλλά -κυρίως- το «πώς». Και το «τι»  είναι μια αληθινή ιστορία σε χωριό της Κολομβίας[1], που σίγουρα έχει επαναληφθεί πολλές φορές στον χώρο και στον χρόνο, κι έδωσε την αρχική έμπνευση στον Κολομβιανό συγγραφέα: ο γαμπρός δεν βρήκε παρθένα τη νύφη, την στέλνει κακήν κακώς στο πατρικό της την πρώτη νύχτα του γάμου, και τα αδέρφια της νύφης ορκίζονται να σκοτώσουν  τον διακορευτή. Υπόθεση τριών σειρών που υπόσχεται πολλά κουτσομπολιά και κοινωνικά σχόλια, αλλά που ο Μαρκές με την μαγικά υπερβολικό του ρεαλισμό και με κάποιες βασικές ανατροπές την μετέπλασε σε μια πυρηνική αφήγηση 100 σελίδων όπου τέμνονται όλες οι βασικές συνισταμένες της ανθρώπινης τραγωδίας: έρωτας, πάθος, θάνατος, προδοσία, φιλία, μητρική στοργή, φόνος, ενοχή, αθωότητα. Κι όλα αυτά στο στενό κοινωνικό πλαίσιο ενός χωριού της Κολομβίας, σ’ ένα «θέατρο» περίπου 60 ατόμων  που καθένα τους αντιλαμβάνεται και συμμετέχει με τον δικό του τρόπο στο συμβάν.
Ο αφηγητής, φίλος του δολοφονημένου Σαντιάγο Νασάρ, προσπαθεί 27 χρόνια μετά να εξιχνιάσει το έγκλημα σε όλες του τις λεπτομέρειες, παίρνοντας στοιχεία απ’ όλους τους μάρτυρες, κύριους και δευτερεύοντες και αναπαριστώντας στην αφήγησή του όλο το σκηνικό. Με συστηματική έρευνα που θα τη ζήλευε ντετέκτιβ μεταφέρει κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια που αναπαριστά τη μέρα εκείνη, κάποιες φορές σε στυλ αστυνομικής αναφοράς, ή καλύτερα, θεατρικού σεναρίου ενώ σχολιάζει και ερμηνεύει, εφόσον υπάρχουν και αρκετές ψυχογραφικές επισημάνσεις. Έτσι σε λίγες σελίδες σκιτσάρονται όχι μόνο βασικοί χαρακτήρες που πλαισιώνουν τον δολοφονημένο, αλλά ένα ολόκληρο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων, ένα χωριό-κύτταρο της κοινωνίας με τις αγκυλώσεις της και τον παραλογισμό των κοινωνικών συμβάσεών της.
Οι συνθήκες είναι τόσο ασυνήθιστες (κοινώς «κουφές») που θα έλεγε κανείς ότι συνωμότησε το σύμπαν εκείνο το πρωινό για να δολοφονηθεί ο 21χρονος, ευκατάστατος και ευυπόληπτος Σαντιάγο (κι αν δεν γνωρίζαμε από εμπειρία ότι η πραγματικότητα πολλές φορές ξεπερνά τη φαντασία, θα κατηγορούσαμε τον συγγραφέα για τερατώδεις υπερβολές). Γιατί, όχι μόνο έχει προαναγγελθεί ο φόνος αμέσως μετά την «ατίμωση» (ποτέ δεν υπήρξε έγκλημα που να έχει προαναγγελθεί περισσότερο!), κι επομένως το θύμα θα’ πρεπε να προφυλαχτεί, όχι μόνο ΟΛΟΙ σχεδόν γνωρίζουν τον φονιά (για την ακρίβεια τους φονιάδες, που είναι οι δύο δίδυμοι αδερφοί της νύφης) αλλά ήταν γνωστό τοις πάσι από πριν ότι το πρωινό μετά τον γάμο, οι δυο δίδυμοι γύρευαν τον Σαντιάγο για να αποδώσουν τη δικαιοσύνη. Γιατί οι δυο χρισμένοι δολοφόνοι κυκλοφορούσαν με τα χασαπομάχαιρα (καθότι χασάπηδες) κι έκαναν ό, τι ήταν δυνατόν για να διαδώσουν τις προθέσεις τους και (όπως ισχυρίζεται ο οξυδερκής αφηγητής) να τους σταματήσει κάποιος χριστιανός από το προαναγγελθέν και υποχρεωτικό φονικό. Άλλωστε, όπως μαθαίνουμε αργότερα, ο Σαντιάγο ήταν φίλος τους κι έτσι εξηγείται και η σχετική απροθυμία.
Η «ιστορική» συγκυρία του γάμου, που είναι ένα αξιοσημείωτο γεγονός εφόσον ο ξενόφερτος γαμπρός, ο αλλόκοτος Μπαγιάρδο Σαν Ρομάν είναι ιδιαίτερη περίπτωση («όταν ξυπνήσω, θύμισέ μου να την παντρεφτώ») συμπίπτει με τον ερχομό του «επισκόπου» στο χωριό, γεγονός πολύ τιμητικό που αναστατώνει όλη τη μικρή κοινωνία (ο Μαρκές είναι ανελέητος εδώ, γιατί γελοιοποιεί τον επίσκοπο, αλλά και όλο το χωριό, εφόσον όλοι προετοιμάζονται μα ο επίσκοπος δεν καταδέχεται να κατέβει καν απ’ το πλοίο (είχαν ξαπλώσει τους αρρώστους στα κατώφλια για να δεχτούν το γιατρικό του θεού κι οι γυναίκες έβγαιναν τρέχοντας απ΄ τις αυλές με γαλοπούλες και γουρουνάκια γάλακτος κι όλων των ειδών τα τρόφιμα). Όλοι όμως με την αφορμή του γάμου, το γλέντι αλλά και την επίσκεψη, βρίσκονται στο δρόμο. Η κοινωνία είναι όλη επί σκηνής, με την ετοιμότητα και την αναστάτωση που επιφέρουν τα δυο σημαντικά γεγονότα, ο δε μέγιστον η αναμονή του φονικού.
 Από τα πολλά πρόσωπα που παρελαύνουν στο έργο, που όλα έχουν το ενδιαφέρον όπως οι ψηφίδες που κάθε μια έχει τη θέση της στη μεγάλη εικόνα, και καμιά δεν εξαίρει ο ίδιος ο αφηγητής αφιερώνοντας ισόποσα σχόλια και περιγραφές, ξεχωρίζουν κατά τη γνώμη μου δυο προσωπικότητες: η μια είναι της νύφης, της Άνχελα, που η ιδιαιτερότητά της ανατρέπει τα αναμενόμενα (ενδεικτικά, δεν δέχεται να ξεγελάσει τον γαμπρό όπως τη συμβούλευαν οι φίλες της, ερωτεύεται κεραυνοβόλα τον Μπαγιάρδο  κι αρχίζει μια αδιέξοδη αλληλογραφία (ραβασάκια παράνομης ερωμένης, χρωματιστά μπιλιετάκια πρόσκαιρης φιλενάδας, εμπορικά δελτάρια, ερωτικά πειστήρια, τέλος αξιοθρήνητα γράμματα εγκαταλειμμένης συζύγου που επινοούσε αρρώστιες για να τον αναγκάσει να γυρίσει, 2000 γράμματα) τα οποία εκείνος δεν άνοιξε ποτέ (!)). Μια γυναίκα που 23 χρόνια μετά την ατίμωση είχε τελικά καταφέρει να βρει νόημα στη ζωή της.
Και η άλλη είναι η μάνα του αφηγητή, η Λουίσα Σαντιάγα .
Η μάνα το αφηγητή θαρρείς ενσαρκώνει όλο τον διαισθητικό κόσμο αυτής της τόσο διαφορετικής από τη δική μας κουλτούρας, έχει σπάνια διεισδυτικότητα κι ενσυναίσθηση. Άλλωστε, αυτήν τη διαίσθηση, ή μάλλον την έλλειψη της διαίσθησης που συνήθως την διέκρινε, επισημαίνει πρώτη πρώτη ο αφηγητής: ήταν παράξενο που η αδερφή μου δεν το ήξερε (ότι επρόκειτο να τον σκοτώσουν)  αλλά ακόμη πιο παράξενη ήταν η άγνοια της μάνας μου, που μάθαινε τα πάντα πριν απ’ οποιονδήποτε άλλον στο σπίτι, παρόλο που από χρόνια δεν έβγαινε έξω, ούτε καν για να πάει στη λειτουργία. (…) Έμοιαζε να έχει νήματα μυστικής επικοινωνίας με τον κόσμο του χωριού και προπαντός με τους συνομηλίκους της και μας κατέπλησσε καμιά φορά αναγγέλλοντάς μας νέα που δεν θα μπορούσε να γνωρίζει παρά μόνο με τη μαντική. Σαν να «ξέρει από πριν το τέλος», κι όταν μαθαίνει τις προθέσεις των διδύμων βγαίνει να ειδοποιήσει τη μάνα του Σαντιάγο μ’ εκείνη την αποφασιστικότητα που είχε όταν κινδύνευε μια ζωή («πρέπει να είσαι πάντα με το μέρος του νεκρού», είπε). Η μάνα του αφηγητή, ήταν η μόνη που θεώρησε θαρραλέα πράξη τη στάση της Άγχελα να μην ξεγελάσει τον γαμπρό («Εκείνη την εποχή ο Θεός τα καταλάβαινε αυτά τα πράγματα», εξήγησε)!
Οι κριτικοί συμφωνούν ότι απ’ όλα τα έργα του Μαρκές, το συγκεκριμένο δεν είναι δείγμα μαγικού ρεαλισμού, ύφος που χαρακτηρίζει τη γραφή του συγγραφέα. Θα έλεγα όμως, ότι οπωσδήποτε υπάρχει η υπερβολή του μαγικού ρεαλισμού (όπως στο πάθος της Άνχελα για τον Μπαγιάρδο, αλλά ιδιαίτερα στην τελική εικόνα, τη λεπτομερή  περιγραφή των χτυπημάτων με τους μπαλτάδες που ενώ κατακόψαν τον δύστυχο Σαντιάγο, εκείνος περπατούσε «με αξιοπρέπεια» εκφωνώντας  το τραγικά μοιραίο στην αθωότητά του «με σκότωσαν, Βαβέ»), μια υπερβολή που ίσως όμως απεικονίζει την ίδια την κοινωνία της Κολομβίας και γενικότερα της Λατινικής Αμερικής. Μια κοινωνία βίας, έντασης, πάθους, που η ίδια αναπαράγεται αυτόματα στη γραφή του συγγραφέα της, με όλα τα συνακόλουθα: τραγική ειρωνεία, τραγικές συμπτώσεις, μοιραία πάθη  αλλά και σοφία που εκπορεύεται μέσα από τα ακραία βιώματα, στις εσχατιές του έρωτα και του θανάτου.  
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] https://tetragwno.gr/vivlio/kritiki-vivliou/diavasame-to-xroniko-enos-proanaggelthentos-thanatou-tou-gabriel-garcia-marquez: Το βιβλίο «βασίστηκε σε ένα έγκλημα που σημειώθηκε την δεκαετία του ’50 στην Κολομβία, όπου ο Καγετάνο Χεντίλε, συγχωριανός και φίλος του αείμνηστου συγγραφέα δολοφονήθηκε, επειδή έκλεψε την παρθενιά της γυναίκας τού Μιγκέλ Παλένσια»