Σάββατο, Μαρτίου 17, 2018

Μαίρη, Άρης Φιορέτος


Μια πολύ γλυκιά γεύση αφήνει το βιβλίο αυτό, αν και το θέμα του, εκτός του ότι δεν είναι τόσο πρωτότυπο, είναι ιδιαίτερα σκληρό: μια έγκυος κοπέλα συλλαμβάνεται από τη χούντα το βράδυ της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και μετά από φυλάκιση κάποιων μηνών στην οδό Σανταρόζα, αρνούμενη να καταδώσει τους συντρόφους της (ούτε το όνομά της δεν ομολογεί) καταλήγει στη Γυάρο (δεν κατονομάζεται το νησί).
Η διαφορετική οπτική γωνία που προσδίδει ο συγγραφέας στα πασίγνωστα γεγονότα είναι αυτό που κρατά τον αναγνώστη σε αμείωτο ενδιαφέρον:  ο εσωτερικός μονόλογος της νεαρής Μαίρης που προσπαθεί να προστατέψει τη ζωή που κουβαλάει μέσα της ενάντια στη βαναυσότητα φωτίζει από μια άλλη πλευρά, όχι τόσο πολιτική αλλά περισσότερο υπαρξιακή, τη βία της εξουσίας∙ η σωματική ταπείνωση δεν μπορεί να αναχαιτίσει την ευδαιμονία της μητρότητας, ούτε καν τα ηλεκτροσόκ μπορούν να εμποδίσουν την εξέλιξη αυτού του μικρού σπόρου, του «Ήλιου», που σιγά σιγά γίνεται «βερύκοκο» και στη συνέχεια «μανταρίνι» (έτσι πλημμυρισμένη από την πιο τρυφερή έγνοια νιώθω παράλληλα ότι στο υπογάστριο κουβαλάω έναν Ήλιο, τρεμουλιαστό σαν μια χούφτα συμπυκνωμένο θρίαμβο).
Η ηρωίδα αφηγείται σε α΄ενικό και σε χρόνο ενεστώτα τα βιώματά της, σαν σε ημερολόγιο, ανατρέχοντας και στο πρόσφατο ή στο απώτερο παρελθόν. Νοερά απευθύνεται στον Δήμο, τον σύντροφό της -έναν απ’ τους εκφωνητές του Πολυτεχνείου, πολύ πιο πολιτικοποιημένο απ’ την ίδια-, στον οποίο εκείνη τη μέρα προσέτρεξε για να του πει τα ευχάριστα νέα της εγκυμοσύνης και τον οποίο δεν πρόλαβε βέβαια α συναντήσει. Μέσα από τη συνειρμική μονολογική αφήγηση της Μαίρης μαθαίνουμε για το στεγνό, υπερσυντηρητικό οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε (αυτή η παρανοϊκή, σαπισμένη οικογένεια), για τον βίαιο πατέρα της και την ψυχρή μάνα της για τους οποίους ντρέπεται ακόμα περισσότερο επειδή είναι καθεστωτικοί, για τον αδερφό της που δραπέτευσε νωρίς από τον κλοιό της οικογένειας για να εξαφανιστεί σε άλλη ήπειρο, τέλος για την ίδια που κάποια αποφασιστικά γεγονότα την έκαναν ξεφύγει  από την «Άλλη Πλευρά» και να δραστηριοποιηθεί με τους φοιτητές.
Οι μικρολεπτομέρειες της καθημερινότητας, όπως τις περιγράφει η ηρωίδα ακόμα από τις πρώτες σελίδες που δεν την έχουν ακόμα μπουντρουμιάσει, είναι γοητευτικές –μας μεταφέρουν στην Αθήνα της δεκαετίας  του ’70 (την γκαρσονιέρα την έπιασε για την ταράτσα. Πενήντα τετραγωνικά κάτω απ’ τον ανοιχτό ουρανό, περικυκλωμένα από  μπουγαδόσκοινα και κεραίες τηλεοράσεων. Περισσότερη ελευθερία δεν μπορείς να βρεις σ’ αυτή τη χώρα) και στο φοβικό κλίμα της χούντας (βγάζω την ταυτότητα και την αφήνω στο τραπέζι. Μπορεί ο κάθε πολίτης να είναι υποχρεωμένος να έχει μαζί του ταυτότητα, αλλά ο Δήμος λέει ότι είναι καλύτερα να πληρώσεις πρόστιμο. «Ο κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να είναι ανώνυμος». Νομίζω ότι το έχει διαβάσει στον Γκράμσι).
Η σχέση της Μαίρης με τον Δήμο είναι βαθιά, ουσιαστική πλεγμένη μέσα από σημαντικές λεπτομέρειες όπως η διπλή προσφώνηση «Μαίρη Μαίρη» που τόσο γοητεύει την ηρωίδα (είναι σα να του αρέσω και αμέσως μετά να του αρέσει που του αρέσω∙ κάτι σαν κατάφαση της κατάφασης). Αλλά και σε πιο βαθύ επίπεδο, η απόδραση της Μαίρης από τον κόσμο στον οποίο ανήκε την έριξε σ’ έναν άλλο κόσμο, μεγαλύτερο και πιο οικείο (να μπορείς με κάποιον άγνωστο τρόπο να μπαίνεις χωρίς καμιά δυσκολία μέσα σ’ έναν άλλον άνθρωπο και να ανακαλύπτεις ένα άλλο εγώ από κείνο που γνώριζες). Ο συγγραφέας δίνει σάρκα και οστά σ αυτή την αγάπη, δεν είναι γενική κι αόριστη. Έτσι δεν μας αιφνιδιάζει η αντοχή και η ετοιμότητα της ηρωίδας να αντιμετωπίζει τη σωματική βία και όλες τις φρικτές συνθήκες της φυλακής.
Παρακολουθούμε λοιπόν βήμα βήμα τις ανακρίσεις, τους εκβιασμούς, τις μεθόδους των οργάνων της χούντας μαζί με τα συναισθήματα που όλα αυτά προκαλούν. Κι όχι μόνο συναισθήματα αλλά αναστοχασμούς κι αναδιευθέτηση και νέες συνειδητοποιήσεις και σε σχέση με το παρελθόν, και σε σχέση με το μέλλον (π.χ. Δεν ήταν ότι φοβόμουν τη μαμά. Ποτέ δεν την είχα φοβηθεί. Το μόνο που ήθελα ήταν να μην την βλέπω τόσο συχνά στενοχωρημένη. Μου πήρε καιρό να καταλάβω όοτι δεν υπήρχε και μεγάλη διαφορά). Το μεγάλο όπλο της Μάίρης είναι η ενέργεια που αντλεί από την αγάπη της και από τη ζωή που μεγαλώνει μέσα της. Από κει πηγάζει και η σιωπή που γίνεται δεύτερη φύση. Δε λέει το μυστικό της  σε κανέναν, ούτε στις συντρόφισσες. Γνωρίζουμε και τις συντρόφισσες μία μία, τα ονόματά τους, το παρελθόν τους, τον τρόπο τους να αντέχουν. Βλέπουμε πώς διαμορφώνονται σχέσεις  αλησμόνητες, όπου ο κοινός φόβος, η αηδία κυρίως όμως ο πόνος ενώνει όλους/ες σε ένα σώμα, μια ψυχή. Ιδιαίτερα όταν μεταφέρθηκαν κάποιες  -λίγες- γυναίκες στο «νησί», πριν έρθουν οι πολλοί κρατούμενοι (είχε κλείσει η Γυάρος για ένα διάστημα πριν το Πολυτεχνείο) για να προετοιμάσουν/καθαρίσουν τους χώρους.  
Για ένα μεγάλο μέρος της θητείας της στη Γυάρο, η Μαίρη ήταν τιμωρημένη στην απομόνωση στον περίφημο  πέμπτο όρμο του νησιού, επιφορτισμένη να συμμαζεύει τα σκουπίδια και υποχρεωμένη να επιβιώνει στις υπάρχουσες -η μάλλον στις ανύπαρκτες- συνθήκες. Για μένα αυτό ήταν και απ΄ τα πιο συγκλονιστικά  μέρη του βιβλίου (μαζί με το τέλος που δε θα το προδώσω όμως σ’ αυτήν την ανάρτηση).  Το κυκλαδίτικο γυμνό τοπίο, ο ήλιος, η θάλασσα και οι χιλιάδες αποχρώσεις κατακάθονται στο βασανισμένο σώμα που ωστόσο επιμένει να προστατεύει τη συνέχιση της ζωής -όλα αυτά γίνονται διαλογισμός πάνω στη ζωή και στο θάνατο:
Αρχίζω να μιλώ, δυνατά και καθαρά.
Αλλά δε μιλώ με τη γλώσσα και τον λάρυγγα, παρά με τα μαλλιά, που τα έχω πιασμένα κοτσίδα.
Μιλώ με τα αυτιά μου (…), με τα δάχτυλά μου (…), με τα χέρια μου(…), με τους ώμους μου (…), κλπ κλπ.
Μιλώ με το κορμί μου. Και θα το κάνω κάθε φορά που κάνω μια δουλειά. Όταν τρίβω τα δόντια μου μ’ ένα κλαρί. Όταν μαγειρεύω. Όσο πιο προσεκτική είμαι, όσο περισσότερο συγκεντρώνομαι σ’ αυτό που κάνω και γίνομαι εγώ η ίδια αυτή η προσοχή, τόσο πιο ξεκάθαρα θα μου απαντάει ο κόσμος γύρω μου. Μόνο τότε δε θα χρειάζομαι λόγια, δε θα με κλείνει η σιωπή.
Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου