Ο γίγαντας, που κάποτε
θάφτηκε κάτω απ’ τη γη,
τώρα αναδεύεται. Σύντομα,
όταν αφυπνιστεί,
και αυτό είναι βέβαιο πως
θα συμβεί,
οι φιλικοί δεσμοί μας θα αποδειχτούν
σαν τους κόμπους
που κάνουν τα κοριτσάκια
με μίσχους των λουλουδιών.
Έτυχε να διαβάζω το βιβλίο
αυτό όταν δόθηκε το Νόμπελ στον Βρετανοϊάπωνα συγγραφέα (γνωστό από τα «Απομεινάρια μια μέρας» και το
συγκλονιστικό «Μη μ’ αφήσεις ποτέ»), και δεν κρύβω την έκπληξή μου, γιατί μάλλον με απογοήτευε το συγκεκριμένο βιβλίο καθώς
το διάβαζα, αν και έχει φυσικά και δυνατά σημεία. Δεν έχω μελετήσει συνολικά
την περίπτωση του Ισιγκούρο για να εκφέρω τεκμηριωμένη γνώμη, αλλά νομίζω ότι αν
και «έχει κάτι να πει» ως προς την πλοκή, τη σύλληψη μιας βασικής ιδέας και την
ανάπτυξή της, υπάρχει κάτι στη γραφή
που με απωθεί, ή ακριβέστερα, που δεν με κερδίζει -σε αντίθεση με άλλους
πολλούς συγγραφείς.
Στο συγκεκριμένο βιβλίο όμως ούτε
η υπόθεση με τράβηξε ιδιαίτερα, κι έκανα διάφορες διανοητικές προσπάθειες για
να δικαιολογήσω τα τέρατα, τα «πλάσματα», τους δαίμονες, τους δράκους, τα
αερικά και τα ξωτικά που παρεμβαίνουν
στην αφήγηση (γιατί να μ’ ενδιαφέρουν; Δεν τρελαίνομαι καν για παραμύθια
τέτοιου είδους, όπου η πλοκή γίνεται σχεδόν αυθαίρετη, εφόσον κατά βούληση ο
συγγραφέας πετά κι ένα τέρας εδώ κι εκεί).
Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι
-ευτυχώς- στην περίπτωση αυτού του βιβλίου. Το πλαίσιο που στηρίζει κάπως αυτήν
τη μυθοπλασία από την αχαλίνωτη αυθαιρεσία είναι ότι βρισκόμαστε στην Β. Αγγλία
της εποχής του Αρθούρου (6ος αιώνας μ.Χ.), εποχής που οι χριστιανοί Βρετανοί
προσπαθούν να συμφιλιωθούν με τους πιο «απολίτιστους» παγανιστές Σάξονες παρόλα τα φρικτά βιώματα σφαγών και λεηλασιών∙
εποχής επίσης που δεν υπήρχαν ήσυχα λιβάδια, περιφραγμένα αγροκτήματα και γαλήνια
τοπία, αλλά τόποι ζοφεροί, επικίνδυνοι,
με έλη και λίμνες και την απίστευτη, βρετανική ομίχλη της εποχής του Λοχνές (ένα
θρύλο που από τον 6ο αιώνα επιζεί ακόμη).[1] Όπως λέει και ο συγγραφέας, αχαρτογράφητα τοπία, που στερούνταν ιδιαίτερων χαρακτηριστικών,
με σχεδόν πανομοιότυπη θέα. Μπαίνουμε επομένως στην καρδιά, ή μάλλον στις
ρίζες της βρετανικής κουλτούρας, την εποχή των θρύλων, θρύλων που σχετίζονται,
αφενός με τον Αρθούρο (που προσπάθησε να φέρει ειρήνη σε Σάξονες και Βρετανούς,
επιβάλλοντας την με… τη βία) και αφ ετέρου με τους δράκους, δηλαδή την
ανασφάλεια που παραμονεύει στο κατά βάση ομιχλώδες τοπίο. Επίσης, κάτι άλλο που
μου κράτησε ζωντανό το ενδιαφέρον στην μυθώδη αυτή αφήγηση, ήταν το μοτίβο της
χαμένης μνήμης- γιατί η πυκνή ομίχλη που ενέσκηψε στο χωριό των πρωταγωνιστών
έσβησε κάθε ανάμνηση του παρελθόντος τους, αφήνοντάς τους μικρά θραύσματα… Η
όλη «αγωνία» λοιπόν είναι πώς με τόσο λίγα μέσα και με τόσα τέρατα στο διάβα
τους, οι δυο ήρωες θα ξαναβρούν τη μνήμη τους, καθώς και τι θα τους αποκαλυφθεί
για το παρελθόν τους, για την ταυτότητά τους. Ακούγεται αρχετυπικό[2],
αλλά ίσως είναι η δική μου ανάγνωση αυτή. Άλλωστε, μπορεί να μην είναι λαϊκός ο
μύθος αλλά και στα «έντεχνα» παραμύθια «ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας» που λέει
κι ο ποιητής.
Στην εσχατιά ενός απέραντου βάλτου, λοιπόν, σ’ ένα περίεργο χωριό με πόρτες χωρίς αψίδες
στη σκιά ενός λόφου όπου είναι θαμμένος ο
γίγαντας, ζουν ένα ζευγάρι βρετανών, ο Αξλ και η Μπέατρις απομονωμένοι για
κάποιον λόγο που πολύ αργότερα υποπτευόμαστε, ενώ τους είναι απαγορευμένο να
έχουν φως (κεριά). Φαίνονται πολύ αγαπημένοι και το μόνο που αχνά θυμούνται
είναι ότι… έχουν χάσει τη μνήμη τους ενώ αποσπασματικά κατακλύζονται από την
ανάμνηση του γιου τους που ίσως τους περιμένει (δεν θυμάμαι το πρόσωπό του, ούτε τη φωνή του, αν και μερικές φορές
νομίζω πως μπορώ να τον δω όταν ήταν μικρό παιδί/έχω πολλά συναισθήματα γι’
αυτόν, ακόμα κι αν δεν τον θυμάμαι καθαρά). Από τις πρώτες σελίδες κιόλας
καταλαβαίνουμε ότι δεν έχουν τις προκαταλήψεις που έχουν οι συγχωριανοί τους,
είναι κάπως πιο «φωτισμένοι» (πχ. δεν θεωρούν δαιμόνισσα ή λεπρή την ξένη που
κατέφυγε στο χωριό τους, ή προτείνουν να σκοτώσουν ένα κουνέλι αναίμακτα). Παρόλη
την ηλικία και τα προβλήματα υγείας της Μπέατρις, αποφασίζουν να φύγουν από την
«καταραμένη γη» για να βρουν τον γιο τους, χωρίς όμως να έχουν κανένα στοιχείο
παρά ότι βρίσκεται σ’ ένα νησί.
Το ταξίδι που αποφασίζει το
αγαπημένο ηλικιωμένο ζευγάρι είναι ένα άνοιγμα στο άγνωστο, με απώτερο σκοπό να
βρουν όχι μόνο τον γιο τους αλλά την αιτία της χαμένης μνήμης. Η Μπέατρις, ως
εκπρόσωπος του θηλυκού στοιχείου, δεν φαίνεται να αποκλίνει απ’ αυτήν την
αρχική αποστολή, σε αντίθεση με τον Αξλ που φαίνεται να τον δεσμεύει κάποιο έντονο
παρελθόν (που φυσικά δεν το θυμάται). Γρήγορα ανακαλύπτει ότι αιτία της ομίχλης
που προκαλεί την αμνησία είναι η παρουσία της δράκαινας Κουερίγκ, που ζει στο
λόφο του «θαμμένου γίγαντα». Στην επεισοδιακή τους πορεία, το θαρραλέο ζευγάρι το
συναντούν και το συνοδεύουν οι συμπρωταγωνιστές της αφήγησης: ο Σάξονας
πολεμιστής Γουίσταν, ένα νεαρό αγόρι 12 χρονών που το δάγκωσε ένας δράκος και
το έδιωξαν απ’ το χωριό ονόματι Έντουιν (κι αυτός Σάξονας), και ο γηραλέος
ιππότης, ανηψιός του Αρθούρου Γκαουέιν. Όλοι
αυτοί, με διαφορετικό κίνητρο ο καθένας,
ενώνουν τις δυνάμεις τους για να βρουν
τη δράκαινα.
Ο συγγραφέας, μέσα από τα
περιπετειώδη περιστατικά του οδοιπορικού, βρίσκει την ευκαιρία να αναδείξει το
βαθύ μίσος ανάμεσα σε Σάξονες και Βρετανούς (ριζωμένο στη βία του πολέμου) αλλά
και τις πολιτισμικές και θρησκευτικές τους διαφορές καθώς η παρέα είναι ανάμεικτη, ενώ μας μεταφέρει και
σ’ ένα σαξονικό χωριό όπου ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναπαράσταση της μακρινής καθημερινότητας. Βλέπουμε τα πολεμικά
μέσα της εποχής (απίθανες οι στρατηγικές και η αρχιτεκτονική των οχυρών), απίθανες
δεισιδαιμονίες και προλήψεις, καθώς και τις ειρηνευτικές προσπάθειες κάποιων
πιο φωτισμένων. Καθώς απομακρύνονται από την ομίχλη που επιβάλλει τη λήθη, μικρά
θραύσματα μνήμης κατακλύζουν σα σκιές τους δυο πρωταγωνιστές, δημιουργώντας απορίες για το ποιοι είναι στ αλήθεια και
ποια είναι τα σφάλματα που τους έφεραν σ’ αυτή τη θέση.
Έτσι, σιγά σιγά, μέσα από τα
λόγια των συνοδοιπόρων τους που φαίνεται να τον αναγνωρίζουν, καταλαβαίνουμε και
οι αναγνώστες ότι ο Αξλ ήταν ένα σημαίνον πρόσωπο με πολύ έντονο παρελθόν (ακόμα και τότε είχε το παρουσιαστικό του σοφού, ο Γουίσταν μάλιστα ομολογεί ότι
τον είχε συναντήσει όταν ήταν μικρό παιδί και δεν μπόρεσε να τον ξεχάσει ποτέ. Είχε
υπερασπιστεί με πάθος και σοφία την ειρήνη ανάμεσα σε Βρετανούς και Σάξονες («Ιππότη
της ειρήνης» τον φώναζαν), όπως θεωρητικά διακήρυξε ο Αρθούρος, αλλά αν και
αντέδρασε με σθένος στη λύση που έδινε ο πόλεμος (και σεις βλαστημούσατε κατάμουτρα τον Αρθούρο, ενώ εμείς οι υπόλοιποι στεκόμασταν
με το κεφάλι σκυφτό), συμμετείχε στην τελική προδοσία με αποτέλεσμα το
αιματοκύλισμα των Σαξόνων (σήμερα οι
πράξεις μας με κάνουν κι εμένα ψεύτη και σφαγέα, και η νίκη του Αρθούρου
καθόλου δεν με χαροποιεί). Όλα αυτά
βέβαια αποκαλύπτονται σταδιακά και σε μας, όπως ακριβώς επανέρχονται στη
συνείδηση του Αξλ καθώς οδεύει προς την συνειδητοποίηση και την εύρεση της μνήμης
του.
Το θέμα της ειρηνικής
συνύπαρξης εχθρικών πληθυσμών σε μια περιοχή όπου τα πάθη του πολέμου είναι
νωπά, είναι διαχρονικό και σπαραχτικό (έχουν
δει τον εχθρό να καίει και να μαχαιρώνει, να βιάζει με τη σειρά νεαρά κορίτσια,
ξέρουν πως το ίδιο περιμένει και αυτούς/έχω δει μίσος τόσο σκοτεινό και
απύθμενο, όσο η θάλασσα, σε πρόσωπα ηλικιωμένων γυναικών και τρυφερών παιδιών),
και το εύρημα του Ισιγκούρο να επιβάλλεται η λήθη με την ομίχλη/ανάσα της δράκαινας
(την οποία προστατεύουν, όπως μαθαίνουμε εκ των υστέρων οι οπαδοί του Αρθούρου)
είναι ευφυές. Όμως σε κάθε τέτοιο μύθο/παραμύθι, υπάρχουν οι άνθρωποι που θέλουν
να μάθουν την αλήθεια, με όποιο κόστος, αυτοί που ξεχωρίζουν, οι Οιδίποδες κάθε
εποχής∙ και αυτοί επίσης που διψάνε για απόδοση δικαιοσύνης (τι είδους θεός είναι αυτός που θέλει τα λάθη
να ξεχνιούνται και να μένουν ατιμώρητα;). Έτσι, κάθε περιπέτεια και κάθε κατάκτηση της μνήμης
εκ μέρους των πρωταγωνιστών αποκτά ένα βαθύτερο νόημα.
Ίδια περίπου είναι και η δοκιμασία
της μνήμης, όσο αφορά τη συναισθηματική σχέση των δύο πρωταγωνιστών. Η Μπέατρις
θυμάται αχνά ότι «έκανε κάτι άσχημο στον άντρα της», και αναφωνεί: Ας αντικρίσουμε επιτέλους τον δρόμο που
έχουμε μαζί διανύσει, συννεφιασμένο ή ηλιόλουστο αλλά υπάρχει ο τρομερός
αντίλογος: είστε τόσο σίγουρη, καλή μου κυρία, πως θέλετε να ελευθερωθείτε απ’
αυτή την ομίχλη; Δεν είναι προτιμότερο κάποια πράγματα να μείνουν κρυμμένα απ’
τη δική μας σκέψη;/ τι να φοβηθώ πάτερ; Αυτό που ο Αξλ κι εγώ νιώθουμε
σήμερα ο ένας για τον άλλο μάς επιβεβαιώνει πως το μονοπάτι που πήραμε δεν
εμπεριέχει κινδύνους για μας, έστω κι αν τώρα η ομίχλη μας το κρύβει. Είναι σαν μια ιστορία με ευτυχισμένο τέλος
–ακόμα κι ένα παιδί γνωρίζει πως δεν πρέπει να φοβάται τις ανατροπές και τις
μεταβολές που έχουν προηγηθεί. Ο Αξλ κι εγώ θα θυμηθούμε τη ζωή που ζήσαμε
μαζί, και, όποια κι αν αυτή, είναι πολύτιμη για μας.
Τέλος, μετά την κάθαρση που
φέρνει η επιστροφή της μνήμης, το τελικό ταξίδι προς το νησί όπου τους περιμένει
ο γιος, η μεσολάβηση του σοφού βαρκάρη, οι εκατέρωθεν βαθιές και αποκαλυπτικές εξομολογήσεις
δεν μπορούν παρά να αποδίδουν ένα εσχατολογικό νόημα στην παντοτινή αγάπη που
δένει το ζευγάρι μπροστά στον θάνατο.
Χριστίνα Παπαγγελή
[2]
Μου θύμισε λίγο την φιλοσοφική ερμηνεία της επιστροφής του Οδυσσέα στην Ιθάκη, ως
ανάδυσης από τον υδάτινο κόσμο του υποσυνείδητου στον λογικό κόσμο του
συνειδητού, αφού έχει υπερνικήσει όλα τα «τέρατα» και τους πειρασμούς
ανεβαίνοντας «αναβαθμούς» συνείδησης (Χρ. Μαλεβίτσης, Περί του τραγικού)
Ενώ έχετε κάποια ανεδιαφεροντα σχολια νομίζω οτι χάσατε τη μεγάλη εικόνα πίσω απο τη σχέση του ζευγαριού. Υπάρχουν εξαιρετικά στοιχεία στο βιβλίο αυτο που αν τα προσπεράσεις δεν μπορείς να δεις ποσό σημαντικά αλληγορικό και εύστοχα είναι. Ναι σίγουρα έχει στοιχεία απο την Οδύσσεια, απο τον Σεξπηρ Αλίαρτο απο το Όνομα του Ρόδου του Ουμπέρτο Εκο κτλ. Αυτά όμως δένονται όμορφα στο βιβλίο, το οποίο είναι εξαιρετικό τόσο από λογοτεχνική, όσο από κοινωνική και φιλοσοφική άποψη
ΑπάντησηΔιαγραφή