Δεν πρόκειται ασφαλώς για ένα
ευκολοδιάβαστο μυθιστόρημα, όχι μόνο γιατί η συνειρμική αφήγηση (άλλοτε πρωτοπρόσωπη και άλλοτε τριτοπρόσωπη) πολλών
διαφορετικών και σχεδόν ισοδύναμων ηρώων, κουράζει τον αναγνώστη
που προσπαθεί να συναρμολογήσει το παζλ, αλλά κυρίως γιατί πραγματεύεται πολύ
δύσκολα, σχεδόν οδυνηρά θέματα: τη συναισθηματική επεξεργασία του παρελθόντος, συγκεκριμένα του τραυματικού εγκληματικού
παρελθόντος της Γερμανίας του 20ου αιώνα. Όπως γράφει και στο ένα
από τα δύο εξαιρετικά επίμετρα του βιβλίου η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, η σχέση του παρελθόντος με το παρόν, η
διαφορά δυναμικού μεταξύ της α-λήθειας
κα της λήθης αποτελεί ένα από τα βασικότερα νήματα που διατρέχει το
πέμπτο μυθιστόρημα του Χ. Μπελ. Θα πρόσθετε κανείς ότι έχουμε και τον άξονα
του μέλλοντος, παρόλο που η πλοκή του βιβλίου στο «σήμερα» εξελίσσεται σε μια
και μοναδική μέρα: τη μέρα των 80ων γενεθλίων του αρχιτέκτονα,
αντιναζιστή Χάινριχ Φαίμελ, στις 6 Σεπτεμβρίου του 1958.
Ο απόηχος του εθνικισμού, του
οποίου τα σπέρματα βρίσκονται στον 19ο αιώνα και που κορυφώθηκε στη
ναζιστική ιδεολογία και το αντίστοιχο καθεστώς, επηρέασε με διαφορετικό τρόπο
τις γενιές που διέτρεξαν όλη αυτή την περίοδο. Έτσι, βλέπουμε με πόσο
διαφορετικό τρόπο αυτό το «στοιχειωμένο» παρελθόν φτάνει στη γενιά του παππού Χάινριχ Φαίμελ (γεννημένος το
1878) και της γιαγιάς Γιοχάνα, στη γενιά του γιου Ρόμπερτ (γεννημένος το 1916)
αλλά και στα εγγόνια Γιόζεφ και Ρουθ∙
γιατί, μπορεί μεν η πλειονότητα του γερμανικού λαού να αποδέχτηκε ή
να συνέπραξε με το πνεύμα του ναζισμού, αλλά ορισμένες οικογένειες Γερμανών
αντιστασιακών ή έστω αντίθετων στην
κυρίαρχη ιδεολογία πλήρωσαν αυτήν τους
τη στάση πολύ ακριβά. Ο Μπελ πολύ σοφά δεν αναφέρει πουθενά τη λέξη «ναζισμός»,
ούτε καν το όνομα του Χίτλερ ή τα
στρατόπεδα συγκέντρωσης. Γιατί δεν πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά
όπως γράφει ο Γιάννης Πάγκαλος στο δεύτερο επίμετρο, θα το χαρακτηρίζαμε μυθιστόρημα «μνήμης», που
συνδυάζει τη «λογοτεχνία των ερειπίων»[1] (πρώτη
γενιά) και «μυθιστόρημα γενεών»[2] (πώς
βίωσαν οικογένειες και απόγονοι τη συλλογική ενοχή), είδη που ευδοκίμησαν μετά
την πολυτραυματική περίοδο του ολοκαυτώματος[3]. Ο συγγραφέας, όπως και σε άλλα του έργα, εστιάζει
στη βαθιά συναισθηματική πληγή που αφήνει στη μνήμη η βία της εξουσίας, όχι
μόνο της κρατικής αλλά της συλλογικής, της κυρίαρχης γενικότερα.
Έτσι, η αναφορά στο
μιλιταριστικό πνεύμα και τον εθνικιστικό φανατισμό γίνεται συμβολικά/μετωνυμικά:
όσοι δέχονται τη «μετάληψη του βούβαλου»[4] («Αξιοπρεπής,
αξιοπρεπής, Πίστη και Τιμή, Σίδερο και Ατσάλι», για τον Χίντεμπουργκ) είναι με
τη μεριά της ναζιστικής νεολαίας, οι υπόλοιποι είναι οι «αμνοί», οι συνειδητά
αντιναζιστές που οργανώνονται κι αυτοί κάπως ανάλογα, αλλά βασικά διώκονται. Μιλάμε
πια για τη δεκαετία του ’30, και είναι η εποχή που ο Γκαίρινγκ (1933) ίδρυσε την «Βοηθητική Αστυνομία»[5], σώμα όπου
μέλη των SA και των SS αντιμετώπιζαν
με εξαιρετική βαναυσότητα τους αντιφρονούντες.
Όπως και στο βιβλίο της
Μαρίας Στεφανοπούλου «Άθος ο δασονόμος» (που αφορά το συλλογικό τραύμα που
άφησε το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων στην
περιοχή και στις γενιές που ακολούθησαν), παρατηρούμε και στο πολύ προγενέστερο
βιβλίο του Μπελ ότι η δεύτερη γενιά (δηλαδή η γενιά που ενηλικιώνεται στην
περίοδο που κορυφώνεται η δίνη της
Ιστορίας), είναι αυτή στην οποία εισχώρησε το μαχαίρι πιο βαθιά και πιο
καθοριστικά ∙ η γενιά των «παιδιών», των άμεσων απογόνων. Η γενιά δηλαδή του Ρόμπερτ, του Σρέλλα, του
Φέρντι.
Ο παππούς Φαίμελ φαίνεται να
μην έχει χάσει την ανθρωπινότητά του και τη συναισθηματική του συγκρότηση στο
παρόν που τον βλέπουμε, αν κι έχει χάσει τρία παιδιά από τα πέντε, τα δυο
μάλιστα είχαν ενδώσει το καθένα με τον τρόπο του στο κυρίαρχο πνεύμα του
μιλιταρισμού. Γεννημένος όπως είπαμε το 1878, έχει βιώσει όλη την εξέλιξη του
γερμανικού κράτους, από την ανακήρυξή του ως ανεξάρτητου μετά τον γαλλοπρωσικό
πόλεμο (εθνικισμός Μπίσμαρκ –εποχή Κάιζερ, Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος,
Δημοκρατία Βαϊμάρης, εθνικοσοσιαλισμός, Δεύτερος Παγκόσμιος, ηττημένη Γερμανία). Το ίδιο και η γιαγιά, η
γυναίκα του Γιοχάνα, που παρόλο που τώρα στο παρόν είναι κλεισμένη σε ψυχιατρείο,
θυμάται λεπτομέρειες επώδυνες και αναμασά το πένθος, χωρίς να έχει χάσει την
ακεραιότητά της. Αντίθετα, βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση και η ακτιβιστική της δράση
στο τέλος δείχνει ότι μεριμνά για το ΠΑΡΟΝ.
Έτσι, ενώ συμπλέκονται οι αφηγήσεις όλων των
μελών της οικογένειας, και όχι μόνο, το
κέντρο βάρους πέφτει στον Ρόμπερτ (γιος του παππού Φαίμελ και πατέρας των
Γιόζεφ και Ρουθ), και όσων συνομήλικων τον πλαισιώνουν. Είναι η γενιά που
ανδρώθηκε στον μεσοπόλεμο, η πιο κατακεραυνωμένη απ την άνοδο του εθνικιστικού
στρατοκρατικού πνεύματος που κατέληξε βεβαίως στις ναζιστικές θηριωδίες.
Άλλωστε, και ο τίτλος «Μπιλιάρδο στις εννιάμισι» αναφέρεται στην μοναδική καθώς φαίνεται βαλβίδα εκτόνωσης
αυτού του άψογου, ευγενικού, αλλά ψυχρού
και ακοινώνητου αρχιτέκτονα (πάντα
ήταν σοβαρός, ποτέ του δεν ξεπέρασε τον θάνατο του Φέρντι, όλες τις σκέψεις της
εκδίκησης τις αποκρυστάλλωσε σε εξισώσεις, αυτές κουβαλούσε στο μυαλό του σαν
ελαφριές αποσκευές, έξι ολόκληρα χρόνια τις κουβαλούσε στους κοιτώνες αξιωματικών
και υπαξιωματικών, χωρίς ποτέ να γελάει), που στο αφηγηματικό παρόν κλείνεται
καθημερινά στην αίθουσα μπιλιάρδου του ξενοδοχείου
«Πρίγκηψ Χάινριχ», και παίζει παρέα με τον νεαρό Χούγκο, επιτρέποντας την είσοδο μόνο
στους στενούς συγγενείς και στον Σρέλλα, τον πρώτο «αμνό» της μαθητικής του ζωής.
Η αφήγηση δεν είναι γραμμική.
Θα έλεγε κανείς ότι είναι αλληλουχία εσωτερικών μονόλογων, σε πολύ ποιητικό
και χαμηλόφωνο ύφος, όπου όλοι μιλάνε
για όλα και για όλους… ενώ το παρελθόν, αυτό που έδιωξε τον Ρόμπερτ και τον
φίλο του Σρέλλα στην εξορία, αυτό που σκότωσε τον Φέρντι, αυτό που έκανε τον αδερφό του Όττο, όχι μονάχα ξένο και προδότη, αλλά «άνθρωπο χωρίς κέλυφος», αυτό το παρελθόν
που έκανε τον Ρόμπερτ στα 29 του να ανατινάξει το αβαείο του Αγίου Αντωνίου- το καμάρι του πατέρα του, αυτό
το ίδιο λοιπόν παρελθόν που όπλισε την «τρελή» γιαγιά με πυροβόλο για να
σκοτώσει το κακό στη ρίζα του, βρίσκεται
στο παρόν και το καθηλώνει.
Αν κάποιος θέλει να ανασυνθέσει
στεγνά τα «γεγονότα», πολύ σύντομα έχουν ως εξής:
Ο (παππούς) Χάινριχ,
αρχιτέκτονας χαρισματικός που κατάφερε
να επικρατήσει των άλλων, έχει χτίσει πολλά από τα λαμπρά κτίσματα του
γερμανικού Ράιχ, ανάμεσα στα οποία και το αβαείο του Αγίου Αντωνίου που
διαδραματίζει συμβολικό ρόλο στο βιβλίο. Η Γιοχάνα και ο αρχιτέκτονας
Χάινριχ κάνουν πέντε παιδιά, όμως στο
διάβα των χρόνων πεθαίνουν τα τρία: ένα κοριτσάκι ενάμισι χρονών το 1909, ο
7χρονος Χάινριχ το 1917 και ο Όττο στη
μάχη του Κίεβο, το 1941[6]. Ο γιος
τους Ρόμπερτ, αρχιτέκτονας κι αυτός, λόγω κινδύνου της ζωής του φυγαδεύτηκε
στην Ολλανδία για να ξεφύγει απ’ τους ναζιστές (όπου ήδη είχε καταφύγει ο
Σρέλλα). Ήδη έχει συνδεθεί ερωτικά
με την αξιαγάπητη Έντιτ, την αδερφή του Σρέλλα, και πριν ξαναγυρίσει οριστικά κάνουν
μαζί δυο παιδιά. Όμως η Έντιτ πέθανε πολύ νέα, από θραύσμα βόμβας. Μετά
τον πόλεμο όπου υπηρέτησε στον ναζιστικό στρατό ως ειδικός ανατινάξεων, ο
Ρόμπερτ επιστρέφει μετά από 3-4 χρόνια (πήρε
αμνηστία για τη «νεανική τρέλα»), κι ως αρχιτέκτονας ασχολήθηκε με τη στατική, αποκλειστικά
με τις… ανατινάξεις. Στο αφηγηματικό παρόν (1958) ο γιος του, Γιόζεφ, είναι πια
κι αυτός αρχιτέκτονας (αλλά ήδη υπό παραίτηση, κανένας απ’ την οικογένεια δεν
το ξέρει), ενώ η γιαγιά έχει αποσυρθεί σε «τρελάδικο» ( Ρουθ: η τρέλα της είναι ένα ψέμα, είναι θλίψη πίσω
από χοντρούς τοίχους). Όλοι θα συναντηθούν στο τέλος της μέρας στην τελετή
των 80ων γενεθλίων του Χάινριχ, ενώ κατά σύμπτωση την ίδια μέρα θα
εμφανιστεί κι ο αυτοεξόριστος για χρόνια, παιδικός φίλος του Ρόμπερτ, Σρέλλα. Η
μέρα αυτή όμως καταλήγει γεμάτη απρόοπτα.
Υπάρχουν βέβαια κι άλλοι
σημαντικοί ήρωες που πλαισιώνουν τα πρόσωπα της οικογένειας, και πρώτος ο
Σρέλλα που επιστρέφει σε μια πόλη όπου τίποτα δεν είναι ίδιο (δεν μπορώ να ζήσω σ’ αυτήν την πόλη γιατί
δεν μου είναι αρκετά ξένη) κι ο παλιός βασανιστής του, Νέτλινγκερ, που
παρουσιάζεται στο παρόν σαν προστάτης (είχαν
κι οι δολοφόνοι ώρες σχόλης).
Αυτή είναι σε αδρές γραμμές η
πλοκή, αν κάποιος φτιάξει το παζλ. Όμως, πρέπει να τονιστεί ότι το βιβλίο αυτό
είναι κατά βάση ποιητικό, ατμοσφαιρικό, χαμηλόφωνο. Είναι ένα εσωτερικό παραλήρημα, συναισθηματικά ιμπρεσιονιστικό,
πικρό και τρυφερό μαζί.
Η βία της εξουσίας
Ένα άκαιρο βλεφάρισμα, το πώς φυτρώνουν
τα μαλλιά, το σχήμα της μύτης μπορούσαν να σε στείλουν στο απόσπασμα- καμιά
φορά ούτε κι αυτά.
Όμως, όπως είπαμε, τα γεγονότα
δεν έχουν τόση σημασία, όσο οι ρωγμές που αφήνει η μνήμη. Κι η μνήμη φέρνει
ξανά και ξανά το φάσμα του ΜΙΛΙΤΑΡΙΣΜΟΥ που προετοιμάζει τον εθνικοσοσιαλισμό/ναζισμό,
από πολύ νωρίς, ακόμα κι από την εποχή της πρώτης γενιάς. Έτσι λοιπόν, με τη
διάστικτη ιμπρεσιονιστική αφήγηση που επέλεξε ο συγγραφέας, μαθαίνουμε ότι ο παππούς Χάινριχ ήρθε το 1907 στο Ντένκλινγκεν όπου ήξερε ότι
θα ζούσε, θα εργαζόταν και θα παντρευόταν. Μιλά για τον δικό του πατέρα που του
είχε κληροδοτήσει το μίσος, μίσος για τα άλογα και τους
αξιωματικούς (είχε γίνει πολύ
σιωπηλός ο πατέρας μου, τα χρόνια σωρεύονταν γύρω του σαν λαμαρίνες σιωπής). Και, όπως εξομολογείται στην υπάλληλο
του γιου του, που του τακτοποιεί τα αρχεία στο αφηγηματικό σήμερα (ωραίο εύρημα
για να διατρέξουμε την Ιστορία της Γερμανίας): Την έβλεπα την ανωτέρα βία να έρχεται, στεκόμουν στην ταράτσα του
σπιτιού , κρυμμένος πίσω από την πέργκολα, στον δρόμο και την είδα να μπαίνει
στον σταθμό∙ αμέτρητα στόματα τραγουδούσαν τη «Φρουρά στον Ρήνο»[7],
φωνάζοντας το όνομα του τρελού που ακόμα και τώρα τραβάει έφιππος δυτικά πάνω
στο μπρούντζινο βάθρο του (του Χίντεμπουργκ ή του Μπίσμαρκ;)/κι εγώ αισθανόμουν άδειος, ολομόναχος,
αισθανόμουν ένας απαίσιος άνθρωπος ανίκανος να νιώσω ενθουσιασμό. Κι όταν
αντίκρισε το κατεστραμμένο αβαείο, όχι δεν χάρηκε, αλλά στο αίτημα να τιμωρηθεί
ο ένοχος, σκεφτόταν: διακόσια αβαεία θα
έδινα για να πάρω πίσω την Έντιτ ή τον Όττο ή τον άγνωστο νεαρό που έριχνε
χαρτάκια στο γραμματοκιβώτιό μας και το πλήρωσε τόσο ακριβά.
Ο Ρόμπερτ ως μαθητής ήταν ο
καλύτερος στο σλάγκμπαλ (μπέιζμπολ), γρήγορος στο κατοστάρι, ξεχώριζε ανάμεσα
στους συμμαθητές του αλλά, όπως αναφέρει
ο γκρουμ του ξενοδοχείου όπου συχνάζει για μπιλιάρδο «δεν την υπέφερε την αδικία, κι όταν δεν υποφέρεις την αδικία,
σύντομα βρίσκεσαι μπλεγμένος στην πολιτική∙ αυτός, στα δεκαεννιά του ήταν ήδη
μέσα∙ και θα του είχαν κόψει το κεφάλι ή θα τον είχαν χώσει μέσα είκοσι χρόνια
έτσι και δεν τους είχε ξεγλιστρήσει». Αποφασιστικής σημασίας για την ένταξη
του Ρόμπερτ στους «αμνούς» η επαφή του με τον Σρέλλα, τον οποίο ξυλοφορτώνουν
καθημερινά όλοι οι συμμαθητές, με ελάχιστες εξαιρέσεις (έπρεπε πια να τον ρωτήσω, κι από τη στιγμή που θα πρόφερα την ερώτηση,
θα ήμουν πια μέσα στο παιχνίδι). Ανάμεσα στους βασανιστές πρωταγωνιστούν ο Βακίρα, ο Μπεν Βάκες και ο
Νέτλινγκερ. Ο Ρόμπερτ, βλέποντας τα σημάδια από τις πληγές στην πλάτη του
Σρέλλα δεν κάνει πια πίσω… γίνεται κι αυτός θαμώνας στο Καφέ Τζονς, όπου
μαζεύονται οι «αμνοί», όχι βέβαια χωρίς κόστος (με πήγαν στην Βίλχελμσκούλε, με έδειραν με το αγκαθωτό σύρμα∙ μικρά
μικρά υνιά όργωσαν την πλάτη μου). Το παιχνίδι όμως γίνεται όλο και πιο
άγριο- συλλήψεις και ανακρίσεις με εκφοβισμούς και βασανιστήρια με αγκαθωτό
σύρμα. Ώσπου ο κοινός φίλος Φέρντι, που
τόλμησε να πετάξει βόμβα στον φασίστα γυμναστή, πλήρωσε την πράξη του αυτή με…
αποκεφαλισμό! Τον Ρόμπερτ τον κυνηγά η αστυνομία (γιατί είναι στη λίστα όσων
αρνήθηκαν να δεχτούν τη μετάληψη του βούβαλου), και φυγαδεύεται, όπως κι ο
Σρέλλα, στο Ρότερνταμ. Ο Ρόμπερτ μετά από 3-4 χρόια πήρε αμνηστία για τη
«νεανική τρέλα», επέστρεψε σοβαρός κι αγέλαστος με τον βαθμό του λοχαγού και ως
αρχιτέκτονας ειδικεύτηκε στο να… γκρεμίζει (πιστέψτεμε,
υπάρχουν τοίχοι καλοί και τοίχοι κακοί∙ να ξεφορτωθούμε πια τη σαβούρα).
Τι είναι αυτό που ωθεί τον
42χρονο Ρόμπερτ να ανατινάζει τα κτίρια, ανάμεσα στα οποία και το αβαείο του
Αγίου Αντωνίου, αυτό που έδωσε τόση αίγλη στον πατέρα του (παρόλο που ήξερε ότι η ανατίναξη δεν είχε νόημα ούτε από τακτικής, ούτε
από στρατηγικής άποψης); Να τι
σκέφτεται ο ίδιος: Ήθελε να αφιερώσει ένα μνημείο από σκόνη και ερείπια σε κείνους που δεν
αποτελούσαν μνημεία πολιτισμού, που κανένας δεν θεώρησε πως έπρεπε να τους
προστατέψει: στην Έντιτ, που σκοτώθηκε από θραύσμα βόμβας∙ στον Φέρντι, τον
παρ’ ολίγον δολοφόνο, που καταδικάστηκε
σύμφωνα με τον νόμο∙ στον νεαρό που έριχνε τα χαρτάκια με τα μηνύματά του (του Ρόμπερτ) στο γραμματοκιβώτιο∙ στον πατέρα του Σρέλλα που εξαφανίστηκε∙ στον
ίδιο τον Σρέλλα, που αναγκάστηκε να ζήσει τόσο μακριά (κλπ, κλπ).
Όμως ο λόγος που συγκλονίζει τον
αναγνώστη είναι ο λόγος της Γιοχάνα. Η ίδια υπήρξε εξαιρετικά παράτολμη (π.χ.
φώναξε μέσα στο πλήθος «ο παλαβός ο Κάιζερ») και ετοιμόλογη απέναντι στην
εξουσία. Και τα λόγια της τώρα που είναι έγκλειστη τρυπάνε την καρδιά, ο προσωπικός της μονόλογος είναι σπαρακτικός. Μιλά για όλους, για τους αδερφούς της που πέθαναν ως
ουλάνοι, για τους ανόητους σοβαρούς άντρες, για τον «ξανθό άγγελο» τον Φέρντι
για τον Σρέλλα. Μιλά με το συναίσθημα, ελλειπτικά, αφαιρετικά, ουσιαστικά. Πικρά και
τρυφερά. Και με τη δύναμη αυτού που ξεκάθαρα επιλέγει να εναντιώνεται στην
εξουσία (τα σπαθιά μικρέ μου, πρέπει να
τα πετάει κανένας κάτω και να τα ποδοπατά, όπως όλα τα προνόμια. Γιατί για έναν
και μόνο λόγο υπάρχουν: για τα λαδώματα/να μη δέχεσαι ούτε το παραπάνω βούτυρο,
ούτε τα παραπάνω ρούχα, ούτε το παραπάνω ποίημα που τόσο κομψά σου πρόσφερε ο βούβαλος).
Μιλά και σκέφτεται κλεισμένη
και ουσιαστικά απαρνούμενη την εγκόσμια ζωή, για τον άντρα της Χάινριχ: Πού να βρισκόταν τώρα κι αυτός, αυτός που
έφερε μέσα του το μυστικό γέλιο, το μυστικό ελατήριο μέσα στον
κρυφό μηχανισμό του ρολογιού, το ελατήριο που μετρίαζε την αφόρητη πίεση, που
χάριζε τη χαλάρωση; αυτός, ο μόνος που δεν δέχτηκε ποτέ τη μετάληψη του
βούβαλου; Και, απευθύνοντας τον μονόλογο της νοητά στον Ρόμπερτ: Τρέμουν τα κόκαλα τα σαθρά, μικρέ μου – το
σκότωσαν το μυστικό γέλιο του πατέρα σου, έσπασε το ελατήριο. Δεν ήταν
φτιαγμένο για τόσο μεγάλα πράγματα)∙ για τον Ρόμπερτ: Για τον ευθυτενή, αλύγιστο γιο μου Ρόμπερτ, που πάντα τρεφόταν με
μυστικά∙ ακόμα και τώρα κουβαλάει ένα μυστικό στην καρδιά του∙ τον έδειραν, του
όργωσαν την πλάτη, αλλά εκείνος ούτε λύγισε, ούτε φανέρωσε το μυστικό του/πολύ
θα ήθελα να ξέρω τι έκανε στον πόλεμο, αλλά ποτέ δεν μιλάει γι’ αυτά∙ ένας αρχιτέκτονας
που ποτέ του δεν έχτισε ένα σπίτι, που δεν είχε ποτέ πιτσιλιές από κονίαμα στα
μπατζάκια, ποτέ- πάντα άψογος, σωστός, αρχιτέκτονας γραφείου.
Αλλά οι πιο σπαραξικάρδιες είναι
οι αναφορές στα τρία νεκρά παιδιά: στο μικρό κορίτσι που πέθανε από οστρακιά,
στον ποτισμένο από φανατισμό 7χρονο Χάινριχ που αρρώστησε και πέθανε με το
στρατιωτικό τραγούδι στα χείλη (όταν
πέθανε, μου ψιθύρισε εκείνη τη φρικτή λέξη-κλειδί, το όνομα του καθαγιασμένου
βούβαλου: «Χίντεμπουργκ») κυρίως όμως για τον 25χρονο «βούβαλο» Όττο: και τότε
ξαφνικά, ο Όττο έπαψε να είναι ο Όττο: ένα φρικτό θαύμα είχε συμβεί: ήταν ο
Όττο αλλά δεν ήταν κιόλας.(…) Ο Όττο ήταν μόνο το κέλυφος του Όττο, το οποίο
είχε αποκτήσει ένα εντελώς άλλο περιεχόμενο∙ δεν είχε απλώς δεχτεί την μετάληψη
του βούβαλου, είχε δηλητηριαστεί απ’ αυτήν∙ του είχαν ρουφήξει όλο το αίμα και
του είχαν βάλει άλλο. Τώρα στο βλέμμα του
υπήρχε ο φόνος. Και αλλού: ένας ξένος
περπατούσε μέσα στο σπίτι μας/ο Όττο δεν ήταν καν ξένος σε έναν κόσμο όπου μια χειρονομία μπορούσε να σου κοστίσει τη ζωή σου.
Το παρελθόν και το παρόν –συμφιλίωση;
Όταν το παρόν το στοιχειώνει
η μνήμη του παρελθόντος, τότε παρόν και παρελθόν συμπλέκονται. Για τους ήρωες
του βιβλίου, το μέλλον της Γερμανίας βρίσκεται στο παρελθόν, από το οποίο δεν
μπορεί να απαλλαγεί ούτε με τη λήθη, ούτε με τη συμφιλίωση. Αυτά τα θέματα, ως
ερωτήματα, μπαίνουν με μυθιστορηματικό τρόπο στο βιβλίο από τον συγγραφέα, και
κάθε εσωτερικός αφηγητής απαντάει με τον τρόπο του (ο χρόνος εδώ δεν αποτελεί ένα όλον, αντιλαμβανόμαστε μόνο μικρά
τμήματα, κατάλαβες; Ο χρόνος εδώ δεν γίνεται ιστορία/εδώ είναι πάντα σήμερα/το μονο πράγμα που έχει διάρκεια, το εφήμερο).
Κι έτσι, στο ερώτημα της «συμφιλίωσης»,
το επόμενο σκαλοπάτι από τη «λήθη», που τίθεται ξανά και ξανά, και στην ιστορία
μας παίρνει σάρκα και οστά όταν γίνεται κάποια τελετή εγκαινίων με τον
οπορτουνιστή υπουργό Άμυνας, δίνονται
ποικίλες απαντήσεις.
Ο Ρόμπερτ σκέφτεται: δεν πρόκειται να έρθω στα εγκαίνια, διότι
δεν είμαι συμφιλιωμένος με τις δυνάμεις που προκάλεσαν τον θάνατο του Φέρντι,
τον θάνατο της Έντιτ, ενώ γλύτωσαν τον Άγιο Σεβερίνο.
Ο γέρο Χάινριχ σκέφτεται: δεν έχω συμφιλιωθεί με τον γιο μου Όττο, που
δεν ήταν πλέον γιος μου αλλά μόνο το κέλυφος του γιου μου.
Όμως και οι δυο απάντησαν
ευγενικά ότι θα πάνε.
Μόνο η Γιοχάνα (γιαγιά)
απαντά με πυροβολισμό. Γιατί, όπως λέει και
η ίδια:
Εγώ λαχταρούσα τη λευκή, πανάλαφρη μετάληψη του αμνού,
και προσπαθούσα στο mea culpa να ξεριζώσω μέσα από τα στήθη μου την
παμπάλαιη κληρονομιά του σκότους και της βίας.
Ορκίστηκα να διαφυλάττω την ευγένεια της
άοπλης, ανυπεράσπιστης ζωής.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Γιάννης
Πάγκαλος: «Το τραύμα είναι ακόμα νωπό, η
κοντινή απόσταση από τα ιστορούμενα γεγονότα δεν ευνοεί την πραγ΄μάτευσή της
στα συμφραζόμενα της «μνήμης. Μπορεί συχνά να αποδίδονται ευθύνες για τα
γεγονότα, κυριαρχούν όμως τα “συντρίμμια”».
[2] Γιάννης
Πάγκαλος: «Στα έργα αυτά, η υπόθεση των
οποίων συνήθως διαδραματίζεται σε οικογενειακό πλαίσιο, αποκαλύπτονται καλά
κρυμμένα μυστικά που αφορούν την ανάμιξη της προηγούμενης γενιάςσε
εθνικοσοσιαλιστικά εγκλήματα»
[3] Οι
«σπουδές μνήμης» είναι ολόκληρος επιστημονικός κλάδος που αναπτύχθηκε από τη
δεκαετία του ’80 και εξής, όπου εξετάζονται αναλυτικά πώς συγκροτείται η
συλλογική μνήμη, ή, το πώς το παρελθόν επηρεάζει το παρόν (πρώτος ασχολήθηκε ο Maurice Halbwachs, “Τα κοινωνικά
πλαίσια της μνήμης»). Η πρώτη γενιά μετά τις φρικαλεότητες απωθεί το παρελθόν
μη μιλώντας γι αυτό («συλλογική αμνησία»), η δεύτερη επανέρχεται προσπαθώντας
να δικαιώσει τα θύματα, να μαθευτεί η αλήθεια ή ν αποδοθεί συγνώμη και συγχώρεση, η Τρίτη γενιά (εγγόνια) έχουν πιο αντικειμενική και ψυχρή οπτική στα γεγονότα. Η λογοτεχνία
που χαρακτηρίζει αυτήν την εξέλιξη δεν είναι ακριβώς αντίστοιχη. Υπάρχει η
λεγόμενη «λογοτεχνία των ερειπίων» (π.χ. Πρίμο Λέβι, που βιωματικά περιγράφει
τις βαρβαρότητες από τη μεριά του θύματος) και η «λογοτεχνία των πατέρων»,
βιβλία όπως αυτά του Σλινκ που διατρέχουν τις τρεις επόμενες γενιές, άμεσα
προσδεμένες στο σκληρό παρελθόν, ενώ η Τρίτη γενιά των εγκληματιών (εγγόνια)
κοιτάζει κατάματα τα κομμάτια της μνήμης ψάχνοντας την συλλογική ταυτότητα.
[4] Βούβαλος χαρακτηρίζεται ο Χίντεμπουργκ.
Η μορφή του φιλομοναρχικού στρατάρχη Χίντεμπουργκ είναι συνδεδεμένη με την δεύτερη προεδρία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Όμως ως προσωπικότητα διατρέχει όλη την ιστορία του Γερμανικού Ράιχ, από το
έτος της ίδρυσής του, το 1871. Ο Χίντεμπουργκ, ως στρατιωτικός διεξήλθε όλες
τις οδυνηρές φάσεις της γερμανικής ιστορίας μέχρι τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Στις
30 Ιανουαρίου 1933 ο 85χρονος πρόεδρος Χίντενμπουργκ κάλεσε τον Χίτλερ να αναλάβει την καγκελαρία. Παρόλο που αντιπαθούσε
τον ίδιο τον Χίτλερ, μπήκε όλο και περισσότερο στη σφαίρα της επιρροής
των εθνικοσοσιαλιστών. Έτσι,
με αφορμή τον εμπρησμό του
Ράιχσταγκ, ο Χίντενμπουργκ πείστηκε να συμφωνήσει σε αναγκαστικό
διάταγμα, το λεγόμενο και «Διάταγμα του εμπρησμού του Ράιχσταγκ»
βάσει του οποίου de facto εξουσιοδοτούσε τον Χίτλερ να καταργήσει τα
κυριότερα πολιτικά δικαιώματα των πολιτών.
[5] Σύμφωνα
με τις υποσημειώσεις του επιμελητή του βιβλίου, το σώμα διαλύθηκε επισήμως τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, μετά από διεθνή
κατακραυγή
[6] Η Μάχη του Κιέβου διεξήχθη
στο Κίεβο, στην Ουκρανία, από τις 7 Ιουλίου-26 Σεπτεμβρίου 1941. Με αυτήν την νίκη, οι Γερμανοί κατάφεραν να νικήσουν το Νοτιο-δυτικό Μέτωπο της ΕΣΣΔ, ενώ οι
Σοβιετικοί έχασαν μια, πολύ σημαντική για αυτούς, πόλη και χώρα.
[7] Διάσημο
πατριωτικό τραγούδι της Γερμανίας από το 1840
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου