Τρίτη, Φεβρουαρίου 27, 2018

Πούρα γεμιστά, Βασίλης Τσιαμπούσης

Πάντα θελκτικά τα διηγήματα του αγαπητού Δραμινού συγγραφέα, που τα περισσότερα μας μεταφέρουν στο σύγχρονο μικροαστικό, λαϊκό περιβάλλον της Δράμας  και των περιχώρων.  Ο συγγραφέας διατηρεί και σ’ αυτήν τη συλλογή 25 διηγημάτων του  έντονο το προφορικό στοιχείο αφήγησης που συναντά κανείς σε ιστορίες «καφενείου», με όλες τις αρετές που σημαίνει αυτό: το ύφος είναι απλό, καθημερινό, δεν υπάρχουν -εκ του περισσού- καλολογικά «λογοτεχνίζοντα» στοιχεία (π.χ. μακροσκελείς περιγραφές), διατηρείται η εσωτερική δομή της σκέψης του αφηγητή, που συνειρμικά μεταπηδά από ένα επεισόδιο σε άλλο κι επιστρέφει στην αρχή («θυμήθηκα ότι», «αυτό μου έφερε στο νου τότε που…»), οι συστάσεις των ηρώων γίνονται με καίριο και συνοπτικό τρόπο. Δεν υπάρχει «φλυαρία», αλλά οι ιστορίες έχουν φιλτραριστεί από τις ανάγκες του ακροατηρίου σε ιστορίες  «πυρηνικές», γύρω από έναν αρχικό πυρήνα που κρατά την ουσία. Περίπου, δηλαδή, με τον τρόπο που αναδεικνύεται και η ουσία σε ένα ανέκδοτο, όπου ο αφηγητής αφαιρεί απ’ την υπόθεση όλο το γύρω γύρω και στο ανυπόμονο ακροατήριο δίνει μόνο όποιες λεπτομέρειες  εξυπηρετούν τις ανάγκες του ανέκδοτου, έτσι κι οι αφηγητές του συγγραφέα, απευθυνόμενοι σ’ ένα υποθετικό ακροατήριο σκιαγραφούν το πλαίσιο αριστοτεχνικά, δίνοντας τόσες λεπτομέρειες, όσο για να μπει ο ακροατής/αναγνώστης στο πνεύμα.
Μόνο που ο στόχος δεν είναι εδώ να γελάσουν οι αναγνώστες. Συμβαίνει βέβαια κι αυτό, γιατί οι περισσότερες ιστορίες αφήνουν ένα μειδίαμα στα χείλη του αναγνώστη από τα γλυκόπικρα της ζωής. Όμως οι ιστορίες όλες, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, μοιάζει να συγκλίνουν στο ότι αναδεικνύουν μεγάλες και μικρές αντιφάσεις του μικροαστικού κόσμου, όπως μεγαλείο μέσα στη μιζέρια, ανθρωπιά μέσα στη φτώχεια και την κακομοιριά, τρυφερότητα ανάμεσα σε «άσπονδους» φίλους, κι αυτό που προσωπικά με συγκινεί περισσότερο, διακωμώδηση της κοινής τραγικής μοίρας, του θανάτου. Συχνά μάλιστα οι ήρωες έχουν ονοματεπώνυμο, είναι φιγούρες γνώριμες ή γνωστές, κι έτσι μαζί με τον συγγραφέα και ο αναγνώστης παραδίδεται σε μια γλυκιά νοσταλγία (όπως η γνωστή για τους περισσότερους Δραμινούς γραφική «Καλλιόπαινα», η «Τσουμί τσα μάτσει», μια αθώα γυναίκα/με φάτσα Ινδιάνου, που παρουσιάζεται όμως όχι απλά, ηθογραφικά αλλά με μια διάσταση εσωτερικής ομορφιάς).
Η προφορικότητα της εξιστόρησης επιτρέπει συχνά αναδρομές, ένα σχήμα λόγου που αν το προσέξεις θα διαπιστώσεις ότι χρησιμοποιείται κατά κόρον, ωστόσο δεν ενοχλεί ούτε τον ειρμό της αφήγησης ούτε την αισθητική (λόγω επανάληψης). Όπως μας είπε και ο ίδιος ο συγγραφέας στη Λέσχη Ανάγνωσης όπου το συζητήσαμε, παρόλο που τα διηγήματα είναι διάσπαρτα από αναμνήσεις, συνήθειες, ήθη της ευρύτερης περιοχής της Δράμας, παροιμίες και θυμοσοφικά αποφθέγματα, δεν έχουν στόχο ηθογραφικό/λαογραφικό. Στα περισσότερα συνήθως στο τέλος μας περιμένει κάποια έκπληξη, μια απροσδόκητη τροπή ή μια απρόσμενη χειρονομία του ήρωα, που δίνει μια μοναδικότητα στην αφήγηση, ένα φινάλε που οδηγεί τον αναγνώστη στο «πυρηνικό κέντρο». Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, το δεύτερο διήγημα («Ντεπόν αναβράζον») που κορυφώνεται σε μια πράξη σπάνιας, αλλά καθημερινής και χωρίς ανταπόδοση  ανθρωπιάς («εγώ είμαι “μουαμετάνο”, είπε. «Ό, τι θέλει ας είσαι»).
Έτσι λοιπόν, στο «Πρωινό στο σταθμό», βρισκόμαστε στο σιδηροδρομικό σταθμό της Δράμας όπου το τρένο έχει καθυστέρηση, για να ζήσουμε μαζί με τον αφηγητή χαρακτηριστικές στιγμές που όλοι μας έχουμε γευτεί σε ανάλογες περιπτώσεις. Όμως, μετά την τρίτη σελίδα, κάποιο σύντομο επεισόδιο εκτρέπει τη συνηθισμένη μέρα για να χαρίσει έντονα συγκινησιακά συναισθήματα στον ήρωα, μαζί και σε μας (ξεχωρίζω το εκπληκτικό τέλος: συνεχίζω να προχωρώ για να βρεθώ στη δική μου θέση, στο δικό μου παράθυρο, στη δική μου μέρα. Στο μεταξύ ο ήλιος έχει ανατείλει, κι ο κάμπος, σαν μουσκεμένο πανωφόρι, ρουφά σιωπηλός τις αρρωστιάρικες ακτίνες του).
Αρκετά διηγήματα έχουν αναφορές στην καπνοπαραγωγή της περιοχής, τα καπνομάγαζα π.χ. της «ξεπεσμένης αριστοκράτισσας», της Καβάλας (μνημεία βιομηχανικής αρχιτεκτονικής του 1920), σήμα κατατεθέν της ντόπιας αρχιτεκτονικής. Η καλλιέργεια και επεξεργασία του καπνού καθόρισε κατά πολύ την οικονομία και τον τρόπο ζωής των κατοίκων μέχρι τη δεκαετία του’80, με εξαίρεση την περίοδο της (Γ΄) βουλγαρικής κατοχής (το 1943 η καπνοπαραγωγή στη Δράμα και την Ξάνθη μειώθηκε δραματικά επειδή πολλοί έλληνες είχαν σταλεί «ντουρντουβάκια» στον Δούναβη). Στους «γόμφους» ενός τέτοιου -πρώην- καπνομάγαζου ο ήρωας του πρώτου διηγήματος «Το ειδικό βάρος του χρυσού» γυρεύει να βρει… χρυσάφι (του φτωχού το εύρημα ή καρφί ή πέταλο!), μιας και συνηθιζόταν στην περιοχή με τις τόσες μετακινήσεις να κρύβουν χρυσά νομίσματα σε ανύποπτα μέρη.  Στο «Πέντε πόντους περισσότερο» όπου η αφηγήτρια είναι γυναίκα, διαγράφεται γλαφυρότατα το εργασιακό τοπίο για μια ορφανή κοπέλα 16 χρονών που δουλεύει στην καπναποθήκη, πριν πάει εργάτρια στη Γερμανία (να είσαι εντάξει στη δουλειά σου και να μην αντιμιλάς, γιατί, άμα σε διώξουν, το μόνο που μας μένει είναι να πνιγούμε  στα νερά της Αγίας Βαρβάρας»…).
 Στον καπνό αναφέρεται και το ομώνυμο με το βιβλίο διήγημα «Πούρα γεμιστά», που δεν διαδραματίζεται μεν στην ανατολική Μακεδονία, αλλά ο πρωταγωνιστής μουσουλμάνος Χασάν Οναράν, φέρεται να γεννήθηκε στη Δράμα το 1904 (Οθωμανική αυτοκρατορία ακόμη) και να γνωρίζει τόσο καλά την κατεργασία του καπνού ώστε να γίνει ο εκλεκτός του Ουίνστον Τσόρτσιλ! Δουλεύει στο Λονδίνο και παραγγέλνει εκλεκτούς «μπασμάδες» από Δράμα και Ξάνθη. Το διήγημα μάλιστα πρωτοτυπεί γιατί ως υστερόγραφο παρατίθεται ο διάλογος του συγγραφέα μ’ έναν απαιτητικό αναγνώστη, που ενίσταται για τα τυχόν ψευδή ιστορικά στοιχεία κι επομένως την πιθανή εξαπάτηση του αναγνωστικού κοινού. Εδώ ο συγγραφέας έχει την ευκαιρία να δώσει τη δική του απάντηση στο ερώτημα αυτό που είναι ένα απ’ τα βασικά ερωτήματα της θεωρίας της λογοτεχνίας (θεμιτή, αν και δεν πολυσυμφωνώ, πιστεύω ότι ο λογοτέχνης σ’ αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να κάνει παραπομπές με τις βιβλιογραφικές αναφορές).
Η θεματολογία απλώνεται και σ’ άλλους χώρους  της κοινωνικής ζωής, απ΄ όπου ο συγγραφέας σταχυολογεί συναρπαστικές ιστορίες άξιες λόγου ∙ το «Το πέναλτι», π.χ., από τον χώρο του ποδοσφαίρου, αφορά μια ομάδα στους οποίους εντάχτηκαν τρεις φοιτητές του εξωτερικού, λάτρεις του αθλήματος, όπου… υπήρχε «ένα μικρό προβληματάκι»: την ομάδα την είχαν Τούρκοι! (Εμείς μπάλα θα παίζουμε, δεν θα κάνουμε εξωτερική πολιτική).  Παρόλη την άποψη του αφηγητή ότι στο ποδόσφαιρο οι συγγένειες, οι εθνικότητες και άλλα τέτοια δεν μετρούν∙ κι ότι το άθλημα έχει τις δικές του λογικές και τη δική του ηθική, η πράξη αναδεικνύει ηθικά διλήμματα που ο φίλος του τα λύνει με ιδιάζοντα τρόπο. Ηθικά διλήμματα μπαίνουν και στα διηγήματα που έχουν κάπως πολιτικό περιεχόμενο  όπως το «Λιγότερο κι απ’ το τίποτε» (όπου διατρέχοντας τρεις γενιές ο συγγραφέας σκιαγραφεί την εποχή με τα ρουσφέτια της, τους πολιτικούς διωγμούς, τις δηλώσεις μετανοίας κλπ) και το « Τα “λουκούμια”»  όπου σατιρίζει τις στημένες εργολαβίες και τα ρουσφέτια και την εσωτερική σύγκρουση του ήρωα καθώς εξευτελίζεται σταδιακά στα μάτια του πεθερού (όλα αυτά στο γνώριμο αφηγηματικό πρωτοπρόσωπο ύφος).
Ιδιαίτερο από ψυχογραφική άποψη είναι το διήγημα «ενηλικίωσης» «Η αρκούδα», όπου βλέπουμε τον έφηβο ήρωα να κόβει επιτέλους τον ομφάλιο λώρο που τον έδενε με την οικογένεια και καθήλωνε τη σχέση με τον πατέρα.
Πολλές αναφορές διάσπαρτες σε διηγήματα γίνονται επίσης στη μουσική, στη βυζαντινή ιδιαίτερα (γνωστός ο συγγραφέας για την ψαλτική του τέχνη), αλλά και πιο στοχευμένα, όπως στο «Μητέρα μουσική» που είναι μια σπονδυλωτή αφήγηση με χαλαρή σχέση ανάμεσα σε τρία επεισόδια που προβάλλουν με λαϊκό χιούμορ την  απίστευτη σχέση των ηρώων με τη μουσική (π.χ. για τον Νικολάκη που έχασε τη μάνα του πριν τρεις μέρες και παίζει φυσαρμόνικα: το κομμάτι του μοιάζει με αγκομαχητό, με παράπονο, με βρισιά, γιατί έχει όλες κι όλες τρεις νότες και καμία αλλαγή ρυθμού/η μουσική που παίζει ο μικρός δεν είναι κατ’ ουσίαν «ανθρώπινη». Και πρώτα πρώτα δεν υπάρχει αυξομείωση της έντασης. Όπως δεν υπάρχει αυξομείωση στον πόνο που αισθάνεται, φρέσκος πόνος, βαθύς πόνος).
Τη διαφορετική σχέση απέναντι στο θρησκευτικό συναίσθημα, το συναίσθημα του «ιερού» δίνει ο συγγραφέας και στο σπαρταριστό διήγημα με το χαρακτηριστικό τίτλο «Βαβέλ». Στη Μονή Διονυσίου ο ορθολογιστής Κώστας, ο ενθουσιώδης Γάλλος Ντυπόν και ο αφηγητής συνδιαλέγονται με τον σοφό γέροντα της μονής, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, οι σχέσεις μετεξελίσσονται σε τρεις τέσσερις σελίδες, ενώ ο συγγραφέας δε χάνει την ευκαιρία να καυτηριάσει και τη μισαλλοδοξία κάποιων μοναχών.

Κάποια διηγήματα είναι σαφώς χτισμένα με μικροεπεισόδια πάνω στο μοτίβο «θυμάμαι….», όπως οι «Αναμνήσεις Δεκαπενταύγουστου» (πάντα στοχεύοντας σε κάτι άξιο μνημόνευσης, κάποια ελάχιστη λεπτομέρεια που «κάνει τη διαφορά»), καθώς και το «Ο καθείς με το ταλέντο του», διήγημα που αποδίδει το πορτρέτο του γνωστού Δραμινού ποιητή Νίκου Κωνσταντινίδη, με όλες τις αγαπημένες του ιδιορρυθμίες.
Προς το τέλος του βιβλίου έχουμε τρία τέσσερα διηγήματα όπου είναι εντονότερο το ερωτικό στοιχείο.  Πάντα μ’ έναν πρωτότυπο τρόπο αναδεικνύουν το ανέφικτο, το ουτοπικό («Μια αγκαλιά κόκκινα τριαντάφυλλα» με κωμικοτραγικές φάσεις εφήβων που προσπαθούν να πλησιάσουν το ίνδαλμά τους, και το «Χαλίκια εκ του έρματος»), ή το πολύ φευγαλέο (έκλαιγα από ευτυχία κι από ανεξήγητη θλίψη, από ερωτικό ξεσήκωμα κι από ντροπή, έκλαιγα γιατί τα μάτια και η ψυχή μου δεν άντεξαν τόση ομορφιά, τόση γυναίκα). Η ομορφιά που ξεσηκώνει τον έρωτα είναι ρομαντική, απόλυτη, αυτάρκης αλλά παροδική, όπως ξεκάθαρα στο «Η ουρά του κουναβιού», αλλά και στο διήγημα  «Τα νεραϊδέλια» όπου το νεραϊδένιο μυθικό στοιχείο σαγηνεύει, ξεσηκώνει ολόκληρη κοινωνία για να απομυθοποιηθεί με την πάροδο του χρόνου.

Θα παρακάμψω το τελευταίο διήγημα «Οσία Μαρία η Αιγυπτία» που ήταν για μένα μάλλον το πιο αδιάφορο (αν και ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρθηκε με ιδιαίτερη αγάπη σ’ αυτό το διήγημα, λέγοντας ότι αφαίρεσε από το συναξάρι κάθε υπερβατικό στοιχείο για να αναδείξει την αγιότητα της Οσίας Μαρίας μέσα από την καθαρή της εγκόσμια πράξη), για να αφήσω για το τέλος αυτά που μου άρεσαν περισσότερο, και νομίζω ότι είναι και τεχνικά αρτιότερα: είναι, κατά σύμπτωση,  όσα πραγματεύονται με κάποιο τρόπο τον θάνατο. Ο Τσιαμπούσης, με το περιπαιχτικό και θυμοσοφικό ύφος του προσεγγίζει αυτό το θέμα με τρόπο καθημερινό, ξορκίζοντάς το καθώς το συμπλέκει με τις προκλήσεις της ζωής.
Θα τα βάλω με τη σειρά που τα ξεχώρισα, τελειώνοντας στο πιο αγαπημένο: 
Το «Φακές με λάδι» απευθύνεται στην αρχή στον πεθαμένο καλό φίλο Κ.Π., γνωστό για την παραγωγή λαδιού, μεταφέροντάς μας μετά στην αίθουσα δεξιώσεων του ετήσιου μνημόσυνου, όπου ο διάλογος εξελίσσεται κατά απροσδόκητο τρόπο.  Το «Χαιρετισμούς στους φίλους» αφορά την πορεία ενός καρδιακού φίλου προς τον θάνατο, από τη μέρα που μαθαίνει την είδηση της «φοβερής αρρώστιας». Γεμάτο αναμνήσεις, μικροαστικές έγνοιες, πικρό χιούμορ  όπου ξεχνάμε «τα άλλα τα σοβαρά και μεγάλα»... Το να βλέπεις τον φίλο σου να οδηγείται στον μοναχικό δρόμο του τέλους νομίζω ότι είναι από μόνο του σπαραξικάρδιο, κι ο συγγραφέας έδωσε όλα τα βήματα προς αυτήν την πορεία με τρόπο λιτό κι απέριττο.
Το «Τελευταίος ασπασμός» είναι ένα τρυφερό «ξόδι» στον Τάκη, η είδηση του θανάτου του οποίου γέμισε αναμνήσεις τον αφηγητή. Με δυο κουβέντες μας σκιαγραφεί τη βαθύτερή του υπόσταση: «τ’ απογεύματα μ΄ έσερνε στις εκκλησιές του νησιού, όπου ψέλναμε εσπερινούς και παρακλήσεις στην Παναγία, δίνοντας σάρκα και οστά στις παπαδιαμαντικές του εμμονές». Σε παπαδιαμαντικό ύφος λοιπόν και ο αφηγητής περιγράφει την τετραφωνική «δίκην καντάδων» νεκρώσιμη ακολουθία, ως «άτοπον», εφόσον οι ψαλτάδες «έψαλλον τω στόματι μόνον και ουχί των νοΐ και τη καρδία»! Η γνώριμη αντίθεση μεταξύ ανατολικού και δυτικού ήθους όσο αφορά την προσέγγιση του ιερού, δίνεται με δυο πινελιές, ενώ ο αφηγητής στα κλεφτά ανεβαίνει στο αναλόγιο και χαρίζει τον «τελευταίον ασπασμόν» στον φίλο/συγγενή του, βυζαντινότροπα (ήταν η τελευταία ευκαιρία να τον αποχαιρετήσω με τον τρόπο που ήθελε και δεν έπρεπε να καθυστερώ)… Το «Το αυθαίρετο» μας δίνει τη συγκλονιστική εικόνα του Δημητρού που έφτιαξε αυθαίρετο πάνω στο μνήμα του γιου του και, παρά τις καταγγελίες, πήγαινε έτρωγε, έπινε και άκουγε Ρέμο και Βανδή… (είναι άραγε πραγματική ιστορία;).
Και αφήνω για επίλογο το αγαπημένο μου, το «Η σκούνα». Σκούνα είναι ο Γιωργής (το παρατσούκλι γιατί ήταν μπεκροκανάτα), ο φίλος που πέθανε, ο φίλος που σε κάθε ευκαιρία χρωμάτιζε τη ζωή πετώντας αυτοσχέδια δίστιχα, ενώ όσο ζούσε έτρωγε καζούρα απ’ όλους. Η παλιοπαρέα (μας τους συστήνει έναν έναν ο αφηγητής) τον αποχαιρετά με τρία μπουκάλια Μεταξά, τρώγοντας και πίνοντας στην υγειά του, καθώς αναθυμούνται σπαραχτικές ιστορίες με τον νεκρό ως πρωταγωνιστή. Όσο προχωρά η νύχτα, ανάβει και το γλέντι με ψητά κοτόπουλα, μπίρες, ενώ μαζί με το μεθύσι σταδιακά βγαίνουν στην επιφάνεια οι τύψεις για τις χοντρές πλάκες που κάναν στη Σκούνα: «Απόψε, γομάρια, σας δίνεται κι εσάς η τελευταία ευκαιρία να ζητήσετε συγνώμη απ’ τον νεκρό». Τρία «μινοράκια», ένα τραγούδι για τον Χάρο του Καζαντζίδη, ένα ανέκδοτο, φέρνουν την κάθαρση (εκείνο που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι… να πίναμε κι ένα ποτηράκι στην υγεία του καλού θεού. Καλή συνάντηση μαζί του κι όλοι συγχωρεμένοι). Οι φίλοι ξεπερνάν ένας ένας τον εαυτό τους όσο κρατά η «ημιαγρυπνία», και:

Έπειτα από λίγο βγήκαν όλοι από την αίθουσα, γέρνοντας δεξιά κι αριστερά σαν τη Σκούνα. Κι ο παπα- Θέμης, τελευταίος, έσβησε τα φώτα και διπλοκλείδωσε την πόρτα σαν να μπορούσε ο νεκρός να σηκωθεί και να κατηφορίσει προς τα πατσατζίδικα της παραλίας που έμεναν όλη τη νύχτα ανοιχτά. Κι εκεί με δυνατή φωνή ν’ απάγγελλε πάλι τα στιχάκια του, αναμένοντας να λάβει απ’ τους ξενύχτηδες τη δίκαιη αμοιβή του σε πιοτό.
Χριστίνα Παπαγγελή  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου