Υπάρχει ένα σημείο το
οποίο οφείλεις να ξεπεράσεις
αν θέλει να βρεθείς στην
άλλη όχθη.
Η συντροφιά με τον Πέτρο Ριβέρη, τον ιδιωτικό ντετέκτιβ που ζει
και δρα στη λογοτεχνική Βόρεια Ελλάδα την εποχή της κρίσης, είναι απολαυστική. Πρώτα
πρώτα δεν είναι ένας συνηθισμένος ντετέκτιβ, γιατί δεν είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Μια
βαθιά τραγωδία σημαδεύει το παρελθόν του που φαίνεται ότι τον παρακινεί
εσωτερικά στο να εξιχνιάζει με οξυδέρκεια και ενσυναίσθηση όχι μόνο τα αίτια
των εγκλημάτων αλλά και τα αίτια της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Με έντονη συμμετοχή στον αντιεξουσιαστικό
χώρο, με πορείες και διαδηλώσεις κατά τη διάρκεια της φοιτητικής του ζωής, λάτρης της τέχνης, της λογοτεχνίας,
της μουσικής σήμερα, καταφεύγει σε
μοναχικούς περιπάτους ή σε καταδύσεις στη θάλασσα όταν βρίσκεται σε αδιέξοδο.
Είναι ο επαγγελματίας που πρώτα βάζει τον Άνθρωπο, με Α κεφαλαίο, γιατί αγαπά
τους ανθρώπους. Με λυρικό και ποιητικό τρόπο προσεγγίζει τη ζωή και τις
εκπλήξεις της, και -πρωτότυπο στον χώρο του συγκεκριμένου επαγγέλματος- δεν
είναι «μόνος και φτωχός καουμπόυ»∙ αντίθετα έχει πολύ στενούς και ουσιαστικούς
φίλους, όπως τον τελείως διαφορετικό Πάρη Παππά (τους
ένωναν η αδυναμία να μείνουν πολύ καιρό με μια κοπέλα, η άσκοπη περιπλάνηση στα
έγκατα της πόλης, η θέα από τα μικρά και τα μεγάλα μπαλκόνια της ζωής, τα
πολιτικά αδιέξοδα της καθημερινότητας… βρίσκεται). Παράλληλα είναι βαθιά ερωτευμένος με την μία
και μοναδική σύντροφο της ζωής του (μπαίνω
μέσα σου άντρας και βγαίνω ποιητής που νιώθω την ουτοπία να σττροβιλίζεται στις
λέξεις μου).
Τον πρωτογνωρίσαμε στα «Μωρά της Αθηνάς», όταν ανέλαβε την εξιχνίαση την υπόθεση του Γρηγόρη Μπέη, που
δολοφονήθηκε στον καταρράκτη του Λειβαδίτη (νομού Ξάνθης)∙ πρόκειτο για ένα
έγκλημα ξεκάθαρα συνυφασμένο με την
οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων. Ο πρωτοποριακός και πολύ συμπαθής ήρωάς
μας όμως, μετακόμισε τελευταία στη
Θεσσαλονίκη, στην πόλη «όπου είχε συναντήσει τον εαυτό του» ως φοιτητής, και ζει
εκεί ανέμελα με τον μεγάλο του έρωτα, την Αύρα Συκουτρή. Μέχρι που, ενώ ετοιμάζονται
για διακοπές -χαίρονται τον έρωτά τους
και βρίσκονται στο «ζενίθ» της απόλαυσης-, διαταράσσεται η καθημερινότητά τους από τον…
«χορό της μέλισσας»! Ένα στυγερό
έγκλημα, που καταπλήσσει τους πάντες λόγω της πρωτοτυπίας του, και περιγράφεται
με κάθε λεπτομέρεια στις πρώτες πέντε σελίδες του βιβλίου. Και που φυσικά
προκαλεί σε μας τους αναγνώστες πολλά ερωτήματα, τόσο παράξενα που
αναρωτιόμαστε αν είναι δυνατόν να απαντηθούν (π.χ. πέρα από τα συνήθη- ποιος
είναι ο δολοφόνος ή ποια τα κίνητρά του-, πώς ήξερε ο δράστης ότι το θύμα θα
κατευθυνόταν προς το μέρος του; γιατί διάνθισε το φονικό με επίθεση από
μελίσσια;)
Σ’ αυτές τις πρώτες πέντε
σελίδες λοιπόν, μαθαίνουμε ότι το θύμα του φόνου αυτή τη φορά είναι ο Αλέξανδρος
Χρηστίδης. Μαθαίνουμε ακόμα ότι βρισκόταν στο εξοχικό του στο Ποσείδι με τη
σύζυγο και τρία φιλικά ζευγάρια, παρέα από τα φοιτητικά χρόνια, για να γιορτάσουν
το εφάπαξ του, κι ότι εκείνος ήταν σ’
όλη τη γιορτή κατηφής σαν κάτι τον απασχολούσε πάρα πολύ.
Όπως αποκαλύπτεται στη συνέχεια του βιβλίου, ο
Χρηστίδης ήταν πολιτικός μηχανικός, μορφή της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, με
αντίσταση στη χούντα και συμμετοχή στο Πολυτεχνείο. Εντάχτηκε στην αριστερά
(νεολαία Ρήγα Φεραίου, ΚΚΕ Εσωτερικού), και μετά το 1989 στο ΠΑΣΟΚ.
Χαρακτηριστική δηλαδή φιγούρα της
μεταπολίτευσης, ένας άνθρωπος ενδιαφέρων και καλλιεργημένος. Πολύ ενεργό και
δραστήριο άτομο στην πολιτική και κοινωνική ζωή, κατάφερε να προσελκύσει γύρω
του έναν κύκλο ανθρώπων διαφορετικής κουλτούρας και κοινωνική τάξης, εφόσον
ήταν εμπνευστής και ιδρυτής δυο πρωτοποριακών «δομών», της Κιστέρνας και της
Ατλαντίδας, και οι δυο με κοινωνικό όραμα να συμβάλουν στην κοινωνική ευημερία
των πιο χαμηλών στρωμάτων.
Κατά κοινή ομολογία ξεχώριζε∙
ζεστός, φιλικός, ανθρώπινος, «τύπος
γκαραντί» κατά τον φίλο του Ριβέρη, ταξιτζή και άνθρωπο της νύχτας Πάρη Παππά (όντως βοηθάει κόσμο και κοσμάκη, εκεί πέρα
στην Κιστέρνα. Ο τύπος ήταν γκαραντί σου λέω, δεν ήταν σαν τους γνωστούς
αριστερούς χλεχλέδες που είναι μόνο λόγια και από πράξεις μηδέν). Βέβαια, η
πολύπλευρη προσωπικότητα του θύματος για
τον αναγνώστη, όπως ακριβώς και για τον Ριβέρη, χτίζεται σιγά σιγά μέσα από τις
μαρτυρίες των φίλων, των συγγενών, των γνωστών, και δεν είναι όλες
εξιδανικευτικές, πράγμα που εντείνει την περιέργεια για το ποιος είναι ο άνθρωπος που τον ήθελε νεκρό, και που διάλεξε μάλιστα
αυτόν τον εκκεντρικό τρόπο δολοφονίας.
Έτσι, έχουμε ένα ψηφιδωτό από
προσωπικότητες που ζωγραφίζονται πολύ ζωντανά και θεατρικά καθώς καταθέτουν στον Ριβέρη τη δική τους οπτική. Πρώτα πρώτα είναι
οι φίλοι από την φοιτητική ζωή που παραβρέθηκαν στη γιορτή με τις γυναίκες τους
ή απουσίασαν ενώ ήταν καλεσμένοι, όλοι συνομήλικοι του Χρηστίδη, σπουδασμένοι,
που μάλιστα εκπροσωπούν διαφορετικούς κοινωνικούς χώρους (δικηγόρος, γιατρός, επιχειρηματίας
στη ΝΕΟΜΕΤΑΛ, υπάλληλος του ΟΤΕ-συνδικαλιστής (γραφική φιγούρα εργατοπατέρα με θητεία σε αρκετές ΔΕΚΟ),
ποιητής/φωτογράφος αποτραβηγμένος σε κτήμα). Καθώς προχωράει η έρευνα του
Ριβέρη, μπαίνουμε στον κόσμο του καθένα και
ταυτόχρονα στην ατμόσφαιρα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, στον κόσμο της
πολιτικής και στις οικονομικές σχέσεις όπως σιγά σιγά διαμορφώθηκαν στις
δεκαετίες μετά τη χούντα, όταν δηλαδή οι συμφοιτητές του Χρηστίδη μπήκαν πια στην
παραγωγή.
Δεν είναι όμως μόνο οι συνομήλικοι φίλοι του Χρηστίδη που αποτελούν μέρος της έρευνας
που ξεκίνησε ο ντετέκτιβ μας. Σύντομα ο Ριβέρης με τον βοηθό του τον Κορμοράνο ,
όπως και ο αναγνώστης, ανακαλύπτουν ότι υπάρχει κι άλλος ένας θάνατος, που
έλαβε χώρα πριν δέκα χρόνια, και που συνδέεται με το σήμερα. Οι μάρτυρες του
δυστυχήματος ήταν τέσσερις νεαροί που βρίσκονταν στη στάση του λεωφορείου όταν
σκοτώθηκε από αυτοκίνητο μπροστά στα μάτια τους ο ακτιβιστής και πρωτοπόρος
ποιητής Άγγελος Στίνας. Καθένας απ’
αυτούς τους νεαρούς προέρχεται από ριζικά διαφορετικό περιβάλλον, εφόσον στα άτομα που περιμένουν σε μια στάση
λεωφορείου λειτουργεί ο νόμος της τυχαιότητας (τέσσερα φυντάνια διαφορετικής ταξικής προέλευσης που όταν κοιτάζαμε το
ηλιοβασίλεμα βλέπαμε στα χρώματά του αντανακλάσεις των ονείρων μας).
Ωστόσο, το κοινό συμβάν ήταν τόσο συνταρακτικό, που αποτέλεσε την αφορμή να
συνδεθούν στενά τα τέσσερα αυτά διαφορετικά άτομα στα επόμενα χρόνια: πρόκειται
για τον Αντρέα, τον Γιάννη τη Νάντια, την
Κάλλια. Ο ένας φοιτητής τότε, τώρα διανοούμενος -καθηγητής πολιτικής
οικονομίας, ο άλλος απολυμένος μηχανολόγος μηχανικός που η ανεργία τον έσπρωξε στο
να… κλέβει αυτοκίνητα, η μια απ’ τις
κοπέλες άνεργη αλλά ανώτερης κοινωνικής τάξης, ενώ η άλλη ψυχολόγος και …
ερασιτέχνης τραγουδίστρια. (Είμαστε τόσο
διαφορετικοί μεταξύ μας. Η Νάντια μοσχαναθρεμμένη μπουμπού της άρχουσας τάξης,
με γαλλικά, πιάνο και μπαλέτο, ξεστρατισμένη από τις διαδρομές που χάραξε ο
μεγαλοχρηματιστής μπαμπάς της. Η Κάλλια, μια γεννημένη μούσα ταλαιπωρημένη από
το νεοελληνικό εποικοδόμημα και τον επίμονο κοτζαμπασισμό του που ερωτεύτηκε
εμένα τον ψυχοβγάλτη. Ο Γιάννης, το καλό λαϊκό παιδί για σπίτι, βολικός για
όλους και για όλα με επιλογή την υποχώρηση, με σκοπό το καλύτερο πλασάρισμα
στην ντόπια αγορά εργασίας και απολυμένος στο πιτς φιτίλι λόγω κρίσης. Και γω,
ο δυσκολότερος από όλους, ο στριφνός σνομπ διανοούμενος, ειδικευόμενος στις μεγάλες
αφηγήσεις για να καλύψω τα κενά της απίθανης μικρής ζωής μου). Έμμεσα, από
τα λεγόμενα του καθένα, γνωρίζουμε και
το άγνωστο γι’ αυτούς θύμα, τον ποιητή και ακτιβιστή Άγγελο Στίνα.
Οι πέντε αυτοί ήρωες ανήκουν
στην νεότερη γενιά, είναι τα παιδιά-θύματα της κρίσης, αυτοί που ονομάζουμε αλλιώς «γενιά
Υ» (Generation Y). Στο
προηγούμενο βιβλίο του Πάνου Ιωαννίδη, τους είδαμε ως συμπρωταγωνιστές με τον Πέτρο
Ριβέρη, ήταν τα «τα μωρά της Αθηνάς». «Πρόκειται για τη γενιά αυτή όσων γεννήθηκαν
τα χρόνια μέσα στην πλαστή ευημερία των χρόνων 1980-2000, των μορφωμένων και
ανέργων που παίζουν στα δάχτυλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για να αντικρύσουν
βγαίνοντας στην παραγωγή έναν κόσμο-
φυλακή, πόρτες κλειστές και ελευθερία ανάπηρη»[1].
Γνωρίζοντας λοιπόν τον δικό τους
κόσμο, έναν έναν χωριστά, διεισδύουμε
στο εσωτερικό της σύγχρονης κοινωνικής ζωής, της οικονομικής λαίλαπας του 21ου
αιώνα, που σάρωσε όνειρα και ιδανικά.
Υπάρχει λοιπόν ο χρόνος,
υπάρχει ο χώρος, υπάρχουν και τα πρόσωπα. Είναι η Ελλάδα του σήμερα (2014) και
η Ελλάδα του 2004, οι δυο γενιές των 60άρηδων και των 30άρηδων και όποιο παρελθόν κουβαλάει κάθε μια της στην
πλάτη της. Εκδηλώνονται ενίοτε και αντιθέσεις (Η γενιά σας ξέρει καλά να μετατρέπει τους αριστερούς θούριους σε
δεξιούς ψαλμούς). Οι ήρωες που
μπαινοβγαίνουν στο βιβλίο είναι, όπως είπαμε, από διάφορες κοινωνικές ομάδες,
με διαφορετικές καταβολές ενώ ο καθένας βιώνει με διαφορετικό τρόπο την κρίση,
ανάλογα με το ήθος του και την ηλικία του.
Με αφορμή τους δύο νεκρούς, βλέπουμε
όλες αυτές τις οπτικές γωνίες και τις αντιθέσεις ανάγλυφα, χάρη στην
παραστατική γραφή του συγγραφέα: τον αναρχοοικολόγο
αντιεξουσιαστή που αποσύρθηκε στο κτήμα, τον παλιό συνδικαλιστή που τώρα
δουλεύει μαύρα, την συντηρητική σύζυγο που πιστεύει στο τρίπτυχο
«πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», τον φωτισμένο δεξιό, τον παραδοσιακό συντηρητικό
που υποστηρίζει τα μνημόνια (επιτέλους
γινόμαστε ευρωπαϊκή χώρα και ας μας πήρε πολύ περισσότερο καιρό για να το
κατανοήσουμε/τι να κάνουμε; Οι αγορέςείναι αδυσώπητες για όποιον τις αγνοεί και
κάνει τον έξυπνο), και όσο αφορά τη νεότερη γενιά, τον διανοούμενο, την
ρομαντική κόρη εκπαιδευτικών που ζει
ακόμα σ’ έναν παραμυθένιο κόσμο, την πλούσια κούκλα που γυρεύει να υιοθετήσει, τη
γυναίκα που τελείωσε φιλοσοφική και κάνει ιδιαίτερα (σαφάρι στη ζούγκλα του εκπαιδευτικού συστήματος) σελ. 193 κλπ.
Ο συγγραφέας τα ζωντανεύει
όλα αυτά όχι απλώς για να δώσει έναν πίνακα
της σύγχρονης ζωής∙ θα ανακαλύψει κανείς ότι είναι στενά δεμένη η ζωή
αυτή με τα κίνητρα, τα ψυχολογικά (κι όχι μόνο οικονομικά ή πολιτικά) που
παρακινούν τους ήρωες στις δράσεις τους και που ολοκληρώνουν την ερμηνεία των
πράξεών τους.
Πώς υφαίνονται όλοι αυτοί οι
χαρακτήρες μαζί με τη δράση;
Η διάρθρωση του βιβλίου είναι αριστοτεχνική,
συμμετρική σαν κέντημα, όπως ακριβώς και ο χορός της μέλισσας που αποτελεί και
το επαναλαμβανόμενο μοτίβο στο βιβλίο. Ή όπως η οκταγωνική κυψέλη (με δυο
κορυφές «εικονικές») που αντιστοιχεί και στην δομή, εφόσον θα μπορούσε να πει
κανείς ότι η αποκάλυψη της αλήθειας χτίζεται σε οκτώ κομβικά κεφάλαια που αφορούν τους χαρακτήρες, που εναλλάσσονται με άλλα οκτώ όπου προχωρά η
εξέλιξη της έρευνας του Ριβέρη. Το μοτίβο της μέλισσας, παντού παρόν -αλλού
διακριτικά κι αλλού εκτεταμένα- αποτυπώνεται ακόμα και στην πόλη, στη
Θεσσαλονίκη, σ’ ένα εξάγωνο σχήμα με δυο εικονικές κορυφές, όπου ο Πέτρος
βρίσκει ανά τακτά διαστήματα κάποιο κομμάτι του παζλ (κορφές μιας ιδιόμορφης οικοδομικής κυψέλης που σχηματιζόταν στο κέντρο
της πόλης).
Καθώς προχωράει η εξέλιξη, τα
ερωτήματα μέχρι τη μέση του βιβλίου πολλαπλασιάζονται όσο αφορά την αληθοφάνεια
των γεγονότων, και ο αναγνώστης αναρωτιέται πώς ερμηνεύονται κάποιες
λεπτομέρειες. Στο τέλος όμως δεν απογοητεύεται ούτε και ο πιο απαιτητικός
αναγνώστης αστυνομικών ή νουάρ λογοτεχνίας.
Δεν είναι σκόπιμο να
αποκαλυφθούν άλλα σχετικά με την πλοκή. Πρόκειται για μια μεγάλη σύνθεση, με
πολλές διαστάσεις που συνυφαίνονται με εξαιρετική μαεστρία, μέσα απ το
προσωπικό ύφος του συγγραφέα, μέσα από την ιδιαίτερη, αναγνωρίσιμη πια γραφή
του. Κι αυτή η γραφή ξεχωρίζει για την πυκνή, περιεκτική σε κοινωνικά σχόλια, περιγραφική της δύναμη. Ακόμα και οι
εξωτερικοί χώροι, οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης, η Ασπροβάλτα, τα σπίτια όπου
μπαινοβγαίνει ο Ριβέρης για την έρευνα του δεν περιγράφονται στεγνά για να έχει
ένα πρόχειρο σκηνικό ο αναγνώστης στο κεφάλι του. Καθώς ο ήρωας, και όχι
μόνο, μετακινείται μέσα στην πόλη
ψάχνοντας μάρτυρες και βοηθούς, ζωντανεύει μπροστά μας ο σφυγμός της
μεγαλούπολης, όπως την αγαπάμε όσοι τη γνωρίζουμε. Π.χ ο ντετέκτιβ έχει επιλέξει να χωροθετήσει το γραφείο του στην καρδιά της πάλαι ποτέ ακμάζουσας
βορειοελλαδίτικης βιοτεχνικής δραστηριότητας (στην εμπορική στοά που ενώνει
την Πτολεμαίων με την Επισκόπου Αμβροσίου και λίγο πιο κάτω απ’ τη Μεγάλη
συναγωγή), η οποία πλέον δεχόταν
αδιαμαρτύρητα στις μικρές αρτηρίες της φτηνά εστιατόρια που ανακάτευαν το
μύρτιλο με την κρέμα γάλακτος, οικονομικά ξενοδοχεία που περιποιούνταν τουρίστες
όλων των φυλών και όλων των φύλων, και μικρομάγαζα παράξενων ειδών που
συνέχιζαν ακάθεκτα την ταραχώδη πορεία του ελληνικού επιχειρηματικού δαιμονίου.
Με λίγες λέξεις, καίριες και χαρακτηριστικές, αποτυπώνεται το «πνεύμα», η ατμόσφαιρα μιας πόλης ζωντανής.
Τέτοιες σύνθετες περιγραφές, εμβόλιμες και σύντομες αλλά πολύ περιεκτικές,
δίνουν την διάσταση της ιστορικής πορείας κάθε γωνιάς της πόλης, φτάνοντας ως
το σήμερα . Αλλά και οι σύντομες περιγραφές των εσωτερικών χώρων, των σπιτιών,
των δωματίων απηχούν το πνεύμα των ηρώων, σηματοδοτούν και μια εποχή.
Γιατί όπως γνωρίζουμε, στη
νουάρ λογοτεχνία (και το είδαμε και στο «Τα μωρά της Αθηνάς»), το
ενδιαφέρον του μυθιστορήματος δεν εξαντλείται στην αστυνομική πλοκή. Το
νουάρ μυθιστόρημα αποτελεί ολόκληρο ένα διαρκές σχόλιο της κοινωνίας στην οποία
αναφέρεται, με πολιτικές και κοινωνικές
προεκτάσεις. Περικλείει στοιχεία
ιδεολογίας και κοινωνικής κριτικής, παράλληλα απηχεί ένα στυλ, ένα βλέμμα από
συγκεκριμένη οπτική γωνία. Κι αυτή η
στάση ζωής υποβάλλεται μέσα στο βιβλίο και μέσα από πολλές αναφορές σε
τραγούδια, ποιήματα, έξυπνους διαλόγους με ατάκες σαν αποφθέγματα, συνθήματα
στους τοίχους∙ ακόμα και ολόκληρα ποιήματα παρατίθενται, δίνοντας λυρική
διάσταση στα τεκταινόμενα, ενώ παρεμβάλλεται, σαν ιντερμέτζο, κι ένα ολόκληρο
8σέλιδο παραμύθι με τον σημαδιακό τίτλο «Η αλλαγή της Ευρώπης». Μια ολόκληρη
κουλτούρα λοιπόν, η κουλτούρα της προοδευτικής Ελλάδας στα τέλη του 20ου
αιώνα- αρχές 21ου
υποκρύπτεται σε κάθε σελίδα. Και βέβαια, μέσα απ΄ το βλέμμα του
ενορατικού Ριβέρη, πίσω απ τα παρασκήνια κρύβεται ο σκηνοθέτης, στην περίπτωσή
μας ο συγγραφέας με την δική του ματιά.
Και η ματιά αυτή αντικρίζει
κατάματα την οικονομική, παγκόσμια κρίση. Αποκαλύπτονται οι μηχανισμοί της
εκμετάλλευσης, οι παρανομίες, οι τρόποι και οι τρύπες που ανακαλύπτει ο καθένας
από την κοινωνική του θέση για να επιβιώσει ή να υπερασπιστεί το εγώ του. Η
πρωτοτυπία όμως του βιβλίου κατά τη
γνώμη μου είναι ότι δεν είναι μόνο «μαύρο». Δεν δείχνει μόνο τον υποταγμένο και
απελπισμένο από τις κοινωνικές συνθήκες άνθρωπο που καταφεύγει σε διάφορες διεξόδους,
μέσα στις οποίες και το έγκλημα. Όπως και στην κοινωνία μας υπάρχουν ακόμα γύρω
μας ονειροπόλοι, υπάρχουν και στην κοινωνία του βιβλίου και δυνάμεις αισιόδοξες,
δυναμικές και ανατρεπτικές, να μην πω επαναστατικές, δυνάμεις που
οραματίζονται, που οργανώνονται συλλογικά, που έχουν αγάπη και πάθος για μια
κοινωνία καλύτερη ( «το πάθος για τη
λευτεριά είναι δυνατότερο απ’ όλα τα κελιά/Δράσεις, παρεμβάσεις και πορείες. Μέσα
σου μια ακατανίκητη διάθεση να ζήσεις για τους άλλους, να αφιερώσεις τον χρόνο
σου σε έναν κοινό σκοπό, συλλογικό, επαναστατικό.» .
Άλλωστε και οι δυο δομές των
οποίων εμπνευστής ήταν ο Αλέξανδρος Χρηστίδης, είχαν τέτοιο, οραματικό πνεύμα. Με
άξονα το «κοινωνικό κεφάλαιο», μια έννοια αντίδοτο στην εκμετάλλευση των πολλών
απ τους λίγους (βασικό χαρακτηριστικό των
αλληλεπιδράσεων του κοινωνικού κεφαλαίου είναι η συνεργασία που αναπτύσσουν οι
δρώντες μεταξύ τους, ενώ οι τρεις πυλώνες αυτού του παράξενου όρου είναι η
εμπιστοσύνη, η αμοιβαιότητα και τα κοινωνικά δίκτυα). Υπάρχουν βέβαια
κριτικές του «κοινωνικού κεφαλαίου» διάσπαρτες στο βιβλίο από τους διάφορους
ήρωες, είτε από ήρωες που συμμετείχαν σ’ αυτές, είτε που παραιτήθηκαν∙ και από τα
δεξιά και από τα αριστερά (το κοινωνικό
κεφάλαιο ή θα είναι κοινωνικό ή θα είναι κεφάλαιο/τα νοήματα της ζωής
παράγονται από τις δομές ή το αντίθετο;/το προσωπικό είναι και πολιτικό;).
Πρώτα η Κιστέρνα που
λειτούργησε από το 1994-2010, ως πρότυπη δημοτική αναπτυξιακή επιχείρηση με
κοινωνικό και πολιτιστικό χαρακτήρα, είχε ως στόχο την κοινωνική αναβάθμιση
ανθρώπων από πολύ χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Απευθυνόταν σεανθρώπους που «δεν
τα κατάφεραν στη ζωή τους», πρώην χρήτες ναρκωτικών, αποφυλακισμένους, γυναίκες
που ήθελαν να πάψουν να εκδίδονται άνεργους κλπ, και πρόσφερε εύρεση εργασίας
και ειδών ειδών υπηρεσίες. Ασφαλώς,
υπήρχαν και αυστηρές κριτικές στον Χρηστίδη γι αυτό του το εγχείρημα, και από αριστερά ( πουλημένος στο ευρωσύστημα και διαχειριστής
κοινοτικών προγραμμάτων της οκάς) και από τη λαϊκή ακροδεξιά (αριστερός των σαλονιών, ευρωλιγούρης,
άπιστος, ανθέλληνας εκπρόσωπος μιας μειοψηφικής ιντελιγκέντσιας).
Πιο κοντά στα εναλλακτικά
δίκτυα αλληλέγγυας κοινωνικής οικονομίας
που γέννησε η κρίση ήταν η «Ατλαντίδα», μια πρωτότυπη τράπεζα, «τράπεζα
χρόνου»[2].
Η Τράπεζα Χρόνου αποτελεί ένα δίκτυο
ανταλλαγής υπηρεσιών και προϊόντων μεταξύ των μελών της. Λειτουργεί
με μονάδα συναλλαγής το χρόνο, προάγοντας την κοινωνική αλληλεγγύη, μέσω της
δημιουργίας δικτύου αλληλοϋποστήριξης. Η σύλληψη είναι απλή: (μια ώρα εργασίας οποιουδήποτε αντικειμένου
εξισωνόταν με μια ώρα εργασίας οπουδήποτε άλλου). Σαν δημιούργημα των
χρόνων της κρίσης η Ατλαντίδα αμφισβητείται περισσότερο απ’ την προηγούμενη
γενιά, ενώ προσελκύει την generation Y, και μάλιστα τα «αριστερόπουλα»
ή «αναρχομπούμπουλα» σύμφωνα με τους δεξιούς της παρέας του Χρηστίδη.
Όμως, κάθε δράση έχει και την
αντίδρασή της. Κι έτσι στις δίπλα σ΄ αυτές τις δυο εμπνευσμένες μορφές οργάνωσης που ίδρυσε ο Χρηστίδης,
ξεφύτρωσε και η «Μελισσάνθη», μια εταιρία
με βασική δραστηριότητα στις δημόσιες σχέσεις και την επικοινωνία. Μια εταιρία εξυπηρέτησης δηλαδή των «δικών
της» ανθρώπων που παρουσιάζεται σαν υπηρεσία δημόσιας εικόνας, κοινωνικής
προσωπικότητας, κοινωνικής δικτύωσης με έμφαση στα ηλεκτρονικά μέσα κλπ, αλλά
στην ουσία εκμεταλλεύεται τις ανάγκες των νεαρών ανέργων που αγωνίζονται να
πιαστούν σε μια αξιοπρεπή δουλειά, πουλώντας το χρόνο και την εργατική τους
δύναμη σε εξευτελιστική τιμή ή «εθελοντικά». Θα έλεγε κανείς ότι η Μελισσάνθη
κατέληξε να αντλεί από μια δεξαμενή εθελοντών με σκοπό την αισχροκέρδεια (ένα μελίσσι πίνει από το νέκταρ των ονείρων
μας).
Η εμπλοκή των προσώπων του
μυθιστορήματος στην Κιστέρνα, στην Ατλαντίδα και στην Μελισσάνθη είναι
καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της υπόθεσης. Όλοι παίρνουν θέση απέναντι
στα οικονομικά αυτά μοντέλα, είτε θεωρητικά είτε έμπρακτα. Όλοι συμμετέχουν
στην παθογένεια της κρίσης, απομυζούν κέρδη, εκμεταλλεύονται ή διαλέγονται,
προβληματίζονται. Ονειρεύονται, αντιστέκονται ή παραιτούνται και οι
διαφορετικές αποχρώσεις συνθέτουν το φάσμα της σύγχρονης κοινωνίας.
Και ο κεντρικός μας ήρωας, ο
Πέτρος Ριβέρης, που όπως είπαμε στην αρχή προσεγγίζει την αλήθεια όχι μόνο με
τη λογική αλλά και με το συναίσθημα αποβαίνει μοιραίος κριτής δίνοντας τη δική
του απάντηση στο βασικό ερώτημα που θέτει το βιβλίο: αν αξίζει να περάσεις τα σύνορα και να μπεις στα χωράφια της ουτοπίας.
Ο Ριβέρης κοίταξε τη
θάλασσα που είχε πάρει να αγριεύει, ενώ σκεφτόταν ότι ο άνθρωπος είναι ένα
είδος που κοιτάζει ψηλά για να καταφέρει να βαδίζει στο ύψος του.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου