Παρασκευή, Ιουλίου 26, 2019

Οι φωνές του ποταμού Παμάνο, Jaume Cabré


Είναι τόσο απαραίτητο να γράψεις ενάντια στον θάνατο∙
είναι τόσο σκληρό να γράφεις και ο θάνατος να σου κρύβει κάθε σημάδι ελπίδας.
(…) Είχε γράψει απελπισμένα, έτσι ώστε ο θάνατος να μην έχει την τελευταία λέξη.

Απίστευτες τραγωδίες του ισπανικού εμφυλίου στην Καταλονία συμπλέκονται μεταξύ τους και μεταφέρονται  με την εκπληκτική γραφή του Cabré, γνωστού από το έπος Confiteor  (γραμμένο το 2012, κατέπληξε πριν τρία χρόνια (2016) το ελληνικό αναγνωστικό κοινό). Γραμμένο πιο παλιά, το 2004, με πολλά κοινά στοιχεία της προσωπικής γραφής του Καταλανού συγγραφέα, το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι πιο «μαζεμένο», πιο εστιασμένο, πιο απλό στη δομή του από το πολυεδρικό Confiteor.
Ο κύριος άξονας περιστρέφεται γύρω από τον βίο και την πολιτεία τού κυρίως πρωταγωνιστή, του δάσκαλου Ουριόλ Φουντέλιας, που πέρασε στην ιστορία και στη μνήμη των συγχρόνων του σαν φασίστας συνεργαζόμενος ενεργά με φρανκικούς, φαλαγγίτες εγκληματίες –στην αρχή συνέπραξε από λάθος, πάθος, αδυναμία να είναι ο εαυτός του-, ενώ στη συνέχεια προσχώρησε στο αντάρτικο παίζοντας διπλό ρόλο, κρυφά, και με απίστευτο ρίσκο και αυτοθυσία. Ο ισπανικός εμφύλιος, μια ιδιαίτερα σκληρή ιστορική φάση του 20ου αιώνα, όπου δοκιμάστηκαν οι (διεθνείς) δημοκρατικές δυνάμεις απέναντι στον φασισμό (που οδήγησε στο αιματοκύλισμα του β΄ Παγκοσμίου πολέμου) ήταν μια δίνη που σάρωσε πάμπολλες ανθρώπινες ζωές, δημιούργησε άπειρες προσωπικές τραγωδίες και κατέληξε στην -αναγκαστική;- παραχάραξη της ιστορίας. Όχι μόνο της Ιστορίας με μεγάλο γιώτα, αλλά και της μικροϊστορίας, των ατομικών περιπτώσεων, των οικογενειών, των ερωτικών σχέσεων, των φιλικών δεσμών.  Φαινόμενο συνηθισμένο στους πολέμους, και μάλιστα τους εμφύλιους, γνώριμο βέβαια και σε μας. 
Τα χρονικά όρια της αφήγησης εκτείνονται από το 1936,  την εποχή που ο Φουντέλιας μαζί με την έγκυο γυναίκα του τοποθετείται ως δάσκαλος στην Τουρένα (περιοχή της βόρειας Καταλονίας όπου όλος ο κόσμος είχε κοφτερό βλέμμα από το τόσο μίσος, από την τόση σιωπή για τόσο πολλά χρόνια),  ως το 2002, οπότε η Κριστίνα Εσπλούγας, δεύτερη πρωταγωνίστρια του βιβλίου, έχοντας στα χέρια της την αλήθεια της ζωής του Φουντέλιας, σκοτώνεται από προμελετημένο σαμποτάζ στο αυτοκίνητό της, αφού της έχουν καταστρέψει όλα τα αρχεία του υπολογιστή της. Τα ενδιάμεσα γεγονότα είναι καταιγιστικά, και όσο αφορά τον Ουριόλ και όσο αφορά την Τίνα, και δεν παρουσιάζονται με γραμμικό τρόπο αλλά φτάνουν σε μας αντιστικτικά παραβιάζοντας τη χρονική σειρά, με αφηγήσεις συνήθως γ΄ενικού (παντογνώστη αφηγητή) όπου όμως, όταν το συναίσθημα είναι οξύ γίνεται ξαφνικά α΄ενικό (εκφράζοντας τον εκάστοτε ήρωα), ενώ η μεταπήδηση από χρονικό επίπεδο σε χρονικό επίπεδο, από σκηνή σε σκηνή  γίνεται μερικές φορές ακόμα και στην ίδια παράγραφο[1].
Έτσι, έχουμε άπειρες σκηνές, άπειρα μικρά, αυτόνομα σχεδόν  επεισόδια που ζητούν τη συνέχειά τους καθώς σχηματίζεται ένα τεράστιο παζλ. Δεν κουράζει όμως αυτό τον αναγνώστη όπως θα περίμενε κανείς (συνηθισμένο στις αφηγήσεις τύπου σήριαλ, όπου η αφήγηση διακόπτεται σε σημείο αγωνίας, για να μεταφερθούμε σε άλλο σκηνικό, ακολουθώντας όμως χρονική σειρά). Η τεχνική του Καμπρέ δεν θυμίζει καθόλου αυτό που εγώ ονομάζω «τεχνική σήριαλ». Γιατί, εκτός του ότι δεν ακολουθείται χρονική σειρά, κάθε τέτοια μικρή ή μεγάλη σκηνή, πέραν του ότι μας ζωγραφίζει μια εποχή ιστορική μεγάλου ενδιαφέροντος, πέραν του ότι έχει πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις, έχει «συναισθηματική αυτοτέλεια», έχει βάθος και ουσία και κυρίως τοποθετεί τον αναγνώστη απέναντι σε διαφορετικές, από ηθική άποψη, στάσεις ζωής. Και δω είναι η μαεστρία του συγγραφέα, που έχει διακρίνει την εσωτερική ροή αυτού του κατακερματισμένου παρελθόντος, κατακερματισμένου όχι μόνο επειδή δεν υπάρχει συνέχεια στη χρονική γραμμή, αλλά επειδή βλέπουμε «εκ των έσω» πολλές διαφορετικές οπτικές γωνίες.
Συμπρωταγωνίστρια και τυπική, αυστηρή, σκληρή φιγούρα του καθεστώτος (οικονομικού και πολιτικού) η πανέμορφη και πάμπλουτη Ελιζέντα Βιλαμπρού, θύμα των περιστάσεων εφόσον πολύ μικρή έχασε πατέρα (λοχαγό σε αναγκαστική αποστρατεία ύστερα από συντριπτική ήττα στον πόλεμο στο Μαρόκο –Ανουάλ 1921) και αδελφό, εκτελεσμένους απ’ τους αντάρτες/αναρχικούς, και ορκίζεται μέσα της να αντεκδικηθεί. Έτσι, τάσσεται με το στρατοκρατικό καθεστώς κι έχει ως δεξί της χέρι τον αρχιφασίστα δήμαρχο της πόλης Βαλεντί Τάργα, αναθέτοντάς του να πάρει εκδίκηση.  
Δεν είναι σκόπιμο στην «ανάγνωσή» μου αυτή να προδώσω την υπόθεση, που είναι πράγματι συναρπαστική, πλαισιώνεται από πολύ πειστικούς χαρακτήρες, υπάρχουν έντονες συναισθηματικές συγκρούσεις και καίριος πολιτικός προβληματισμός. Θα επισημάνω μόνο δυο κομβικά σημεία:
Το ένα είναι ο έρωτας που αναπτύσσεται ανάμεσα στον δάσκαλο, τον Ουριόλ και την Ελιζέντα, καθώς εκείνος ζωγραφίζει το πορτρέτο της, έρωτας θυελλώδης που φουντώνει σταδιακά και παρουσιάζεται με ανάγλυφη εσωτερικότητα (τα τρία πιο δύσκολα πράγματα για να ζωγραφίσεις σε ένα πορτρέτο είναι τα χέρια, τα μάτια, και κυρίως η ψυχή. Τα χέρια της Ελιζέντα ήταν δυο λευκά περιστέρια εν πτήσει, κομψά, σίγουρα, καλοφτιαγμένα. Σύντομα θα έπρεπε να τα δουλέψει. Τα μάτια, προς το τέλος, όταν θα μπορούσε να τα κοιτάζει χωρίς συνέπειες. Κι η ψυχή, καλά, αυτό δεν εξαρτιόταν από κείνον. Ή θα έμπαινε στο τελάρο οικειοθελώς ή θα έμενε στο περιθώριο μ’ έναν περιφρονητικό μορφασμό). Όταν επομένως ο Ουριόλ προσχωρεί στην πλευρά του αντάρτικου, τα πράγματα μπερδεύονται, γιατί η εσωτερική σύγκρουση γίνεται ακόμα πιο έντονη.
Κι από τη μεριά της όμως η αδίστακτη κι άτεγκτη Ελιζέντα -που φέρεται άσπλαχνα στο υπηρετικό προσωπικό, που έχει ένα σωρό εραστές και παντός τύπου σχέσεις -βιώνει τέτοιο πάθος με τον Ουριόλ, που εκ των υστέρων, όταν δηλαδή εκείνος σκοτώνεται απ’ τους φασίστες(σε μεγάλο βαθμό από δική της υπαιτιότητα) και παρόλο που έχει αποκαλύψει την προδοσία εκ μέρους του όσο αφορά την ιδεολογία, κάνει τα αδύνατα δυνατά να ανακηρυχθεί «μακάριος» από την εκκλησία. Έχουμε την ευκαιρία έτσι να δούμε τη συνεργασία στρατιωτικής και θρησκευτικής εξουσίας, ενώ σε εσωτερικό μονόλογο η Ελιζέντα μάς δίνει τα πραγματικά της, καθαρά συναισθηματικού τύπου κίνητρα:
Για  λόγους ευγένειας και καλής ανατροφής θα σας το εξηγήσω. Είναι ο έρωτας. Ο έρωτας που κινεί τον ήλιο και τα αστέρια, μονσινιόρ. Του ορκίστηκα να τον τιμώ για πάντα, ό, τι κι αν μας συνέβαινε, είτε καταφέρναμε να παντρευτούμε είτε όχι. Το ορκίστηκα στην πανσιόν Αϊνέτ όπου βλεπόμασταν κρυφά απ’ όλους. Να μην πετάξει κανείς την πρώτη πέτρα γιατί κανείς δεν ξέρει πόσο αθώα ήταν τα αισθήματά μας. Πράγματι, υπήρξε σαρκικός έρωτας, αλλά ήταν αποκλειστικό αποτέλεσμα της τρελής και βαθιάς μας αγάπης. Εγώ δεν ήμουν ποτέ αγία αλλά ξέρω ότι ο έρωτάς μας ήταν άγιος.

Αν το σκεφτείς, θα καταλάβεις ότι ο θάνατος δεν πονάει τόσο όσο νομίζουμε
Το δεύτερο κομβικό σημείο είναι η εκτέλεση του δεκατετράχρονου μαθητή του, Ζουανέτ, γιου του «υπολοχαγού Μαρκό»- αρχηγού του αντάρτικου της περιοχής- και η απόδοση ευθυνών στον δάσκαλο, τον ήρωά μας. Γιατί αυτό το περιστατικό διαβρώνει τον ήρωα και πολώνει όλους τους κατοίκους του χωριού, ακόμη κι όσους προσπάθησαν να μείνουν στην ουδετερότητα.
Και δω, παίζουν ρόλο φυσικά οι χαρακτήρες που ζωγραφίζονται τόσο φυσικά, τόσο αβίαστα, τόσο-χωρίς-περιγραφές. Γιατί, ναι, ο Ουριόλ είναι δειλός, είναι μαλακός χαρακτήρας, άτολμος και τρυφερός. Δεν αντιδρά, δεν αντιστέκεται, δέχεται τα συμβάντα, γι αυτό και η έγκυος γυναίκα του, αηδιασμένη από το φασισταριό τον εγκαταλείπει, κόβοντας κάθε δεσμό. Όμως, με τη δολοφονία του Ζουανέτ (μου είπε, πατέρα, πατέρα, όταν μεγαλώσω πόσω χρονών θα είμαι;), γίνεται η μεταστροφή. Ο Ουριόλ προβαίνει στην πιο ριψοκίνδυνη και παράτολμη πράξη γενναιότητας στη ζωή του, αποπειράται  να σκοτώσει μέρα μεσημέρι τον υπεύθυνο του άδικου φόνου, τον Βαλεντί Τάργα. Η αποτυχία του είναι παταγώδης, αλλά αλλάζει ο ρους της προσωπικής του ιστορίας, όπως αλλάζει  κι ο ρόλος του στην Ιστορία με μεγάλο γιώτα, και από κει και πέρα αφιερώνει τη ζωή του στο να κρύβει διωκόμενους και να σώζει άπειρες ανθρώπινες ζωές. Η ζωή του είναι γεμάτη μυστικά, ενέδρες, μυστικές ανατινάξεις,
Στόχος του πια είναι να φτάσει στην κόρη του κάποτε η αλήθεια, η αλήθεια ότι όχι μόνο δεν είναι φασίστας, αλλά αντίθετα, ενεργό μέλος των δημοκρατικών ∙ στην κόρη «που δεν ξέρω πώς σε λένε», και απ’ την οποία πρόλαβε να δει μόνο το χεράκι της, καθώς πήγε να συναντήσει τη γυναίκα του. Έτσι, γράφει, γράφει, γράφει. Κι έχουμε αυτήν την εκπληκτική σύλληψη του Καμπρέ, την ακατανίκητη παρόρμηση της ανθρώπινης ψυχής να διασώσει/διαιωνίσει την «Αλήθεια» της, έστω με τη γραφή, ρίχνοντας μια μποτίλια στο πέλαγο του χρόνου. Σ’ ένα κασελάκι από πούρα αφήνει το γραπτό του, πίσω απ’ τον πίνακα του σχολείου, με την ελπίδα ότι ίσως κάποιος, όποιος το βρει, θα το δώσει κάποτε στην «κόρη που δεν ξέρει ούτε το όνομά της»… Ίσως γιατί πιο σημαντικό δεν είναι η ζωή/θάνατος, αλλά η νοηματοδότηση τη ζωής (είναι τόσο απαραίτητο να γράψεις ενάντια στον θάνατο∙ είναι τόσο σκληρό να γράφεις και ο θάνατος να σου κρύβει κάθε σημάδι ελπίδας. (…) Είχε γράψει απελπισμένα, έτσι ώστε ο θάνατος να μην έχει την τελευταία λέξη/γράφω για να μη φοβάμαι τόσο και για να μη διαλυθώ από τόση αγωνία).
Το πιο δύσκολο κόρη μου δεν είναι να διακινδυνεύεις τη ζωή σου. Αν ξέρεις ότι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι να τη χάσεις, τότε ο φόβος, που δεν εξαφανίζεται ποτέ, περνάει σε δεύτερη μοίρα. Κάτι παρόμοιο μου είπε η μητέρα σου λίγο πριν με αφήσει. Για κάποιες μέρες έζησα με περηφάνια την καινούρια μου εσωτερική κατάσταση. Άρχιζα να μην είμαι δειλός. Το πιο δύσκολο δεν είναι να διακινδυνεύσεις τη ζωή σου: πονάει περισσότερο ο φόβος του πόνου, των βασανιστηρίων. Υπάρχει όμως κάτι που με πονάει ακόμα περισσότερο: να με θεωρούν όλοι δηλωμένο φασίστα.
Το άλλο βασικό πρόσωπο του βιβλίου είναι η Τίνα, καθηγήτρια σε σχολείο του 2001 με τη δική της προσωπική τραγική ιστορία, που την παρακολουθούμε όπως είπαμε αντιστικτικά: ο άντρας της την απατά με συνάδελφο, ο γιος της κλείνεται σε μοναστήρι, εκείνη είναι βαριά άρρωστη. Έτσι, όταν αναλαμβάνει μια εργασία για τα σχολεία της περιοχής την εποχή του εμφυλίου και σκοντάφτει πάνω στα τετράδια του Ουριόλ, έχει το εσωτερικό κίνητρο να αναλάβει αυτήν την υπόθεση μέχρι τέλους.  
Και τα δύο βασικά πρόσωπα (Ουριόλ, Τίνα) βιώνουν ανυπέρβλητες τραγικές καταστάσεις, αποδεικνύοντας με τις επιλογές τους ότι υπάρχουν αξίες της ζωής που της δίνουν τέτοιο νόημα ώστε να υπερβαίνει τον θάνατο, και πεθαίνουν με τραγικό επίσης τρόπο. Δεν είναι τυχαίος κι ο τίτλος, που αναφέρεται στις «φωνές» του ποταμού Παμάνο, του ποταμού με τα χίλια ονόματα… Σύμφωνα με μια παλιά δοξασία, τις φωνές αυτές τις ακούνε μόνο όσοι πρόκειται να πεθάνουν.  Η ταφόπλακα που σκεπάζει τον τάφο τους (σημαντικές προσωπικότητες και ο μαρμαράς και ο γιος του) είναι
η συμπυκνωμένη ιστορία της ζωής ενός ανθρώπου, (…)
ένα διήγημα με αρχή και τέλος κι έναν κόμπο στη μέση:
η παύλα ανάμεσα στους δυο αριθμούς που αντιπροσωπεύει απλώς μια ολόκληρη ζωή.

Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Κάτι που το είδαμε και στο Confiteor σε πολύ πιο έντονη μορφή (εφόσον εκεί είχαμε αναδρομές σε περιόδους μέχρι τον 15ο αιώνα)   

Παρασκευή, Ιουλίου 12, 2019

Αυτός που ήρθε απ’ έξω, Ρομπέρ Λινάρ


«Δείξ’ του, Μουλούντ», η πρώτη φράση του βιβλίου. In medias res. Ο μετανάστης εργάτης να δείξει τη δουλειά στον Γάλλο εργάτη, στην αλυσίδα παραγωγής Ντεσεβώ. Αρχικά στο τμήμα συγκόλλησης. Έντονη μυρωδιά, θόρυβος, αυτοματοποίηση, κατακερματισμός του χρόνου, της εργασίας, του ανθρώπου. Η αλλοτρίωση της εργασίας, η αποξένωση του εργάτη από το προϊόν παραγωγής, η υπεραξία∙ όλα αυτά (τα «μαρξιστικά») εκφρασμένα με εξαιρετικό, μυθιστορηματικό τρόπο όπου ο κοινωνικός προβληματισμός συνυφαίνεται με το καθημερινό, με το ανθρώπινο, με το συναίσθημα. Αυτό που εντυπωσιάζει στη σύντομη αυτή αφήγηση είναι ότι οι ιδέες του αριστερού -ξύλινου συνήθως- λόγου, συμπλέκονται με τρομερή ευαισθησία και συνάγονται μέσα από το προσωπικό βίωμα.  
 Βρισκόμαστε στο εργοστάσιο Σιτροέν στο Πορτ ντε Σουαζύ, λίγο μετά τον Μάη του ’68. Συνθήκες που θυμίζουν απόλυτα τους «Μοντέρνους καιρούς»,  μόνο που δεν είναι η υπερβολή της βουβής ταινίας, είναι η πραγματικότητα. Ο ήρωάς μας και αφηγητής είναι ένας από τους «εγκατεστημένους»[1], φοιτητής που παριστάνει τον υπεράνω υποψίας «μισοεπαρχιώτη» (αμόρφωτο και ανειδίκευτο), κι έχει απώτερο σκοπό να διεισδύσει στην καρδιά του συστήματος διαβρώνοντάς το και ανατρέποντας τις άθλιες συνθήκες προς όφελος της εργατικής τάξης μέσα από οργανωτική δουλειά (για μένα η πρόσληψη διανοουμένων δεν μπορεί παρά να έχει πολιτικό νόημα).
Δεν είναι βέβαια απλά τα πράγματα όταν έρχεται σε άμεση επαφή με την «αδρή» ύλη! Η σωματική εξόντωση (πόνος από την επανάληψη πανομοιότυπων κινήσεων, πληγές στα χέρια, ορθοστασία, αλλεργίες, δύσπνοια, βήχας κ.α.) και η καταθλιπτική ατμόσφαιρα φυλακής αρχικά, καταλύουν κάθε σκέψη και κάθε συναίσθημα. Η αδεξιότητα του διανοούμενου, ο αργός ρυθμός, η σύγχυση στις αυτόματες κινήσεις που καλείται να κάνει ασταμάτητα  έρχεται σε αντίθεση με τη θέση του στην ιεραρχία: τον έχουν κατατάξει στην 2η κατηγορία εργατών (όλες είναι 6), μόνο και μόνο επειδή είναι Γάλλος. Η ανικανότητά του όμως τον αναγκάζει να αλλάξει τουλάχιστον τρία –τέσσερα πόστα (καλάι, τζάμια, κούνιες κλπ) που μας τα περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια αφήνοντάς μας άναυδους μπροστά στην μελετημένη μηχανικότητα των κινήσεων, την ακρίβεια στον καταμερισμό του χρόνου και την άνωθεν πίεση για παραγωγικότητα. Η διαφορετικότητα, οι πολλές ατομικές συγκλονιστικές περιπτώσεις (ο καθένας απ’ αυτούς που δουλεύουν εδώ έχει μια περίπλοκη ατομική ιστορία συχνά πιο συνταρακτική και πιο περιπετειώδη από εκείνη του φοιτητή που έγινε προσωρινά εργάτης), η σιωπή στην οποία είναι βυθισμένοι οι διάφοροι χαρακτήρες που τον περιστοιχίζουν ενισχύουν την ανημπόρια του ήρωα όσο αφορά τη χειρωνακτική δουλειά (ονειρευόμουν τον εαυτό μου φλογερό προαπαγανδιστή, και να’ μαι τώρα, παθητικός εργάτης).
Καθώς σιγά σιγά προσαρμόζεται ο ήρωάς μας, οι σωματικές επιπτώσεις αμβλύνονται για να προβληθεί σε πρώτο πλάνο το συναίσθημα της… αναισθησίας: "θα μπορούσες να βουλιάξεις μέσα στη νάρκη του τίποτα και να βλέπεις τους μήνες να περνούν, ίσως τα χρόνια/ξεχνάς ακόμα και τις ίδιες τις αιτίες της παρουσίας σου. Να ικανοποιείσαι απ’ αυτό το θαύμα: επιβιώνεις. Να συνηθίζεις. Φαίνεται πως μπορούμε να συνηθίσουμε τα πάντα. Ν’ αφήνεσαι να βυθιστείς μέσα στη μάζα. Να μετριάζεις τα σοκ. Ν’ αποφεύγεις τους τρανταγμούς, προσέχοντας κάθε τι που χαλάει τις συνήθειες. Αναζητώντας καταφύγιο σε μια υπο- ζωή". Πέρα από την αναισθητοποίηση όμως, υπάρχει και ο ΦΟΒΟΣ (δύσκολα να τον προσδιορίσεις/ο φόβος είναι κομμάτι του εργοστασίου, είναι ένας από τους ζωτικούς μηχανισμούς του/ ο φόβος βγαίνει σαν πύον από το εργοστάσιο, γιατί το εργοστάσιο στο πιο στοιχειώδες, στο πιο ευδιάκριτο επίπεδο, απειλεί σε μόνιμη βάση τους ανθρώπους που χρησιμοποιεί). Ο μηχανισμός  της εξουσίας υποδουλώνει το σώμα, ταπεινώνει, αντιμετωπίζει τους εργάτες σαν πιθανούς κλέφτες, εκβιάζει, και φυσικά κορυφώνει τις μεθόδους του στην περίπτωση της απεργίας (εντατικοποίηση, έλεγχος εξοντωτικός, ατομική κλήση/απειλή κάθε εργάτη, μετάθεση των σημαντικών στελεχών της απεργίας).
  Η αγωνία, η ανασφάλεια, η ταπείνωση είναι πάντα παρούσες για να κρατούν υποταγμένο το φρόνημα∙ η «δικτατορία» του αντικειμένου εκμηδενίζει το ανθρώπινο στοιχείο, είναι η κινητήρια δύναμη για την παραγωγή (έλεγχος και ξανά έλεγχος για το παραμικρό ψεγάδι π.χ. στη βαφή (δεν είναι πια ένα αυτοκίνητο που πουλιέται αλλά ένα αστραφτερό όνειρο/αυτό που μετράει είναι αν αστράφτει μέσα στη βιτρίνα της έκθεσης/αστράφτει από παντού το αυτοκίνητο που κατασκευάζεται. Μας κοροϊδεύει. Μας περιφρονεί. Γι αυτό, μονάχα γι’ αυτό ανάβουν τα φώτα της μεγάλης αλυσίδας. Εμάς μας σκεπάζει μια αόρατη νύχτα).
Ωστόσο,  μέσα σ’ αυτό το στενό πλαίσιο όπου τα πάντα λειτουργούν σαν ωρολογιακός μηχανισμός, παρόλα  τα ασφυκτικά διαλείμματα (πόση αντίδραση όταν η εργοδοσία τους έκλεψε ένα ολόκληρο λεπτό!), δημιουργείται ένα δίκτυο «αληθινών» σχέσεων, ανθρώπων τόσο διαφορετικών  μεταξύ τους (ανακατεμένοι, διασκορπισμένοι, χωρισμένοι, πάντα διαφορετικοί και πάντα κοντινοί)∙ καθένας δουλεύει με τον δικό του ρυθμό και το δικό του στυλ προσπαθώντας να αντεπεξέλθει στη σωματική και ηθική εξόντωση. Ο Ζωρζ, «αρχηγός» της ομάδας των Γιουγκοσλάβων που αλληλοβοηθιούνται παραδειγματικά, ο δεκαοχτάχρονος βρεττόνος Κριστιάν, ο Γάλλος ηλικιωμένος Σιμόν (με λερωμένο ποινικό μητρώο για παραβίαση κατοικία: του έκαναν έξωση και γύρισε να πάρει κάποια δικά του πράγματα!!), ο Αλγερίνος Σαντόκ (θα μπορούσες δηλαδή να είσαι καθηγητής και να δουλεύεις σ’ ένα γραφείο; Είσαι τρελός!), ο παπάς συνδικαλιστής Κλάτζμαν, ο αγωνιστής Πρίμο ο Σικελός – ο πιο σκληροπυρηνικός, κ.α. Όλοι διαγράφονται ως ανθρώπινοι τύποι αλλά και χαρακτήρες με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, μαζί μ’ αυτούς και τα αφεντικά, παντός είδους  υπεύθυνοι,  τα «μαντρόσκυλα», οι επιστάτες, χαφιέδες, προσωπάρχες, οι διερμηνείς (στην πλειοψηφία οι εργάτες είναι μετανάστες), ο διευθυντής.
Η απεργία
Στο πρώτο μισό λοιπόν του μικρού βιβλίου βλέπουμε με πολύ ανάγλυφο τρόπο την κατάσταση των προλετάριων και τις προσπάθειες του διανοούμενού μας να προσαρμοστεί. Όμως το πραγματικό ενδιαφέρον βρίσκεται όταν ο κλοιός σφίγγει, η μέγγενη γίνεται ακόμα πιο ανυπόφορη κι αυτό συμβαίνει όταν οι εργαζόμενοι επιτέλους οργανώνουν την αντίστασή τους.
Γιατί,  όλο αυτό είναι ένα καζάνι που σιγοβράζει και θέλει μια μικρή αφορμή για να ξεσπάσει. Καθώς πληθαίνουν τα προβλήματα μια μικρή ανακοίνωση είναι αυτή που θα πυροδοτήσει την κρυμμένη αντίδραση: η εργοδοσία ζητάει «αναπλήρωση», δηλαδή ζητά να αποζημιωθεί για τις παραχωρήσεις της τις μέρες της εξέγερσης του Μάη, με το να αυξήσει το ωράριο!
Έτσι, μπαίνει η σπίθα της αμφισβήτησης, της άρνησης, της αντίστασης.  Όσοι βρίσκονται ήδη σε επιφυλακή βρίσκουν τρόπους να συσπειρωθούν. Αποφασίζουν να δράσουν αυτόνομα εκτός συνδικάτου (το σωματείο (C.G.T.) στα μάτια των περισσοτέρων εργατών είναι πουλημένο. Υπάρχει όμως και η C.F.T. που ελέγχει την εργοστασιακή επιτροπή της Σιτροέν την εποχή ου μιλάμε, που είναι φασιστικό όργανο της εργοδοσίας), που σημαίνει «όλα πρέπει να γίνουν απ’ την αρχή, πόστο με πόστο, άνθρωπο με άνθρωπο». Ο ταξικός πόλεμος, στο επίπεδο του χαρακώματος. Γράφουν προκήρυξη σε πολλές γλώσσες, προβληματίζονται για το κείμενο της προκήρυξης, οικοδομούν την απεργία (είχαμε επιτέλους αποκτήσει έναν κοινό ορίζοντα και πήραμε τη συνήθεια να τον διευρύνουμε/με το μοίρασμα των προκηρύξεων, τις μικρές συγκεντρώσεις μας στα τμήματα, τις συνελεύσεις  της επιτροπής βάσης, την πυρετώδη παρακολούθηση των επιτυχιών μας, εκείνος ο μήνας της προπαγάνδας ήταν ένας μήνας ευτυχίας).
Η επιτυχία της πρώτης μέρας (στην ουσία επρόκειτο για «στάση εργασίας») προκάλεσε σπασμούς στον απεργοσπαστικό μηχανισμό, που κάθε μέρα σφίγγει τη βίδα πιο πολύ (θα πρέπει να ανοίγεις την πόρτα της υποταγής για να κερδίσεις την ηρεμία σου): απειλητικοί έλεγχοι, εκβιασμοί, προσωπικοποίηση των απειλών μεταθέσεις των πιο επικίνδυνων - απολύσεις μετά την 3η μέρα. Το πακέτο, όπως είναι γνωστό περιλαμβάνει και εξαναγκασμό σε παραίτηση, του Κριστιάν, του Πρίμο ή σε μετάθεση ώστε να μη γενικεύεται η αντίδραση.  Ακολουθεί συμπλοκή, καταστολή, κάποιοι φοβούνται, κάποιοι λυγίζουν, κάποιοι αντιστέκονται. Στο τέλος μένει ένας σταθερός αριθμός 50 ατόμων που δεν επηρεάζει την παραγωγή. Όμως η καταδίωξη φυσικά και συνεχίστηκε (οι εργάτες δίνουν μεγάλη σημασία στα σύμβολα; Το ίδιο και τα αφεντικά. Δεν αρκεί να τους  απεργίας  υποχρεώσουν να παράγουν. Πρέπει και να τους γονατίσουν. Ο βίος γίνεται αβίωτος για τα πιο αλύγιστα στελέχη του αγώνα.
Ο αφηγητής/συγγραφέας/πρωταγωνιστής μας βρίσκεται σε απομόνωση (σ’ ένα πόστο όπου του επιβάλλεται η σιωπή) αλλά παρακολουθεί άγρυπνα όλο αυτόν τον μηχανισμό που τσακίζει την απεργία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Όταν αποσοβείται ο «κίνδυνος» της παραγωγής, επιστρέφει σε νέο πόστο στο κέντρο της παραγωγής, όμως η προοπτική των διακοπών του Αυγούστου (πέραν του ότι θα κλείσει αυτή η μονάδα της Σιτροέν) λύνει τα χέρια της εργοδοσίας για νέα σχέδια «ορθολογικοποίησης» και  νέες ταπεινώσεις.
Όσο για τον νεαρό φοιτητή μας… απολύεται άδοξα (θα προτιμούσα μια πιο επική απόλυση!), όλοι σκορπίζουν, όλοι ξεχνούν. Άδοξα; Ίσως αυτό που του εκμυστηρεύτηκε ο απολυμένος Πρίμο, τις μέρες καταστολής της απεργία είναι και το απόσταγμα όλης αυτής της περιόδου:
«Να ξέρεις, ε, η απεργία μας δεν ήταν αποτυχία. Δεν ήταν αποτυχία γιατί…»
Σταματάει, ψάχνει να βρει τις λέξεις.
…Γιατί είμαστε όλοι ευχαριστημένοι που την κάναμε. Όλοι. Ναι, ακόμα κι εκείνοι που υποχρεώθηκαν να φύγουν, κι εκείνοι που τους άλλαξαν θέση, είναι ευχαριστημένοι που την έκαναν. Τώρα πια οι υπεύθυνοι είναι πιο προσεκτικοί. Η διεύθυνση πήρε την απεργία στα σοβαρά, σαν μια προειδοποίηση. Μιλούν γι αυτήν ακόμα και στ’ άλλα εργοστάσια της Σιτροέν. Αυτή η απεργία είναι η απόδειξη πως μπορείς να παλέψεις ακόμα και στα πιο δύσκολα εργοστάσια.
Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Όρος που κυριάρχησε στη Γαλλία μετά το κίνημα του Μάη του ’68 και αφορά εκατοντάδες φοιτητές/αγωνιστές που εγκατέλειψαν τα πανεπιστήμια και πήγαν να δουλέψουν στα εργοστάσια ως ανειδίκευτοι εργάτες με σκοπό να κάνουν οργανωτική δουλειά. Όπως γράφει και στο βιβλίο η «έξοδος» αυτή έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, κυρίως ανάμεσα στους ανειδίκευτους εργάτες που στην πλειοψηφια τους ήταν μετανάστες και εργάτες.