Ένα σύγχρονο, ελληνικό νουάρ
μυθιστόρημα, που ξεκινά με την… ατμοσφαιρική δολοφονία του «νεαρού, όμορφου,
πρωτοπόρου επιχειρηματία» Γρηγόρη Μπέη στον καταρράκτη του Λειβαδίτη Δράμας τον
Μάρτιο του 2013, δεν μπορεί παρά να προσελκύσει κάποιον που μένει στη Δράμα,
και όχι μόνο… Τα ερωτηματικά εγείρονται από το πρώτο δισέλιδο, όπου in medias res (κυριολεκτικά στη μέση των αφηγούμενων γεγονότων, αν
τα βάλουμε σε χρονική σειρά) απεικονίζεται η βασικότερη σκηνή του μυστηρίου, χωρίς
ονόματα, ενώ οι λεπτομέρειες του όλου σκηνικού είναι τέτοιες που αναρωτιέσαι αν
η λύση θα είναι αξιοπρεπής, ή τουλάχιστον αληθοφανής!
Το μυθιστόρημα κινείται
αριστοτεχνικά γύρω από αυτό το βασικό επεισόδιο. Σε τρεις ενότητες -που αφορούν
το μετά, το πριν και πάλι το μετά- χωρισμένες σε κεφάλαια με άξονα τις μέρες
του ημερολογίου, παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα το οικονομικό θρίλερ που επινόησε ο συγγραφέας, ένα σενάριο-παιδί της κρίσης. Το στίγμα της
εποχής, της εποχής της «γενιάς της αλλαγής» που μεγαλύτερή τους μπίζνα ήταν το μνημόνιο, δίνεται από τις πρώτες
σελίδες, που τοποθετούν την πλοκή έξι μήνες μετά τη δολοφονία -όταν η αδερφή
του θύματος Αντιγόνη Μπέη ζητά από τον ντετέκτιβ Πέτρο Ριβέρη την εξιχνίαση του
εγκλήματος. Είναι φανερό στον αναγνώστη αυτό που επισημαίνει και ο ίδιος ο
συγγραφέας σε συνέντευξή του: Έγραψα «Τα Μωρά της Αθηνάς» ως έναν
μικρό φόρο τιμής στη γενιά μου, τα παιδιά που γεννηθήκαμε στα πρώτα χρόνια της
Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, και
που οι περισσότεροι από εμάς πίνουμε το πικρό ποτήρι της κρίσης, δίχως να
έχουμε ιδιαίτερη ευθύνη για τα περισσότερα που μας συμβαίνουν.
Οι οικονομικές δραστηριότητες
του Γρηγόρη Μπέη, που χαρισματικά αρπάζει τα μηνύματα των καιρών για να
επωφεληθεί όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτικά, είναι όντως πρωτοποριακές. Πέρα
από τη διαφημιστική και την ασφαλιστική εταιρία που διευθύνει, επινοεί κι ένα
επιχειρηματικό σχέδιο που θα το ζήλευε οποιοσδήποτε καπιταλιστής προσπαθεί να
σώσει τον εαυτό του στις μέρες μας: ένα δίκτυο επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων παραγωγής (π.χ. τράπεζες, σούπερ μάρκετ,
αναπτυξιακές εταιρίες, φροντιστήρια κ.α.), που θα πουλάει σε άνεργους, ανασφάλιστους
και γενικά οικονομικά ασθενείς… «πακέτα ζωής»(!)˙ ασφαλιστικά συμβόλαια δηλαδή,
που θα εξασφαλίζουν όχι μόνο τις συνήθεις υπηρεσίες μιας ασφάλειας, αλλά στέγη,
δουλειά, φροντιστήρια στα παιδιά, σίγουρη πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο, πάρκινγκ,
ψώνια πιο φτηνά κ.α.!!! Μια «επιχείρηση επιχειρήσεων», που θα εκμεταλλεύεται
την ανασφάλεια που γεννά στους νέους (και όχι μόνο) η κρίση (ασφαλιστικές υπηρεσίες για πολίτες χωρών που
εντάσσονται στο μηχανισμό στήριξης της τρόικας). Λανσάρεται φυσικά σαν μια
συλλογική, προοδευτική προσπάθεια που βγάζει από το αδιέξοδο τον σύγχρονο
άνθρωπο και συντηρεί το -αμερικανικό- όνειρο της «γενιάς του ‘50, όνειρο του homo consumens με το οποίο
γαλουχήθηκαν και οι επόμενες γενιές (σταθερή δουλειά, ευθύγραμμη καριέρα,
μόνιμη εγκατάσταση, μόρφωση, εξοχικό, καταναλωτικά αγαθά): «το Green Sea Network συνιστά μια
καινοτομική συλλογική προσπάθεια ανθρώπων με πρωτοποριακές ιδέες. Πρόκειται για
ένα δίκτυο επιχειρήσεων και οργανισμών που έχει ως βασικό στόχο την αύξηση της
παραγόμενης προστιθέμενης αξίας του τόπου», θα αναφέρει η γραμματέας («general manager») του
Μπέη! Κι όπως αναφέρει και ο πατέρας Μπέης (πρώην βουλευτής, υπουργός και
γενικώς διαπλεκόμενος), ο γιος του απαρνήθηκε μεν την πολιτική καριέρα, αλλά κατάλαβε πολύ έγκαιρα τη σημασία που αποδίδει
ο σύγχρονος άνθρωπος στην ασφάλεια. Τα προϊόντα που πουλούσε ήταν καινοτομικά και άμεσα συνδεδεμένα με τις
τρέχουσες εξελίξεις.
Απλό στη σύλληψη, φτάνει να
υπάρχουν τα κατάλληλα άτομα, αρκούντως διαπλεκόμενα, στις κατάλληλες θέσεις. Η Green Sea Network συστάθηκε βασικά από τον Γρηγόρη Μπέη -που εκτός από βασικός
ιδιοκτήτης των δύο εταιριών (ασφαλιστικής και διαφημιστικής) ήταν γιος
βουλευτή, τέως υπουργού. Απαραίτητη όμως ήταν και η συνεργασία κάποιων ακόμη
φορέων: η συμμετοχή του μεγαλοεργολάβου και κατασκευαστή Κεμπαπίδη-ιδιοκτήτη
της «Δομοκατασκευαστικής» (που πουλούσε τα διαμερίσματα στον Μπέη και
κείνος τα μεταπουλούσε στους
ασφαλισμένους)˙ του ιδιοκτήτη μεγάλης αλυσίδας σούπερ μάρκετ (Πάντσερας Μάρκετ),
Χρήστου Πάντσερα˙ του μεγαλοδικηγόρου Παύλου Δραγουμάνου που θα «αναλάμβανε τη
νομική στήριξη», δηλαδή τη νομική γραφειοκρατία (προσλήψεις, συμβάσεις που θα
αλυσοδένουν τους προσληφθέντες κλπ)˙ ακόμη, η εύρυθμη συνεργασία της Δημοτικής Αναπτυξιακής Εταιρίας, δηλαδή
η συμμετοχή του φιλόδοξου Γιάννη Καδή, δ/ντή αναπτυξιακής εταιρίας, ανθρώπου
χωμένου για τα καλά στο «βαθύ κράτος» (με
πολύ καλές σχέσεις με τα περισσότερα κεφάλια του κόμματος), ο οποίος ουσιαστικά
έχει αναλάβει και τον ρόλο του συντονιστή.
Η πιο αναγκαία όμως
συνεργασία ήταν αυτή που θα εξασφάλιζε την εγγύηση των χρηματιστικών συναλλαγών
(χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, δάνεια, εκθέσεις- μελέτες για τις επισφαλείς
επιχειρήσεις, εγγυήσεις), στην περίπτωσή μας τον διευθύνοντα σύμβουλο της Περιφερειακής
Τράπεζας Άλκη Χρυσοστόμου (παλιά καραβάνα κι αυτός). Ο Μπέης από την τράπεζα
βασικά αγόραζε οικονομικές αναλύσεις
υψηλού επιπέδου που τον βοήθησαν στην απορρόφηση ορισμένων επιχειρήσεων,
έμπαινε όμως κι ο ίδιος εγγυητής για να κτίσει τα σπίτια ο Κεμπαπίδης. Δεν
είναι τυχαίο που στον τραπεζικό χώρο οι άνθρωποι του Μπέη είναι περισσότεροι: η
ερωμένη του τυγχάνει να είναι νομική σύμβουλος της Π.Τ., ενώ διορισμένος απ’
τον ίδιο είναι και ο συντάκτης των οικονομικών αναλύσεων της «Περιφερειακής Τράπεζας», που τυχαίνει να
είναι και μεσίτης και διαφημιστής («τρία σε ένα»), Άλκης
Χρυσοστόμου:
Ο κοινωνικός του ρόλος μπερδευόταν με τον
επαγγελματικό, αλλά τόσα χρόνια στο μανατζεριλίκι είχε συνηθίσει. Πουλούσε και
αγόραζε οτιδήποτε ήταν χρήσιμο για το δίκτυο ενώ παράλληλα διαφήμιζε την
κοινωνική χρησιμότητά του. Έτσι έδινε μόνιμα την εικόνα του μονίμως διαθέσιμου
να εξυπηρετήσει και να εξυπηρετηθεί, ενώ μεταδιδόταν
παράλληλα το μήνυμα προς τον πληθυσμό ότι τα πάντα πωλούνται και αγοράζονται,
αφού διαφημιστούν και προωθηθούν με επάρκεια. Ήταν μέρος του συμβολαίου που
είχε υπογράψει και του προϊόντος που είχε αγοράσει. Πουλούσες χρόνο και
αγόραζες τόσα καλούδια.
Όλοι αυτοί βέβαια
πλαισιώνονται από δορυφόρους (σύμβουλους, γραμματείς, ερωμένες κλπ), που ενίοτε
είναι διορισμένοι με «πακέτο ζωής» και συμμετέχουν λίγο ως πολύ στην όλη
επιχείρηση, ενώ δεν λείπουν και οι «μπράβοι», άνθρωποι δηλαδή που από έσχατη
ανάγκη αγόρασαν το πακέτο, με αντάλλαγμα να αναλαμβάνουν και να φέρνουν σε
πέρας καθήκοντα «προστασίας» της επιχείρησης (π.χ. ο «Στέκας» κι ο «Ντουλάπας»).
Γιατί δεν αρκεί φυσικά το
χρήμα του πελάτη που δίνεται εφάπαξ, έναντι όλων αυτών των «προϊόντων» που
παρέχονται τόσο πλουσιοπάροχα! Οι ωφελούμενοι θα είναι δια βίου προσδεμένοι στο
άρμα της επιχείρησης, θα υπακούουν και θα υπηρετούν τα αφεντικά που τους τάισαν,
προσφέροντας ακόμα και υπηρεσίες παντελώς άσχετες προς το επάγγελμα με το οποίο
διορίστηκαν… Ήδη, τη μέρα που έγινε το έγκλημα είχαν απορροφηθεί από το δίκτυο 17
μικρομεσαίες επιχειρήσεις που κινδύνευαν να κλείσουν, με την προϋπόθεση να
έχουν αγοράσει κάποια υπηρεσία της Green Sea (χρηματοοικονομική,
ασφαλιστική κλπ). Αφ ης στιγμής συμμετέχουν στο δίκτυο, σώζονται μεν αλλά
χάνουν την κυριότητα της εταιρίας για δέκα χρόνια, ενώ τα κέρδη τους πηγαίνουν
στον όμιλο με… ποσοστά! Πολλοί από τους εργαζόμενους στις εταιρίες αυτές με την
απειλή της απόλυσης στρατολογούνται στα πακέτα ζωής και μετατίθενται σε άλλες
θέσεις- κλειδιά που εξυπηρετούν τα συμφέροντα του δικτύου! Σύντομα δε, θα
συμμετείχε στο δίκτυο και πολιτιστικός φορέας της πόλης, η Αργώ («σκοπός μας είναι να
δημιουργήσουμε ισχυρές συνθήκες για την εδραίωση και την ανάπτυξη της
κοινωνικής δικτύωσης. Χρειαζόμαστε έναν πολιτιστικό οργανισμό που θα εμφορείται
από τις ίδιες ιδέες με μας και θα προσδεθεί στο άρμα μας»). Κοινώς, η Αργώ
θα γινόταν μια νέα, «βολική δεξαμενή
εκμετάλλευσης νέων ανέργων», με σκοπό να διαμορφώνει την κουλτούρα του
κόσμου προς το συμφέρον της εταιρίας(!!!).
Μεγαλοφυές; Οπωσδήποτε! Η
ουσία του άγριου καπιταλισμού που τρώει τα παιδιά του για να επιβιώσει! Ένα
μικρής εμβέλειας κύκλωμα διαφθοράς και διαπλοκής απ’ αυτά που γέννησαν την
κρίση ή γεννήθηκαν μέσα σ’ αυτήν… Εξίσου ευφυείς όμως είναι και οι τέσσερις
νεαροί αντιεξουσιαστές που παίρνουν εγκαίρως χαμπάρι όλο αυτό το σατανικό
σχέδιο και ψάχνουν τρόπο να το ανατρέψουν, όχι μόνο αποκαλύπτοντας το κύκλωμα
της απάτης, αλλά σχεδιάζοντας να ιδρύσουν έναν κοινωνικό συνεταιρισμό, μια
συλλογικότητα που θα αποτελεί μοντέλο αυτοδιαχείρισης και δημοκρατικών σχέσεων!
Το σύστημα γεννά τρόπους για να επιβιώσει, τρέφει όμως και στα σπλάχνα του την
αντίθεση!
Πρόκειται για τέσσερις
φίλους, δυο ζευγάρια νέων στην ηλικία των τριάντα πάνω κάτω, για τους οποίους η προοπτική της ανεργίας είναι έτσι κι
αλλιώς πανταχού παρούσα. Αστικής καταγωγής, απόφοιτοι πανεπιστημίων πολλές
φορές με δύσκολες οικογενειακές συνθήκες, φιλόλογος με μάστερ γλωσσολογίας η
Νεφέλη, οικονομολόγος με κόπους και στερήσεις ο Στέφανος που τώρα πια
βρίσκει περιστασιακά δουλειά ως
κειμενογράφος σε site, ο Νικόλας με
αντιεξουσιαστική δράση ήδη από το Δεκέμβρη του 2008, κομπιουτερίστας (δύσκολα θα στέριωνε σε μια δουλειά, μόνο τα
κομπιούτερ τον ηρεμούσαν), και η Μαριλένα πτυχιούχος φυσικός με σποραδική
απασχόληση, κόρη γιατρού. Δεν απέχουν πολύ από τη γενιά του Γρηγόρη Μπέη αλλά
τα παιδιά αυτά έχουν άλλους προσανατολισμούς, είχαν ανοιχτούς λογαριασμούς με την επανάσταση. Και πώς να μην είχαν,
με όλα αυτά που τους κάνουν; σκέφτεται η μάνα της Νεφέλης, η κυρά Ζωή. Μια γενιά καταστρεφόταν, για να συνεχίσουν
οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι, ενώ από πίσω ερχόταν κι άλλες. Αν δεν
αντιδρούσαν ήταν σαν να συμφωνούσαν με όσα τους κάνουν.
Οι χαρακτήρες των τεσσάρων
φίλων και οι σχέσεις τους παρουσιάζονται ανάγλυφα, σε σκηνές σκόρπιες που
περιλαμβάνονται στη βασική ημερολογιακή δομή. Μην ξεχνάμε όμως ότι η πρώτη
ενότητα μας τοποθετεί μετά το
έγκλημα, οπότε βρίσκουμε τον Στέφανο χτυπημένο να βρίσκεται στο εξωτερικό, τη
Μαριλένα να θέλει να του συμπαρασταθεί, και όλη την παρέα γενικά να έχουν
αιφνιδιαστεί με τη δολοφονία του Μπέη! Ήδη από τη σελίδα 51 ο αναγνώστης
καταλαβαίνει ότι οι κύριοι ύποπτοι για τη δολοφονία δεν είναι η ομάδα αυτή
(εκτός αν είναι κάποιος που έδρασε από μόνος του)! Τα ερωτηματικά
πολλαπλασιάζονται καθώς συμπληρώνεται το παζλ των χαρακτήρων και της πλοκής,
και καθώς προσπαθεί να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα που δημιουργεί αυτή η
αντίστιξη γεγονότων.
Έχουμε λοιπόν το μαύρο έχουμε
και το άσπρο, θα λέγαμε με χοντροκομμένο τρόπο τους κακούς και τους καλούς,
όπου βέβαια και οι «καλοί» φτάνουν στα άκρα, όπως άλλωστε συμβαίνει συνήθως στα
νουάρ … Μέσα όμως στο πλήθος αυτών των κεντρικών ηρώων, κινούνται κι άλλοι,
δευτερεύοντες χαρακτήρες, που βρίσκονται στο ενδιάμεσο, και κοινωνικά και ιδεολογικά.
Η τριτοπρόσωπη γραφή του παντογνώστη αφηγητή διεισδύει πολλές φορές αβίαστα και
στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων, στις σκέψεις τους, επιτρέποντας στον αναγνώστη
να σχηματίσει σταδιακά μια σύνθετη εικόνα με διασταυρούμενες αναπάντεχες
σχέσεις. Οι σχέσεις αυτές μετασχηματίζονται, ωριμάζουν, διαβρώνονται,
διαλύονται, μετεξελίσσονται. Και βέβαια εξελίσσονται και οι σχέσεις ανάμεσα
στους ίδιους τους συνέταιρους, αποκαλύπτοντας αντιθέσεις, αγεφύρωτα χάσματα
και…. βεβαίως βεβαίως διαφορετικά συμφέροντα! Έτσι, γρήγορα ο αναγνώστης
αρχίζει να ψάχνει τον/τους δολοφόνο/ους ανάμεσα
στους συνεργάτες του Γρηγόρη Μπέη.
Δεν είναι σκόπιμο φυσικά να
αποκαλυφθεί εδώ ποιος είναι… ο δολοφόνος. Σιγά σιγά, άλλωστε, αποκαλύπτεται ότι σε βάθος
χρόνου υπήρξαν κι άλλα εγκλήματα που
δεν είχαν έρθει στο φως. Η σύνθετη εικόνα που λέγαμε συμπληρώνεται με κινημτογραφική ταχύτητα μέχρι τις
τελευταίες σελίδες, δίνοντας μια όχι και τόσο απλή λύση, ωστόσο αξιοπρεπή και
αληθοφανή.
Αλλά «Τα μωρά της Αθηνάς» δεν είναι από τα αστυνομικά που το
ενδιαφέρον εξαντλείται στο ποιος είναι ο δολοφόνος και πώς θα αποκαλυφθεί (που
σημειωτέον δεν πρέπει να τον βρει μόνο ο αναγνώστης αλλά και ο… ντετέκτιβ, ο
Πέτρος Ριβέρης!). Το έγκλημα που διαπράττεται
είναι πρώτιστα οικονομικό, δηλαδή και κοινωνικό και πολιτικό, και περιγράφει σε
μικρογραφία το αντίστοιχο έγκλημα που χαρακτηρίζει την εποχή μας σε παγκόσμια
κλίμακα. Το κύκλωμα του Γρηγόρη Μπέη επενδύει τις δραστηριότητές του με έναν
ιδεολογικό μανδύα «σωτηρίας» εκβιάζοντας ουσιαστικά και εκμεταλλευόμενο τις
ανάγκες των ανθρώπων- θυμάτων της κρίσης και των μνημονίων (μας θυμίζει
τίποτα;). Η γλώσσα με την οποία παρουσιάζουν οι συνέταιροι το πρόγραμμά τους
στους «ωφελούμενους», η γλώσσα της
εξουσίας, είναι τρομακτική: «Μπαίνουμε
σε μια νέα εποχή», «πρέπει να
αντιμετωπίσουμε τις νέες προκλήσεις», «η
επιχειρηματικότητα μπαίνει σε νέα βάση» είναι τα συνήθη μπλα μπλα. Άλλωστε,
στη «σπουδαία αυτή επένδυση» απασχολείται κόσμος, ενώ ο Μπέης έσωσε πολλές επιχειρήσεις από λουκέτο. Ή
: Τα πακέτα ζωής αποτελούν μια καινοτομική υπηρεσία που σχεδιάστηκε
σήμερα για να καλύψει τις ανάγκες του μέλλοντος. Βασικός σκοπός τους είναι να
ενισχύσουν τη θέση της κοινωνικής δικτύωσης στην τοπική ανάπτυξη, δημιουργώντας θετικές συνθήκες αλληλεπίδρασης
ανάμεσα σε δρώντες διαφορετικών καταβολών. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα διευκολύνουν
τους άριστους (!). Είναι αυτή η
ίδια αντίληψη περί «δικαιοσύνης» που
αναφέρεται πιο λαϊκά και πιο κυνικά από τον Χρυσοστόμου: «Κάθε χρησιμότητα που λαμβάνει το άτομο να συνδέεται άμεσα και γραμμικά
με τον χρόνο που παρέχει για να το αποκτήσει. Πρόκειται για την πλέον δίκαιη
θεωρία κατανομής πόρων και των αγαθών μεταξύ των ανθρώπων. Ό, τι δίνεις
παίρνεις»! Όσοι ωφελούνται λοιπόν, πρέπει να παρέχουν «εγγυήσεις» που
ονομάζεται «κοινωνική συνεισφορά» (στη γλώσσα της εξουσίας «ευελιξία», που
είναι μια «δυναμική διαδικασία»), πουλώντας στην ουσία χρόνο, ενώ οι συμβάσεις
όχι μόνο παύουν να είναι αορίστου χρόνου αλλά όσοι αγοράζουν πακέτο δεν θα έχουν δικαίωμα για συμμετοχή σε κάποια
πολιτική παράταξη ή κόμμα!
Ο αντίλογος στο σατανικό αυτό
καπιταλιστικό εγχείρημα δεν προέρχεται
μόνο από την επαναστατική ομάδα. Επιχειρήματα αμφισβήτησης που φτάνουν
μέχρι την οργή διατυπώνονται διάσπαρτα από διάφορους λίγο ως πολύ
εμπλεκόμενους, ιδιαίτερα όταν τα πράγματα αρχίζουν να αγριεύουν (απροκάλυπτα
παρακολουθούν νέους υποψήφιους στο διαδίκτυο, απειλούν με απολύσεις όσες
εταιρίες φέρνουν αντιρρήσεις κλπ). Ο καθένας από τη δική του οπτική γωνία, π.χ.
ο Αραμπατζίδης, ιδιοκτήτης της εταιρίας που αρνήθηκε την αφομοίωση, εξηγεί πώς
και γιατί οι όροι για να μπουν στην Green Sea Network ήταν
δυσβάσταχτοι και από οικονομικής και από ανθρωπιστικής πλευράς, ενώ η κυρά
Ρηνιώ, η μάνα του Καράτσαλη παραπονιέται που ο Μπέης δεν κράτησε στη δουλειά
μια γνωστή της γιατί αρνήθηκε να
μετατραπεί η σύμβασή της από ιδιωτικού αορίστου χρόνου σε σύμβαση έργου.
Ακόμα και ο συνεργάτης του Μπέη, ο δικηγόρος Δραγουμάνος αποστασιοποιείται κάποια στιγμή,
λέγοντας ότι θα συμβάλλουν στο να θεμελιωθούν
οι προϋποθέσεις για μια κοινωνία δούλων.
Την πιο εμπεριστατωμένη
ωστόσο αντίθεση, που αναπτύσσεται διαλεκτικά και ολοκληρωμένα, προβάλλουν οι
συνειδητοποιημένοι νεαροί. Μορφωμένοι αλλά και υποψιασμένοι-με όραμα να
φτιάξουν έναν δημοκρατικό κοινωνικό συνεταιρισμό (βιβλιοπωλείο και κόμβο εναλλακτικής
ηλεκτρονικής πληροφόρησης)- απέκτησαν πρόσβαση στα αρχεία της Green Sea Network και κατάλαβαν
γρήγορα ότι είχαν να κάνουν με μια
τράπεζα χρόνου, όχι από μια συνεταιριστική οπτική, αλλά από την εντελώς
καπιταλιστική της πλευρά. Βασικά ο Στέφανος, που είναι και οικονομολόγος, το
διατύπωσε πιο εύστοχα: πρόκειται για μαύρη
αγορά χρόνου. Καθώς συμπληρώνουν κι αυτοί το δικό τους παζλ με τα στοιχεία
που συλλέγουν, καταλήγουν σε απίστευτα συμπεράσματα που συνοψίζονται σε
ολοκληρωμένο κείμενο που συνέταξε ο Στέφανος: Η ομάδα πακέτων ζωής συνιστά χαρακτηριστικό δείγμα σύγχρονων
κοτζαμπάσηδων, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι τις τρέχουσες ιστορικές συνθήκες
δημιούργησαν αυτό το αίσχος, στοχεύοντας στην πρόσθετη αύξηση του υπέρογκου
πλούτου τους, εις βάρος των πολλών… Πόσο πιο ξεκάθαρα να εξηγήσει κανείς
την υπεραξία που παράγεται από ανθρώπους που, λόγω ανάγκης, πουλάνε όσο όσο τον χρόνο τους, και με
οποιοδήποτε τίμημα; Όπως λέει (ή μάλλον σκέφτεται) και η Μαριλένα, την εξόργιζε ότι στόχος ήταν η γενιά της και
οι ερχόμενες γενιές, στο όνομα μιας
χρεοκοπημένης αντίληψης για την ανάπτυξη, που απλούστατα ήθελε να κάνει τους
πλούσιους πλουσιότερου και τους φτωχούς φτωχότερους.
Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι το
βιβλίο αυτό, χωρίς να υστερεί σε τίποτα από τα αστυνομικά όσο αφορά τη
δαιδαλώδη πλοκή, το μυστήριο, τους γρήγορους και έξυπνους διαλόγους, αποτελεί κι
ένα πολύπλευρο σχόλιο-καταπέλτη απέναντι στο σύστημα, την κρίση, το σύγχρονο
κατεστημένο. Μάλιστα προχωρά ακόμα πιο βαθιά στα αίτια του κοτζαμπασισμού, δια
στόματος του πατέρα Μπέη, του Αραμπατζίδη, που ανήκουν στην
προηγούμενη γενιά, τη «γενιά της αλλαγής». Ο πρώην βουλευτής Κώστας Μπέης,
πατέρας του θύματος, έχει την άνεση να παραδεχτεί ότι η γενιά του έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη για τη σημερινή
κατάσταση. Ήταν την εποχή μετά τη μεταπολίτευση, όπου η πολιτική ήταν ο πλέον δυναμικός κλάδος της αγοράς. Ενώ ο ίδιος,
μαζί με όλους τους δικούς του, ξεκίνησε με όνειρα να καταπολεμηθεί ο ενδημικός
κοτζαμπασισμός, σύντομα αντιλήφθηκε ότι είχε
να κάνει με τσανακογλύφτες και προύχοντες, που επεδίωκαν να δημιουργήσουν τις
δικές τους συμμορίες, με στόχο τη νομή του κράτους και των παραδομών του. Παραδέχεται
ότι αφομοιώθηκε, συνήθισε, «τα είχε κι αυτός μέσα του», όπως λέει
χαρακτηριστικά. Η εξουσία ενδιαφέρεται για τη συντήρησή της, καταλήγει κυνικά,
εξοργίζοντας τον Ριβέρη που ανταπαντά: Υπάρχει
και η κοινωνία, η οποία έχει τις δικές της ανάγκες (…) η κοινωνία σάς δίνει την υπεραξία της και σεις τη μοιράζεστε μεταξύ
σας. Αφού κοινωνικοποιήσετε τις ζημιές και ιδιωτικοποιήσετε τα κέρδη.
…γιατί μέσα σ’ όλο αυτό το
πλήθος των ηρώων, ξεχωρίζει φυσικά ως κεντρικός ο ντετέκτιβ, και, όπως συνήθως
συμβαίνει στα αστυνομικά/νουάρ, ο Πέτρος Ριβέρης φαίνεται να απηχεί ως alter ego την
οπτική του συγγραφέα. Εραστής κι αυτός της λογοτεχνίας, καθοδηγείται από μια
φράση και μια αφίσα του Τσίρκα σε μια βασική αποκάλυψη… Πέρα όμως από την ιδεολογική συγκρότηση, ο
συγγραφέας μόνο σ’ αυτόν παρουσιάζει και πιο ανάγλυφα τον βαθύτερο συναισθηματικό
κόσμο, σε τρία σύντομα ιντερμέτζο («γονότυπο κάτοπτρο», «φαινότυπο κάτοπτρο», «ορμέμφυτο
κάτοπτρο»). Λυρικά και μελαγχολικά, διαπερνούν την τραγωδία της ζωής του
ανοίγοντας έναν εσωτερικό διάλογο με τη χώρα του υποσυνείδητου και φτάνοντας
από την έσχατη απώλεια στην ωρίμανση.
Τέλος, δεν μπορώ να μην
αναφερθώ στο σκοτεινό τίτλο του βιβλίου, στα «Μωρά της Αθηνάς», που είναι και
οι πραγματικοί πρωταγωνιστές. Πρόκειται για τη γενιά αυτή των μορφωμένων και
ανέργων, που γεννήθηκαν μέσα στην πλαστή ευημερία με όνειρα και προοπτικές, για
να αντικρίσουν ένα κόσμο- φυλακή, πόρτες κλειστές και ελευθερία ανάπηρη. Είναι
τα παιδιά της αντίστασης, της σοφίας, της γνώσης, απ’ όπου αφήνεται ένα
παραθυράκι ότι θα έρθει η ελπίδα και για τα οποία ο Ιωαννίδης γράφει ένα ποίημα
που έντεχνα εντάσσεται στη μέση του βιβλίου. Ένα ποίημα που τελειώνει με την
πετυχημένη παράφραση του ποιήματος του Σεφέρη:
εμείς
που μάθαμε να χάνουμε θα σας διδάξουμε στη μάχη
Χριστίνα Παπαγγελή