Δευτέρα, Νοεμβρίου 25, 2019

Άνθρωποι του δάσους, Άννυ Πρου


Οι «άνθρωποι του δάσους» (“Barkskins”), ογκώδες βιβλίο δυναστειών, καλύπτει  την εποχή που η «Νέα Γαλλία» ήταν μια απέραντη, δασώδης, παρθένα έκταση -στις παρυφές της οποίας συμβίωναν πολλές φυλές αυτοχθόνων-, δηλαδή την περίοδο από τα τέλη του 17ου αιώνα, και φτάνει μέχρι και τον 21ο   (για την ακρίβεια μέχρι το 2013). Όμως  κεντρικό θέμα δεν είναι τόσο  οι οικογενειακές σχέσεις όσο η εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου του Καναδά, και η συρρίκνωση/εξαφάνιση των ινδιάνικων φύλων. Με άξονα  την εξέλιξη δυο οικογενειών και την προσαρμογή τους στις εκάστοτε συνθήκες, η συγγραφέας ουσιαστικά μας οδηγεί βαθιά μέσα στην ιστορία του Καναδά, στις συγκρούσεις των διαφορετικών πολιτισμών (ντόπιων αλλά και ευρωπαϊκών), και σε διλήμματα που εξακολουθούν να είναι επίκαιρα ως τις μέρες μας. «Επικό οικολογικό μυθιστόρημα» ονομάζει το βιβλίο ο Μιχάλης Μοδινός (που κι ο ίδιος έχει ασχοληθεί με ανάλογα θέματα στην Αφρική)∙ και είναι εύστοχος ο χαρακτηρισμός, εφόσον το κύριο βάρος είναι η καταστροφή του δάσους απ’ την ακόρεστη αλαζονεία των λευκών, που πιστεύουν ότι η γη είναι ανεξάντλητη, αλλά και η συντριπτική συρρίκνωση του ινδιάνικου στοιχείου, με αποτέλεσμα την εξαφάνιση σημαντικών πολιτισμών.
Άπειρα ονόματα και σχέσεις  συμπλέκονται σχηματίζοντας ένα πολυδιάστατο παζλ, και καταδεικνύοντας την ματαιοδοξία των ανθρώπων που ενώ νομίζουν ότι το πέρασμά τους απ’ τη ζωή είναι μοναδικό και αιώνιο, αφήνουν μόλις ένα χνάρι που στην καλύτερη περίπτωση είναι κάποιοι απόγονοι, που κι αυτοί με τη σειρά τους  πασχίζουν με φιλοδοξίες και προσδοκίες για ένα μέλλον που καταλήγει επισφαλές. Έτσι, η δομή του βιβλίου που είναι χωρισμένο σε κεφάλαια κατά χρονικές περιόδους αλλά και με βάση κάθε φορά μια από τις δυο οικογένειες -κατά γενιές πηγαίνοντας από παιδιά σε εγγόνια, ανίψια, δισέγγονα κλπ-, συντελεί στο να αφήσει αυτή τη γεύση του φευγαλέου, του μάταιου, αλλά και του ακόρεστου. Δεν προλαβαίνει ο αναγνώστης να «ταυτιστεί» παρά για λίγες σελίδες με κάποιους από τους εκάστοτε πρωταγωνιστές που είναι πιο ενδιαφέροντες, ή πιο συμπαθητικοί, πιο συναισθηματικοί, πιο ανθρώπινοι. Έτσι δεν θα βρει ο αναγνώστης ενδιαφέρον τόσο σε συναισθηματικό επίπεδο, όσο σε ιστορικό, περιβαλλοντικό, και  -γιατί όχι;-γεωγραφικό ή μάλλον ανθρωπογεωγραφικό.
Οι περισσότεροι κατιόντες ήρωες, ποτισμένοι από τη φιλοδοξία των προγόνων, συνεχίζουν το έργο της καθυπόταξης του φυσικού πλούτου, μεθούν από την αφθονία της ξυλείας και των παρθένων δασών βάζοντας τον εαυτό τους στο κέντρο του σύμπαντος. Όμως κι αυτούς το πέρασμα του χρόνου τούς προβάλλει τρωτούς και αδύναμους. Πολλές φορές η φύση εκδικείται κι έχουμε τραγικούς και πρώιμους θανάτους.

Οι θεμελιωτές των δύο δυναστειών είναι δυο Γάλλοι μετανάστες, ο Ρενέ Σελ και ο Σαρλ Ντυκέ που έφτασαν μαζί ως “engagés”στη Νέα Γαλλία, δηλαδή ως υπηρέτες  με συμβόλαιο από την πατρίδα τους, και συμπορεύονται για ένα πολύ μικρό διάστημα στην υπηρεσία του Κλοντ Τρεπανί. Φτωχός κι αμόρφωτος ο Σελ, προερχόμενος από φτωχογειτονιές του Παρισιού ο Ντυκέ, είναι στο έλεος του νέου αφέντη. Παρακολουθούμε με ενδιαφέρον την προσπάθειά τους να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες της διαφορετικής ηπείρου  (κρύο, ατέλειωτο δάσος, σκοτάδι, έντομα, τις αρρώστιες, βότανα, Ινδιάνοι, παγωμένος ποταμός κλπ), κυρίως όμως στη σκαιά συμπεριφορά του Τρεπανί που τους φέρεται σα να είναι σκυλιά. Έτσι, λίγες είναι οι μέρες που οι δυο πρωταγωνιστές συνυπάρχουν, γιατί ο Σαρλ Ντυκέ εξαφανίζεται (για να τον βρούμε ως αναγνώστες στο επόμενο κεφάλαιο), όχι μόνο λόγω του κυνισμού του αφεντικού, αλλά γιατί αντιλήφθηκε γρήγορα ότι ο Τρεπανί θα γίνει κάτι σαν φεουδάρχης που δεν πρόκειται να τους παραχωρήσει γη (όπως έγραφε το συμβόλαιο) αλλά θα τους έχει σαν δουλοπάροικους.   
Γρήγορα ο Σελ αντιλαμβάνεται ότι η νέα του δουλειά είναι να κόβει δέντρα. Για την ακρίβεια, ότι ο στόχος όλων αυτών αποίκων είναι να αποψιλώσουν όσο μεγαλύτερη έκταση δάσους μπορούν, προμηθεύοντας με ξυλεία τις ευρωπαϊκές αγορές, για την οποία ξυλεία οι ανάγκες γίνονται όλο και μεγαλύτερες στον «παλιό κόσμο».  Έτσι, παρακολουθούμε την εξέλιξη αυτών των δυο τυχοδιωκτών: ο μεν Ρενέ Σελ επιδίδεται στην κοπή δέντρων και κάποια στιγμή ανεξαρτητοποιείται, ενώ παντρεύεται  σχεδόν αναγκαστικά την Ινδιάνα φυλής Μικμάκ, τη Μαρί (η γαλανομάτα fille du roi των ονείρων του εξαφανίστηκε. Ένιωσε ξανά τον εαυτό του να παρασύρεται μέσα στο ορμητικό ρεύμα των γεγονότων από το οποίο ήταν ανίσχυρος να ξεφύγει) κι έτσι η μια οικογένεια της οποίας την εξέλιξη παρακολουθούμε έχει έντονο το ινδιάνικο στοιχείο. Ο Σαρλ Ντυκέ απ’ την άλλη, αφού διασώζεται σαν από θαύμα, κυνηγάει την τύχη του αρχικά στο γουνεμπόριο (εδώ έχουμε ευκαιρία να δούμε πόσο τυχοδιωκτικά διακινούνταν το εμπόριο της εποχής, με πρωτοπόρους τους Ολλανδούς και ταξίδια ρίσκου μέχρι την Κίνα), για να αντιληφθεί όμως γρήγορα μετά από αρκετές περιπέτειες ότι το συμφέρον βρίσκεται στην εκμετάλλευση της ξυλείας. Πιο ψυχρός υπολογιστής, υιοθετεί τρεις γιους για να έχει διαδοχή στην εταιρεία (που λέγεται από ένα σημείο Τσαρλς Ντιουκ και Υιοί, και αλλάζει ονόματα στο διάβα των χρόνων), ενώ έχει και δικά του παιδιά των οποίων ένα παρακλάδι συγγενεύει με τους Σελ (ένας από τους γνήσιους γιους παντρεύεται ιθαγενή και η κόρη τους παντρεύεται Σελ) αλλά ποτέ δεν το ανακαλύπτουν! Χειριστές νεροπρίονων, εκτιμητές του όγκου της ξυλείας που υπάρχει σε μια περιοχή, συνεργεία παντός είδους, έμπειροι ξυλοκόποι, εργολάβοι και επιθεωρητές/επιστάτες γης,  επιστρατεύονται δημιουργώντας τεράστιες μονάδες εκμετάλλευσης, ενώ συμπληρωματικές επιχειρήσεις υποβοηθούν την κεντρική επιχείρηση.
Τα οικογενειακά δέντρα είναι τόσο μπλεγμένα που  θεωρήθηκε σκόπιμο να παρατεθούν για τον αναγνώστη στις πίσω σελίδες του βιβλίου. Είναι πολυπληθείς οι σχέσεις, οι καταστάσεις, και τα συμφέροντα αλληλοκρουόμενα. Ξεχωρίζουν κάποιες ισχυρές προσωπικότητες, και μάλιστα κάποιες απ’ αυτές είναι γυναίκες: είναι η Μπέατριξ (που ανήκει και στις δυο οικογένειες, εφόσον είναι απόγονος των Σελ και παντρεύεται Ντυκέ 324),η Πόουζι των Ντιούκ και η κόρη της Λαβίνια, που αναδεικνύεται σε μεγάλη επιχειρηματία, με ακόρεστη φιλοδοξία και προσαρμοστικότητα στις εκάστοτε νέες συνθήκες.  Η τελευταία μάλιστα μπλέκει και σε ρομαντικό ειδύλλιο με τον σκεπτικιστή (όσο αφορά την καταστροφή των δασών) Ντίκερ, που κι αυτός είναι μια προσωπικότητα ξεχωριστή. Ιδιαίτερη είναι και η Σαπατίσια της εποχής μας πια, που αποσύρθηκε στις ερημιές αφού μελέτησε τα οικοσυστήματα και γύρισε όλον τον κόσμο.
Όμως οι πραγματικοί πρωταγωνιστές είναι τα… πραγματικά δέντρα, του απέραντου, μοναδικού και ανεπανάληπτου δάσους. Πονάει η ψυχή του αναγνώστη όταν βλέπει με μυθιστορηματική λεπτομέρεια πόσο άπληστος για ενέργεια/πλούτο/κέρδος ήταν ανέκαθεν ο άνθρωπος, με πόση άγνοια και αποκοτιά καταπατά τη φύση και τους ανθρώπους που σέβονται τη φύση, και με πόσο εγωισμό την ισοπεδώνει χωρίς έλεος (για μια στιγμή τρόμαξε∙ αν ολόκληρα χιλιόμετρα δάσους μπορούσαν να αφαιρεθούν τόσο γρήγορα από μερικούς άντρες με τσεκούρια, μήπως τότε το δάσος ήταν τόσο ευάλωτο όσο και οι κάστορες;). Καλλιεργεί ανταγωνιστικές σχέσεις με όσους καταπατούν, όπως κι αυτός, τις εκτάσεις που εποφθαλμιά, και κηρύσσει πόλεμο με όποιον στέκεται εμπόδιο. Χαρακτηριστική η περίπτωση του Ντυκέ:
Μετά απ’ όλες τις αδικίες που είχε υπομείνει, μετά απ’ όλα όσα είχε κάνει, που πέρασε στο Νέο Κόσμο, που δραπέτευσε από τον Τρεπανί, που έμαθε τη σκληρή δουλειά, του voyageur, ανακάλυψε τον τρόπο να χρησιμοποιεί το δάσος για να πλουτίσει, που έμαθε να διαβάζει και να γράφει και να μετράει, που ταξίδεψε στην Κίνα, μετά απ’ όλες τις εμπορικές διασυνδέσεις που είχε δημιουργήσει, είχαν έρθει αυτά τα αποβράσματα του Μέιν για να κλέψουν τη δική του ξυλεία.  
Οι άνθρωποι του βασιλιά στη Νέα Γη, που είναι ανεξέλεγκτη για τη γηραιά ήπειρο, "κλέβουν το Στέμμα" εκχωρώντας κομμάτια γης σε άλλους, ενώ εξασφαλίζουν τα καλύτερα φιλέτα για τον εαυτό τους. Στην καλύτερη περίπτωση κάποιοι απ’ τους ιδιοκτήτες εταιρειών, πριονιστηρίων κλπ φροντίζουν για μερική (;;!!) αναδάσωση, που ποτέ όμως δεν μπορεί να υποκαταστήσει τα αιωνόβια δέντρα που εξαφανίστηκαν ανεπιστρεπτί. Οι επιχειρήσεις εξαπλώνονται και στον τομέα της κατασκευής τσεκουριών, η δε απληστία οδηγεί κάποιους μέχρι την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία (Εταιρεία Νέας Ζηλανδίας) με συστηματικό εποικισμό (ιεραπόστολους κλπ), όπου η επαφή με τους ανθρωποφάγους Μαορί ήταν πρόκληση. Η ομορφιά του καινούριου κόσμου με τα παρθένα δάση, τα έντονα χρώματα και τα μεθυστικά αρώματα αντισταθμίζεται από τους άγνωστους, «αρχαίους» κινδύνους. Εκεί όμως υπάρχει και ο παράδεισος της ξυλείας, τεράστιες εκτάσεις με τα περίφημα, απίστευτα  δέντρα «κάουρι»,  των οποίων ο κορμός μπορούσε να έχει την περιφέρεια μιας μεγάλης χριστιανικής εκκλησίας (τώρα βέβαια έχουν εξαφανιστεί αυτού του μεγέθους τα κάουρι)!!
Βέβαια, υπάρχουν κι αυτοί που πενθούν για την απώλεια του δάσους κι όλης της ποικιλότητας ζωής φυτικής και ζωικής που σημαίνει το δάσος, και είναι φυσικά οι ινδιάνοι. Η πρώτη φωνή που ακούμε, φωνή που θρηνεί για την απώλεια των πυκνών σημείων στο δάσος όπου φύτρωναν ορισμένα φυτά αλλά δεν φυτρώνουν πια λόγω της δραστηριότητας των αποίκων και που αντιστέκεται σ’ αυτήν την αλόγιστη αποψίλωση, είναι της Μαρί, της γυναίκα του Ρενέ Σελ: το δάσος ήταν μια ζωντανή οντότητα, ζωτικής σημασίας όσο και οι υδάτινοι δρόμοι, γεμάτο με δώρα, φάρμακα, τροφή, καταφύγιο, υλικά γα εργαλεία. Έπρεπε να ζεις μαζί του αρμονικά, νιώθοντας ευγνωμοσύνη. Γυναικεία λόγια, κατά τον Ρενέ. Όμως, σύμφωνα με την παράδοση των Ινδιάνων, οι γυναίκες είναι σημαντικές, αυτές έπαιρναν τις μεγάλες αποφάσεις.
Βλέπουμε λοιπόν αυτούς τους λαούς να εκτοπίζονται από Γάλλους και Άγγλους που προελαύνουν με τον αέρα του κατακτητή. Οι Γάλλοι μάλιστα χρησιμοποιούν τους Ινδιάνους σαν στρατιώτες που πολεμάν για λογαριασμό τους, ή για την προστασία τους, εκμεταλλεύονται σεξουαλικά τις γυναίκες τους, τους δίνουν δώρα, τους εξαγοράζουν, τους εξαπατούν (Ζοζέπ: δεν καταλαβαίνουν ότι είμαστε σύμμαχοι του Γάλλου βασιλιά, αλλά όχι υποτελείς του), όπως ακριβώς και οι Ισπανοί, Βέλγοι Ολλανδοί κλπ σε Κεντρική, Νότια Αμερική, και Αφρική. Βλέπουμε και τον ανταγωνισμό Γάλλων και Άγγλων για τη Νέα Γη, όπου οι πρώτοι παρουσιάζονται πιο ανθρώπινοι (παντρεύονται και κάποιες Μικμάκ), ενώ οι Άγγλοι νομίζουν πως όλα είναι ιδιοκτησία τους).
Καθώς διερχόμαστε τις γενιές, παρακολουθούμε τις τραγικά συγκινητικές προσπάθειες των Ινδιάνων (που βέβαια έρχονται σε επιμειξίες με τους «εισβολείς») να μη χάσουν στοιχεία του πολιτισμού τους, ενώ παράλληλα αναγκάζονται να μάθουν τη γλώσσα των ευρωπαίων, τη γραφή κλπ. Κάποιοι, όπως ο Τεοντίστ,  πολεμούν κι εναντίον των Άγγλων (όταν οι Άγγλοι κήρυξαν το Χάλιφαξ αγγλικό οικισμό, το 1749). Δυσκολεύονται όμως να διατηρήσουν τον τρόπο ζωής τους ∙ να βρουν αχιβάδες που υπήρχαν άλλοτε κάτω απ’ τα παχιά φυλλώματα και τα έτρωγαν τα γουρούνια∙ βότανα που ήταν πολύ κοινά –μολόχα, τσουκνίδα, ζοχός, λάπαθο κ.α.- τώρα γίνονται σπάνια, κι έτσι δεν έχουν άλλη λύση επιβίωσης από το  να υιοθετήσουν τους τρόπους των Ευρωπαίων. Το κυνήγι των ζώων σπανίζει, κι έτσι οι κυνηγοί τώρα πια λείπουν ώρες από τα σπίτια τους. Κάποια στιγμή συνειδητοποιούν ότι είναι δυο διαφορετικοί κόσμοι, και πρέπει με συνειδητές προσπάθειες να κρατούν τον «κόσμο τους ως Μικμάκ», ενώ παράλληλα τους λείπει η τροφή κι η στέγη.  Όσο περνούν τα χρόνια αντιμετωπίζουν και μεγαλύτερη εχθρότητα (ιδιαίτερα από τους Άγγλους) και οι ίδιοι βρίσκονται σε απόγνωση: Ήταν μαρτύριο να βλέπει τους ανθρώπους της φυλής του πεινασμένους να τρέχουν πίσω απ’ τους Εγγλέζους ζητώντας δουλειά ή φαγητό). Το χειρότερο όμως είναι ότι, όσο περνούν τα χρόνια, χάνουν την ικανότητα να νιώθουν πώς να καταλαβαίνουν και να αποκρυπτογραφούν π.χ. τα ίχνη των ζώων, τα εποχικά σημάδια των φυτών και των δέντρων, τις οσμές των αρκούδων, κλπ κλπ. Ο ρόλος των Ινδιάνων πια σιγά σιγά ξεπέφτει σε οδηγούς των λευκών στο κυνήγι, στο ψάρεμα (οι λευκοί δεν καταλαβαίνουν ότι αυτή ήταν η δουλειά μας. Γι αυτούς το κυνήγι και το ψάρεμα είναι παιχνίδι μόνο. Νομίζουν ότι είμαστε τεμπέληδες γιατί μόνο «παίζουμε»).
Απ’ την άλλη, η δυτική/χριστιανική αντίληψη θεωρεί τους Ινδιάνους «πρόβλημα», γιατί δεν χρησιμοποιούν σωστά τη γη, απλώς περιφέρονται και κυνηγούν. Για τους Ευρωπαίους, είναι φυσιολογική και χριστιανική η αλλοτριωμένη αντίληψη:  «Όπως μας λέει η Αγία Γραφή, είναι καθήκον μας να χρησιμοποιούμε τη γη. Και υπάρχει τόση γη εδώ, που μπορείς να κάνεις οτιδήποτε θέλεις. Οι Ινδιάνοι δεν μπορούν να καταλάβουν ότι η σωστή χρήση είναι να αποψιλώσεις, να οργώσεις, να φυτέψεις και να συγκομίσεις, να βάλεις ζώα να βοσκήσουν, να ανοίξεις ορυχεία και να παραγάγεις ξυλεία. Με λίγα λόγια είναι απολίτιστοι. Και αντίχριστοι». Υπάρχει βέβαια και ο αντίλογος του Μπερνάρ, που τον κρατά όμως για τον εαυτό του: «και γιατί δε θεωρούσε χρήση της γης το κυνήγι και τη συλλογή καρπών;»
Οι απόγονοι του Σελ, που έχουν έντονο το ινδιάνικο στοιχείο, έχουν περισσότερο ενδιαφέρον γιατί ζουν στο μεταίχμιο των δυο κόσμων: (Δεν ανήκω εδώ. Δεν ανήκω στο Μικμάκι –Νέα Σκωτία το λένε τώρα. Είμαι κάτι ξέχωρο απ’ όλους, Άγγλους, Μικμάκ, Γάλλους, Αμερικανούς. Δεν έχω θέση πουθενά. Πολλοί Μικμάκ στο χωριό προσποιούνται ότι όλα είναι εντάξει, αλλά τα ζώα σπανίζουν, και κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ο σωστός τρόπος να ζει). Μερικούς μάλιστα τους προορίζουν και για επιχειρηματίες.
Οι αιώνες περνούν και η τεχνολογία προχωράει. Οι τεράστιοι κορμοί δεν μεταφέρονται πια με το ρεύμα των ποταμών, αλλά δημιουργούνται οι σιδηρόδρομοι, με όλες τις απαραίτητες διεργασίες που σημαίνει αυτό (κι άλλη αποψίλωση, ρευστοποίηση μεταλλευμάτων=> απίστευτος αριθμός δέντρων , πυρκαγιές ελεγχόμενες και ανεξέλεγκτες .  Φτάνοντας στον 20ο αιώνα, κάποιοι έχουν συνειδητοποιήσει ότι  η φύση είναι πεπερασμένη, κι ότι η εκμετάλλευσή της προϋποθέτει μια πολιτική συντήρησης. Ήδη ο Ρούσβελτ ενσωματώνει αυτήν την πολιτική σε θεσμούς και νόμους (δασοπονική Υπηρεσία, κρατική κατάσχεση δασικών εκτάσεων, κρατικός έλεγχος). Όμως η πρώτη πραγματικά συνειδητή «οικολογικά ευαίσθητη»  φωνή στο βιβλίο, που νοιάζεται όχι για τον άνθρωπο-εκμεταλλευτή αλλά για το ίδιο το δάσος είναι του Τσάρλι, του «αποτυχημένου» γιου του Ντίρερ:
-Είδα πάρα πολλές φυτείες πεύκων σε τακτοποιημένες σειρές. Αλλά δεν τα θεωρώ δάση.
-Μάλιστα. Για σένα δηλαδή τι είναι δάσος;
ίμαι σίγουρος ότι οι άγριες φυσικές δασικές εκτάσεις είναι τα μόνο πραγματικά δάση. Ολόκληρη η ατμόσφαιρα-το περιβάλλον, ο αέρας, οι μπλεγμένες μεταξύ τους ρίζες, οι ταπεινές φτέρες και οι λειχήνες, τα έντομα και οι αρρώστιες, το χώμα, το νερό, ο καιρός. Όλα αυτά τα κομμάτια φαίνονται πως πλέκονται μαζί και σχηματίζουν μια μεγάλη άγρια ορχήστρα. ΄
Ένα δάσος που ζει για τον εαυτό του και όχι προς όφελος της ανθρωπότητας. 
Καθώς προχωράμε στο τέλος του 20ου αιώνα και στις αρχές του 21ου, βρίσκουμε τους απόγονους των δυο δυναστειών Κόνραντ, Ζαν και Φίλιξ πιο ευαισθητοποιημένους  να σπουδάζουν, να ερευνούν τα οικοσυστήματα και ιαματικά φυτά των Μικμάκ, να προσχωρούν στον ακτιβισμό, («οικοβλαμμένους», του αποκαλεί κάποιος!). Οι δυο τελευταίοι μάλιστα επισκέπτονται την Σαπατίσια Σελ, θεία τους επιστήμονα που έχει αποσυρθεί στην ερημιά, για να τη ρωτήσουν για τα βότανα των Μικμάκ: αν ξέρουμε ότι ένα συγκεκριμένο φυτό γιατρεύει τον πόνο ή τη φαγούρα, γιατί δεν μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε πια;
Θα τελειώσω την «ανάγνωση» αυτού του βιβλίου με τη μεγαλειώδη απάντηση της Σαπατίσια, που νομίζω ότι είναι και απόσταγμα σοφίας όλης της μυθιστορηματικής πλοκής:
-Για όνομα του θεού, ήρθατε μέχρι εδώ για να με ρωτήσετε αυτό;(…)Ίσως νομίζετε ότι έχω την απάντηση. Δεν την έχω.(…) Εκείνα τα φυτά περιτριγυρίζονταν από δυνατά και υγιή δέντρα, δέντρα που δεν υπάρχουν πια, δέντρα που αντικαταστάθηκαν από άλλα, αδύναμα κι αρρωστημένα. Δε γνωρίζουμε τίποτα για τη συμβιωτική σχέση που είχαν αναπτύξει εκείνα τα φυτά με τα δέντρα και τους θάμνους της εποχής τους.
Το δάσος είναι η αρχή και πιθανώς το τέλος.

Υγ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η παρουσίαση της Μάρω Βασιλειάδου, στο άρθρο  "Η ευαίσθητη επιδερμίδα των δέντρων"
Χριστίνα Παπαγγελή


Σάββατο, Νοεμβρίου 02, 2019

Κόμπο τον κόμπο, Δήμητρα Λουκά


Πρόκειται για 22 σπαραχτικές αφηγήσεις  από την περιοχή της Πρέβεζας, στα σκληρά μεσοπολεμικά χρόνια οι περισσότερες, μέχρι και τον εμφύλιο. Με έντονο το στοιχείο της προφορικότητας, όχι μόνο γιατί έχουμε αυτούσιο -υποθέτω- το ιδίωμα της περιοχής, αλλά και γιατί η δομή της αφήγησης ακολουθεί τις τεχνικές του προφορικού λόγου: το ενδιαφέρον υψώνεται εξαρχής κάθετο μέσα από ένα κεντρικό συναίσθημα (π.χ. αφού επιμένεις να με ρωτάς για τον πατέρα μ’, θα σου πω ότι περήφανος δεν είμαι/τι τα θέλεις μωρέ παιδάκι μ’ και τα σκαλίζεις τώρα; Ήταν άτυχος ο αδερφός μ’, και κάθε φορά που τον θυμιέμαι μου λιγώνεται η καρδιά/στην κηδεία του άντρα της του Θωμά, η Φρόσω έμοιαζε σα να θέλει κι εκείνη να πεθάνει) που ξεδιπλώνεται από τις πρώτες πρώτες αράδες προς τον κεντρικό πυρήνα της αφήγησης. Συνήθως υπάρχει ένα β΄ενικό («παπά μ΄», «Θοδωρούλα μ’», «παιδάκι μ’», «Διονυσούλα μ’»), ένα πρόσωπο στο οποίο εξομολογείται ο εκάστοτε αφηγητής/τρια. Κυρίως όμως, όπως ακριβώς και στον προφορικό λαϊκό λόγο, δεν υπάρχει παραστατικότητα θεατρική, ανάλυση ή αναστοχασμός αλλά γεγονότα που πολλές φορές μάλιστα απλώνονται σε μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ τα συναισθήματα αποδίδονται λιτά και σύντομα, όμως με δυνατές μεταφορές (έλεγα ότι η σιωπή θα ημερέψει σιγάσιγά τον πόνο, αλλά εκείνη τον θέριεψε σαν τον ασπάλαθρα την άνοιξη κι όλο μ’ αγκυλώνει την καρδιά). «Κόμπο τον κόμπο» αφηγείται κάθε φορά το πρόσωπο-πρωταγωνιστής, που τον πνίγουν ο πόνος και οι αναμνήσεις, και νομίζω ότι δεν θα μπορούσε να υπάρχει πιο εύστοχος τίτλος: από κόμπο σε κόμπο προχωρά στέκεται η μνήμη, η αφήγηση, η ματιά, η ψυχή. Η αφήγηση επομένως γίνεται πολλές φορές συνοπτική σε χρόνο όπως ακριβώς λειτουργεί η ανάμνηση, με ελάχιστους διαλόγους, ενώ σταλάζουν στον αναγνώστη εικόνες ανεξίτηλες, εικόνες  που μέσα απ την διάφανη σκληρότητά τους υποδηλώνουν κάθε φορά το απύθμενο  βάθος μιας ανώνυμης -πάντα όμως προσωπικής- τραγωδίας.  Απ΄αυτές τις αμέτρητες, που σκηνοθετεί η σκληρή ζωή της ελληνικής επαρχίας, ιδιαίτερα  στα «πέτρινα χρόνια». Κι όταν πρόκειται για μια περιοχή με ιδιαίτερη ιστορία όπως η περιοχή της Πρέβεζας, όπου δεσπόζουν τα Τζουμέρκα με την ιστορική παράδοση στην κλεφτουριά, σχετικά κοντά στα σύνορα με την Αλβανία, με μειονότητες όπως οι Τσάμηδες και με φουντωμένα τα πάθη του εμφυλίου στα ηπειρωτικά βουνά, οι μαρτυρίες είναι καυτή λάβα.
Κάθε διήγημα λοιπόν, ακόμα κι αυτά που εκτείνονται σε 2-3 σελίδες, σηματοδοτεί κι από μια τραγωδία, αγγίζοντας από τη μια τα περιθώρια της επίσημης ιστορίας, κι απ την άλλη το βάθος της ανθρώπινης ζωής στην υπαρξιακή μοναξιά της. Και οι συνθήκες είναι μοναδικές κι ανεπανάληπτες:
·         Η κόρη που περιμένει την επίσκεψη της μάνας, η οποία  τους είχε εγκαταλείψει μαζί με τον αδερφό, όταν ήταν πολύ μικρά για να κάνει μεγάλη ζωή με άντρα σταφιδέμπορο απ’ την Πάτρα. Κι όταν έρχεται σαν την άνοιξη, είναι «η ομορφιά της καλύτερη κι απ’ το λουλούδι τα’ άσπρο», μα έμεινε τρία βράδια και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Η ζωή προχωρά «κόμπο τον κόμπο» για να καταλήξει στην έσχατη γνώση (τότε κατάλαβα που ο άνθρωπος άμα αλέθεται με τούτο και με κείνο, θέλει δε θέλει, λησμονάει τους πεθαμένους, λησμονάει και τους ζωντανούς που, χει χρόνια πολλά να τους δει, γιατί και κείνοι πεθαμένοι λογαριάζονται μέσα τ’. Έτσι, τη συχώρεσα τη μάνα μ’, και με τη συχώρεση τη δική της γίνηκε το κλάμα μ’ τραγούδι, και από τότες πορεύτκα στη ζωή αχόλευτη ως τα σήμερα)
·         Το μακελειό στο σπιτικό του Ραχάμ του εβραίου στη διάρκεια του πολέμου , που «ψυχή σαν αυτού δεν ηύρε» (τη νίλα που είδαμε στο αραγώι την έχω αγκίδα στην καρδιά να με τρυπάει ως τα σήμερα)
·         Το κρίμα του πατέρα που ο γιος του βρήκε παράδες και μας το κρατάει κρυφό, και  κείνος καλύπτει το φονικό με την πρόφαση ότι ο γιος ατίμαζε την αδερφή (ήρθα να σε βρω και να στα πω παπά μ’, γιατί οι αράχνες μου δαγκάνουν τώρα το κορμί και να τις ξεπαστρέψω δεν μπορώ)
·         Το φευγιό μέσα στη νύχτα απ’ τους «αμίτες» (ΕΑΜίτες) της μάνας με τα παιδιά και τα μωρά στην αγκαλιά και τη μηχανή SINGER (βάλε σημάδι, κοπέλα μ’, να τη βρούμε πάλε όταν περάσει ο χαλασμός)
·         Η νύφη που την είχαν σαν δούλα και δεν την άφησαν ούτε το παιδί της να μεγαλώσει
·         Οι Τουρκαλβανοί/Τσάμηδες[1] που δέχτηκαν στην περιοχή της Πρέβεζας τα κύματα των προσφύγων του ’22 (οι Τσάμηδες δεν περιλήφθηκαν στην ανταλλαγή πληθυσμών), αλλά ζούσαν πάντα με φόβο γιατί ήταν μουσουλμάνοι και δεν τους ήθελαν ούτε στην Τουρκία (ο φόβος κερί αναμμένο έκαιε μέρα νύχτα απάνου στο σοφρά). Η αφηγήτρια είναι Τσάμισα  και μιλά στο δάσκαλο του χωριού (Σπαθαραίους) για το «κακό το μεγάλο» (όποιος σέρνει το χορό , δάσκαλε, θέλει και κάποιον να του κρατά τα ίσια, κνένας δε χορεύει μοναχός τ’): με αφορμή διακόσια πρόβατα γίνεται μεγάλο φονικό Τσάμηδων (δε ρίχνω το βάρος όλο στους χριστιανούς/έκαμαν κι οι δικοί μας πολλά/εκεί απάνου απ΄το κορμί μ’ το σακατεμένο, ορκίστκα να κρατήσω το παιδί).
·         Ο αψίθυμος Σπύρος, που από πληγωμένο φιλότιμο σκότωσε άνθρωπο και κρύφτηκε για ένα χρόνο στα βουνά γίνεται αφορμή για νέο φονικό απ’τον αφηγητή, όταν μαθαίνει ότι τον ξεγέλασε αυτός που τον φυγάδευσε απ’ την Πάργα (αλλά τι τα θέλεις, Μήτσο μ’, τα πλούτη έρχονται και φεύγουν σαν τα περατάρικα τα πουλιά)
Δεν είναι φυσικά σκόπιμο να αναφερθώ και στις 22 τραγωδίες της συλλογής, αν και όλες ανεξαιρέτως έχουν κάτι μοναδικό και ιδιαίτερο. Το  πρόχειρο δείγμα παραπάνω δείχνει  τον σπαραγμό ψυχής που κρύβεται πίσω απ’ αυτές τις ανώνυμες εξιστορήσεις, όπου κοινός τόπος είναι οι στερήσεις, η σκληρή αγροτική ζωή, το αναποδογύρισμα της μοίρας με εύκολη λύση το φονικό, το φευγιό, η εκδίκηση, ο ολοφυρμός των γυναικών (το φευγιό δε σβήνει το μνημονικό, μόνο ο Χάρος το ξεριζώνει). Κι ο θάνατος, φυσικός σαν κεραυνός, βιώνεται με διαφορετικό τρόπο σ’ αυτό το πλαίσιο: συγκλονιστικό το διήγημα «Πηγαδούσες» όπου μιλά η κόρη που έπεσε στο πηγάδι και την πήραν οι πηγαδούσες, εκειές οι έρμες που γλυκαίνουν τις κοπέλες με τη φωνή τους και τις παίρνουν στον κόσμο τον άλλο, αλλά και οι συμβουλές της αφηγήτριας για να γυρίσει ο αποθαμένος στο «Ο γυρισμός» (Σώπα, με το μοιρολόι δεν έρχεται πίσω/Τίποτα δε γένεται αν δεν προσεύχεται πρώτα η ψυχή και μετά το στόμα. Όταν ακούω ελαφρά τα πατήματά τα’ στις πλάκες της αυλής, σκώνομαι και του ανοίγω σιγανά την πόρτα. Το καντήλι σβήνει, οι άγιοι σφαλίζουν τα μάτια (…) τα ματάκια τ’ θολά, τα χείλια τ’ μπλάβα, τα μαλλάκια τ’ άσπρα τούφες τούφες και λιγοστά. Το κουστούμι τ’ έχει πάρει να πρασινίζει και να ξεφτίζει τόπους τόπους. Δε γίνεται να στ’ αλλάξω, σταυραϊτέ μ’ του λέω).
Ξεχωριστό είναι το σχετικά εκτεταμένο τελευταίο διήγημα, «Η εξαφάνιση της κεφαλής του Λάμπρου Γκαμέρα», ο οποίος εμφανίζεται ως ιστορικό πρόσωπο, ληστής που σκοτώθηκε στην Κρυοπηγή των Τζουμέρκων μετά από συμπλοκή με τη χωροφυλακή το 1931. Η υπόθεση  ξεφεύγει από το ιστορικό ενδιαφέρον κι αποκτά αστυνομική πλοκή με στοιχεία μεταφυσικής, εφόσον η κεφαλή και το μαχαίρι του Γκαμέρα έχουν εξαφανιστεί μυστηριωδώς απ΄ τη θέση τους στο Ιατροδικαστικό Τμήμα. Με θαυμαστό τρόπο ξεδιπλώνεται η τραγική ιστορία του ήρωα από την κόρη του, προς τον αφηγητή/ερευνητή του μυστηρίου:
-Μη με τηράς έτσι, σου’ πα απ’ την αρχή ότι, αν δεν πιστεύεις σαν το παιδί τα’ απονήρευτο ετούτα που σου λέω, να φύγεις.
Δεν ήθελα να τη θυμώσω. Της εξήγησα ότι
άλλο πράγμα είναι η έκπληξη κι άλλο η πίστη σ’ όσα ακούω.

Το θηλυκό στοιχείο
Όπως είδαμε και στα διηγήματα που προαναφέρθηκαν, σ’ αυτόν τον κόσμο της σκληρής ζωής και του θανάτου, η γυναίκα αγκαλιάζει τον πόνο με απαντοχή, θρηνεί σιωπηλά και καρτερικά (εξαιρετικό και το «Σαρκό» όπου η «θειά» αντιμετωπίζει την αρρώστια «σαν έτοιμη από καιρό»: Όσο να’ ρθεις πάλι, μπορεί να την έχω χάσει τη λαλιά μ’ Σοφούλα μ’. Ε, τότες θα πούμε κι εκειά που δε λέγονται). Γιατί ακόμα πιο τραγική είναι η θέση της γυναίκας στην κοινωνία αυτή, που είναι φτιαγμένη στα μέτρα των αντρών. Μια κοινωνία όπου τη στέρφα γυναίκα την επιστρέφουν στο πατρικό της, όπου ο πατέρας γκαστρώνει την κόρη του εν γνώσει της μάνας και η λύση βέβαια είναι να τη δώσουν σε σακάτη άνδρα, όπου ο σύζυγος νομιμοποιεί στη διαθήκη το παιδί που έκανε με την οικιακή βοηθό, όπου ο αδερφός («αλλάδελφος» για την ακρίβεια) προσπαθεί να «ρίξει» την αδερφή στα κληρονομικά («Στον τάφο τ’ να χορέψω» είναι ο καταπληκτικός τίτλος), όπου η γιαγιά πενθεί όλη της τη ζωή το θάνατο του πρώτου της παιδιού.
Κι η μάνα, που το παιδί  της γεννήθηκε παράλυτο, «ξεψυχάει για να το βλέπει να βαριοκοιμάται και να γέρνει το κεφαλάκι τ’ αδέξια σαν το λουλούδι το μαραμένο», του μιλάει και του τραγουδάει, και δίνει τη νύχτα όσα δίνει στα άλλα δυο τη μέρα, κι ενώ ο «πόνος τ’ της πλακώνει την καρδιά», φτάνει στη μεγαλύτερη σοφία που μπορεί να φτάσει η ανθρώπινη καρδιά:
Μη βαρυγκομάς, καρδούλα μ’, έλεγα από μέσα μ’, πουλί του θεού είναι κι αυτό, θέλει να κουρνιάσει στη φωλιά της μάνας τ’.
 Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Τσάμηδες(από την Wikipedia): Με την ενσωμάτωση της Ηπείρου στο ελληνικό κράτος το 1913, η Ελλάδα αναγνώρισε την ύπαρξη μουσουλμάνων Τσάμηδων στη Θεσπρωτία, στην Πρέβεζα και στα Ιωάννινα. Το αλβανικό κράτος έκανε λόγο για ύπαρξη επίσης χριστιανών Τσάμηδων και διεκδικούσε εδάφη από την Ελλάδα, τα οποία αποκαλούσε Çamëria (Τσαμουριά στα ελληνικά). Στο διάστημα της κατοχής της Ελλάδας από τον Άξονα, το 1941 με 1944, ένα μέρος των Τσάμηδων συνεργάστηκε με τις δυνάμεις κατοχής και διέπραξαν εγκλήματα σε βάρος Ελλήνων στη Θεσπρωτία. Η Ιταλία, η οποία αναγνώριζε χριστιανούς Τσάμηδες και πλειοψηφία των Αλβανών στη Θεσπρωτία, εισηγήθηκε στον Άξονα να δοθούν κομμάτια της Ηπείρου στην Αλβανία, το σχέδιο όμως απορρίφθηκε από τη Γερμανία. Με την αποχώρηση των Ναζί από την Ελλάδα, ο ελληνικός στρατός εκδίωξε το μεγαλύτερο μέρος΄των μουσουλμάνων Τσάμηδων.