Τετάρτη, Οκτωβρίου 17, 2018

Η λήθη που θα γίνουμε, Έκτορ Αμπάδ Φασιολίνσε

Τι σου λέει η συνείδηση σου; 
Να γίνεις αυτός που είσαι
 Φ. Νίτσε
Αυτοβιογραφικού περιεχομένου  το αποκαλυπτικό αυτό μικρό βιβλίο του Κολομβιανού συγγραφέα  (που πέρασε από ιατρική, φιλοσοφία, δημοσιογραφία, σπουδές σύγχρονης λογοτεχνίας, για να ασχοληθεί με μεταφράσεις από τα ιταλικά και τη συγγραφή). Αποκαλυπτικό γιατί ο συγγραφέας είναι φανερό ότι δεν επινοεί, απλώς καίγεται από την ανάγκη να αποκαλύψει, να διαιωνίσει, να  μεταφέρει  αυτό το εξαιρετικό που βίωσε, που είναι μοναδικό κι ανεπανάληπτο και  αρνείται  να το παραδώσει στη λήθη. Γιατί όταν «έχεις κάτι να πεις», δεν έχεις παρά να το ξεσκεπάσεις.
Αυτοβιογραφικό μεν, δεν έχει όμως ως κύριο άξονα τη δική του ακριβώς ζωή αλλά τον «βίο και την πολιτεία» του πατέρα του∙ το βιβλίο είναι ένας φόρος τιμής, ένα μνημόσυνο με την αρχική έννοια, στον καταπληκτικό ομολογουμένως αυτόν άνθρωπο. Δεν είναι τυχαίος λοιπόν ο τίτλος [1] παρμένος από τον Μπόρχες (κατά τον πατέρα Φασιολίνσε, στου οποίου την τσέπη βρέθηκε όταν δολοφονήθηκε) αμφισβητείται όμως από τον ίδιο τον συγγραφέα αν οι στίχοι αυτοί ανήκουν στον ποιητή: Είμαστε κιόλας η λήθη που θα γίνουμε/η στοιχειώδης σκόνη που μας αγνοεί…»,
Η αρχική εντύπωση είναι ευχάριστη: πρωτοπρόσωπη γλαφυρή αφήγηση ενός νέου αγοριού που περιγράφει τις οικογενειακές βασικά σχέσεις μέσα στη φλεγόμενη Κολομβία. Και όλα δείχνουν αρχικά ότι πρόκειται για ένα ακόμα «μυθιστόρημα ενηλικίωσης» όπως συνήθως λέγονται, που πάντα φυσικά έχουν ενδιαφέρον. Και αρχικά παραξενεύεσαι με την παθολογική αδυναμία που τρέφει ο νεαρός Έκτορ για τον πατέρα του, και αποδίδεις αυτή την εξάρτηση στον άβουλο χαρακτήρα του παιδιού (καθώς και ότι έχει 5 αδερφές κι είναι το μοναδικό αγόρι!). Όμως γρήγορα, δηλαδή στις πρώτες 50 σελίδες, συνειδητοποιείς ότι πράγματι ο πατέρας είναι μια περίπτωση εξαίρεσης, κι ότι η λαχτάρα του συγγραφέα να κρατήσει κάποιες σπίθες από αυτό το πνεύμα, είναι δικαιολογημένα ακατανίκητη.
Προσπαθώντας να μην τεκμηριώσω αυτή την αίσθηση της «εξαίρεσης» που μας μεταφέρει ο συγγραφέας με μια σειρά επιθέτων (αυθεντικός, ανεκτικός, γενναιόδωρος κλπ) θα τον χαρακτηρίσω μόνο με… ουσιαστικά, έννοιες που διαποτίζουν όλες τις πράξεις του: ενέργεια, αγάπη (που εκφράζεται και σωματικά), εμπιστοσύνη, ενσυναίσθηση. Τι πιο λυτρωτικό για ένα παιδί, που κινδυνεύει να μεγαλώσει αγκυλωμένο σε μια οικογένεια με καθολικές αρχές, μια πολύ δυναμική μητέρα  και 5 αδερφές εκ των οποίων οι 4 μεγαλύτερες, από το να έχει έναν πατέρα –πηγή χαράς και ζωής, αλλά και εκδηλωτικής αγάπης;
Με γέλια, με αγκαλιές, με χαχανητά και τραγούδια, επευφημώντας οποιαδήποτε ασυναρτησία, ο πατέρας χωρίς βία ξεκλειδώνει τον μικρό Έκτορ αγνοώντας κάθε κοινωνική σύμβαση: οι τρυφερές περιπτύξεις ανάμεσα σε πατέρα- γιο, π.χ.,  χαρακτηρίζονταν από  τους συμμαθητές «αδερφίστικος χαιρετισμός κακομαθημένου παιδιού».  Και, ναι, με τα συνήθη κριτήρια, ο συγγραφέας ήταν «παραχαϊδεμένος», άλλωστε η θεωρία ήταν η εξής: αν θέλεις το παιδί σου να γίνει καλό, κάνε το ευτυχισμένο, αν θέλεις να γίνει ακόμα καλύτερο, κάνε το πιο ευτυχισμένο. Η αγάπη ήταν υπερβολική, αν υπάρχει η υπερβολή στην αγάπη. Αλλά και πιο ακραίες αντιδράσεις αποκαλύπτουν μια ανεκτικότητα  που δεν χαρακτηρίζει ούτε τη σημερινή εποχή: όταν ο μικρός Έκτορ δυσφορεί να πάει σχολείο, η προτεινόμενη από τον πατέρα λύση είναι να αναβληθεί  ένα ολόκληρο χρόνο η φοίτηση! Το αποτέλεσμα είναι ότι την επόμενη χρονιά ο μικρός πάει  στο σχολείο με χαρά και δίψα για μάθηση.
Άπειρα τέτοια μικρά και μεγάλα επεισόδια δείχνουν την αστείρευτη αγάπη και την έμπνευση που δημιουργεί ο πατέρας σ όλα του τα παιδιά, κυρίως όμως στο αγόρι. Αυθόρμητος αλλά ιδανικός ο χειρισμός του φόβου του έφηβου γιου ότι μπορεί να είναι ομοφυλόφιλος, επιδέξιος ο τρόπος αντίδρασης στην εικόνα του αυνανισμού του (συγνώμη δεν ήξερα πως ήσουν απασχολημένος). Καθόλου και με κανέναν τρόπο δεν δημιουργεί ενοχές ή αίσθημα μειονεξίας (μου είπε να περιμένω λίγο καιρό, αλλά κι ότι το μόνο πρόβλημα που θα μπορούσα να έχω σε περίπτωση που θα αυτοπροσδιοριζόμουν ως ομοφυλόφιλος, θα ήταν κάποια κοινωνική διάκριση σ’ ένα περιβάλλον τόσο μικρόμυαλο όπως το δικό μας, αλλά κι αυτό θα μπορούσε ν’ αντιμετωπιστεί με ίσες δόσεις αδιαφορίας και περηφάνιας, διακριτικότητας και σαματά, και κυρίως με αίσθηση του χιούμορ, επειδή το χειρότερο στη ζωή είναι να μην είσαι αυτό που είσαι).
Αυτό που ένιωθα πιο έντονα ήταν πως ο μπαμπάς μου μου είχε εμπιστοσύνη, χωρίς να τον νοιάζει τι έκανα, κι επίσης ότι εναπόθετε πάνω μου μεγάλες ελπίδες, αν και πάντα έσπευδε να με διαβεβαιώσει πως δεν ήταν απαραίτητο να επιτύχω οτιδήποτε στη ζωή, πως και μόνο η ύπαρξή μου αρκούσε για την ευτυχία του (…)  κάθε αποτέλεσμα, ακόμα και το πιο ασήμαντο και γελοίο, τον ευχαριστούσε, οι πρώτες μου μουντζουρωμένες σελίδες τον ενθουσίαζαν, τις τρελές αλλαγές κατεύθυνσης που έκανα τις ερμήνευε ως εξαίρετη μέθοδο εξάσκησης, την αντιφατικότητά μου ως γενετικό σημάδι από το οποίο υπέφερε και ο ίδιος κλπ κλπ).
Η αγάπη του βέβαια στον Άνθρωπο επεκτείνεται και εκτός της οικογένειας. Είναι γιατρός, «κόντρα στον πόνο και τον φανατισμό» επιγράφεται το αντίστοιχο κεφάλαιο, και αφιερώνεται στους φτωχούς των παραγκουπόλεων του Μεγεδίν, αποδίδοντας  τα περισσότερα ιατρικά προβλήματα στις άθλιες συνθήκες και θυσιάζοντας άπειρο χρόνο για να προλάβει  ασθένειες, που οφείλονται σε μολυσμένο νερό, υποσιτισμό κλπ. Έκανε ποικίλες ενέργειες για να υπάρχει καθαρό  πόσιμο νερό, καλό αποχετευτικό σύστημα, εκστρατείες ενάντια στα εντερικά παράσιτα, ποιότητα στο γάλα και τα αναψυκτικά. Ένας «ακτιβιστής» επιστήμονας  θα λέγαμε σήμερα, που έκανε κυριολεκτικά ό, τι  περνούσε απ το χέρι του για να πετύχει το μίνιμουμ της αξιοπρεπούς διαβίωσης για όλους τους ανθρώπους. Τις αρχές της κοινωνικής ιατρικής, όπως την ονόμασε, τις εξέθετε σε εφημερίδες: ο καθηγητής γιατρός πρέπει να βρίσκεται στους δρόμους, παρατηρώντας, ψηλαφώντας, βλέποντας, ακούγοντας, αγγίζοντας, μοχθώντας να θεραπεύσει.
Φυσικά, αυτό το κοινωνικό έργο είχε το ανάλογο κοινωνικό κόστος: παπάδες και δεξιοί πολιτικοί αρχίζουν να παραληρούν για την επικινδυνότητα αυτού του «κομμουνιστή γιατρού» που μόλυνε τις συνειδήσεις των ανθρώπων στις λαϊκές συνοικίες της πόλης. Κι όταν η θέση του πανεπιστημιακού καθηγητή απειλείται από τις δραστηριότητες «ξένες προς αυτήν», η απάντηση είναι έτοιμη: ποτέ δεν αντιλήφθηκα την καθηγητική μου θέση ως αποποίηση  των δικαιωμάτων μου ως πολίτη και της ελεύθερης έκφρασης των ιδεών και των απόψεών μου με τρόπο που τον θεωρώ πρόσφορο.
Ιδιαιτερότητα έχει και η προσωπικότητα της μητέρας  που, παρόλο που κατάγεται από πολύ θρήσκα καθολική οικογένεια και τηρεί τις παραδόσεις της (σε αντίθεση με τον πατέρα που θεωρεί επικίνδυνο «αυτό το είδος ισπανικού καθολικισμού»), είναι ανοιχτό πνεύμα και λειτουργεί συμπληρωματικά  με τον πατέρα (ό, τι έλεγε ο καθένας τους μερικές φορές ήταν σαν να μην αντιστοιχούσε στις συμπεριφορές του στην πραγματική ζωή και ο αγνωστικιστής φερόταν σαν μυστικιστής και η μυστικίστρια σαν υλίστρια, και μερικές φορές το εντελώς αντίθετο, ο ιδεαλιστής σαν αδιάφορος ρατσιστής και η υλίστρια και ρατσίστρια σαν πραγματική χριστιανή για την οποία όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι). Κοινός παρονομαστής: η χαρά! Πιο φαλλοκράτης ο πατέρας στην πράξη, πιο ρατσίστρια εκείνη στη θεωρία, εργάζεται  παρά τις αντιρρήσεις, γιατί κατάφερε να επιβάλει τη θέλησή της με τον σταθερό κι επίμονο χαρακτήρα της, ανάμεικτο με μία ακατάλυτη χαρά στο υπόβαθρο που την κάνει απρόσβλητη στις μνησικακίες και τις μακροχρόνιες διενέξεις. Το να παλεύεις κόντρα στη σθεναρότητά της, μεταμφιεσμένη σε χαρά, ήταν πάντα αδύνατο. Η εργασία της μητέρας επιτρέπει στον πατέρα να είναι ανεξάρτητος ιδεολογικά , εφόσον δεν τον τρομάζει κανένας εργασιακός εκβιασμός.
Τα χρόνια της ευδαιμονίας, που συναρτώνται από τις σχέσεις των μελών της οικογένειας - γεμάτες χαρά, γέλιο, μουσική και διαβάσματα-  παίρνουν κάποτε τέλος  (η ευτυχία είναι φτιαγμένη από μια ουσία τόσο ανάλαφρη, ώστε εύκολα σβήνει στη θύμηση). Συμβαίνει όταν η αμέσως μεγαλύτερη αδερφή του Έκτορ, η Μάρτα, ένας προικισμένος άγγελος, αρρωσταίνει από επιθετικό καρκίνο και πεθαίνει μέσα σε λίγους μήνες. Η ζωή της οικογένειας κόβεται στα δυο, και τίποτα δε γίνεται όπως πριν. Φαίνεται ότι αυτό το γεγονός είναι που έδωσε την τελική ώθηση στον εξαιρετικό πατέρα να δοθεί αστόχαστα σε κάθε ουτοπία, με πάθος σε κάθε καταδικασμένο αγώνα που πίστευε ότι αξίζει τον κόπο, μέσα σε μια χώρα που οι πολιτικές δολοφονίες και οι εξαφανίσεις ήταν στην ημερήσια διάταξη (δεν ξέρω ποια στιγμή η δίψα για δικαιοσύνη περνάει εκείνο το επικίνδυνο σύνορο όπου μετατρέπεται καισε πειρασμό μαρτυρίου).  Επί δεκαπέντε χρόνια, μέχρι την τραγική του δολοφονία παρακολουθούμε μέσα απ’ τα μάτια του ενήλικα πια γιου, τις απέλπιδες μάχες σε κάθε επίπεδο. Αντιστάθμισμα ήταν η αναζήτηση της ομορφιάς, που έπαιρνε σάρκα και οστά στα… τριαντάφυλλα που καλλιεργούσε με πάθος κι επιστημονική φροντίδα.
Κόβεται το αίμα του αναγνώστη στη σύντομη αλλά περιεκτική σε συναισθήματα περιγραφή του πολιτικού κλίματος σε μια από τις πιο βίαιες χώρες του κόσμου, όπου η ανάμειξη στην πολιτική μοιάζει αυτοκτονία, κι όπου περιμένεις από στιγμή σε στιγμή τον θάνατο, τον δικό σου ή των δικών σου ανθρώπων. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με την απόδοση τιμής στον δολοφονημένο πατέρα, αντίδοτο στην τρομερή λήθη, όπως ειπώθηκε και στην αρχή (το βιβλίο ετούτο είναι η προσπάθεια ν’ αφήσω μια μαρτυρία αυτού του πόνου, μια μαρτυρία ταυτόχρονα ανώφελη και απαραίτητη. Ανώφελη γιατί ο χρόνος δε γυρίζει πίσω ούτε αλλάζουν τα γεγονότα, αλλά απαραίτητη τουλάχιστον για μένα).
 Όμως εγώ θα τελειώσω την ανάρτηση κάνοντας στάση σε μια άλλη «δολοφονία», την  ανθρώπινη στιγμή που ο γιος νιώθει την ανάγκη να «σκοτώσει» τον τέλειο αυτόν πατέρα, που ποτέ δε ήταν επικριτικός, ποτέ δεν ήταν κατήγορος:
Δεν θέλω ν’ ακουστεί πολύ φροϋδικό, επειδή πρόκειται για λογοτεχνικό σχήμα. Ένας μπαμπάς τόσο τέλειος μπορεί να καταλήξει ανυπόφορος, παρόλο που ό, τι κάνεις του φαίνεται σωστό (ή μάλλον επειδή ό, τι κάνεις του φαίνεται σωστό), φτάνει κάποια στιγμή όπου μέσω μιας συγκεχυμένης και σχιζοφρενούς διαδικασίας, θέλεις αυτός ο ιδανικός θεός να μη βρίσκεται πια εκεί για να σου λέει πάντα ωραία, πάντα ναι, πάντα όπως θέλεις. Είναι λες και, εν πάση περιπτώσει, εκεί στα τέλη της εφηβείας, δε χρειάζεται κανείς ένα σύμμαχο αλλά έναν ανταγωνιστή.
Έτσι, βρίσκονται σχεδόν τυχαία σ ένα αυτοκίνητο που τρέχει ιλιγγιωδώς, όπου ο συγγραφέας δεν σταματά να πατά τέρμα το γκάζι θέλοντας να σκοτωθεί, μαζί με τον πατέρα του που κοιμόταν γεμάτος εμπιστοσύνη- ώσπου στο τρομακτικό φρενάρισμα που ακολούθησε ο τέλειος πατέρας έδειξε ότι επιτέλους, δεν ήταν τέλειος…
Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Ο τίτλος του βιβλίου σας προέρχεται από τον Μπόρχες;
«Ο πατέρας μου, όταν τον δολοφόνησαν, είχε στην τσέπη του δύο χαρτιά. Το ένα ήταν μια λίστα με μελλοθάνατους, όσους επρόκειτο να σκοτώσουν οι παρακρατικοί, υπήρχε και το δικό του όνομα εκεί. Το άλλο, με το οποίο ήταν τυλιγμένη η λίστα, ήταν ένα χαρτί όπου είχε αντιγράψει ένα ποίημα που αποδιδόταν στον Χ.Λ.Μ. Η υπογραφή παρέπεμπε, ασφαλώς, στον Μπόρχες. Το σονέτο αυτό το χαράξαμε αργότερα επάνω στην επιτάφια πλάκα. Και όταν αποφάσισα να γράψω το βιβλίο, μια εικοσαετία αργότερα, το τιτλοφόρησα από το ποίημα, εκεί που λέει «Eίμαστε κιόλας η λήθη που θα γίνουμε». Βέβαια, το συγκεκριμένο ποίημα δεν το βρήκα πουθενά στα δημοσιευμένα έργα του Μπόρχες» (https://www.tovima.gr/2017/06/23/books-ideas/ektor-ampad-fasiolinse-i-adikia-eksorgize-ton-patera-moy/)
.



Τετάρτη, Οκτωβρίου 10, 2018

Τζουντ ο αφανής, Τόμας Χάρντυ


Πολύ καιρό έχω να νιώσω τέτοια εμπάθεια για βιβλίο που έχω διαβάσει, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν ψυχαναγκάζω ποτέ τον εαυτό μου να τελειώσω ένα μυθιστόρημα όταν δεν μου αρέσει. Αλλά εδώ τα πράγματα λειτούργησαν διαφορετικά, όχι γιατί θα το συζητούσαμε στη Λέσχη ανάγνωσης (έτσι κι αλλιώς έχασα την προθεσμία), αλλά αφενός για να ανιχνεύσω τα γούστα του συμπαθούς μέλους που το εκθείασε, κι αφετέρου γιατί η οργή μου κορυφώθηκε στις τελευταίες σελίδες κυρίως σελίδες, οπότε οπλίστηκα με υπομονή για να δω «πού το πάει»! Στο κάτω κάτω, ο Τόμας Χάρντυ είναι καταξιωμένος συγγραφέας, είπα ότι αξίζει να του δοθεί μια ευκαιρία... (!)
