Ο χρόνος είναι ενίοτε
ζήτημα φωτός.
Με το πέρασμά του,
κάποιες μορφές αποκτούν
λάμψη
ή, αντίθετα,
καλύπτονται από μια
παράξενη θολούρα.
Ένα σύγχρονο μυθιστόρημα στο
μελαγχολικό ύφος των νουάρ αστυνομικών που
να αφορά την πολύπαθη Κολομβία -μια χώρα με τόσες κοινωνικές αντιθέσεις και αναταραχές-
έχει εξ ορισμού ενδιαφέρον (μια χώρα που τα τελευταία πενήντα χρόνια
κατέστη το οικουμενικό στερεοτυπικό συνώνυμο της εμφύλιας βίας, της διαφθοράς,
των ομαδικών παραβιάσεων των δικαιωμάτων και του ναρκεμπορίου[1]. Ωστόσο, ο κύριος πρωταγωνιστής και αφηγητής, ο Μανουέλ
Μανρίκε, του οποίου η αφήγηση είναι και ο κεντρικός άξονας του βιβλίου,
ισχυρίζεται ότι «πρόκειται για μια ιστορία αγάπης» -όχι πάντως ερωτικής.
Τρεις είναι οι αφηγητές, σε
εναλλασσόμενα κεφάλαια, ώστε ο αναγνώστης να συμπληρώνει τα γεγονότα αργά και
σταδιακά. Ο κατηγορούμενος για διακίνηση
ναρκωτικών Μανρίκε (ένα μικρό φορτίο
οπιούχων χαπιών) απολογείται αφηγούμενος
τη ζωή του, απευθυνόμενος στον πρόξενο της χώρας του (Κολομβίας) στην Μπανγκόκ∙
ο δεύτερος αφηγητής κι αυτός σε α΄ενικό είναι ο ίδιος ο πρόξενος που για
προσωπικούς λόγους πιστεύει στην αθωότητα του Μανρίκε και αναλαμβάνει τη
διαλεύκανση της αλήθειας, και τέλος έχουμε κάποιες ενότητες που τιτλοφορούνται
«Μονόλογοι της διαδικτυακής», μάλλον άσχετες με την πλοκή. Πρόκειται για διαφορετικές
προσωπικές εξομολογήσεις, ελεύθερα σχεδιάσματα
που δίνουν βάθος στην ιστορία και στην περιρρέουσα κατάσταση π.χ. βιωματική
περιγραφή της Μπανγκόκ, ή πραγματεία για το… τζιν (ομολογώ ότι αυτά τα μέρη του
βιβλίου τα βαριόμουν). Ο αναγνώστης υποψιάζεται
στην αρχή ότι αυτούς τους
μονολόγους τους γράφει στον υπολογιστή η εξαφανισμένη Χουάνα, το τρίτο
πρωταγωνιστικό πρόσωπο του βιβλίου, η πολυαγαπημένη και μοναδική αδερφή του
Μανουέλ. Όμως μας μπερδεύει ο συγγραφέας, κατά τη γνώμη μου χωρίς κανένα λόγο,
όταν π.χ. η δια-δικτυακή εξομολογείται ότι ήταν… άντρας, λεγόταν Γουίλσον
Αμέσκιτα και έκανε εγχείρηση αλλαγής φύλου, ή κάποια στιγμή μιλάει κάποια Μπέγια/Μπέζα/Μπέλχα
που μιλάει για την ερωτική της ζωή (ξεπαρθένιασμα και ιστορίες τέτοιες). Πάλι
όμως έχεις αμφιβολία (δεδομένου ότι αυτή η εκδοχή δεν κολλάει με τίποτα στην
κυρίως ιστορία), ότι πρόκειται για φαντασίες και ιντερνετικά παιχνίδια της
ιδιόρρυθμης Χουάνα. Ή, μήπως, ο συγγραφέας προσπαθεί να μας βάλει πιο βαθιά
στον σκοτεινό κόσμο του περιθωρίου;
Δεν θα μπορούσαμε να
καταλάβουμε το βάθος της σχέσης Μανουέλε-Χουάνας αν δεν παρουσίαζε στον πρόξενο
