Τετάρτη, Νοεμβρίου 28, 2018

Μας συνέλαβαν! Can Dundar


η Σηλυβρία ήταν η δική μου "στάση για να εντοπίσω τον ουρανό"
Τουργκούτ Ουγιάρ

Το βιβλίο αυτό δεν είναι λόγος, είναι πράξη. Έχει δηλαδή επιτελεστική δύναμη. Γράφτηκε στην Τουρκία μέσα από τη φυλακή της Σηλυβρίας, έναν χρόνο πριν το περίφημο στρατιωτικό πραξικόπημα της 16ης Ιουλίου 2016 (που έδωσε στον Ερντογάν το έναυσμα για τις πιο άγριες διώξεις και την πιο σκληρή καταστολή που γνώρισε το τουρκικό κράτος τον τελευταίο αιώνα). Υπήρξε ένας τρόπος συσπείρωσης και αντίστασης στον κυβερνητικό αυταρχισμό, που επερχόταν αδίσταχτος.
Ο -τότε- αρχισυντάκτης της Τζουμχουριέτ, Τζαν Ντουντάρ, στις 29 Μαΐου 2015 αποκάλυψε μέσω της εφημερίδας (μια βδομάδα σχεδόν πριν τις εκλογές της 8ης  Ιουνίου), ότι η τουρκική κυβέρνηση το 2014 έστελνε όπλα χωρίς κοινοβουλευτική έγκριση σε «ριζοσπαστικές ισλαμιστικές οργανώσεις» (ISIS), καθιστώντας την Τουρκία συνεργό στον συριακό εμφύλιο πόλεμο.  Το δημοσίευμα βασίστηκε σε φωτογραφικό και βιντεοσκοπημένο υλικό όπου, πέραν κάθε αμφιβολίας, αποδεικνύεται ότι φορτηγά της ΜΙΤ (Μυστικές Υπηρεσίες/Εθνική Οργάνωση Πληροφοριών) έστελναν όπλα στη Συρία (ο τίτλος της εφημερίδας: «Αυτά είναι τα όπλα που ο Ερντογάν λέει πως δεν υπάρχουν»).
Ο αρχισυντάκτης της Τζουμχουριέτ στην Κων/πολη και συγγραφέας του βιβλίου, συνελήφθη στις 29 Νοεμβρίου (ημέρα επετείου του γάμου του!) και προσήχθη μαζί με τον αντίστοιχο υπεύθυνο της Άγκυρας, Ερντέμ Γκιουλ. Υποβλήθηκε σε 92 μέρες φυλάκιση εκ των οποίων τις περισσότερες σε πλήρη απομόνωση (στο τέλος συγκατοίκησαν), μέτρα μάλλον ήπια σε σχέση με όσα ξέρουμε ότι γίνονται στους αντιφρονούντες (προφανώς επειδή είναι προσωπικότητα με παγκόσμια εμβέλεια). Ο Ερντογάν ποτέ δεν αρνήθηκε τις κατηγορίες του δημοσιεύματος ενώ στον Ντουντάρ απαγγέλθηκαν ανυπόστατες κατηγορίες για «αποκάλυψη κρατικών μυστικών», «κατασκοπεία», «συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση». Και φυσικά ότι συνεργάζεται με τον… Γκιουλέν (αν και ο μέχρι πρό τινος φιλοκυβερνητικός Γκιουλέν ήταν στο στόχαστρο της εφημερίδας για ένα διάστημα)[1]! Ο Ντουντάρ αποφυλακίστηκε τον Φεβρουάριο του 2016, όταν ο Ερντογάν δεν είχε ακόμη τον έλεγχο της Δικαιοσύνης, και στη συνέχεια παραιτήθηκε από την εφημερίδα για να συνεχίσει την ακτιβιστική του δράση.
            Όπως θα έγινε αντιληπτό, μεσολάβησε ένα διάστημα 5-6 μηνών στο οποίο ο δημοσιογράφος είχε την ευκαιρία να διαφύγει στο εξωτερικό, και μάλιστα πήγε στο Λονδίνο για να παραλάβει βραβείο, αλλά επέλεξε συνειδητά να επιστρέψει για λόγους σαφώς πολιτικούς. Καθαρά δημοσιογραφικού χαρακτήρα το ύφος του κειμένου, μάς αναπαριστά με κάθε λεπτομέρεια τις συνθήκες της σύλληψης, την απήχηση στον στενό οικογενειακό αλλά και τον ευρύτερο επαγγελματικό και πολιτικό κύκλο, καθώς και τα ποικίλα συναισθήματα (πίκρα, φόβους, αγωνίες) που συνοδεύουν αυτές τις αποφάσεις. Έχουμε ακόμα μια πολύ αναλυτική περιγραφή της φυλακής της Σηλυβρίας που ιδρύθηκε το 2008 απ τον Ερντογάν, των συνθηκών ζωής, των ψυχικών σκαμπανεβασμάτων του ήρωα και του Ερντέμ Γκιουλ, αλλά και του χάους στην Τουρκία με τα σκάνδαλα και τους διωγμούς που προετοίμασαν την σκλήρυνση της στάσης του Ερντογάν. Εντοπίζεται μάλιστα η εποχή που το κράτος κατάλαβε ότι όταν οι φυλακισμένοι είναι πολλοί μαζί, στηρίζουν ο ένας τον άλλον, οι φυλακές ήταν σχολές λογοτεχνίας από μόνες τους… Έτσι εμπνεύστηκαν μεγάλοι ποιητές όπως ο Ορχάν Κεμάλ και ο Ναζίμ Χικμέτ: όποιος έμπαινε μέσα, έβγαινε με καλύτερα εφόδια. Αντί να αποφυλακίζονται απλώς, αποφοιτούσαν, συμπληρώνοντας τα κενά στη σταδιοδρομία τους. Έτσι το τουρκικό κράτος, σκληραίνοντας τη στάση του, προώθησε έναν χειρότερο τρόπο τιμωρίας, την απομόνωση, όπου μέσα σ’ όλα τα βασανιστήρια προστίθεται και η μοναξιά...
Η αφήγηση είναι διανθισμένη με στίχους και αποσπάσματα από ποιητές και στοχαστές στην Τουρκία, περνώντας το μήνυμα σε όλον τον κόσμο ότι μπορεί η δικτατορία να είναι πολύ σκληρή, αλλά εξίσου έντονος και σκληρός είναι ο αγώνας για δημοκρατική και ελεύθερη χώρα.
Απ’ όλες αυτές τις λεπτομέρειες της κράτησης του Ντουντάρ, αυτό που μ’ εντυπωσίασε σαν πρακτική ήταν «η Αγρύπνια της Ελπίδας»: ένας συνάδελφος του αρχισυντάκτη, κάποιο πρωινό, φτάνει στην πύλη της Σηλυβρίας με μια ξύλινη καρέκλα κι αρχίζει την Αγρύπνια της Ελπίδας, προσφέροντας συμπαράσταση στους φυλακισμένους. Αυτή ήταν η αρχή. Κάθε μέρα ερχόταν ένας άλλος, δημιουργώντας με τους κρίκους μια ολόκληρη αλυσίδα! Οι υποψήφιοι συμμετέχοντες κάποια στιγμή σχημάτισαν ουρά!
Επίσης, μέσα στα τραγελαφικά αυτών των καταστάσεων καταγράφεται το θεατρικό έργο από τρόφιμους, που διαδραματιζόταν σ’ ένα… μπουντρούμι (το ρεπερτόριο έμοιαζε να βασίζεται στην ιδέα ότι το να μάθουμε για έναν άλλον κόσμο θα’ ταν επιβλαβές. Στην ιδέα πως αν βλέπαμε άλλους σε πολύ χειρότερη κατάσταση από μας, αυτό θα μας έκανε να θεωρούμε τον εαυτό μας τυχερό. (…) έτσι, ένα διπλό έργο παιζόταν απ’ τις δυο μεριές του γυαλιού).
Ο Ντουντάρ έχει απόλυτη επίγνωση ότι είναι τυχερός που βγήκε αλώβητος απ’ αυτήν την ιστορία και που είναι ζωντανός (αν και κινδύνεψε στη συνέχεια η ζωή του), εφόσον χιλιάδες συμπολίτες του πλήρωσαν με φρικτά βασανιστήρια, φυλακές, εξορίες ή και με τη ζωή τους την αγάπη τους στην ελευθερία και τη δημοκρατία. 
Ο αγώνας για μια δημοκρατική Τουρκία τη σήμερον ημέρα έχει γίνει ακόμα πιο σκληρός, κι αυτό που πρέπει να προβληματίζει Έλληνες κι Ευρωπαίους είναι ότι η Ευρώπη δεν αντιδρά γιατί η συμφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης- Τουρκίας για το προσφυγικό κλείνει το στόμα της Ευρώπης για όσα συμβαίνουν στην Τουρκία, όπως επισημαίνει ο Ντουντάρ σε συνέντευξή του στις 8 Μαρτίου 2017.
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Ο Γκιουλέν, σύμφωνα με την επιμελήτρια του βιβλίου, ήτα αρχικά ανεπίσημος συνεργάτης του ΑΚΡ

Τρίτη, Νοεμβρίου 20, 2018

Άγριο παραμύθι, Καίσαρας Βαγιέχο


Τρώει την πέτρα σαν ψωμί
ο Καίσαρας Βαγιέχο
άλλο αδελφό δεν έχω
άλλο αδελφό δεν έχω…
(Θ. Παπακωνσταντίνου, «Διάφανος»)

Ναι, πρόκειται για έναν από τους γνωστότερους και πιο αξιόλογους ποιητές της Λατινικής Αμερικής[1] και γενικότερα της ισπανόφωνης λογοτεχνίας, του οποίου το  όνομα κάποιοι από μας γνωρίζαμε από το τραγούδι  «Διάφανος» του Θανάση Παπακωνσταντίνου (που το εμπνεύστηκε από την ποιητική συλλογή του Περουβιανού ποιητή «Poema para ser leído y cantado»/«Ποίημα για να διαβαστεί ή να τραγουδιστεί»).
Ζωντανός θρύλος ο Βαγιέχο∙ έζησε άναρχα –περιπλανώμενος σε Αμερική και Ευρώπη και αρνούμενος κάθε είδους δέσμευση-, πέθανε φτωχός και νέος (κάποιοι τον παραλληλίζουν με τον Καρυωτάκη, άλλοι με τον Άσιμο) κι έγραψε σε αυτόματη γραφή πολύ πριν τον Μπρετόν[2]. Μοντερνιστής, σουρεαλιστής, «αποδομητής» χωρίς να γνωρίζει τους όρους. Ένας «μιγάς» (el cholo στα ισπανικά σημαίνει μισός ιθαγενής μισός λευκός) που μετεωρίζεται ανάμεσα σε δυο τελείως διαφορετικούς πολιτισμούς, τον κόσμο των θρύλων και των δεισιδαιμονιών της παράδοσης των ιθαγενών, και του ορθολογισμού της δυτικής κουλτούρας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ποίηση του Βαγιέχο είναι πρωτοποριακή για την εποχή (έζησε 1892-1938) αλλά και διαχρονικά επίκαιρη, ποτισμένη από τη συναισθηματική ένταση των λατινικών και ντόπιων καταβολών. Όμως η συγκεκριμένη νουβέλα κατά τη γνώμη μου έχει υπερτιμηθεί (δεν είναι τυχαίο ότι το πεζογραφικό του έργο είναι πολύ μικρό). Πρόκειται για ένα εκτενές διήγημα 70 σελίδων μικρού μεγέθους, όπου βλέπουμε την αυξανόμενη ψυχική διαταραχή του κεντρικού ήρωα, του εργάτη της γης των Άνδεων Μπάλτα Εσπινάρ, από τη στιγμή που καρφώνεται στο μυαλό του η ιδέα ότι κάποιος τον παρακολουθεί μέχρι την κορύφωση του τέλους. Κι ενώ ζει ανέφελα με τη γυναίκα του που τον υπεραγαπά, όλη του η εμμονή και η υποψία καταλήγει πάνω της, δημιουργώντας ρήγματα που στο τέλος γίνονται μοιραία. Τελείως αψυχολόγητα σαν πρόχειρη αφηγηματική λύση μπαίνει στις τελευταίες σελίδες κι ένας τρίτος ήρωας, ο 8χρονος αδερφός της Αδελαΐδας, ίσα για να προωθήσει την τελική έκβαση.
Αυτή είναι η βασική γραμμή αυτού του «ψυχογραφήματος» (αν και συμφωνώ με την άποψη της Δήμητρας Παπαβασιλείου στο «Επίμετρο» ότι δεν μπορεί εύκολα κανείς να το κατατάξει (ψυχολογικό αφήγημα; Φανταστική λογοτεχνία; Λογοτεχνία του «ιθαγενισμού»;). Μπορεί να διακρίνει κανείς συναισθηματικές καταστάσεις και μοτίβα π.χ. του σπασμένου καθρέφτη που θυμίζουν ως και Πόε –άλλωστε η σταδιακή παράνοια ως αποτέλεσμα υπαρξιακής αγωνίας είναι αγαπημένο θέμα.
Όμως, τα ίδια θέματα (παράνοια, ζήλεια, μανία καταδίωξης, θάνατος) στην ποιητική τους εκδοχή από τον Βαγιέχο έχουν άλλη δύναμη. Η πεζογραφική  απόδοση με κούρασε, με λίγα λόγια έπληξα (ευτυχώς ήταν μόνο 70 σελίδες). Υπάρχει βέβαια το σκηνικό των Άνδεων με τα απόκοσμα τοπία, τις ντόπιες παραδόσεις των Ίνκας, τον ινδιάνικο τρόπο ζωής κλπ που συντηρούν κάπως το ενδιαφέρον,  αλλά δεν επαρκούν για να καλύψουν την ανία από το προβλέψιμο και το μη οργανικό. Ο παραλληλισμός με αρχαία τραγωδία (στο επίμετρο της Δ.Παπαβασιλείου) μου φαίνεται άκρως υπερβολική (από πού κι ως πού η Αδελαΐδα είναι υποκατάστατο της μητέρας ή της αδερφής;), όσο για Σεξπηρικές επιδράσεις μόνο το θέμα της ζήλειας θα μπορούσε κάποιος να το παραλληλίσει από πλευράς έντασης με την ένταση του Οθέλου, αλλά με κανένα τρόπο τα εκφραστικά μέσα.
Όσο αφορά την απόδοση του τίτλου «Fabla salvaje» στα ελληνικά… Η λέξη fabla/fabula χρησιμοποιείται περισσότερο με την έννοια του μύθου/θρύλου ενώ salvaje σημαίνει βέβαια και άγριος, αχαλίνωτος, πρωτόγονος, ανεπεξέργαστος. «Πρωτόγονος μύθος», λοιπόν καλύτερα, που αποδίδει περισσότερο τις απαίδευτες, ενστικτώδεις αντιδράσεις του κεντρικού ήρωα απέναντι στον αρχέγονο τρόμο της υπαρξιακής καταδίωξης.
Τέλος, πόσο ωραίο κι εκφραστικό το σχετικό ποίημα:
Ξέρω πως είναι κάποιος
Που με ψάχνει μέσα στο χέρι του νύχτα-μέρα,
Και με βρίσκει, κάθε λεπτό, μες στα παπούτσια του.  
 Χριστίνα Παπαγγελή


[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CE%AD%CF%83%CE%B1%CF%81_%CE%92%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%AD%CF%87%CE%BF
[2] https://www.youtube.com/watch?v=raco-EJ1sQk

Τετάρτη, Νοεμβρίου 07, 2018

Ο θάνατος του αστρίτη και άλλες ιστορίες, Δημήτρη Κανελλόπουλου

Πολλές φορές το σκέφτομαι το παλιό το σπίτι μου.
Τις νύχτες το βλέπω συχνά στον ύπνο μου.
Τα βαγένια, τα δικράνια και τις τριχιές, τις καπιστριάνες του αλόγου και τον πάγκο…
και τις μυρωδιές του και τα χρώματά του.
Και το στοιχειό του, που σαν ξυπνούσε έκαμε το σπίτι να τρέμει.
Όλα αυτά σκέφτομαι, όλα αυτά που γλιστρούν και χάνονται στη μνήμη. 

Δέκα διηγήματα, ή καλύτερα «ιστορίες» όπως λέει και ο τίτλος, μας μεταφέρουν στον χώρο και στον χρόνο: με κέντρο τη γενέτειρα του συγγραφέα -τη Νεμούτα Ηλείας- αλλά και την ευρύτερη περιοχή, παρακολουθούμε  σύντομα δραματικά επεισόδια  (δραμα-τικά με την έννοια της δράσης όχι του μελοδράματος), που δεν έχουν ηθογραφικό χαρακτήρα αλλά σίγουρα δεν θα μπορούσαν να συμβούν μ’ αυτόν τον τρόπο στις αστικές περιοχές. Έμμεσα δηλαδή γευόμαστε τις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου τόπου, που μόνο αυτός θα μπορούσε να «χτίσει» τις συνθήκες όπου λαμβάνουν χώρα οι μικρές τραγωδίες (δέση-λύση-κάθαρση) ή έστω, οι ιστορίες  που κατά κανόνα έχουν «αρχή-μέση-τέλος», χαρακτήρες, αγωνία και  άλλοτε τραγικό, άλλοτε αίσιο τέλος.  Στο επίπεδο του χρόνου, βρισκόμαστε στη σύγχρονη Ελλάδα, από τα μέσα του 20ου περίπου αιώνα και μετά.
Το σκηνικό, που περιλαμβάνει τον χώρο δράσης και τα πρόσωπα, στήνεται σε λίγες γραμμές έως λίγες σελίδες, ενώ η πλοκή κατά κανόνα απλώνεται χρονικά (δεν έχουμε δηλαδή διηγήματα στιγμιοτύπων). Μερικές φορές μάλιστα απλώνεται σε δυο και τρεις γενιές. Πολλά τοπωνύμια της περιοχής, με λεπτομερείς αναφορές, δίνουν ατμόσφαιρα αυθεντικότητας ενώ το βιωματικό στοιχείο τονίζεται ιδιαίτερα με την προφορικότητα της γραφής (σα να αφηγείται κάποιος ιστορίες απ τον τόπο του), με τα πολλά παρατσούκλια, την αναφορά στα πολλά παιδιά στις οικογένειες με διαφορετική τύχη να περιμένει το καθένα. Μπορούμε ακόμα να μιλήσουμε και για χαρακτήρες, εφόσον μέσα από τη σχετικά έντονη δράση βλέπουμε να διαγράφονται, με αδρές γραμμές, οι ιδιαιτερότητες των συγκεκριμένων ανθρώπων, πάντα προσδιορισμένων όμως από τις συγκυρίες της -κάποτε ανελέητης-  ζωής στην επαρχία, και μάλιστα τη δύσκολη μεταπολεμική εποχή.
Γιατί  οι περισσότεροι ήρωες των διηγημάτων είναι σκληρά δοκιμασμένοι από συνθήκες  της ζωής στον συγκεκριμένο τόπο: το θανατηφόρο δάγκωμα του αστρίτη, που έδωσε τον ομώνυμο τίτλο στο βιβλίο∙ το άλεσμα στο μύλο μέσα στο χιόνι και το κρύο∙ τον θάνατο του αγαπημένου αλόγου∙ τη δύσκολη κατάβαση στο ρέμα που γίνεται αιφνίδια καταρράκτης ∙ οι μικροπαντρεμένες που παίρνουν τον γαμπρό που τους τάξανε οι οικογένειες και υποφέρουν∙ τσακωμοί για τα χωράφια∙ άνθρωποι που χάνονται στο χιόνι∙ το «μπαχαλό» κορίτσι που το γκαστρώνουν στο βουνό και γίνεται η ντροπή της οικογένειας. Κ άλλες γραφικές και γαργαλιστικές λεπτομέρειες της ζωής στην Ηλεία, που μπαίνουν σαν σφήνα στην εξιστόρηση, και καμιά φορά πρωταγωνιστούν διαμορφώνοντας το «ήθος», δηλαδή χαρακτήρες και συμπεριφορές.
Γιατί έχουμε όχι απλώς ανθρώπινους τύπους, αλλά ήρωες που ξεχωρίζουν για την προσωπική τους στάση απέναντι σ όλες αυτές τις δοκιμασίες… που αγαπούν τη ζωή και σε πείσμα των συνθηκών ευημερούν (όπως στο πρώτο διήγημα η Δημήτρω), που υψώνουν την περηφάνια τους και αναγνωρίζουν τα σφάλματά τους, που αγαπούν, ερωτεύονται παράφορα, μισούν παράφορα, ή σκοτώνουν ή λένε ψέματα, το μετανοούν και το λένε με όποιο κόστος…
Έντονο είναι το χαρακτηριστικό της σύμπτυξης του χρόνου, ειδικά στα δύο τελευταία διηγήματα...  Στο «Ένα σπίτι, μια ιστορία» η υπόθεση εκτείνεται σε τρεις γενιές με άξονα τη μοίρα του παλιού, ξεπεσμένου σπιτιού (μετά τον Μικρασιατικό πόλεμο) ενώ στο τελευταίο, ο χώρος είναι η Ελευσίνα όπου μετοικούν απ το Νιχώρι οι δυο κεντρικοί ήρωες, ο Σωτήρος με τη γυναίκα του, την Σαραντινιώ. Η γρήγορη μετάλλαξη του τόπου σε βιομηχανική περιοχή και η βασική χρονική περίοδος (χούντα) δίνει κάπως πιο έντονο πολιτικό χρώμα στην αφήγηση, σε σχέση με τα υπόλοιπα διηγήματα. 
   Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για διηγήματα χωρίς να προδώσει την πλοκή. Μόνο γενικεύοντας μπορεί κανείς να δώσει το απόσταγμα που μένει στον αναγνώστη, που είναι αυτός ο συνδυασμός σκοτεινών ενστίκτων, παθών και ομορφιάς για τα οποία μιλά και ο συγγραφέας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, ένας ολόκληρος κόσμος, τον οποίο με τη γραφή καταφέρνει να περισώσει από τη λήθη. 
Χριστίνα Παπαγγελή