Το παρελθόν δεν είναι για μένα ιστορία.
Είναι η παροντική ζωή μου.
Μια κατακόρυφη
βουτιά στην καρδιά του ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων -με προεκτάσεις στα κάθε
λογής ανάλογα τραυματικά επεισόδια της Ιστορίας που συνεχίζονται ως τις μέρες
μας- επιχειρεί η συγγραφέας στο αποκαλυπτικό αυτό βιβλίο, δίνοντας και τον
απόηχο του βιώματος του συλλογικού πένθους στις τρεις επόμενες γενιές. Ένα
βιβλίο όπου πρωταγωνιστούν ο θάνατος και η σιωπή της φύσης, κι όπου κάθε ανθρώπινη
παρουσία είναι σημαδεμένη από το ίχνος των πολλαπλών εγκλημάτων που
διαπράχτηκαν τον Δεκέμβρη του 1943 στην περιοχή των Καλαβρύτων. Οι διαφορετικές
στάσεις απέναντι στην απώλεια αλλά και οι διαφορετικές εκδοχές/ερμηνείες που
κατάφερε η συγγραφέας να ενσωματώσει οργανικά στην αφήγηση δίνοντας σάρκα και
οστά σε ποικίλους τύπους ανθρώπων, απογειώνουν το μυθιστόρημα, που δεν θα
μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει «ιστορικό» (παρόλο που υπάρχει απόλυτος
σεβασμός στα ιστορικά γεγονότα και παρατίθενται με πολλή συνέπεια οι πηγές). Κι
αυτό γιατί η γραφή είναι ενδοσκοπική, με πολλά στοιχεία εσωτερικού μονόλογου
που εστιάζει στη συναισθηματική πρόσληψη των «συμβάντων»˙ χτίζεται από προσωπικές εξομολογήσεις -de profundis-, ανθρώπων που η υπαρξιακή μοναξιά τούς
ωθεί να μιλούν πολλές ώρες με τον εαυτό τους. Σ’ αυτές τις μαρτυρίες
κυριαρχεί η έκδηλη ανάγκη της συμπρωταγωνίστριας Λευκής (εγγονής του Άθου) να υπερβεί
την τραγικότητα της ατομικής και συλλογικής απώλειας, και να νοηματοδοτήσει το
πένθος διαφορετικά, πέρα από τους όρους «θυσία», «εκδίκηση», «μαρτύριο»,
«ηρωισμός»[1].
Συνθέτοντας τα βιώματα των δυο γενεών που προηγήθηκαν, προσδίδει μια πιο διαλεκτική διάσταση,
μια εκδοχή ας πούμε «αντικειμενική»,
όπου το τραύμα έχει γίνει γνώση και δύναμη για ζωή (ένα νόημα πιο βαθύ και διαρκές απ’ το νόημα της αυτονόητης ζωής).
Το ιστορικό
πλαίσιο είναι δεδομένο, με εξακριβωμένα στοιχεία και εντάσσεται περίτεχνα και
αβίαστα στην αφήγηση: τα αντίποινα των Καλαβρύτων στις 13 του Δεκέμβρη του 1943
(αντίποινα για την εκτέλεση των 78 Γερμανών αιχμαλώτων στη μάχη της Κερπινής από τους αντάρτες λίγες
μέρες πριν), άφησαν πίσω περίπου 480 νεκρούς άντρες από 14-67 χρονών και 13
επιζώντες, ενώ ξέρουμε ότι ακολούθησε ολοκαύτωμα των γυναικόπαιδων στο σχολείο
του χωριού. Ανάμεσα σ’ αυτούς που διασώθηκαν ήταν η Μαριάνθη (γυναίκα του Άθου)
και η Μαργαρίτα (κόρη). Από τους Γερμανούς είχαν εκτελεστεί στις 10 του
Δεκέμβρη 78 άτομα εκ των οποίων επέζησαν τρεις[2],
ενώ ήδη οι εκδικητές του θανάτου του γυμνασιόπαιδου Ντίνου Παυλόπουλου που
απαγχόνισαν οι Γερμανοί, είχαν σκοτώσει τρεις τραυματίες Γερμανούς της μάχης
της Κερπινής. Τα γεγονότα αυτά, σε σύγκριση τουλάχιστον με όσα περιγράφονται
λεπτομερώς στην Wikipedia, αποδίδονται με αξιοπιστία και με πολλές λεπτομέρειες (και από
διαφορετικούς αφηγητές) στον βαθμό που εξυπηρετούν το μυθιστόρημα πάντα, και ασφαλώς
δεν παρουσιάζονται γραμμικά -άλλωστε δεν είναι ιστορικός ο πυρήνας του βιβλίου,
όπως είπαμε και παραπάνω.
Η ιδιαίτερη
δομή (εγκιβωτισμένες πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις που αλλάζουν χρονικό επίπεδο) και
οι τίτλοι από τις τέσσερις διαφορετικές ενότητες γύρω απ’ τις οποίες
σχηματίζεται το παζλ δείχνουν τις προθέσεις της συγγραφέα, που δεν γίνονται
όμως άμεσα αντιληπτές απ’ τον αναγνώστη. Π.χ. Οι τρεις πρώτες ενότητες
τιτλοφορούνται «Από τα κατάλοιπα της Λευκής» (η Λευκή μού ζητάει να μιλήσω, να σπάσω τη σιωπή μου. Να μιλήσω όμως για
διαφορετικά πράγματα (…) να μιλήσω για τη ζωή, για τον έρωτα της Μαριάνθης, για
τα όνειρά μου που τράφηκαν και αναλώθηκαν μέσα στη φύση, για το σπίτι μου στο
δάσος). Είναι οι «φωνές» που ζωντανεύουν μέσα απ’ το φίλτρο της Λευκής, της
εγγονής του Άθου. Επιπλέον, οι υπότιτλοι της β’ και γ’ ενότητας «Η θυσία
στη καρδιά του δάσους» και «Το έγκλημα στην άκρη του δάσους»
σηματοδοτούν την διαφορετική πρόσληψη (από την τρίτη γενιά) του τραυματικού
γεγονότος, γυρεύοντας απάντηση στο ερώτημα: Τα
αντίποινα των Γερμανών το ’43 στα Καλάβρυτα ήταν εντέλει θυσία ή έγκλημα; Κι άλλα διαχρονικά ερωτήματα στα οποία
καλούνται οι επόμενες γενιές να απαντήσουν: Είναι
καλό να ξεγράφεις τους νεκρούς σα να μην έζησαν ποτέ; Κι ακόμα, τι είναι
αυτό που αναδεικνύει, ύστερα από χρόνια έναν «ιστορικό τόπο» ενώ κι άλλα -ανώνυμα-
χωριά μπορεί να ξεκληρίστηκαν;
Όλα αυτά ξετυλίγονται σε μικρά
υποκεφάλαια, όπου αλλάζει ο αφηγητής κι επομένως η οπτική γωνία. Πέρα από των
μελών της οικογένειας (Μαριάνθης, Μαργαρίτας, Λευκής, Ιοκάστης), ακούμε τις
φωνές του Κουρτ (Γερμανού που διασώθηκε στο βουνό) της Άσπας, νεαρής
αντάρτισσας, δασκάλας, του Επονίτη Κρυστάλλη, της γιατρού Ευδοκίας, και
αργότερα (1954) της Γερμανίδας κυρίας Μπραμς υπεύθυνης για επαγγελματική
εκπαίδευση των θυμάτων. Οι διαφορετικές αυτές αφηγήσεις αντανακλούν τις
διαφορετικές εκδοχές της ιστορίας και συγχρονικά αλλά και με το διάβα του
χρόνου. Γιατί αλλάζει φυσικά και το
χρονικό επίπεδο, ενώ κατακάθονται όλα όταν φτάνουμε πια στην τέταρτη γενιά
(2008+), τη γενιά της Ιοκάστης (κόρης της Λευκής), στην τέταρτη και τελευταία
ενότητα.
Η βία στη φύση είναι κάτι
που εξηγείται.
Στην ανθρώπινη ζωή όμως
φέρνει τον παραλογισμό.
Η πρώτη φωνή
που ακούγεται είναι του Άθου, δασονόμου της περιοχής, με καταγωγή από την
Ευρυτανία. Όπως και όλοι οι ήρωες, μιλά απλά, απ’ τη θέση του παρόντος, σαν
κάποιος που αναπολεί το παρελθόν. Δεν αντιλαμβάνεται εύκολα ο αναγνώστης αν
ήταν ένας από τους επιζώντες ή μιλά η «φωνή» του μέσα απ’ τις καταγραφές της
Λευκής, κάτι που εντέλει δεν έχει σημασία[3] («δεν ζω, είμαι επιζών» αναφωνεί ο Άθος, γιατί όσοι είχαν διαφύγει
τον θάνατο ήταν κάτι σαν ζωντανοί νεκροί).
Το βέβαιο είναι ότι έχει γνωρίσει το θάνατο, ότι βιώνει το ανείπωτο συντροφιά
με τα δέντρα, τα μυστικά της γης και τη σιωπή… γιατί ζωή και θάνατος σ’ αυτές
τις οριακές καταστάσεις έχουν ασαφή διάκριση. Ο Άθος φέρεται να έχει χάσει τα
λογικά του και τη μνήμη του για μεγάλο διάστημα μέχρι που τον ανακάλυψε η
Μαριάνθη στο βουνό («φυγή στο βουνό ή στα
βάθη του εαυτού μου»). Ακόμα όμως και μετά την επανάκτηση της μνήμης,
εξακολουθεί να ζει στο βουνό μέχρι τα βαθιά γεράματα, απέχοντας συνειδητά από
τις συγκρούσεις και τα πάθη που ακολούθησαν το ολοκαύτωμα, κατά την επόμενη
τραυματική περίοδο της ιστορίας, τον εμφύλιο. Ο Άθος βλέπει τον κόσμο πια μέσα
από ένα μεταίχμιο, αυτό που χωρίζει/ενώνει το ανθρώπινο με τη φύση.
Η εσωτερική
επικοινωνία του Άθου με την εγγονή του προδιαγράφεται από τις πρώτες σελίδες. Η
Λευκή αναγνωρίζει τη σοφία του δάσους, των δέντρων, τον πλούτο της σιωπής (τα δάση θα σε διδάξουν καλύτερα απ’ τα
βιβλία που διαβάζεις/ στη βαθιά σιωπή μπορείς να ξεχωρίσεις τη θυσία από το
έγκλημα. Τον ηρωισμό από την τυφλή υποταγή. Την τιμωρία από την στυγνή
εκδίκηση. Ο πόλεμος, ο κάθε πόλεμος, είναι απεχθής και δεν θα’ πρεπε να
εξυμνείται. Μοναδικός στόχος του είναι το σφαγείο). «Εγώ είμαι ο Άθος» αναφωνεί, και μόνο διαβάζοντας όλο το βιβλίο
καταλαβαίνει ο αναγνώστης το βάθος των λόγων της αυτών. Είναι η φωνή της φύσης
που δεν έχει ηθική, ούτε μίσος, ούτε ταπείνωση (ο κόσμος της φύσης είναι ένας. Η καταστροφή τον ανανεώνει, δεν τον
κόβει στα δυο). Αντίθετα, κρύβει
ευεργεσία, γονιμότητα, αναγέννηση.
Η
ενδιάμεση-εξωηθική στάση που του
υπαγορεύει η ιδιαίτερη σχέση με το δάσος, κάνει τον Άθο να αρνείται να ταχτεί
με κάποια μερίδα, να αρνείται την εκδίκηση (αρνήθηκα
τους ανθρώπους για να μη νιώσω την επιθυμία να εκδικηθώ) ενώ η γνώση του
για τα βουνά και τα μονοπάτια (όσο αφορά τους άλλους) τον καθιστά απαραίτητο
και στους μεν και στους δε. Ξένος άλλωστε στον τόπο χωρίς συμφέροντα και
αντιδικίες με τους χωριανούς, βοηθά τους αντάρτες όταν ζητούν οδηγό για τα δάση
χωρίς ποτέ να στρατολογηθεί, βοηθά όμως εξίσου και τους αντίπαλους (ήταν κατά κάποιο τρόπο υπεράνω όλων, αλλά
σαφώς τασσόταν στο πλευρό της αντίστασης χωρίς να φοβάται τους δωσίλογους και
τους κομμουνιστές. Το δασονόμο ποτέ δεν θα τον πείραζαν. Υπηρετούσε μια υπόθεση εκτός κοινωνικών νόμων, πολιτικά ουδέτερος,
υπόλογος στους νόμους τη φύσης). Όπως θα πει και η κόρη του η
Μαργαρίτα, ήταν δασικός, ταυτισμένος με το επάγγελμά του όπως άλλοι ταυτίζονται με το κόμμα
τους. Δεν ήταν παρόλ’ αυτά αμέτοχος ούτε ουδέτερος. Αντίθετα, και πριν τα γεγονότα ακόμα, υπερασπιζόταν με πάθος τη μη εκδίκηση ψάχνοντας τους αντάρτες στο
βουνό για να μη σκοτώσουν τους αιχμάλωτους Γερμανούς, ενώ στον εμφύλιο τον
Απρίλη του 1948 φέρεται να συμβουλεύει τους αντάρτες να μην σκοτώσουν τους
αιχμάλωτους του Εθνικού Στρατού (να τους
δικάσετε δίκαια. Μην τους εκτελέσετε στα τυφλά/οι δεξιοί εκδικούνται σαν
νικητές, με το νόμο του ισχυρού, διαπράττουν έγκλημα από τυφλό μίσος. Οι
αντάρτες κάνουν, ή τουλάχιστον θα’ πρεπε να κάνουν, έναν πόλεμο τιμής, πέρα από
τη νίκη και την ήττα/να σκοτώνεις έναν
άνθρωπο εκτός μάχης δεν σημαίνει ότι υπερασπίζεσαι μια κοσμοθεωρία, σημαίνει
ότι διαπράττεις φόνο). Με απαράμιλλο θάρρος θάβει τους νεκρούς που οι
εκδικητές απαγορεύουν να ταφούν. Τον απελπίζουν όμως η παραπληροφόρηση, η κάλυψη λαθών, οι ψευτοηρωισμοί. Ασκεί σκληρή
κριτική στην ηγεσία της αριστεράς, επισημαίνει τα αδιέξοδα της στράτευσης, δεν
είναι απολιτίκ. Ακόμη, πολιτική είναι η στάση του όταν απεχθάνεται τα μουσεία,
τις δημόσιες τελετές, τις επετείους, τα μνημεία, τους συμβολισμούς (τα δημόσια αισθήματα, όπως και τις δημόσιες υπηρεσίες, είναι πολύ
εύκολο να τα καταχραστεί κανείς για ιδίους σκοπούς). Σαν αντιστάθμισμα επικοινωνεί
με την «κοινωνία των δέντρων», φυτεύει δέντρα στο βουνό και μελετά τις κοινωνικές σχέσεις που δημιουργούνται
ανάμεσα στα δέντρα, σχέσεις «συνδαιτυμόνων» (η συγγραφέας έχει την
επιδεξιότητα να οδηγεί τον αναγνώστη στον πυρήνα αυτού του διαφορετικό κόσμου
του Άθου). Γιατί, για τον Άθο η φύση ενώνει, ο κόσμος της φύσης είναι ένας.
Ποιος ήταν λοιπόν ο Άθος; Ένας άνθρωπος
μόνος: ούτε ένοχος, ούτε ήρωας. Ο τρίτος άνθρωπος. Εκείνος που αρνήθηκε τη θέση
του θύματος. Όπως λέει
και ο ίδιος ένα τίποτα είναι, ανήκει στον
θάνατό του.
Συναντάμε κι
άλλους δυο διασωθέντες, έναν Έλληνα κι έναν Γερμανό. Μια απ’ τις φωνές αυτές
δίνει ιδιαίτερο βάθος στην προσωπικότητα του πρωταγωνιστή. Είναι ο Γερμανός
στρατιώτης Κουρτ, ένας από αιχμαλώτους στην εκτέλεση στου Μαγέρου που
διασώθηκαν κατ’ ανάλογο τρόπο με τους διασωθέντες τα Καλάβρυτα. Σύντροφος του
Άθου στο βουνό για δυο χρόνια μετά την τραγωδία (1943-1945) αλλά και για μια
δεκαετία αργότερα (1948-58), φωτίζει απ’ τη δική του ιδιαίτερη πλευρά την
τραγωδία του πολέμου ενώ η «συνάντηση» με τον Άθο γίνεται μοναδική όταν
συγκλίνουν πια οι αντιλήψεις τους για τον πόλεμο, τους θύτες και τα θύματα,
τους νικητές και τους ηττημένους (δεν
φτιάχνει κανείς ασφαλή κόσμο με αίμα/εκείνος είχε τη ντροπή του θύματος, εγώ το
όνειδος του θύτη). Κι όμως, η προσωπική
τραγωδία του Κουρτ είναι τόσο διαφορετική, όπως διαφορετική είναι και η
προσωπική ιστορία της μετριοπαθούς Γερμανίδας Μπραμς (αν και εκτέλεσαν οι
Γερμανοί την αδερφή της δεν είχε την τόλμη να εναντιωθεί), που αφιερώνει τη ζωή
της στην βοήθεια των θυμάτων (Άθο, μήπως
πιστεύετε ότι έρχομαι εδώ για να ξεπλύνω τις αμαρτίες των συμπατριωτών μου;)
και μετεξελίσσεται καθώς συναναστρέφεται τους κατοίκους των Καλαβρύτων.
Ήθελα ο θάνατός μου και η
διάσωσή μου να γίνουν εσωτερική ζωή
Το συλλογικό
τραύμα διασχίζει με διαφορετικό αντίκτυπο τις τέσσερις γενιές, των οποίων οι
εκπρόσωποι είναι γυναίκες, γυναίκες που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο μεγάλωσαν
χωρίς πατέρα/σύζυγο: η Μαριάνθη η γυναίκα του Άθου, και οι μοναχοκόρες που
ακολουθούν, η Μαργαρίτα του πολέμου, η
Λευκή της ειρήνης και η Ιοκάστη του μέλλοντος. Το πένθος μεταφέρεται μέσα
απ’ το θηλυκό στοιχείο («anima»), μεταμορφώνεται και ξορκίζεται μέσα από την κοινωνική δράση. Βλέπουμε
με το διαφορετικό πρίσμα της κάθε γενιάς
τη μοναξιά που επέφερε η καταστροφή, αλλά και κάθε πρόσωπο μιλά με τον δικό του
τρόπο για τους άλλους, π.χ. η Μαργαρίτα μιλά για τη μάνα και για την κόρη, η
Λευκή για τη μάνα και τη γιαγιά κλπ.
Πρώτη η Μαριάνθη, κατάπληκτη που επέζησε (κι ήταν σα να βρισκόμαστε ολομόναχες μπροστά
σ’ ένα μυστήριο που μετέτρεπε το ζόφο του μαζικού θανάτου σε φως μιας ατομικής
ζωής που σώθηκε, προδίδοντάς τον, περιφρονώντας τον, γυρίζοντάς του εντέλει την
πλάτη) τρέφει το μίσος της προς τους αντάρτες που τους θεωρεί υπαίτιους για
τα αντίποινα (όπως και όλες οι Καλαβρυτινές χήρες) και φυσικά, και για τους
Γερμανούς (γέρασα με το μίσος του
πολέμου. Μίσος για τους Γερμανούς, μίσος για τους αντάρτες/η δική μου γυναικεία
μοναξιά έμοιαζε αίφνης με θεόσταλτη κατάρα. Δεν ακουμπούσε πουθενά). Την
βασανίζει το κακό που έχει μείνει αδικαιολόγητο, ανεξιλέωτο. Το μίσος είναι
αδιάλλακτο, το μίσος που είχε βγει από
τις πυρκαγιές της πυρπολημένης πόλης. Όπως
λέει και η Άσπα (η επονίτισα δασκάλα) ήταν
απαισιόδοξη, νευρική και μελαγχολούσε εύκολα. Κλεινόταν θυμωμένη στον εαυτό
της, βέβαιη ότι δεν υπήρχε τρόπος να αντιμετωπιστεί το κακό. Θα
αμφισβητήσει τη θυσία (δεν θέλω να συμφιλιώσω τον παραλογισμό του
κακού με την παντοδυναμία της αγάπης), ξέροντας ότι και ο Άθος δεν δεχόταν τα περί θυσίας των αμάχων, το
μάταιο θρήνο και τις μοιρολατρικές ρητορείες, το μεταφυσικό νόημα του ολέθρου,
τις απατηλές υπερβάσεις. Στρέφεται στη φυγή, σχεδόν αμέσως το τραγικό
συμβάν.
Η Μαριάνθη
μένει μόνη καθώς επί τέσσερα χρόνια ο Άθος δεν την γνωρίζει καν, αλλά και όταν
εκείνος συνέρχεται και παραμένει αφοσιωμένος
στα δέντρα, στα χώματα, στο βουνό, εξακολουθεί να είναι ένα πρόσωπο
απρόσιτο, ανοίκειο για τη Μαριάνθη (Τρόμαζα.
Ζούσε; Είχε πεθάνει;). Ο Άθος, όταν μιλά γι’ αυτήν, την χαρακτηρίζει εμπαθή
και παρορμητική, ξέρει ότι το «μαυρόασπρο μυαλό» της δεν μπορεί να καταλάβει
την δική του, σύνθετη εκδοχή για τον πόλεμο. Η Μαριάνθη ζει την οργή της και τη
μνησικακία της αλλά υπερτερεί η αγάπη της για τον Άθο και την οικογένεια
(Μαργαρίτα: η αγάπη της Μαριάνθης για μας
και τον Άθο ήταν τόσο βαριά και πολύτιμη, που την ανάγκαζε να σκύβει διαρκώς
από πάνω μας και να φροντίζει να μη μας λείψει τίποτα).
Η Μαργαρίτα
(πρώτη γενιά), το «πληγωμένο γεράκι»,
ουσιαστικά αρνείται την πραγματικότητα, δείχνει αδιάφορη, χτίζει τη ζωή
της σιωπηλά αλλά τρωγόταν κι από την
επιθυμία να καταλάβει. Ήταν 11 χρονών όταν έχασε τον αδερφό και τον πατέρα
της (Μαριάνθη: μου ήταν πολύτιμη η
παιδική της ψυχρότητα και απάθεια απέναντι στο κακό για να αντέχω) και ακολουθεί αδιαμαρτύρητα τη μάνα της
στη Θεσπρωτία, ενώ επιστρέφει στα
Καλάβρυτα το 1949 (17 ετών). Ξεχνά τον θάνατο (εγώ ήθελα να ζήσω χωρίς να θυμάμαι) κρατώντας ωστόσο μια ιδιαίτερη
σχέση με τον μυστικισμό του Άθου (η πνοή
του δάσους ήταν ένας εσωτερικός κόσμος, βαθύς και σιωπηλός, σαν τον πατέρα
μου/σα να βρισκόταν αυτός ο άνδρας πάνω απ’ όλα εκείνα που συνθέτουν την
πραγματικότητα). Βλέπουμε την προσωπικότητά της μέσα απ’ τα μάτια και της
Μαριάνθης αλλά και της Λευκής, της κόρης της
που βλέπει ότι η γιαγιά της είχε έμμονες ιδέες που τις διατύπωνε
ξεκομμένες σαν κομμάτια παραμυθιού,
αποκόβοντάς τες απ’ την πραγματικότητα.
Η γενιά που
μπορεί να δει πιο αποστασιοποιημένα τα γεγονότα, χωρίς όμως να έχει χαθεί το
βιωματικό στοιχείο, είναι η γενιά της εγγονής, της Λευκής. Μπορεί κανείς βάσιμα
να ισχυριστεί, μόνο απ’ αυτό το στοιχείο, ότι είναι και πρωταγωνιστικός ο ρόλος
της μέσα στο βιβλίο. Μεγαλώνει μέσα στη ζωική απάθεια της Μαργαρίτας που, το
μόνο εμφανές που της έχει αφήσει η μαζική εκτέλεση είναι η εμμονή «μια μέρα ίσως έρθουν πάλι οι γυναίκες και
βρουν τον τάφο αδειανό», που την επαναλαμβάνει μηχανικά. Η Λευκή όμως
ρωτάει ακατάπαυστα όλους με τη σειρά, για την αντίσταση, για ηρωισμό, δεν
καταλαβαίνει το Μίσος της μάνας της. Γυρεύει όλες τις εκδοχές, κρίνει και
συγκρίνει, ενώ επικοινωνεί μη λεκτικά με τον Άθο. Δεν μεγαλώνει όμως στα Καλάβρυτα. Εγκαθίσταται
εκεί μόνο το 1987, μετά από σπουδές αναισθησιολόγου στην Αμερική, με τη μικρή
της κόρη την Ιοκάστη που μεγαλώνει κι αυτή χωρίς πατέρα. Στα Καλάβρυτα ιδρύει
την Κλινική του Πόνου, όπου εξασκεί τη φυσιατρική –μια μέθοδο για να ανακουφίσει τον πόνο των ανθρώπων που
υποφέρουν (μιλάμε για μια εποχή που δεν αναγνωρίζονταν καλά καλά οι
θεραπευτικές αυτές πρακτικές στην Ελλάδα). Πάσχει και αφοσιώνεται, και η μοναξιά της είναι μια διαφορετική μοναξιά
που μοιάζει με του Άθου, ένα υπαρξιακό
διαρκές πένθος για τους νεκρούς, τους ζωντανούς που μένουν πίσω, αλλά και
τους ζωντανούς- νεκρούς (ο θάνατος του
ανθρώπου είναι πέρα από το καλό και το κακό, ένα απόλυτο ηθικό γεγονός, που
κανένα κράτος, καμιά ιδεολογία, κανένας νικητής πολέμου δεν πρέπει να ατιμάζει).
Όπως της λέει ο Βλαδίμηρος, η Λευκή τα
παίρνει όλα τα πράγματα τοις μετρητοίς. Τα χρεώνεται ατομικά.
Και βλέπουμε
και τη μικρή κόρη, την Ιοκάστη (που στην αρχή έβλεπε αρνητικά τον προπάππο της
και το βαρύ παρελθόν της οικογένειας) να μεγαλώνει, να ωριμάζει δίπλα στη
μοναχική Λευκή και το φιλολογικό της πάθος να την οδηγεί σε μια πιο διαχρονική
θεώρηση όσο αφορά το νόημα της «θυσίας», του «ηρωισμού» και του «εγκλήματος» ˙
να βάζει μια άλλη τάξη, μια νέα αφήγηση στο ανείπωτο, που το έχει πια δαμάσει ο
χρόνος.
Να θυμάστε και να
νοιάζεστε για το τελευταίο έγκλημα
Τέλος, κορυφαία
είναι η ενσωμάτωση που κάνει η συγγραφέας της σύγχρονης τραγωδίας, της δίωξης
των μεταναστών στην κεντρική πλοκή. Το 1998, όταν πια η Λευκή και η Ιοκάστη
είναι αρκετά μεγάλες, ένας νεαρός Αλβανός, μετά από μαζική εκτέλεση των
συμπατριωτών του και αφού έχασε με απίστευτο τρόπο τους γονείς του φιλοξενήθηκε
από τον Άθο, όμως σύντομα βρέθηκε νεκρός στο Δασοβούνι. Τα παρακάτω λόγια που
φέρεται να είπε ο Άθος στη μοναδική φορά που καταδέχτηκε να μιλήσει δημόσια
στην επέτειο του ολοκαυτώματος νομίζω είναι και το επιμύθιο που πρέπει να
συνοδεύει κάθε ανάλογη τραγωδία:
(…) Δεν ήρθα να σας μιλήσω για τους Τούρκους και
τους Γερμανούς που κάποτε αιματοκύλισαν την Ελλάδα, αλλά για μια βάρκα που
οδηγεί σήμερα τους επιβάτες της στον θάνατο. Αυτές οι βάρκες, μόνο τούτο θα σας
πω, θα πληθύνουν. Ξεχάστε τα γερμανικά αντίποινα. Να θυμάστε και να νοιάζεστε για το τελευταίο έγκλημα, γιατί αν
μνημονεύετε, και μάλιστα, με τόσο ζήλο, μόνο το παλιό, δε θα έχετε μάτια και
αυτιά για να μεριμνήσετε για το καινούριο, να ανανεώσετε τη θέλησή σας να
αποτρέψει την επανάληψή του.
[1] Η ίδια η
συγγραφέας Μαρία Στεφανοπούλου λέει σε συνέντευξή της:
«Μέχρι τώρα τα θύματα αυτής της σφαγής παρουσιάζονται ως επί το πλείστον σαν άνθρωποι που θυσιάστηκαν για μια δίκαιη υπόθεση. Στα δικά μου μάτια, ωστόσο, αυτό άλλο δεν κάνει από το να δημιουργεί νέα τραύματα οδηγώντας στην αυτοεξαπάτηση της ηρωοποίησης. Φυσικά και δεν πρόκειται, στην περίπτωση των Καλαβρύτων, για έναν ηρωικό θάνατο υπέρ της σωστής πλευράς, παρά για ένα έγκλημα πολέμου που διαπράχθηκε ως αντίποινα σε βάρος του άοπλου άμαχου πληθυσμού» (https://diablog.eu/el/logotechnia/maria-stefanopoulou-interview-kalavryta/).
«Μέχρι τώρα τα θύματα αυτής της σφαγής παρουσιάζονται ως επί το πλείστον σαν άνθρωποι που θυσιάστηκαν για μια δίκαιη υπόθεση. Στα δικά μου μάτια, ωστόσο, αυτό άλλο δεν κάνει από το να δημιουργεί νέα τραύματα οδηγώντας στην αυτοεξαπάτηση της ηρωοποίησης. Φυσικά και δεν πρόκειται, στην περίπτωση των Καλαβρύτων, για έναν ηρωικό θάνατο υπέρ της σωστής πλευράς, παρά για ένα έγκλημα πολέμου που διαπράχθηκε ως αντίποινα σε βάρος του άοπλου άμαχου πληθυσμού» (https://diablog.eu/el/logotechnia/maria-stefanopoulou-interview-kalavryta/).
[3] Δεν είναι παράξενο να είναι επιζών, ξέρουμε για πολλούς
που επέζησαν από μαζικές εκτελέσεις, ακόμα και μετά τη χαριστική βολή. Στα
Καλάβρυτα ήταν 13.