ο Μανουέλ τόσες λεπτομέρειες απ’ την προσωπική του ζωή. Η διήγηση του
έγκλειστου και καταδικασμένου σε θάνατο (εκτός αν ομολογήσει κάτι που δεν
έκανε) ήρωα μάς οδηγεί πίσω στο ζοφερό παρελθόν του (θ’ αρχίσω απ’ τα χειρότερα, κύριε πρόξενε. Απ’ τη χειρότερη περίοδο της
ζωής μου, που ήταν η παιδική μου ηλικία). Μια οικογένεια δυστυχισμένη, με
πατέρα καταπιεσμένο και ταπεινωμένο στο εργασιακό περιβάλλον, που βγάζει τα
απωθημένα στα παιδιά και στη γυναίκα του∙ μια μητέρα άβουλη και ψυχρή. Μιζέρια,
μοναξιά, έλλειψη αγάπης και ζεστασιάς είναι
η καθημερινότητα (η πιο ευτυχισμένη
περίοδος στα παιδικά του χρόνια –αν και
συγχρόνως η πιο θλιμμένη- ήταν στο… νοσοκομείο, όταν η μητέρα του αρνήθηκε
να μένει τον συντροφεύει το βράδυ!). Ο Μανουέλ νιώθει δυστυχισμένος κι
απομονωμένος στο σχολείο, αηδία απέναντι στους δασκάλους και περιφρόνηση
απέναντι στα άλλα παιδιά που είναι χαρούμενα κι ευτυχισμένα. Η μόνη όαση μέσα
στο σκοτάδι αυτό γίνεται, από ένα χρονικό σημείο κι έπειτα, η μεγαλύτερη αδερφή
του, Χουάνα.
Όταν όμως, υπό την πίεση των
πολιτικών εξελίξεων, αποκαλύπτουν ότι ο πατέρας υποστηρίζει τον δικτάτορα
Ουρίμπε[2],
η περιφρόνηση επεκτείνεται και στους γονείς (ακούγαμε διαρκώς και αδιαμαρτύρητα εκείνο το μουρμουρητό, μια λιτανεία
γεμάτη μίσος ενάντια στην πραγματικότητα και το παρόν, την πεμπτουσία της
πικρίας και της απογοήτευσης, καθώς ζωγράφιζε τη χώρα με τα χειρότερα χρώματα,
επιμένοντας πως βρισκόταν σε μια κατάσταση χάους και ηθικής αποσάθρωσης, απ’
την οποία θα μπορούσε να βγει μόνο με την παρέμβαση ενός αληθινού πατριώτη –και
ποιος άλλος μπορούσε να παίξει αυτόν τον ρόλο, αν όχι αυτός ο στρατιώτης του
Χριστού, ο υπερασπιστής της Τάξης, ο Άλβαρο Ουρίμπε;)
Τα δυο παιδιά κλείνονται σ’
έναν κόσμο μυστικό, ολοδικό τους: ο Μανουέλε ανακαλύπτει την χαρά να φτιάχνει
τεράστια γκράφιτι στους τοίχους, ενώ και οι δυο καταφεύγουν στη λογοτεχνία. Τα
έντονα πολιτικά γεγονότα που ακολούθησαν την εκλογή του Ουρίμπε (η χώρα ήταν σε
εμφύλιο μέχρι φέτος) αναδεικνύουν τις αντιθέσεις. Η Χουάνα, πιο μεγάλη και πιο
πολιτικοποιημένη, υποστηρίζει τους FARC (αντάρτες) και αντιτίθεται στην
αμερικανική πολιτική και στο TLC (Συμφωνία
Ελεύθερου Εμπορίου) ενώ γίνονται ομηρικοί καυγάδες για τον Τσάβες, «τους
κομμουνιστές της ηπείρου» και τον ρόλο των παραστρατιωτικών στη χώρα. Έτσι, οι φυγόκεντρες δυνάμεις ωθούν και τους
δυο ήρωες στη σφοδρή επιθυμία να δραπετεύσουν απ’ τον κλοιό όχι μόνο της
οικογένειας αλλά και του πολιτικού καθεστώτος. Η διανόηση, την οποία και οι δυο
γονείς απεχθάνονται, γίνεται ο φάρος που τους καθοδηγεί από δω και μπρος. Η
λογοτεχνία, ο κινηματογράφος, η φιλοσοφία. Άλλωστε, τα δυο παιδιά στη συνέχεια
σπουδάζουν. Όταν συλλαμβάνεται ο Μανουέλ στην Ταϊλάνδη είναι ήδη πτυχιούχος Φιλολογίας
και Φιλοσοφίας κι έκανε το διδακτορικό του, ενώ η Χουάνα, πριν εξαφανιστεί
τελείωσε Κοινωνιολογία στο Εθνικό Πανεπιστήμιο (για τους περισσότερους Κολομβιανούς, το να σπουδάζεις κοινωνιολογία
ήταν σα να σπουδάζεις για να μπεις στη FARC, κάτι σαν
προπαρασκευαστικό στάδιο, ας πούμε/αρκεί να υπερασπιζόσουν τα ανθρώπινα
δικαιώματα ή το Σύνταγμα και σε θεωρούσαν τρομοκράτη).
Το πάθος της λογοτεχνίας
οδηγεί τον Μανουέλε σε βαθιά φιλία με τον
Έντγκαρ, επίδοξο συγγραφέα, που αναζητά… εμπειρίες για να έχει υλικό για
τη συγγραφή (αν είχα ζήσει εγώ τέτοια
πράγματα, θα ήμουν ήδη μυθιστοριογράφος, και ποιητής, όπως σε βλέπω και με
βλέπεις. Κατά βάθος είσαι πολύ τυχερός, αδερφέ μου). Περά απ’ αυτό όμως, πολλές
αναφορές στις πολιτιστικές εξελίξεις δίνουν έναν άλλον αέρα στην αστυνομική
πλοκή. Όλο το μυθιστόρημα το διατρέχει σαν ένας υπόγειος άξονας η σημασία της
γραφής, της συγγραφής, της λογοτεχνίας και γενικότερα της διανόησης στη ζωή
μας, μια πτυχή που απασχολεί και χαρακτηρίζει και τον δεύτερο ήρωα, τον πρόξενο
της Κολομβίας στο Δελχί (δεν αναφέρεται πουθενά το όνομά του).
Έχω προσέξει ότι υπάρχουν
δύο τρόποι να πεθάνει κανείς.
Ο πρώτος είναι εξαιτίας
κάποιας αρρώστιας που μας κατατρώει βυθίζοντάς μας σε μια κατάσταση αργής
αγωνίας. (…)Ο δεύτερος τρόπος είναι ακριβώς ο αντίθετος:
μια σφαίρα στον σβέρκο, ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, ένα αυτοκινητιστικό
δυστύχημα. Υπάρχει, όμως, και μια Τρίτη
περίπτωση, στη δική μας χώρα τουλάχιστον, που είναι σκληή για όλους: η
εξαφάνιση.
Δεν υπάρχει προξενείο της
Κολομβίας στην Ταϊλάνδη, κι έτσι ο πρόξενος/συμπρωταγωνιστής μας αναγκάζεται να
ταξιδέψει από το Δελχί στην Μπαγκόκ για να υπερασπιστεί τον συμπατριώτη του. Ο
αναγνώστης περιηγείται σ’ αυτές τις πόλεις μαζί με τον ήρωα, παίρνοντας γεύση
από τις χώρες του περιφερειακού καπιταλισμού. Γυναίκες, γιορτές, καζίνο,
ναρκωτικά, εύκολο χρήμα και φυσικά φτώχεια, φτώχεια, φτώχεια (γιατί, ως
γνωστόν, ο ΠΛΟΥΤΟΣ γεννά τη φτώχεια). Είναι υποχρεωμένος να επισκεφτεί μια από
τις πιο σκληρές φυλακές του κόσμου, στην Μπανγκβάνγκ.
Το καθαρά αστυνομικό μυστήριο
χτίζεται μέσα στις 90-100 πρώτες
σελίδες, εφόσον είναι ακατανόητο για τον πρόξενο αλλά και για τον αναγνώστη το
γιατί ο ήρωάς μας βρέθηκε στη Μπανγκόκ με προορισμό μάλιστα το Τόκιο, και γιατί
είχε μαζί του αυτό το συγκεκριμένο φορτίο. Ο πρόξενος στο ρόλο του ντετέκτιβ αποκαλύπτει
μάλιστα στο ίντερνετ τη μεγάλη αγάπη του κατάδικου για τη φιλοσοφία (άρθρα για
τον Ντελέζ, τον Σπινόζα, τον Τσόμσκι κ.α.). Ένας διανοούμενος λοιπόν (τι στον δαίμονα ήρθε να κάνει στην Ταϊλάνδη
ένας φιλόσοφος;)! Σιγά σιγά μαθαίνουμε ότι κι ο πρόξενος είναι συγγραφέας
και λάτρης της λογοτεχνίας, και προσελκύεται από τη μυστηριώδη προσωπικότητα
του ήρωα ψάχνοντας το παρελθόν του, ρωτώντας τους συμφοιτητές του ή τους
καθηγητές του (κάποιος μάλιστα είναι και φίλος του), ερευνώντας τα ενδιαφέροντά
του, ψηλαφώντας τα διαβάσματά του, τα οποία εφάπτονται των δικών του ενδιαφερόντων
(π.χ. παλιότερα ως δημοσιογράφος είχε ασχοληθεί με την αυτοκτονία του Ντελέζ).
Μαθαίνει ακόμα με περισση απορία ότι υπάρχει στο βιογραφικό του μια
εξαφανισμένη αδερφή.
Η επίσκεψη στην Μπανγκβάνγκ,
στον φυλακισμένο Μανουέλ, είναι μια ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη: ο πρόξενος
έρχεται αντιμέτωπος μ’ έναν προφίλ μετριοπαθή διανοούμενο, σαφώς αθώο,
παγιδευμένο στις δαγκάνες ενός νόμου ανελέητου (αν δεν ομολογήσει ενοχή δεν
υπάρχει περίπτωση η ποινή να μειωθεί σε 30 χρονών κάθειρξη, που θα αφήνει
περιθώριο για μεταφορά στη Μπογκοτά και ελάφρυνση). Ο έγκλειστος σε μια από τις χειρότερες φυλακές
του κόσμου ήρωας υποφέρει από την απώλεια της αδερφής του στοιχηματίζοντας ότι της
έχει τύχει το χειρότερο (τη σκότωσαν,
σκέφτηκα, θα είναι σε κάποιον απ’ τους ομαδικούς τάφους αυτής της χώρας της πλούσιας
σε νεκροταφεία, στα ωραία μας εθνικά εδάφη, το σώμα της θα σαπίζει, τα οστά της
θα διαλύονται δίχως κανείς να τα χαϊδέψει, δίχως να μου δοθεί η ευκαιρία να τα
φιλήσω).
Παρακολουθούμε με κομμένη την
ανάσα την αφήγηση του Μανουέλ, που εξηγεί τη μεταστροφή του πατέρα μετά την
απώλεια της κόρης (βλέποντας την έκφραση της
παραίτησης στο πρόσωπό του, καταλάβαινα ότι θα περνούσε όλη τη νύχτα ξάγρυπνος.
Οι ικεσίες του, όπως και οι δικές μου, χάνονταν στο πιο σκοτεινό κομμάτι του
ουρανού. Δεν υπήρχε κανείς εκεί να τις ακούσει). Η απουσία της Χουάνα τους καίει
τα σωθικά, κι ενώ ο καιρός περνάει αμείλικτος (τρία χρόνια), αρχίζει η έρευνα
από το πουθενά. Το νήμα είναι πολύ λεπτό και κρύβει πολλά ρίσκα: πρακτορείο
μοντέλων, πόρνες πολυτελείας, δουλειά στην Ιαπωνία (μέσω Κίτο, Ντουμπάι,
Μπανγκόκ). Ο Μανουέλ τα παρατάει όλα και ακολουθεί με τρομερό κόστος τον δρόμο
που πιθανόν να τον φέρει κοντά στη Χουάνα.
Δεν είναι σκόπιμο ν’ αναφερθώ
στη συνέχεια της πλοκής γιατί από κει και πέρα αρχίζει η «λύση» του μυστηρίου.
Μόνο να πω ότι είμαστε ακόμα στη… μέση του βιβλίου, κι από κει και πέρα ο
πρόξενος αναλαμβάνει αυτοβούλως πρώτα απ’ όλα να αποδείξει ότι ο Μανουέλ είναι
αθώος και δεύτερον να βρει τη Χουάνα, που όλα δείχνουν ότι είναι ακόμα ζωντανή,
μπλεγμένη σε σκληρά παράνομα κυκλώματα. Η αγωνία του αναγνώστη αφορά και την
τύχη του Μανουέλ –θα εκτελεστεί ή θα ομολογήσει κάτι που δεν έκανε;
Τα ίχνη της Χουάνα (τα βήματα
του πρόξενου) μας οδηγούν στο Τόκιο (το
Τόκιο είναι το μέλλον του Τόκιο) και μετά στην… Τεχεράνη, όπου οι εκπλήξεις
δεν σταματούν να περιμένουν τον δεύτερο κεντρικό μας ήρωα. Ευαίσθητος και
επινοητικός, άνθρωπος της δράσης εντέλει, ο ανώνυμος πρόξενος δίνεται με όλη
του την ψυχή στην προσωπική αυτή ιστορία αδερφικής αγάπης:
Λόγια, λόγια, λόγια.
Νυχτερινές ικεσίες.
Εκείνες οι λέξεις που δεν ξεστόμισαν και τώρα τις σκέφτονται και
ακούγονται μες στο νου τους σαν σπαραχτικά ουρλιαχτά, κραυγές αγωνίας και
αγάπης. Δυο σιωπηλές λιτανείες κι εγώ
στη μέση αυτής της παράξενης καταιγίδας, κοντά σ’ έναν πλανήτη που έφτιαξαν
οι δυο τους και που δεν τον κατοίκησαν ποτέ. Δυο ευάλωτα πλάσματα που λαχταρούν να βρεθούν μαζί και να ξεχαστούν απ’ όλους, αλλά η ζωή ορθώνεται ανάμεσά τους σαν τοίχος.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1]
«Αν υπάρχει ελπίδα στην Κολομβία, υπάρχει παντού» (Μια ομάδα οργανώσεων
δικαιωμάτων στο Μεντεγίν –την κάποτε πιο βίαια πόλη του κόσμου– ενώθηκαν κάτω
από το ακόλουθο σύνθημα: «Que la paz no nos cueste la vida»), από
το άρθρο «Η ειρήνη δεν κοστίζει ζωές», Δημήτρη Χριστόπουλου http://www.efsyn.gr/arthro/i-eirini-den-kostizei-zoes
[2] Ουρίμπε
Άλβαρο (2002-10) ttps://el.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CE%BB%CE%B2%CE%B1%CF%81%CE%BF_%CE%9F%CF%85%CF%81%CE%AF%CE%BC%CF%80%CE%B5
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου