(Η ανάρτηση αφορά το δεύτερο βιβλίο της τετραλογίας, το πρώτο εδώ)
Κοινή εισαγωγή:
Κοινή εισαγωγή:
Σε πολλαπλά επίπεδα κινείται το
μεγάλο αυτό μυθιστόρημα που η συγγραφέας του αναγκάστηκε να το επιμερίσει σε
τέσσερα βιβλία. Και είναι σημαντική αυτή η διάκριση (κατά τη γνώμη μου, πάντα),
ότι δηλαδή δεν πρόκειται για τέσσερα αυτόνομα
βιβλία με χαλαρή συνέχεια το ένα του άλλου (όπως είναι συνήθως οι τετραλογίες),
αλλά για ΕΝΑ βιβλίο με μεγάλη εσωτερική συνοχή. Αυτό είναι φανερό αν μπορέσει
κάποιος να επισκοπήσει και τα τέσσερα βιβλία (πράγμα δύσκολο λόγω μεγέθους,
αλλά και γιατί δεν κυκλοφόρησαν όλα μαζί), εφόσον υπάρχει ένας τέλειος «κύκλος»
που ενώνει το πρώτο με το τέταρτο βιβλίο.
Η δομή άλλωστε παραμένει η
ίδια: η μία από τις δυο βασικές ηρωίδες, η Έλενα, αφηγείται μετά από πολλά
χρόνια (στο αφηγηματικό «σήμερα» είναι 66 χρονών) τη ζωή, τον βίο και την
πολιτεία της ίδιας αλλά και της «άσπονδης» φίλης της, της Λίλας, η οποία έχει
μυστηριωδώς εξαφανιστεί (σελίδα 22 του πρώτου βιβλίου: ελαχιστοποιούσε κάθε πιθανότητα αναζήτησης ίχνους της. Δεν ήθελε απλώς
να εξαφανιστεί τώρα, στα εξήντα έξι της, αλλά και να διαγράψει όλη τη ζωή που
άφηνε πίσω της). Ήδη προετοιμαζόμαστε για ένα είδος «ανταγωνισμού» ανάμεσα
στις δυο φίλες, που φαίνεται στις αμέσως επόμενες σειρές: «εξοργίστηκα. Για να δούμε ποια θα νικήσει αυτή τη φορά, μονολόγησα.
Άνοιξα τον υπολογιστή και βάλθηκα να γράφω κάθε λεπτομέρεια της ιστορίας μας,
ό, τι είχε εντυπωθεί στο μυαλό μου). Ήδη η πρώτη, βασική αντίθεση έχει
διαγραφτεί, στις πρώτες σειρές.
Τα γεγονότα λοιπόν, που είναι
καταιγιστικά -με τόσα πρόσωπα που σε κάθε βιβλίο υπάρχει αρχικό υπόμνημα με τις
συγγενικές σχέσεις και λίγα στοιχεία για κάθε πρόσωπο-, συναρπάζουν από μόνα
τους και ικανοποιούν τον αναγνώστη που θέλει «πλοκή». Υπάρχει όμως και το
ψυχογραφικό στοιχείο έντονο, το κοινωνικοπολιτικό, το υπαρξιακό αλλά και
προβληματισμός πάνω στη «γραφή», όχι μόνο τη λογοτεχνική, αλλά και την
καταγραφή της εμπειρίας με το Λόγο, που χτίζει τη μνήμη και γράφει Ιστορία.
Βιβλίο 2: Το
νέο όνομα
Η έκπληξη περιμένει τον
αναγνώστη από τις πρώτες σειρές: γευόμαστε -αρχικά- τις συγγραφικές δεξιότητες όχι της
Έλενας αλλά της πηγής έμπνευσής της, της Λίλας. Στα 1966, δηλαδή στην ηλικία των 22 χρόνων, η Λίλα εμπιστεύεται
οκτώ τετράδια στην Έλενα αποσπώντας τον όρκο ότι δεν θα τα διαβάσει. Εκείνη
όμως τα άνοιξε αμέσως, μεταφέροντάς μας τη δύναμη
της σαγήνης που η Λίλα σκόρπιζε γύρω της από παιδί ακόμα. Η αυθόρμητη
αταξία στα γραπτά της, δίπλα στις κομψές εκφράσεις έμοιαζε σαν να μην άντεχε την
τάξη που είχε επιβάλει στον εαυτό της -θαρρείς και κάποια ναρκωτική ουσία είχε εισβάλει στις φλέβες της. Πόνος,
οργή, απογοήτευση, ενθουσιασμός εναλλάσσονται με ζωγραφικές, καταλόγους
μαγαζιών ή ασκήσεις στα ελληνικά. Η Έλενα αποσβολώνεται/μαγεύεται από την
ακτινοβολία της γραφής τόσο, που αφού αποστηθίζει όσα αποσπάσματα της άρεσαν, όσα τη συνάρπαζαν, όσα την υπνώτιζαν, ρίχνει
το κουτί με τα οκτώ τετράδια στο ποτάμι!
Με το συγγραφικό αυτό
τέχνασμα, μαθαίνουμε «εκ των έσω» τις ψυχικές διαδρομές της Λίλας:
Ο Στέφανο, ο άντρας της, τη
μέρα του γάμου (εκεί μείναμε στο πρώτο βιβλίο) χαρίζει στον ορκισμένο εχθρό,
σιχαμερό, μαφιόζο Μαρτσέλο τα παπούτσια σχεδιασμένα από τη Λίλα-παιδί. Αυτήν
την προδοσία περιμένουμε πως θα εκδικηθεί με τον πιο αμείλικτο τρόπο η Λίλα
(και η Έλενα περιμένει εναγωνίως να συμβεί). Όμως πάλι η Λίλα καταπλήσσει: δεν
αντιδρά, πάει η πολυπόθητη ρήξη.
Κι ο ανταγωνισμός της Έλενας
απέναντι στη φίλη της φουντώνει, εφόσον η Λίλα ζει μέσα στα πλούτη και τη
χλιδή. Κάνει σεξ από αντίδραση, συνέχεια συγκρίνει τον εαυτό της με
κείνην. Κι όμως η Λίλα την πλησιάζει
εκεί που δεν το περιμένει, ζητά τη βοήθειά της (δεν με νοιάζουν οι άλλοι, εσύ όμως ναι). Γιατί η ναπολιτάνικη ηθική
του έμπορα Στέφανο δεν κολλάει με την ηθική της Λίλας, και ο Στέφανο δεν είναι
παιδαρέλι. Την πιέζει, τη χτυπά, της επιβάλλεται (τα μάτια της Λίλας είχαν γίνει σαν σχισμές. Το μάγουλό της είχε αρχίσει
να μελανιάζει, αλλά το υπόλοιπο πρόσωπό της ήταν κάτωχρο). Η «πρώτη νύχτα
του γάμου» αναμενόμενα επεισοδιακή (-Δε
σε θέλω. -Μη μου σπας τα αρχίδια). Η ψυχολογική κρίση που περνά η Λίλα (από εκείνη τη στιγμή που δέχτηκα τα χρήματα
του δον Ακίλλε τα έκανα όλα λάθος) έχει φαίνεται αντίκτυπο και στην
αυτοπεποίθηση της Λένας (είχα
συνειδητοποιήσει το μέγεθος της ανεπάρκειάς μου) όσο αφορά τα διαβάσματα
και το λύκειο.
Η ζωή της νιόπαντρης και μικροπαντρεμένης
Λίλας είναι αλλοπρόσαλλη (όλα είναι
ξεκάθαρα/χάλι μαύρο/ταπείνωση/κάνω ό, τι θέλει). Είναι ειλικρινής, είναι σκληρή,
είναι μοχθηρή, είναι ευάλωτη. Mόλις μαθαίνει
ότι οι αδερφοί Σολάρα και ο Στέφανο είχαν πάρε δώσε από παλιά (με το ίδιο μέσον
απαλλάχτηκαν απ το στρατό), η αντίδρασή της είναι απροσδόκητη: πηγαίνει
η ίδια στους Σολάρα, να ζητήσει χάρη γα τον Αντόνιο!!! Σπαταλά ασύστολα,
κάνει σκηνές, δέχεται να λανσάρει ο Μαρτσέλο τα παπούτσια στην αγορά, βάζει τη
φωτογραφία της στο μαγαζί των Σολάρα, τη σκεπάζει με… λουρίδες (και μάλιστα απ
όλους θεωρείται πρωτοποριακή παρέμβαση!), μένει έγκυος, κάνει απόξεση, αγοράζει
τα βιβλία της Β’ Λυκείου στην Έλενα, κ.α.
Και η Λενού περνά δύσκολα, είναι
σε σχέση με τον Αντόνιο που τον βασανίζει αλλά κρυφά ερωτευμένη με τον φευγάτο Νίνο.
Η κοινωνική φιλοδοξία της όμως τη διαφοροποιεί, τη σπρώχνει να εισχωρεί σιγά
σιγά στον κόσμο των διανοούμενων: διαβάζει εφημερίδες, πάει σε πορείες και
επιστημονικές ομιλίες, επιτηδεύεται το λόγο. Η πρόσκληση της καθηγήτριας
Γκαλιάνι να πάει στο πάρτι των παιδιών της, της δημιουργεί πανικό (πίσω από την ποδιά κρυβόταν η στέρηση,
κρυβόταν η ανέχεια, η χωριατιά). Η απόφαση της Λίλας να τη συνοδέψει
δυσκολεύει ακόμα περισσότερο τα πράγματα, γιατί η Λίλα μιλά με βαριές
ναπολιτάνικες εκφράσεις και γίνεται άξεστη (όταν θέλω κάτι, γίνομαι λίγο τσούλα/ντρέπεσαι για μένα;). Το
επεισόδιο γίνεται η αφετηρία κοινωνικών αντιθέσεων που μπαίνουν όλο και πιο
εμφανώς ανάμεσα στα δυο κορίτσια: ο κόσμος των βιβλίων, των ανθρώπων, των γεγονότων, των ιδεών
ήταν ανεξάντλητος∙ σ’ αυτόν τον κόσμο η Έλενα είναι καλοδεχούμενη
και προσπαθεί να ανταποκριθεί με μεγάλο
ενθουσιασμό, για τη Λίλα όμως είναι άνευρος και βαρετός, και αντιδρά εκ των
υστέρων με απίστευτη μοχθηρία, λέγοντας για τους οικοδεσπότες ότι στο κεφάλι τους δεν έχουν ούτε μια δικιά
τους σκέψη που να έκαναν τον κόπο να τη σκεφτούν μόνοι τους. Ξέρουν τα πάντα
και δεν ξέρουν τίποτα. Μέσα από τα τετράδια της Λίλας η Έλενα μαθαίνει μετά
από πολύ καιρό το πόσο κακό της είχε
κάνει αυτή η βραδιά (ένιωσε πως δεν
είχε τι να πει, πως ήταν άχαρη, χωρίς τρόπους, χωρίς ομορφιά/ένιωθε χαμένη για
πάντα).
Η ρήξη και ο μακροχρόνιος
χωρισμός που ακολούθησε στοίχισαν πολύ στην Έλενα αλλά το κοσμικό περιβάλλον της
καθηγήτριας Γκαλιάνι, μέσα στον οποίο πρωτοστατεί ο εύστροφος και προκλητικός Νίνο, γίνεται ο καινούριος κόσμος που η Έλενα
θέλει να κατακτήσει.
Στη μέση περίπου του βιβλίου
το ψυχολογικό ενδιαφέρον υψώνεται κάθετο. Είναι καλοκαίρι και μια μεγάλη παρέα
πάει στην Ίσκια (μαζί κι η Λίλα για να δυναμώσει και να μείνει έγκυος), όπου
βρίσκεται και ο Νίνο με την οικογένειά του. Οι ψυχικές διακυμάνσεις από τις
οποίες περνά η ερωτευμένη με τον Νίνο Έλενα είναι μεγάλες μια και δεν υφίσταται μόνο τις
προκλήσεις του Νίνο αλλά και της Λίλας. Ήδη επικοινωνεί με τον Νίνο μέσω
βιβλίων και περιοδικών, και νιώθει περήφανη που την έχει προσεγγίσει
πνευματικά. Η φιλοδοξία της δεν την αφήνει να δει ότι ο Νίνο δεν εντυπωσιάζεται
από τις ιδέες και τις γνώσεις της, αλλά είναι από τους ανθρώπους που έφερνε την κουβέντα εκεί που ήταν δυνατός (οι απογευματινές ώρες κυλούσαν κατά κανόνα
με τις δικές του κουβέντες). Οι καίριοι κοινωνικοί προβληματισμοί
μπλέκονται με τα διάφορα ρομάντσα και τις συναισθηματικές ανησυχίες των
κοριτσιών της παρέας, όπως και οι αντιθέσεις ανάμεσα σ αυτούς που «παριστάνουν
του διανοούμενους» με αυτούς που βαριούνταν. Ο αιώνιος ανταγωνισμός Λίλας και
Έλενας που ξεδιπλώθηκε όχι μόνο όσο αφορά τις ιδέες π.χ. για το βιβλίο του
Μπέκετ (επομένως και στο πνευματικό επίπεδο) αλλά και στο ερωτικό (εκείνη άδραχνε τα πράγματα, τα λαχταρούσε στ
αλήθεια, παθιαζόταν μ’ αυτά, ρίσκαρε, ή όλα ή τίποτα, και δεν φοβόταν την
περιφρόνηση, τον περίγελο, το φτύσιμο, το ξύλο). Η κρυψίνοια της Έλενας που
δεν παραδέχεται στη Λίλα τα συναισθήματά της απέναντι στον Νίνο γίνεται
μπούμεραγκ, έρχεται σε αντίθεση με την αυθόρμητη
ειλικρίνεια της Λίλας, που πρώτη και μοναδική φορά τη βλέπουμε να ποθεί χωρίς
έλεγχο (τον… Νίνο) και να εξομολογείται στην Έλενα (τα λόγια της για κείνον διαγράφουν τη μνήμη της, σβήνουν από τούτα τα
σεντόνια κάθε ίχνος συζυγικής αγάπης/δεν αισθάνεται καμία ανομία, καμία
ενοχή/μου λέει πόσο ποθεί αυτόν τον άνθρωπο που εγώ ποθώ εδώ και μια ζωή και το
κάνει σίγουρη ότι -λόγω της απάθειάς μου- αυτόν τον άνθρωπο εγώ δεν τον
κατάλαβα ποτέ μου), κι όλο αυτό το μπλέξιμο δημιουργεί κωμικοτραγικές
ψυχικές εντάσεις (ένιωσα αλυσοδεμένη σε
μια ανυπόφορη συνθήκη φιλίας. Πόσο περίπλοκα ήταν όλα). Έτσι, έχουμε το
γνώριμο φαινόμενο ανάμεσα σε δυο στενές φίλες, η μια να «σφετερίζεται» τα
συναισθήματα της άλλης.
Οι σελίδες των τετραδίων της
Λίλας, όπως μας μεταφέρει εκ των υστέρων η Έλενα- συγγραφέας, δίνουν μια
απίστευτη διάσταση στη σχέση της με τον Νίνο: μιλά προφανώς με άλλον τρόπο για
το γνωστό σε μας φαινόμενο της «εξαΰλωσης» (η
αίσθηση πως τα πάντα κινούνταν βιαστικά για να φύγουν μακριά, ότι η ταχύτητα
της οποιασδήποτε κίνησης ανθρώπων και πραγμάτων ήταν υπερβολική και τη σάρωνε,
την πλήγωνε, της προκαλούσε πόνο στην κοιλιά και στα μάτια. Έλεγε πως όλα αυτά
συνοδεύονταν από αμβλυμένες αισθήσεις (…)Ο Νίνο είχε ανατρέψει αυτήν την
κατάσταση την είχε αρπάξει από τον θάνατο). Όλο αυτό η Λίλα το βιώνει σαν
«εκστατική ανάταση», μια νεκρανάσταση που
ήταν και επανάσταση μαζί.
Δεν έχουμε μόνο τα
συναισθήματα της Έλενας από κείνη την
εποχή (ανταγωνιστικά φυσικά παρά την επιβεβλημένη βουβαμάρα), αλλά και τις
ώριμες σκέψεις της όντας ώριμη γυναίκα, όταν πια συνειδητοποιεί ότι η Λίλα δεν έπαιζε ένα καλοκαιρινό παιχνιδάκι για να
περάσει την ώρα της, μα έχτιζε μέσα της
ένα βίαιο συναίσθημα που θα τη σάρωνε.
Το θέμα περιπλέκεται ακόμα
περισσότερο όταν έρχεται στην Ίσκια και ο -μαφιόζος- Μικέλε (ο ορκισμένος
εχθρός, σαγηνεμένος κι αυτός με τη Λίλα. Οι λεκτικές διαμάχες (λες και έπαιζαν ρακέτες με τις λέξεις)
είναι συναρπαστικές αλλά ακόμα πιο
ακραία εξελίσσεται η υπόθεση όταν εμφανίζεται και ο Στέφανο, στον οποίο η Λίλα
λέει με τέτοιο απερίσκεπτο θράσος την αλήθεια ώστε Στέφανο… δεν την πιστεύει (διατρανώνει την αλήθεια σαν να ήταν ψέμα).
Μετά απ αυτό το καλοκαίρι η
Έλενα αποστασιοποιείται από τη Λίλα (πόσο
εύκολο είναι να μιλάω για μένα χωρίς τη Λίλα: ο χρόνος γαληνεύει κα τα
σημαντικά γεγονότα γλιστράνε στο νήμα των ετών σαν βαλίτσες στον ιμάντα του
αεροδρομίου). Όμως η επίδραση της φίλης
της είναι πάντα καθοριστική, ακόμα και μέσα από το μηχανισμό της διαίσθησης. Οι
εκπλήξεις συνεχίζονται και αφού ξεκινά η
νέα σχολική χρονιά. Τα δυο κορίτσια είναι 19 χρονών, η Λενού γράφεται στο
Πανεπιστήμιο της Πίζας, ανεβαίνει σιγά σιγά κοινωνικά κάνοντας μεγάλα βήματα και με αρκετές δυσκολίες (π.χ. δυσκολεύεται να
συνηθίσει τη γλώσσα μια και τα ναπολιτάνικα είναι διάλεκτος υποβαθμισμένη). Γνωρίζει κι ερωτεύεται τον στρατευμένο
κομμουνιστή Φράνκο και χώνεται βαθιά στην πολιτική του αντισταλινισμού και του
τροτσκισμού. Μέσα στα δυο χρόνια που περιγράφονται στο βιβλίο αυτό εξελίσσεται
τόσο, που στη Νάπολη τη θεωρούν αμερόληπτη,
χωρίς ίχνος αρνητικών αισθημάτων, αποστειρωμένη από διάβασμα. Έτσι, τη
συμβουλεύονται σαν να είναι «κάποια μάντισσα», ανεβαίνει δηλαδή το κύρος της στη
φτωχογειτονιά της, πράγμα που τη γεμίζει περηφάνια. Παρόλο που μέσα της νιώθει
ανεπαρκής, ακαλλιέργητη. Κι όταν αργότερα γνωρίζει και συνδέεται με τον Πιέτρο Αϊρότα (γιο πανεπιστημιακού
καθηγητή) ομολογεί ότι δυσκολεύεται να συμμετέχει επί ίσοις όροις στους πολιτικούς
διαξιφισμούς (αυτό που δεν είχα ποτέ μου
και θα μου έλειπε πάντα. Τι ήταν αυτό; Δεν ήμουν σε θέση να πω επακριβώς: η
εξάσκησή μου, ίσως, να νιώθω βαθιά μέσα μου τα ζητήματα του κόσμου ως δικά μου∙η
ικανότητά μου να τα εκλαμβάνω ς κρίσιμα ζητήματα κι όχι ως απλή ενημέρωση που
την επιδεικνύεις στις εξετάσεις για να πάρεις καλό βαθμό∙ μια πνευματική μορφή
που δε μετέτρεπε καθετί σε προσωπική μάχη, στην προσπάθειά μου να καταξιωθώ).
Αλλά γρήγορα η Έλενα (ανα)γνωρίζει ότι αυτή η
πορεία είναι γραμμική σε σχέση με τις παλινδρομήσεις και την ταραγμένη ψυχική
διαδρομή της Λίλας. Έτσι, όταν μαθαίνει πια τα νέα της δυο χρόνια αργότερα
(1963-1965), πάλι νιώθει ότι η ίδια ζει σ’ έναν
υπερπροστατευμένο κόσμο και γι αυτό καθόλα προβλέψιμο συγκριτικά με τον
πολυτάραχο κόσμο τον οποίο, μέσα από τις συνθήκες τη γειτονιάς, η Λίλα κατάφερε
να εξερευνήσει με τις βιαστικές αράδες της, πάνω σε στραπατσαρισμένες,
λεκιασμένες σελίδες. Γιατί η Λίλα έχει φύγει με τον Νίνο, έχει παιδί μαζί
του, με όλες τις συνέπειες που μπορεί αυτό να έχει στη φτωχική ναπολιτάνικη
γειτονιά, κι όταν ο Νίνο εξαφανίζεται κι όλοι οι άντρες συμπεριλαμβανομένου του
φθονερού Μικέλε τρελαίνονται με τη στάση της, εξαφανίζεται και κείνη. Όπως θα
ανακαλύψει αργότερα η Έλενα, η πλούσια φιλενάδα της έχοντας απαρνηθεί κάθε
σχέση με το παρελθόν, έχει πιάσει δουλειά, συζεί με τον σοβαρό Έντσο σαν αδερφή
του, μεγαλώνει το παιδί της και ασχολείται με… γλώσσες προγραμματισμού!
Τα πάντα απομυθοποιούνται στο
μυαλό της Έλενας και σε μια κρίση ταυτότητας, κάθεται και γράφει ξέφρενα την
δική της ερωτική περιπέτεια στην Ίσκια. Το πόνημά της έχει καλή υποδοχή από τη
μητέρα του Πιέτρο που θέλει να το εκδώσει, όμως όταν πέφτει στα χέρια της Έλενας
το παιδικό μυθιστόρημα της φίλης της, «Η γαλάζια νεράιδα», συνειδητοποιεί για
μια ακόμη φορά την πηγή της έμπνευσής της:
Όμως από την πρώτη σελίδα κιόλας άρχισε να με πονάει
το στομάχι μου και πολύ σύντομα με έλουσε κρύος ιδρώτας. Μα μονάχα όταν έφτασα
στο τέλος παραδέχτηκα αυτό που είχα καταλάβει από τις πρώτες κιόλας γραμμές. Οι
παιδικές σελίδες της Λίλας ήταν η μυστική καρδιά του δικού μου βιβλίου. Όποιος ήθελε
να μάθει από πού αντλούσα τη ζέση μου, πώς είχε γεννηθεί το σθεναρό μα αόρατο
νήμα που ένωνε τις φράσεις, έπρεπε να ανατρέξει σ΄αυτό το παιδικό βιβλιαράκι:
δέκα σελίδες τετραδίου, ένας σκουριασμένος συνδετήρας, ένα έντονο χρωματισμένο
εξώφυλλο, ο τίτλος, μα ούτε μια υπογραφή.
Χριστίνα Παπαγγελή