Τι σου λέει η συνείδηση σου;
Να γίνεις αυτός που είσαι.»
Να γίνεις αυτός που είσαι.»
Φ. Νίτσε
Αυτοβιογραφικού
περιεχομένου το αποκαλυπτικό αυτό μικρό
βιβλίο του Κολομβιανού συγγραφέα (που
πέρασε από ιατρική, φιλοσοφία, δημοσιογραφία, σπουδές σύγχρονης λογοτεχνίας,
για να ασχοληθεί με μεταφράσεις από τα ιταλικά και τη συγγραφή). Αποκαλυπτικό
γιατί ο συγγραφέας είναι φανερό ότι δεν επινοεί,
απλώς καίγεται από την ανάγκη να αποκαλύψει,
να διαιωνίσει, να μεταφέρει αυτό το εξαιρετικό που βίωσε, που είναι
μοναδικό κι ανεπανάληπτο και
αρνείται να το παραδώσει στη
λήθη. Γιατί όταν «έχεις κάτι να πεις», δεν έχεις παρά να το ξεσκεπάσεις.
Αυτοβιογραφικό
μεν, δεν έχει όμως ως κύριο άξονα τη δική του ακριβώς ζωή αλλά τον «βίο και την
πολιτεία» του πατέρα του∙ το βιβλίο είναι ένας φόρος τιμής, ένα μνημόσυνο με την αρχική έννοια, στον
καταπληκτικό ομολογουμένως αυτόν άνθρωπο. Δεν είναι τυχαίος λοιπόν ο τίτλος [1] παρμένος
από τον Μπόρχες (κατά τον πατέρα Φασιολίνσε, στου οποίου την τσέπη βρέθηκε όταν
δολοφονήθηκε) αμφισβητείται όμως από τον ίδιο τον συγγραφέα αν οι στίχοι αυτοί
ανήκουν στον ποιητή: Είμαστε κιόλας η
λήθη που θα γίνουμε/η στοιχειώδης σκόνη που μας αγνοεί…»,
Η
αρχική εντύπωση είναι ευχάριστη: πρωτοπρόσωπη γλαφυρή αφήγηση ενός νέου αγοριού
που περιγράφει τις οικογενειακές βασικά σχέσεις μέσα στη φλεγόμενη Κολομβία.
Και όλα δείχνουν αρχικά ότι πρόκειται για ένα ακόμα «μυθιστόρημα ενηλικίωσης»
όπως συνήθως λέγονται, που πάντα φυσικά έχουν ενδιαφέρον. Και αρχικά
παραξενεύεσαι με την παθολογική αδυναμία που τρέφει ο νεαρός Έκτορ για τον
πατέρα του, και αποδίδεις αυτή την εξάρτηση στον άβουλο χαρακτήρα του παιδιού
(καθώς και ότι έχει 5 αδερφές κι είναι το μοναδικό αγόρι!). Όμως γρήγορα,
δηλαδή στις πρώτες 50 σελίδες, συνειδητοποιείς ότι πράγματι ο πατέρας είναι μια
περίπτωση εξαίρεσης, κι ότι η λαχτάρα του συγγραφέα να κρατήσει κάποιες σπίθες
από αυτό το πνεύμα, είναι δικαιολογημένα ακατανίκητη.
Προσπαθώντας
να μην τεκμηριώσω αυτή την αίσθηση της «εξαίρεσης» που μας μεταφέρει ο
συγγραφέας με μια σειρά επιθέτων (αυθεντικός, ανεκτικός, γενναιόδωρος κλπ) θα
τον χαρακτηρίσω μόνο με… ουσιαστικά, έννοιες που διαποτίζουν όλες τις πράξεις
του: ενέργεια, αγάπη (που εκφράζεται και σωματικά), εμπιστοσύνη, ενσυναίσθηση.
Τι πιο λυτρωτικό για ένα παιδί, που κινδυνεύει να μεγαλώσει αγκυλωμένο σε μια
οικογένεια με καθολικές αρχές, μια πολύ δυναμική μητέρα και 5 αδερφές εκ των οποίων οι 4 μεγαλύτερες,
από το να έχει έναν πατέρα –πηγή χαράς και ζωής, αλλά και εκδηλωτικής αγάπης;
Με
γέλια, με αγκαλιές, με χαχανητά και τραγούδια, επευφημώντας οποιαδήποτε
ασυναρτησία, ο πατέρας χωρίς βία ξεκλειδώνει τον μικρό Έκτορ αγνοώντας κάθε
κοινωνική σύμβαση: οι τρυφερές περιπτύξεις ανάμεσα σε πατέρα- γιο, π.χ., χαρακτηρίζονταν από τους συμμαθητές «αδερφίστικος χαιρετισμός
κακομαθημένου παιδιού». Και, ναι, με τα
συνήθη κριτήρια, ο συγγραφέας ήταν «παραχαϊδεμένος», άλλωστε η θεωρία ήταν η
εξής: αν θέλεις το παιδί σου να γίνει καλό, κάνε το ευτυχισμένο, αν θέλεις να γίνει ακόμα καλύτερο, κάνε το
πιο ευτυχισμένο. Η αγάπη ήταν υπερβολική, αν υπάρχει η υπερβολή στην αγάπη. Αλλά και πιο ακραίες αντιδράσεις
αποκαλύπτουν μια ανεκτικότητα που δεν
χαρακτηρίζει ούτε τη σημερινή εποχή: όταν ο μικρός Έκτορ δυσφορεί να πάει
σχολείο, η προτεινόμενη από τον πατέρα λύση είναι να αναβληθεί ένα ολόκληρο χρόνο η φοίτηση! Το αποτέλεσμα
είναι ότι την επόμενη χρονιά ο μικρός πάει στο σχολείο με χαρά και δίψα για μάθηση.
Άπειρα
τέτοια μικρά και μεγάλα επεισόδια δείχνουν την αστείρευτη αγάπη και την
έμπνευση που δημιουργεί ο πατέρας σ όλα του τα παιδιά, κυρίως όμως στο αγόρι. Αυθόρμητος
αλλά ιδανικός ο χειρισμός του φόβου του έφηβου γιου ότι μπορεί να είναι
ομοφυλόφιλος, επιδέξιος ο τρόπος αντίδρασης στην εικόνα του αυνανισμού του (συγνώμη δεν ήξερα πως ήσουν απασχολημένος).
Καθόλου και με κανέναν τρόπο δεν δημιουργεί ενοχές ή αίσθημα μειονεξίας (μου είπε να περιμένω λίγο καιρό, αλλά κι ότι
το μόνο πρόβλημα που θα μπορούσα να έχω σε περίπτωση που θα αυτοπροσδιοριζόμουν
ως ομοφυλόφιλος, θα ήταν κάποια κοινωνική διάκριση σ’ ένα περιβάλλον τόσο
μικρόμυαλο όπως το δικό μας, αλλά κι αυτό θα μπορούσε ν’ αντιμετωπιστεί με ίσες
δόσεις αδιαφορίας και περηφάνιας, διακριτικότητας και σαματά, και κυρίως με
αίσθηση του χιούμορ, επειδή το χειρότερο
στη ζωή είναι να μην είσαι αυτό που είσαι).
Αυτό που ένιωθα πιο έντονα ήταν πως ο μπαμπάς μου μου
είχε εμπιστοσύνη, χωρίς να τον νοιάζει τι έκανα, κι επίσης ότι εναπόθετε πάνω
μου μεγάλες ελπίδες, αν και πάντα έσπευδε να με διαβεβαιώσει πως δεν ήταν
απαραίτητο να επιτύχω οτιδήποτε στη ζωή, πως και μόνο η ύπαρξή μου αρκούσε για
την ευτυχία του (…) κάθε αποτέλεσμα,
ακόμα και το πιο ασήμαντο και γελοίο, τον ευχαριστούσε, οι πρώτες μου
μουντζουρωμένες σελίδες τον ενθουσίαζαν, τις τρελές αλλαγές κατεύθυνσης που
έκανα τις ερμήνευε ως εξαίρετη μέθοδο εξάσκησης, την αντιφατικότητά μου ως
γενετικό σημάδι από το οποίο υπέφερε και ο ίδιος κλπ κλπ).
Η
αγάπη του βέβαια στον Άνθρωπο επεκτείνεται και εκτός της οικογένειας. Είναι
γιατρός, «κόντρα στον πόνο και τον φανατισμό» επιγράφεται το αντίστοιχο κεφάλαιο,
και αφιερώνεται στους φτωχούς των παραγκουπόλεων του Μεγεδίν, αποδίδοντας τα περισσότερα ιατρικά προβλήματα στις άθλιες
συνθήκες και θυσιάζοντας άπειρο χρόνο για να προλάβει ασθένειες, που οφείλονται σε μολυσμένο νερό,
υποσιτισμό κλπ. Έκανε ποικίλες ενέργειες για να υπάρχει καθαρό πόσιμο νερό, καλό αποχετευτικό σύστημα,
εκστρατείες ενάντια στα εντερικά παράσιτα, ποιότητα στο γάλα και τα αναψυκτικά.
Ένας «ακτιβιστής» επιστήμονας θα λέγαμε
σήμερα, που έκανε κυριολεκτικά ό, τι
περνούσε απ το χέρι του για να πετύχει το μίνιμουμ της αξιοπρεπούς
διαβίωσης για όλους τους ανθρώπους. Τις αρχές της κοινωνικής ιατρικής, όπως την ονόμασε, τις εξέθετε σε εφημερίδες: ο καθηγητής γιατρός πρέπει να βρίσκεται
στους δρόμους, παρατηρώντας, ψηλαφώντας, βλέποντας, ακούγοντας, αγγίζοντας,
μοχθώντας να θεραπεύσει.
Φυσικά,
αυτό το κοινωνικό έργο είχε το ανάλογο κοινωνικό κόστος: παπάδες και δεξιοί
πολιτικοί αρχίζουν να παραληρούν για την επικινδυνότητα αυτού του «κομμουνιστή
γιατρού» που μόλυνε τις συνειδήσεις των ανθρώπων
στις λαϊκές συνοικίες της πόλης. Κι όταν η θέση του πανεπιστημιακού
καθηγητή απειλείται από τις δραστηριότητες «ξένες προς αυτήν», η απάντηση είναι
έτοιμη: ποτέ δεν αντιλήφθηκα την
καθηγητική μου θέση ως αποποίηση των
δικαιωμάτων μου ως πολίτη και της ελεύθερης έκφρασης των ιδεών και των απόψεών
μου με τρόπο που τον θεωρώ πρόσφορο.
Ιδιαιτερότητα
έχει και η προσωπικότητα της μητέρας που,
παρόλο που κατάγεται από πολύ θρήσκα καθολική οικογένεια και τηρεί τις
παραδόσεις της (σε αντίθεση με τον πατέρα που θεωρεί επικίνδυνο «αυτό το είδος
ισπανικού καθολικισμού»), είναι ανοιχτό πνεύμα και λειτουργεί
συμπληρωματικά με τον πατέρα (ό, τι έλεγε ο καθένας τους μερικές φορές
ήταν σαν να μην αντιστοιχούσε στις συμπεριφορές του στην πραγματική ζωή και ο
αγνωστικιστής φερόταν σαν μυστικιστής και η μυστικίστρια σαν υλίστρια, και
μερικές φορές το εντελώς αντίθετο, ο ιδεαλιστής σαν αδιάφορος ρατσιστής και η
υλίστρια και ρατσίστρια σαν πραγματική χριστιανή για την οποία όλοι οι άνθρωποι
είναι ίσοι). Κοινός παρονομαστής: η χαρά! Πιο φαλλοκράτης ο πατέρας στην πράξη,
πιο ρατσίστρια εκείνη στη θεωρία, εργάζεται
παρά τις αντιρρήσεις, γιατί κατάφερε
να επιβάλει τη θέλησή της με τον σταθερό κι επίμονο χαρακτήρα της, ανάμεικτο με
μία ακατάλυτη χαρά στο υπόβαθρο που την κάνει απρόσβλητη στις μνησικακίες και
τις μακροχρόνιες διενέξεις. Το να
παλεύεις κόντρα στη σθεναρότητά της, μεταμφιεσμένη σε χαρά, ήταν πάντα αδύνατο.
Η εργασία της μητέρας επιτρέπει στον πατέρα να είναι ανεξάρτητος
ιδεολογικά , εφόσον δεν τον τρομάζει κανένας εργασιακός εκβιασμός.
Τα
χρόνια της ευδαιμονίας, που συναρτώνται από τις σχέσεις των μελών της
οικογένειας - γεμάτες χαρά, γέλιο, μουσική και διαβάσματα- παίρνουν κάποτε τέλος (η
ευτυχία είναι φτιαγμένη από μια ουσία τόσο ανάλαφρη, ώστε εύκολα σβήνει στη
θύμηση). Συμβαίνει όταν η αμέσως μεγαλύτερη αδερφή του Έκτορ, η Μάρτα, ένας
προικισμένος άγγελος, αρρωσταίνει από επιθετικό καρκίνο και πεθαίνει μέσα σε
λίγους μήνες. Η ζωή της οικογένειας κόβεται στα δυο, και τίποτα δε γίνεται όπως
πριν. Φαίνεται ότι αυτό το γεγονός είναι που έδωσε την τελική ώθηση στον
εξαιρετικό πατέρα να δοθεί αστόχαστα σε κάθε ουτοπία, με πάθος σε κάθε καταδικασμένο αγώνα που πίστευε
ότι αξίζει τον κόπο, μέσα σε μια χώρα που οι πολιτικές δολοφονίες και οι
εξαφανίσεις ήταν στην ημερήσια διάταξη (δεν
ξέρω ποια στιγμή η δίψα για δικαιοσύνη περνάει εκείνο το επικίνδυνο σύνορο όπου
μετατρέπεται καισε πειρασμό μαρτυρίου). Επί δεκαπέντε χρόνια, μέχρι την τραγική του
δολοφονία παρακολουθούμε μέσα απ’ τα μάτια του ενήλικα πια γιου, τις απέλπιδες
μάχες σε κάθε επίπεδο. Αντιστάθμισμα ήταν η αναζήτηση της ομορφιάς, που έπαιρνε σάρκα και οστά στα… τριαντάφυλλα που
καλλιεργούσε με πάθος κι επιστημονική φροντίδα.
Κόβεται
το αίμα του αναγνώστη στη σύντομη αλλά περιεκτική σε συναισθήματα περιγραφή του
πολιτικού κλίματος σε μια από τις πιο βίαιες χώρες του κόσμου, όπου η ανάμειξη
στην πολιτική μοιάζει αυτοκτονία, κι όπου περιμένεις από στιγμή σε στιγμή τον
θάνατο, τον δικό σου ή των δικών σου ανθρώπων. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με την
απόδοση τιμής στον δολοφονημένο πατέρα, αντίδοτο στην τρομερή λήθη, όπως ειπώθηκε και στην αρχή (το βιβλίο ετούτο είναι η προσπάθεια ν’ αφήσω
μια μαρτυρία αυτού του πόνου, μια μαρτυρία ταυτόχρονα ανώφελη και απαραίτητη. Ανώφελη
γιατί ο χρόνος δε γυρίζει πίσω ούτε αλλάζουν τα γεγονότα, αλλά απαραίτητη
τουλάχιστον για μένα).
Όμως εγώ θα τελειώσω την ανάρτηση κάνοντας στάση σε
μια άλλη «δολοφονία», την ανθρώπινη
στιγμή που ο γιος νιώθει την ανάγκη να «σκοτώσει» τον τέλειο αυτόν πατέρα, που
ποτέ δε ήταν επικριτικός, ποτέ δεν ήταν κατήγορος:
Δεν θέλω ν’ ακουστεί πολύ φροϋδικό, επειδή πρόκειται
για λογοτεχνικό σχήμα. Ένας μπαμπάς τόσο τέλειος μπορεί να καταλήξει
ανυπόφορος, παρόλο που ό, τι κάνεις του φαίνεται σωστό (ή μάλλον επειδή ό, τι
κάνεις του φαίνεται σωστό), φτάνει κάποια στιγμή όπου μέσω μιας συγκεχυμένης
και σχιζοφρενούς διαδικασίας, θέλεις αυτός ο ιδανικός θεός να μη βρίσκεται πια
εκεί για να σου λέει πάντα ωραία, πάντα ναι, πάντα όπως θέλεις. Είναι λες και,
εν πάση περιπτώσει, εκεί στα τέλη της εφηβείας, δε χρειάζεται κανείς ένα
σύμμαχο αλλά έναν ανταγωνιστή.
Έτσι,
βρίσκονται σχεδόν τυχαία σ ένα αυτοκίνητο που τρέχει ιλιγγιωδώς, όπου ο
συγγραφέας δεν σταματά να πατά τέρμα το γκάζι θέλοντας να σκοτωθεί, μαζί με τον
πατέρα του που κοιμόταν γεμάτος εμπιστοσύνη- ώσπου στο τρομακτικό φρενάρισμα που
ακολούθησε ο τέλειος πατέρας έδειξε ότι επιτέλους, δεν ήταν τέλειος…
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Ο
τίτλος του βιβλίου σας προέρχεται από τον Μπόρχες;
«Ο πατέρας μου, όταν τον δολοφόνησαν, είχε στην τσέπη
του δύο χαρτιά. Το ένα ήταν μια λίστα με μελλοθάνατους, όσους επρόκειτο να
σκοτώσουν οι παρακρατικοί, υπήρχε και το δικό του όνομα εκεί. Το άλλο, με το
οποίο ήταν τυλιγμένη η λίστα, ήταν ένα χαρτί όπου είχε αντιγράψει ένα ποίημα
που αποδιδόταν στον Χ.Λ.Μ. Η υπογραφή παρέπεμπε, ασφαλώς, στον Μπόρχες. Το
σονέτο αυτό το χαράξαμε αργότερα επάνω στην επιτάφια πλάκα. Και όταν αποφάσισα
να γράψω το βιβλίο, μια εικοσαετία αργότερα, το τιτλοφόρησα από το ποίημα, εκεί
που λέει «Eίμαστε κιόλας η λήθη που θα γίνουμε». Βέβαια, το συγκεκριμένο ποίημα
δεν το βρήκα πουθενά στα δημοσιευμένα έργα του Μπόρχες» (https://www.tovima.gr/2017/06/23/books-ideas/ektor-ampad-fasiolinse-i-adikia-eksorgize-ton-patera-moy/)
.