Όμως όχι. Και με τη φόρτιση του αναγνώστη που θα θελε να σκίσει τις σελίδες, δεν μπορώ παρά να μιλήσω συναισθηματικά, παραβιάζοντας κώδικες, δεοντολογίες, φιλολογικές αρχές κλπ.  Μα ήταν τόσο, τόσο αντιπαθητικοί οι ήρωες με προεξάρχουσα την πρωταγωνίστρια Σου (που στην αρχή σε κέρδιζε εφόσον την περιέγραφε ο συγγραφέας ως μια αιθέρια ύπαρξη, ερωτική και γεμάτη αισθησιασμό αλλά και κρυφή επαναστατικότητα), που αναρωτιέται κανείς για τις βαθύτερες προθέσεις του συγγραφέα, όπως φυσικά και για την ιδεολογία του. Γιατί δεν είναι απλώς αντιπαθητικοί οι ήρωες (και σ άλλα κορυφαία βιβλία έχουμε αντιήρωες), είναι χάρτινοι, εγκεφαλικοί, ψεύτικοι και «κατασκευασμένοι»  οι διάλογοι (ιδιαίτερα προς το τέλος) και τέλος, η όλη σύλληψη πάσχει από νοσηρότητα χωρίς νόημα. 
Αλλά ας αρχίσουμε από την αρχή. Το βιβλίο στο πρώτο του μισό έχει «ροή», παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον  (στοιχείο ευοίωνο) χωρίς όμως να υπάρχει ιδιαίτερο βάθος ή γοητεία στη γραφή (στοιχείο δυσοίωνο). Βρισκόμαστε στην Αγγλική επαρχία του 19ου αιώνα, και παρακολουθούμε τις συγκινητικές προσπάθειες του κεντρικού ήρωα του τίτλου, Τζουντ, να ξεφύγει από την καταδίκη της αγροτικής ζωής και να αυτομορφωθεί. Το όνειρό του είναι να πάει στη γειτονική πόλη Κράιστμίνστερ, κέντρο πανεπιστημιακής μόρφωσης, όπου έχε ήδη μετατεθεί ο αγαπημένος του δάσκαλος, για να σπουδάσει και ενδεχομένως να ακολουθήσει ιερατική καριέρα. Μέχρι να ενηλικιωθεί όμως και να πραγματώσει το όνειρό του, τον «τυλίγει» μια δόλια γυναίκα, παντρεύεται αλλά αμέσως σχεδόν τον εγκαταλείπει για να πάει στην Αυστραλία.
Δεν θα επεκταθώ σε λεπτομέρειες της υπόθεσης, αν και θα ήταν απαραίτητο για να φανεί η «πλαστή/εγκεφαλική» πλοκή. Σε αδρές γραμμές: στο Κραισμίνστερ όπου καταφέρνει κάποια στιγμή να πάει ο Τζουντ, όχι όμως ως σπουδαστής, αλλά ως εργάτης της πέτρας,  γνωρίζει κι ερωτεύεται ακαριαία την αιθέρια Σου, που όμως είναι ξαδέρφη του και μάλιστα είναι μέλος αντίπαλης οικογενειακής μερίδας, κι επομένως διπλά απαγορευμένος καρπός. Παρόλ αυτά, και οι δυο αντιστέκονται στις προλήψεις της εποχής κι αφήνουν χαραμάδες για να ανθίσει η εκτίμηση, που γίνεται έλξη, αγάπη, εξάρτηση, άντε κι ένα φιλί.
Μέχρι εδώ το βιβλίο κυλάει αβίαστα, με χλιαρή πλοκή και με κάποια διαλείμματα καλλιτεχνικού και λογοτεχνικού ενδιαφέροντος. Η τόλμη μάλιστα των δύο νέων που συναντιούνται παρά τις κοινωνικές προκαταλήψεις και τις οικογενειακές επιφυλάξεις, και ιδιαίτερα η αθώα τόλμη της Σου δίνουν έναν αέρα πρώιμης -για την εποχή- χειραφέτησης που κάνει την αφήγηση άξια λόγου.
Η αντιπάθεια προς τη Σου ξεκινάει όταν εξομολογείται στον Τζουντ ότι είναι λογοδοσμένη με τον καθηγητή  (που κι ο ίδιος γνωρίζει).  Όχι βέβαια εξαιτίας αυτού του γεγονότος, αλλά επειδή ξεδιπλώνει έναν χαρακτήρα εγωπαθή/εγωκεντρικό, που συνέχεια κατηγορεί τον εαυτό της και παίρνει το ρόλο του θύματος εκβιάζοντας τον δύστυχο ερωτευμένο άνδρα. Ούτε αυτό όμως με πρώτη ματιά ήταν πολύ βασική αιτία για να εξοργιστεί ο αναγνώστης, δηλ. εγώ. Θα έλεγε μάλιστα κάποιος  ότι ψυχογραφείται άριστα  αυτός ο συνήθης τύπος γυναίκας, κι ότι στην ουσία μπορεί να παραπαίει η αιθέρια ύπαρξη μεταξύ θύματος και  γόησσας, αλλά εντέλει έχει την τόλμη να αντισταθεί στις κοινωνικές νόρμες: μετά τον γάμο με τον καθηγητή, βρίσκει το σθένος να τον εγκαταλείψει (και κείνος από αγάπη της το επιτρέπει).
Ο πραγματικός εκνευρισμός ξεκινάει όταν το μοτίβο της αυτοτιμωρίας φτάνει σε ταύτιση με τον άκρο εγωισμό, και η  υποβολή του άλλου σε ψυχολογικά μαρτύρια γίνεται πια βασικό μοτίβο που εναλλάσσεται με το δίδυμο τύψεις/αυτομαστίγωμα. Όχι μόνο αψυχολόγητο αλλά και βαρετό. Ιδού ένα ελάχιστο δείγμα σχεδόν τυχαίο, όταν η Σου ζήτησε από τον Τζουντ να τη συνοδέψει στον γάμο της: Μήπως απλώς η Σου ήταν τόσο διεστραμμένη ώστε να προκαλεί εκούσια πόνο στον εαυτό της και σ’ εκείνον για χάρη της παράξενης και θλιβερής πολυτέλειας του να υποβάλλεται σε μαρτύρια και να νιώθει τρυφερό οίκτο προς τον ίδιο επειδή τον έκανε να συμπάσχει; (μπλιαχ!)
Το κουβάρι  άρνησης της φυσικής ορμής (ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα κλπ), πόνου χωρίς λόγο, τύψεων, αυτοτιμωρίας κλπ  δημιουργεί απίστευτα και πολύ κουραστικά ζιγκ ζαγκ στην πλοκή (έχει πλάκα: η Σου με τα πολλά εγκαταλείπει τον σύζυγο, ο Τζουντ χωρίζει με τα πολλά την πρώτη του γυναίκα, όταν σμίγουν τέλος πάντων οι δυο τους  φτάνουν στον γάμο αλλά, όχι, η Σου δεν τον θέλει, μετά τον θέλει, μετά υιοθετούν τον γιο του Τζουντ απ την πρώτη του γυναίκα που τον αποκαλούν με το ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ όνομα Πατέρα- Χρόνο! και ξανά προσπαθούν, και ξανά δεν ξέρει τι θέλει, όλη αυτή η πορεία έχει κόστος στο επάγγελμα και στην οικονομική κατάσταση, κλπ κλπ).
Εκεί όμως που θέλεις να πετάξεις το βιβλίο απ τα χέρια σου είναι το παραλήρημα του τέλους: όταν μετά από χρόνια και με δυο ακόμα παιδιά, εξαιτίας της αθλιότητας στην οποία ζουν, ο Πατέρας-Χρόνος σκοτώνει τα δυο αδέρφια του για να απαλλάξει τους γονείς απ τις έγνοιες (τι σύλληψη), η Σου φτάνει στο αποκορύφωμα της «αυταπάρνησης» χωρίζοντας  τον Τζουντ κι επιστρέφοντας στον πρώτο της γάμο για τον οποίο νιώθει αποστροφή! Οι παλινδρομήσεις και οι γυναικουλίστικες τζιριτζάντζουλες της Σου είναι άνευ προηγουμένου. Το μόνο υγιές αντιστάθμισμα είναι οι αρχικές αντιστάσεις του Τζουντ, που κοιτά από απόσταση αυτή τη μεταστροφή, αλλά δε βγαίνει απ τα ρούχα του όπως ο αναγνώστης (πιστεύω και του 19ου αιώνα)! Στο τέλος ενδίδει στα βίτσια της αγαπημένης του, «επειδή την αγαπάει».
Ποιο είναι το ιδεολογικό απόσταγμα; η παρακμιακή πορεία ανθρώπων που θέλησαν να πάνε "κόντρα στην εκκλησία και στην κοινωνία";;;; δηλαδή, δεν είναι εντέλει αντιδραστικό ένα βιβλίο που δείχνει τόσο μονόπλευρα την τιμωρία όσων πάνε κόντρα στην εκκλησία;;; Δεν αξίζει να  ψάξω "τι θέλει να πει ο ποιητής", είναι άσκοπο, ανούσιο. 
Δεν αξίζει καν να γράψω περισσότερα. Ούτε  το ύφος δε σώζει την κατάσταση.
Χριστίνα Παπαγγελή

Τρίτη, Οκτωβρίου 02, 2018

Έλενα Φερράντε, Η τετραλογία της Νάπολης-3

Βιβλίο 3: Αυτοί που μένουν κι αυτοί που φεύγουν

Η σκιά της με κέντριζε, με έθλιβε,
με έκανε να φουσκώνω από περηφάνια,
να ξεφουσκώνω, δίχως να με αφήνει σε ησυχία.
Σήμερα που γράφω, αυτό το κέντρισμα μου είναι πιο αναγκαίο.
Θέλω να υπάρχει, γι αυτό γράφω. Θέλω να σβήνει, να προσθέτει,
να συνεργάζεται στην ιστορία μας εμπλουτίζοντάς την,
ανάλογα με τον οίστρο της.

Κοινή εισαγωγή: (βιβλίο1: εδώ, βιβλίο2: εδώ
Σε πολλαπλά επίπεδα κινείται το μεγάλο αυτό μυθιστόρημα που η συγγραφέας του αναγκάστηκε να το επιμερίσει σε τέσσερα βιβλία. Και είναι σημαντική αυτή η διάκριση (κατά τη γνώμη μου, πάντα), ότι δηλαδή δεν πρόκειται για τέσσερα αυτόνομα βιβλία με χαλαρή συνέχεια το ένα του άλλου (όπως είναι συνήθως οι τετραλογίες), αλλά για ΕΝΑ βιβλίο με μεγάλη εσωτερική συνοχή. Αυτό είναι φανερό αν μπορέσει κάποιος να επισκοπήσει και τα τέσσερα βιβλία (πράγμα δύσκολο λόγω μεγέθους, αλλά και γιατί δεν κυκλοφόρησαν όλα μαζί), εφόσον υπάρχει ένας τέλειος «κύκλος» που ενώνει το πρώτο με το τέταρτο βιβλίο.
Η δομή άλλωστε παραμένει η ίδια: η μία από τις δυο βασικές ηρωίδες, η Έλενα, αφηγείται μετά από πολλά χρόνια (στο αφηγηματικό «σήμερα» είναι 66 χρονών) τη ζωή, τον βίο και την πολιτεία της ίδιας αλλά και της «άσπονδης» φίλης της, της Λίλας, η οποία έχει μυστηριωδώς εξαφανιστεί (σελίδα 22 του πρώτου βιβλίου: ελαχιστοποιούσε κάθε πιθανότητα αναζήτησης ίχνους της. Δεν ήθελε απλώς να εξαφανιστεί τώρα, στα εξήντα έξι της, αλλά και να διαγράψει όλη τη ζωή που άφηνε πίσω της). Ήδη προετοιμαζόμαστε για ένα είδος «ανταγωνισμού» ανάμεσα στις δυο φίλες, που φαίνεται στις αμέσως επόμενες σειρές: «εξοργίστηκα. Για να δούμε ποια θα νικήσει αυτή τη φορά, μονολόγησα. Άνοιξα τον υπολογιστή και βάλθηκα να γράφω κάθε λεπτομέρεια της ιστορίας μας, ό, τι είχε εντυπωθεί στο μυαλό μου). Ήδη η πρώτη, βασική αντίθεση έχει διαγραφτεί, στις πρώτες σειρές.
Τα γεγονότα λοιπόν, που είναι καταιγιστικά -με τόσα πρόσωπα που σε κάθε βιβλίο υπάρχει αρχικό υπόμνημα με τις συγγενικές σχέσεις και λίγα στοιχεία για κάθε πρόσωπο-, συναρπάζουν από μόνα τους και ικανοποιούν τον αναγνώστη που θέλει «πλοκή». Υπάρχει όμως και το ψυχογραφικό στοιχείο έντονο, το κοινωνικοπολιτικό, το υπαρξιακό αλλά και προβληματισμός πάνω στη «γραφή», όχι μόνο τη λογοτεχνική, αλλά και την καταγραφή της εμπειρίας με το Λόγο, που χτίζει τη μνήμη και γράφει Ιστορία.
Στο τρίτο αυτό βιβλίο η κύρια εστίαση είναι στην κοινωνικοποίηση και στη διαμόρφωση πολιτικής ταυτότητας -με την ευρεία έννοια- των δύο βασικών ηρωίδων, που πλέον είναι στην τρίτη δεκαετία της ζωής τους, και όχι μόνο έχουν μπει στην παραγωγή  αλλά δημιουργούν και τις βάσεις για οικογενειακή ζωή. Η Λίλα έχει ήδη έναν γιο από τον εξαφανισμένο Νίνο, που τον μεγαλώνει σε μια απομακρυσμένη γειτονιά με τον ευγενικό και αποστασιοποιημένο από συναισθηματική σχέση Έντσο (παιδικός φίλος, μαγκάκι που όμως από νωρίς έδειχνε αδυναμία στη Λίλα) και δουλεύει σε μια αλλαντοποιία ως εργάτρια. Την  Έλενα/Λενού την έχουμε αφήσει  αρραβωνιασμένη με τον Πιέτρο Αϊρότα, φιλόδοξο γιο Πανεπιστημιακού (γίνεται κι ο ίδιος καθηγητής Πανεπιστημίου), ενώ έχει γίνει ντόρος με το τολμηρό πρωτόλειό της έργο, που έγραψε αφηγούμενη τη δική της περιπέτεια «βιασμού» στην Ίσκια (βιβλίο 1).
Όπως ειπώθηκε και στις αναρτήσεις των πρώτων βιβλίων, ένας βασικός θεματικός άξονας που ξεδιπλώνεται σ όλη τη διάρκεια είναι η σχέση γραφής και ζωής (ίσως αυτό σηματοδοτεί και τη βασική αντίθεση ανάμεσα στις δυο γυναίκες: η Έλενα είναι «παρατηρήτρια» σε σχέση με τη Λίλα που ορμά κάθετα σ όλες τι προκλήσεις. Δεν είναι τυχαίο που η δεύτερη αρνείται πεισματικά την αφήγηση σαν μια μορφή έκπτωσης της πραγματικής ζωής όπως φαίνεται πολύ ξεκάθαρα προς το τέλος της τετραλογίας, ενώ αντίθετα, της Έλενας της γίνεται πάθος). Στις πρώτες σελίδες λοιπόν, γίνεται εκτεταμένη αναφορά στο πρώτο αυτό βιβλίο που έγραψε η Έλενα και στις εντυπώσεις που άφησε, αρνητικές και θετικές (η συγγραφέας  μας δίνει την ευκαιρία να δούμε τα δημοσιογραφικά τερτίπια που συνοδεύουν τέτοια  νεανικά κι αυθόρμητα εγχειρήματα, καθώς και την παντός είδους εμπορική και δημοσιογραφική «εκμετάλλευση»). Το συναισθηματικό ενδιαφέρον είναι ότι επανεμφανίζεται ο εξαφανισμένος Νίνο, δημιουργώντας πάλι ερωτικά ρίγη στην Έλενα, ενώ κατά την επαφή της με τον κύκλο των διανοουμένων στις περιοδείες για τη διακίνηση του βιβλίου επανέρχεται το παλιό αίσθημα κοινωνικής κατωτερότητας (η αλήθεια είναι πως αν θέλω, μπορώ να υποκριθώ την ειδήμονα, την παθιασμένη. Δεν μπορώ όμως να συνεχίσω έτσι, έχω μάθει ένα σωρό πράγματα που δεν έχουν την παραμικρή σημασία και ελάχιστα που είναι όντως σημαντικά). Η παρουσία του απρόβλεπτου Νίνο επαναφέρει τη βασική εσωτερική της σύγκρουση σχετικά με τη ζωή της και τις επιλογές της, πάντα έχοντας στο νου της «τι θα έκανε η Λίλα» (που όμως συνήθως έβγαινε έξω από τα περιθώρια, ήταν απρόβλεπτη για την Έλενα). Η ζυγαριά κλίνει προς την πλευρά του γάμου μ’ έναν άνθρωπο που δεν τον αγαπά τόσο, όπως ομολογεί η ηρωίδα, και με κοφτερή ειλικρίνεια παραδέχεται τα κίνητρά της (θα γλίτωνα από την καιροσκοπική συγκαταβατικότητα του πατέρα μου και τη χοντροκοπιά της μητέρας μου.
Ο γάμος της Έλενας, ωστόσο, είναι μια κοινωνική επανάσταση. Πρώτα πρώτα είναι πολιτικός, απόφαση μπροστά στην οποία οι γονείς χάνουν κάθε έλεγχο (για μια φορά αισθανόμουν πιο τολμηρή απ’ τη Λίλα). Έπειτα την απομακρύνει από τη φτωχογειτονιά της Νάπολης, την τοποθετεί σε άλλη κοινωνική τάξη, αυτή των διανοουμένων, ενώ η κοινωνική διαφορά ανάμεσα στις δύο οικογένειες είναι τέτοια που η  Έλενα δίνει καθημερινά μάχες στην οικογένεια και στον μικρόκοσμο της γειτονιάς για να γίνει αποδεκτή.
Και το βιβλίο όμως την ωθεί να ενταχτεί σε άλλη κοινωνική ομάδα. Αρχικά τη φέρνει σε θέση άμυνας, γιατί είναι προκλητικό και «χειραφετημένο» (σκηνές σεξ). Ο χειρισμός της «χυδαιότητας» εκ μέρους της Έλενας περνάει από πολλά στάδια, που έχουν πολύ ενδιαφέρον. Κατά κανόνα όμως, στα διάφορα ξένα για κείνη φοιτητικά περιβάλλοντα όπου απευθύνεται για να μιλήσει για το βιβλίο της, νιώθει σαν τη μύγα μες στο γάλα, καταχρηστικά παρούσα. για την οποία δεν έχει το υπόβαθρο, κι αυτό το έλλειμμα της δημιουργεί κόμπλεξ. Όταν μάλιστα συναντά γνωστά της πρόσωπα όπως τον Φράνκο, τη Μαριαρόζα, τη Σίλβια (πρώην φιλενάδα του Νίνο που έχει κι αυτή έναν γιο μαζί του!), θέλει να αποδείξει σε όλους ότι δεν είναι πια το άπραγο κοριτσάκι της φτωχογειτονιάς, και όχι μόνο δεν τα καταφέρνει (Φράνκο: έμεινες η ίδια μικροαστή), αλλά οι εσώτερες αντιθέσεις εντείνονται σε σχέση με τον κρυφό παιδικό έρωτα, τον Νίνο, που αποδεικνύεται άστατος, άπιαστος και αναξιόπιστος (έκανε τα δικά του, δεν υπήρχε εκμετάλλευση, δεν υπήρχαν ενοχές, μονάχα το δικαίωμα του πόθου).

Όλες αυτές οι εξελίξεις, όμως,  ωχριούν μπροστά στην τρικυμία που σαρώνει τη ζωή της Λίλας. Γιατί η Λίλα βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα της Έλενας: σ’ αυτή τη χρονική φάση  κινδυνεύει, έχει καταρρεύσει, η Λίλα φοβάται για τη ζωή της, και στέλνει σήματα βοήθειας προς την απούσα φίλη της (η Λίνα δεν είναι καλά και θέλει να σε δει/αν δε με βρουν ποτέ ξανά, να πάρεις τον Τζεννάρ, να τον κρατήσεις εσύ). Η Λίλα όχι μόνο δεν ανέρχεται κοινωνικά (ούτε την ενδιαφέρει, βέβαια), αλλά είναι εξαφανισμένη απ΄ όλο τον κόσμο, ζει τυπικά μ έναν άντρα έχοντας την ευθύνη ενός μικρού παιδιού που δεν ξέρει τον πατέρα του, και δουλεύει σε δύσκολες προλεταριακές συνθήκες στην αλλαντοποιία του παλιού φίλου του Νίνο, του Μπρούνο.
Όταν η Έλενα αποφασίζει να στρέψει την προσοχή της στη Λίλα, η Λίλα είναι βαριά άρρωστη με συνεχή πυρετό στην προσπάθεια να λύσει τις κοινωνικές αντιθέσεις που βιώνει: όταν το γλοιώδες αφεντικό της την πέφτει με εκβιασμούς και προστυχιές, φέρεται αλαζονικά, φοβάται την απόλυση, υφίσταται κάθε είδους πίεση. Κι όταν ο Πασκουάλε, παιδικός φίλος (κι αυτός ερωτευμένος τότε με τη Λίλα), κομμουνιστής και μάλιστα γραμματέας της κομματικής οργάνωσης βάσης την πλησιάζει με θαυμασμό, την παρασέρνει σε συνδικαλιστικές συνεδριάσεις όπου η Λίλα διακρίνει με ευστροφία τις αντιθέσεις εργατών και σπουδαστών, κατά προέκταση θεωρίας και πράξης. Όταν εκείνη παίρνει το λόγο από τους «καλοπροαίρετους» αγωνιστές με την ξύλινη γλώσσα, όλοι παθαίνουν σοκ με τον κοφτό και ουσιαστικό της λόγο (το συνδικάτο δεν έχει πάρει ποτέ θέση και οι εργάτες δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από φτωχαδάκια θύματα εκβιασμού, που υπόκεινται στο νόμο του αφεντικού, δηλαδή εγώ σε πληρώνω κι άρα σε κατέχω, κατέχω τη ζωή σου, την οικογένειά σου κι ό, τι σε περιβάλλει, κι αν δεν κάνεις ό, τι σου λέω θα σε καταστρέψω). Οι συνδικαλιστές χρησιμοποιούν τα λόγια της σε μπροσούρες, αλλά η ίδια κινδυνεύει, υφίσταται πιέσεις, αρνείται ότι τα είπε, την απειλούν. Κι ενώ ο πόλεμος συνεχίζεται με τους φασίστες («ξύλο στο ξύλο») γιατί δεν υπάρχει άλλος δρόμος, την κατηγορούν για κλέφτρα, νιώθει υπεύθυνη για τη σκληρή καταστολή που ακολουθεί (αρχηγός της οποίας είναι άλλος παιδικός φίλος), καταρρέει ξανά (συνεχής πυρετός), και βιώνει άλλο ένα κύμα της «εξαΰλωσης», όπως έχει ονομάσει η ίδια την εξωσωματική εμπειρία που έχει ήδη ζήσει αρκετές φορές (πόσο εύθραυστο ήταν το παρελθόν, κατέρρεε διαρκώς, ορμούσε πάνω της). Στην απελπισία της καταφεύγει στον κόσμο των διανοούμενων αγωνιστών (καθηγήτρια Γκαλιάνι) και νιώθει ξένη μέσα στο «επαναστατικό» περιβάλλον καλοβολεμένων νέων που αγωνίζονται από τον καναπέ. Το ότι εκείνη ρισκάρει τη δουλειά της μ’ ένα μικρό παιδί της αγκαλιάς, τη φέρνει σε σκληρή αντιπαράθεση (Λίνα, είναι λάθος να ανταγωνιζόμαστε ποιος ρισκάρει τα περισσότερα) ακόμα και με τον γραμματέα του Εργατικού Σωματείου. Την κάνει αυστηρή και επικριτική απέναντι στους «συντρόφους» (… Το συμπέρασμα, μεταξύ άλλων, ήταν πως η επιτροπή δεν μπορούσε να πάει απευθείας στον ιδιοκτήτη για να διαπραγματευτεί, χρειαζόταν η μεσολάβηση του συνδικάτου/ «Εγώ δεν είμαι συνδικάτο;», ξέσπασε εκείνη/Θέλετε να πείτε ότι εγώ έκανα όλον αυτόν τον κόπο, ότι ρισκάρω τη δουλειά μου για να μπορέσετε εσείς να κάνετε μια διευρυμένη συνεδρίαση και μια άλλη μπροσούρα;).
Το αποκορύφωμα είναι όταν αποκαλύπτεται ότι πίσω απ’ όλους είναι ο τρομερός καμορίστας Μικέλε, που έχει ένα είδος εμμονής με τη Λίλα («νομίζει ότι έχω κάποια δύναμη»), την εκθειάζει, προσπαθεί να την πείσει να συνεργαστεί μαζί του, την ταπεινώνει σ ένα κρεσέντο χυδαιότητας.
Όταν η Λίλα τέλος παραιτείται, βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση ανάγκης που ανατρέχει στην ψυχολογική στήριξη της Έλενας. Χωρίς δισταγμούς απογυμνώνει κάθε τρωτό της σημείο, μιλά στη φίλη της απλά και με απίστευτη ειλικρίνεια για τον εαυτό της, τις αδυναμίες της, τις σεξουαλικές εμπειρίες της. Κι εδώ φαίνεται η βασική διαφορά με την Έλενα, που αμέσως πέφτει στην παγίδα της σύγκρισης: στην ιδέα ότι έπρεπε να μιλήσω για μένα η δυσφορία μου φούντωσε, ξέχασα πως και για κείνη ήταν δύσκολη αυτή η εξομολόγηση, πως κάθε της λέξη, ακόμα και χυδαία, ήταν συνυφασμένη με την εξάντληση που φαινόταν στο πρόσωπό της, με το τρέμουλο των χειλιών της.
Μέσα στα θυελλώδη γεγονότα (γάμος Λενούς, αποκάλυψη ότι ο Αλφόνσο είναι ομοφυλόφιλος κλπ), ξεχωρίζω ένα περιστατικό πολιτικού αλλά και ηθικού προβληματισμού:  η Έλενα χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες της απευθύνεται στον Μπρούνο (το πρώην αφεντικό της Λίλας) απειλώντας τον, για να βοηθήσει τη φίλη της (να πληρωθεί τους μισθούς που της χρωστάνε). Πέρα απ αυτό, δημοσιεύει σχετικό άρθρο στην Ουνιτά, αντιγράφοντας ουσιαστικά τα γραφόμενα της Λίλας σχετικά με τις συνθήκες εργασίας στην αλλαντοποιία.  Οι αντιδράσεις είναι άμεσα θετικές (απολογητικό ύφος ο Μπρούνο, θαυμασμός ο δημοσιογράφος της εφημερίδας), όμως οι αγωνιστές φίλοι της (Πασκουάλε, Νάντια), που υφίστανται τις έμμεσες συνέπειες (επιθέσεις αστυνομικών και φασιστών) αντιδρούν… ανάποδα: Τέλεια. Θες να πεις ότι σε όλα τα εργοστάσια, σε όλες τις οικοδομές, σε κάθε γωνιά της Ιταλίας και όλου του κόσμου, μόλις το αφεντικό τα κάνει όλα μπουρδέλο και οι εργάτες κινδυνεύουν, καλούν την Έλενα Γκρέκο: εκείνη τηλεφωνάει στους φίλους της, στην Επιθεώρηση εργασίας, στους αγίους που έχει στον Παράδεισο και τα λύνει όλα/εξήγησέ μας τι σκατά νομίζεις ότι έκανες. Ξέρεις τι γίνεται στην Ιταλία; έχεις ιδέα τι είναι η πάλη των τάξεων; Στις δικαιολογίες που πάει να ψελλίσει η Λενού, η Λίλα επεμβαίνει με μια μόνο χειρονομία: Σταμάτα, Λενού, έχουν δίκιο.
Γιατί ξανά και ξανά η Λίλα βγαίνει έξω από τα προβλεπόμενα για τη Λενού όρια (δεν υπήρχε τρόπος να ηρεμήσει κανείς μαζί της, κάθε σταθερό νήμα της σχέσης μας αργά ή γρήγορα αποδεικνυόταν προσωρινό, κάτι μετατοπιζόταν στο μυαλό της και την αποσταθεροποιούσε, με αποσταθεροποιούσε).
Παρόλ’ αυτά η Λενού συνεχίζει να γράφει άρθρα που χαίρουν πολύ θερμής υποδοχής, και περνάει διάφορες φάσεις, από ενθουσιασμό μέχρι ανασφάλεια. Περιστασιακά νιώθει πληρότητα, η ρουτίνα όμως και η βαρετή σεξουαλική συνάφεια  την κάνουν να νιώθει άσκημη, γριά, ανήμπορη να συναγωνιστεί τους άλλους.  Περνάει διάφορες φάσεις: θέλει να είναι ποθητή (ήθελα να παρεκτραπώ), την κερδίζουν οι φεμινιστικές ιδέες της Μαριαρόζα, αδερφής του Πιέτρο (κανείς δε γνώριζε καλύτερα από μένα τι σημαίνει να προσπαθείς να σκέφτεσαι σαν άντρας, για να γίνεις αποδεκτή από την κουλτούρα του αντρικού κοινού), προσπαθεί να συγκεντρωθεί  στο καινούριο της βιβλίο (φεμινιστικού περιεχομένου), κι όταν γεννά και το δεύτερο παιδί η επιλόχια κατάθλιψη φτάνει στο αποκορύφωμα.  Κάτω από το πρίσμα της σύγκρισης με το αντρικό φύλο, η Έλενα ερνάει μια έντονη περίοδο αυτοκριτικής (το είχα παρακάνει, είχα βάλει τα δυνατά μου να αποκτήσω αντρικές ικανότητες. Νόμιζα ότι έπρεπε να ξέρω τα πάντα, να ασχολούμαι με τα πάντα. (…) Και τώρα, ύστερα απ’ όλο ετούτο τον σκληρό μόχθο να μάθω, έπρεπε να ξεμάθω/δεν είχα ούτε μια ιδέα χωρίς τη Λίλα/έπρεπε να δεχτώ πως ήμουν ένας μέσος άνθρωπος).
Και σ’ αυτήν τη δύσκολη φάση της ζωής τους, όπου συμπτωματικά και οι φασιστικές επιθέσεις φτάνουν κι αυτές στο αποκορύφωμα δυσκολεύοντας την καθημερινότητα, λαμβάνει χώρα και μία από τις πιο συγκλονιστικές και χαρακτηριστικές σκηνές της σχέσης των δύο κοριτσιών:
Η Λενού ζητά τη γνώμη της Λίλας για το δεύτερο βιβλίο (δεν γνωρίζει καν αν η Λίλα έχει διαβάσει το πρώτο) . Η Λίλα πάλι ξεπερνάει κάθε προσδοκία: μετά από προσπάθεια να είναι ευγενική και αποστασιοποιημένη, ξεσπάει σε αναφιλητά λέγοντας «δεν πρέπει να γράφεις τέτοια πράγματα Λενού, δεν είσαι εσύ αυτό, τίποτε απ’’ ό, τι έχω διαβάσει δε σου μοιάζει, το βιβλίο είναι κακό, κακό, κακό όπως και το προηγούμενο. Και η Έλενα των 66 χρόνων, που αναθυμάται εκείνο το κλάμα, λέει ότι ένιωσε μια «αντιφατική ικανοποίηση λες και κείνο το κλάμα, επιβεβαιώνοντάς μου τη στοργή της και την εμπιστοσύνη που έτρεφε για τις ικανότητές μου, συγχρόνως κατάφερε να διαγράψει την αρνητική της κριτική για τα δυο βιβλία)
Οι αντιθέσεις των δύο κοριτσιών  οδηγούν τη Λενού να πιστέψει ότι η Λίλα συμμετείχε στο βίαιο θάνατο του Μπρούνο και του Τζίνο, ότι δηλαδή εντάχτηκε σε αντάρτικη ομάδα πόλεων (είναι εποχή των Ερυθρών Ταξιαρχιών, της Πρίμα Λίνα, των Ένοπλων Προλεταριακών Πυρήνων). Όμως, αντίθετα, η Λίλα δουλεύει για… τους Σολάρα, κι αυτό γίνεται επίσης αφορμή σύγκρουσης, εφόσον η Λίλα τινάζει στον αέρα κάθε επαναστατική ιδεολογία («η επανάσταση, οι εργάτες, ο νέος κόσμος κι άλλες τέτοιες μαλακίες»). Η ανοχή και η συνεργασία με του καμορίστες έρχεται σε νέα δοκιμασία όταν η Λενού μαθαίνει ότι η αδερφή της θα παντρευτεί τον άλλον αδερφό Σολάρα, τον Μαρτσέλο, και μάλιστα ετοιμάζεται μεγάλο γλέντι όπου συμμετέχουν όλες οι οικογένειες, συμπεριλαμβανομένης και της Λίλας.
Τέλος, στη ζωή της Λενούς εισβάλλει αιφνιδιαστικά και κυριαρχικά, η πρώτη της μεγάλη αγάπη, ο απρόβλεπτος, σαν τη Λίλα, Νίνο. 
Χριστίνα Παπαγγελή