Κυριακή, Σεπτεμβρίου 18, 2016

Έλληνες όμηροι σε Βουλγαρικά τάγματα εργασίας (1917-18 και 1941-1944)- Το ημερολόγιο του Θωμά Κηροποιού και άλλες μαρτυρίες, Αλεξάνδρα Γ. Μάλαμμα

Μέσα στο γενικότερο κλίμα της αξιοποίησης της προφορικής μαρτυρίας ως ιστορικής πηγής, η φιλόλογος Αλεξάνδρα Μάλαμμα συγκέντρωσε και εξέδωσε μαρτυρίες γύρω από το θέμα της καταναγκαστικής εργασίας στην οποία υποβλήθηκαν οι άντρες πολίτες της Αλιστράτης και της Πρώτης Σερρών από τους Βούλγαρους, κατά τις περιόδους 1917-18 (Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος) και 1941-44 (Β΄ Παγκόσμιος). Η πολύ προσεγμένη έκδοση που ανέλαβε η εφημερίδα «Τα Νέα του Δήμου Πρώτης» περιλαμβάνει και το ιστορικό πλαίσιο κάθε περιόδου, πλούσια βιβλιογραφία και αναφορές φιλολογικές που βοηθούν πολύ ακόμα και τον αναγνώστη που γνωρίζει τα ιστορικά γεγονότα.
«Ντουρντουβάκια» ή «τρουντοβάκοι» (παραφθορά από τη βουλγάρικη ονομασία «τρούντο- βάτσι» = εργάτες) ονομάστηκαν  όσοι υπέστησαν τις οδυνηρές αυτές αιχμαλωσίες (εκ των υστέρων όσο αφορά την πρώτη περίοδο), αν και υπήρχαν ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στις δυο γενιές: οι πρώτοι (1917-18) ήταν όμηροι των Βουλγάρων την εποχή του εθνικού διχασμού, όταν ακόμη δεν είχε ξεκαθαρίσει η θέση των Ελλήνων υπέρ της Αντάντ, κι όταν δόθηκε «άδεια» από τη φιλοβασιλική κυβέρνηση των Αθηνών σε γερμανοβουλγαρικά στρατεύματα να εισέλθουν στο οχυρό Ρούπελ στην Ανατολική Μακεδονία. Στα πλαίσια της στρατηγικής του βίαιου εκβουλγαρισμού που ακολούθησε την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, οι όμηροι καταδικάστηκαν σε καταναγκαστικά έργα πολύ σκληρά, η αιχμαλωσία τους δεν είχε ημερομηνία λήξης και οι συνθήκες στα τάγματα αυτά ήταν πιο άγριες, πιο απάνθρωπες, πολλοί δε απ’ αυτούς δεν επέστρεψαν ποτέ. Τα «ντουρντουβάκια» της δεύτερης περιόδου (1944-45) ήταν  εργάτες σε τάγματα εργασίας («τρούντοβι βόιτσκι») που ιδρύθηκαν από το 1920 όπου υπηρετούσαν αρχικά όσοι (Βούλγαροι και μη) ήταν σε δυσμένεια.
Η βασική και πιο άμεση μαρτυρία του βιβλίου είναι το ημερολόγιο του Πρωταίου Θωμά του Κηροποιού (επώνυμο που προέκυψε από το επάγγελμά του), γεννημένου το 1889. Ήταν δηλαδή 27-28 χρονών όταν οδηγήθηκε με πολλές περιπέτειες από την Πρώτη Σερρών στην Σούμλα κι από κει στο Καρναπάτ, όπου η ιδική μου τύχη ήτο δώ να γραφώ, όπως λέει ο ίδιος. Εργάστηκε στη σιδηροδρομική γραμμή Σούμλα Καρναπάτ, μέχρι την ήττα και την υποχώρηση των Βουλγάρων (χειμώνας 1918), οπότε διέφυγε και κρφτηκε στο Ιστίπ μαζί με κάποιον σύντροφό του. Μιλά για το «φοβερό ξύλο» των Βουλγάρων , τις ασθένειες, το κρύο, το ανύπαρκτο φαγητό, τη ζωή στο βουνό˙ διεξοδικά αλλά χωρίς πολλά σχόλια (η θέσις μας ήτο είδος θηρίων, άνιπτοι, δίχως αλλαγήν φορεμάτων, τα παράσιτα τα είχαμε πάρα πολλά). Καταθέτει απλά και τις αγριότητες κάποιων Βουλγάρων (π.χ. του Κάλφωφ) αλλά και τη φιλική συμπεριφορά κάποιων άλλων. Όπως επισημαίνει και η επιμελήτρια του βιβλίου, ο λόγος του είναι απλός, λιτός με ιδιωματισμούς, χωρίς πολλές επεξηγήσεις και λογοτεχνισμούς. Απευθύνεται σε ανθρώπους που ξέρουν πάνω κάτω τα γεγονότα. Η γλώσσα είναι καθαρεύουσα, δείγμα κάποιου μορφωτικού επιπέδου του συγγραφέα, αλλά το ύφος είναι λαϊκό.
Ακολουθούν κι άλλες ενδιαφέρουσες υπομνηματισμένες μαρτυρίες για την ομηρία των χρόνων 1917-18, άμεσες ή έμμεσες, που συμπληρώνουν το παζλ αυτής της μη τόσο γνωστής πλευράς της Ιστορίας.
Η δεύτερη ενότητα του βιβλίου είναι αφιερωμένη στους «τρουντοβάκους» του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου[1], με ιστορικά στοιχεία, συνεντεύξεις και αφηγήσεις άμεσες και έμμεσες μαρτύρων που έζησαν ανάμεσά μας ή ζουν ακόμη.
Η άμεση μαρτυρία -συνέντευξη του Πρωταίου Κωνσταντίνου Πραβίτα («ντουρντουβάκι» το 1942 με 40 ακόμα χωριανούς από Αλιστράτη, Καλλιθέα, Περιχώρα) εντυπωσιάζει γιατί, πέραν των δύσκολων συνθηκών που περιγράφει παραστατικά, αναφέρεται σ ένα φωτισμένο έφεδρο υπολοχαγό Βούλγαρο, τόσο φιλικό που τον αποκαλούσαν «Χριστό», και μάλιστα μετά τον πόλεμο τον γύρευαν για να τον… ευχαριστήσουν! (Ήταν όμως φυσικά η εξαίρεση, στον άλλο λόχο οι εργάτες υπέφεραν). Ο Πραβίτας βλέπει με τόσο καθαρή και χωρίς εθνικισμούς ματιά, που δεν διστάζει να καταγγείλει αντίστοιχη συμπεριφορά Έλληνα που ήταν άθλια.
Περιστατικά αγωνίας, κινδύνου αλλά και ανθρωπιάς περιγράφουν και οι άλλοι αφηγητές μεταφέροντας την ατμόσφαιρα ανασφάλειας, πείνας, σκληρής εργασίας στην ευρύτερη περιοχή Αλιστράτης- Ζίχνης- Πρώτης, όπως την αποτυχημένη προσπάθεια κάποιων χωριανών να περάσουν στη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα με συνέπεια τον εκτοπισμό τους στο Ορέχοβο και την υποβολή σε σκληρά καταναγκαστικά έργα (ανάμεσά τους ο πατέρας της φίλης μου Μαρίας, Σταύρος Ευδωρίδης), τις αναμνήσεις από τη βουλγαρική κατοχή και την αντίσταση (αντάρτικο) στα χωριά αυτά με σκληρό τίμημα την εκτέλεση 9 παλληκαριών, άγριες τιμωρίες και ξυλοδαρμούς με σκοπό πάντα τον εκβουλγαρισμό των κατοίκων.
Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο που όχι μόνο διασώζει το συγκινησιακό στοιχείο των αφηγήσεων, αλλά συμπληρώνει τα κενά με επιστημονική τεκμηρίωση, νιώθει κανείς την αξία  της τοπικής ιστορίας˙ της ιστορίας όπου τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν/σαν είναι (ή ήταν) ανάμεσά μας, διαμορφώνουν/σαν την εξέλιξη των γεγονότων και αποτελούν μια χρωματιστή ψηφίδα στο μεγάλο παζλ της Ιστορίας -με γιωτα κεφαλαίο.
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Είναι γνωστό ότι η κατεχόμενη Ελλάδα είχε «τριπλή κατοχή» από τις δυνάμεις του άξονα. Στην Πρώτη Σερρών οι Βούλγαροι μπήκαν ως κατακτητές την Κυριακή των Βαΐων του 1941, αναζωογονώντας τις προσπάθειες εκβουλγαρισμού και προσάρτησης των περιοχών του «καζά της Ζίχνης»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου