Τρίτη, Μαρτίου 08, 2016

Επικίνδυνος οίκτος, Στέφαν Τσβάιχ

Υπάρχουν δυο είδη οίκτου. Ο ένας, ο αδύναμος κι αισθηματικός, δεν είναι, στην πραγματικότητα, παρά η ανυπομονησία της καρδιάς να διώξει, όσο γίνεται γρηγορότερα, τη θλίψη που νιώθει μπρος στη δυστυχία του άλλου: αυτός δεν είναι αληθινός οίκτος, αλλά μια ενστικτώδης υπεράσπιση της ψυχής από την ξένη δυστυχία. Ο άλλος, ο μόνος που αξίζει, δεν είναι αισθηματολογία, μα δημιουργικός οίκτος, που ξέρει τι θέλει, κι είναι αποφασισμένος να υποστεί με υπομονή κι επιμονή το καθετί, ως τα έσχατα όρια της ανθρώπινης αντοχής κι ακόμα πιο πέρα.

Κλασικό αλλά πολύ συναρπαστικό το μοναδικό μυθιστόρημα του Αυστριακού λογοτέχνη[1]. Όπως επισημαίνεται και στο εσώφυλλο, το έργο του αναδεικνύει το «ενδιαφέρον του για μια ψυχολογία του βάθους», κάτι όχι παράξενο την εποχή που γράφτηκε το έργο (1938), όπου μεσουρανούσε η προσωπικότητα του Σ. Φρόυντ. Το γράψιμο που χαρακτηρίζω «κλασικό» άλλωστε, θυμίζει και τον άλλον, σύγχρονό του Αυστριακό συγγραφέα, (του οποίου τον επικήδειο εκφώνησε ο Τσβάιχ, όπως και του Φρόυντ), τον νοσταλγό του αυτοκρατορικού καθεστώτος και πολέμιο του ναζισμού, Γιόζεφ Ροτ.
Η γραφή του Τσβάιχ  διατηρεί τέλεια ισορροπία ανάμεσα στο περιττό και το ελλιπές˙ το ύφος είναι μεστό, περιεκτικό, χωρίς διάκενα αλλά και χωρίς φλυαρίες. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η αφήγηση προχωρά «κατά το εικός και αναγκαίον», αβίαστα και χωρίς εκπλήξεις, αλλά με διεισδυτικότητα που διεγείρει το ενδιαφέρον. Κι όλα αυτά, όταν το θέμα του είναι ένα δύσκολο συναίσθημα, ο οίκτος. Ο οίκτος, που στην περίπτωση του πρωταγωνιστή εμφανίζεται στην πρώτη του μορφή (έτσι όπως διακρίνει τα είδη ο συγγραφέας στο motto που προηγήθηκε), κι αυτό είναι φανερό και από το ότι η ακριβής μετάφραση του τίτλου είναι «Ανυπομονησία της καρδιάς» (δηλαδή να απαλλαγεί από το δύσκολο συναίσθημα του οίκτου) κι όχι «επικίνδυνος οίκτος». Με τον πρώτο τίτλο πρωτοκυκλοφόρησε άλλωστε και στην Ελλάδα, πάλι στην έξοχη μετάφραση της Μιμίκας Κρανάκη.
Όλο το μυθιστόρημα αποτελεί την εγκιβωτισμένη[2] -σε α΄ενικό- αφήγηση του νεαρού υπίλαρχου Άντον Χοφμίλλερ, παρασημοφορεμένου στον πόλεμο με το παράσημο της Μαρίας Θηρεσίας,  σε κάποιον συνάδελφό του αξιωματικό. Ο Χοφμίλλερ εξηγεί στον συνομιλητή του ότι πίσω απ’ αυτό το παράσημο κρύβεται κάποιος άνθρωπος διόλου ηρωικός, μάλιστα θετικά δειλός, ένας απ’ αυτούς που όρμησαν τόσο άγρια στον πόλεμο μόνο και μόνο επειδή θα τους έβγαζε από μια δύσκολη θέση, περισσότερο λιποτάκτες μπροστά στην ατομική τους ευθύνη, παρά ήρωες των καθηκόντων τους.
Και… έχει δίκιο! Ο Τσβάιχ ψυχογραφεί έναν «αντι- ήρωα», έναν ευαίσθητο χαρακτήρα που δεν μπορεί όμως να χειριστεί τα αντιφατικά του συναισθήματα… Μια «ολέθρια αδεξιότητα» (μια αγένεια ολωσδιόλου ανεύθυνη, μια «γκάφα», όπως λεν οι Γάλλοι) τον έχει παγιδεύσει ανεπίστρεπτα, τον μπλέκει σταδιακά όλο και πιο βαθιά σ ένα λαβύρινθο ενοχών και οίκτου, απ’ όπου δεν μπορεί να ξεφύγει! Και να ποιο είναι αυτό το αθέλητο ολίσθημα, η αρχή των δεινών:  Καλεσμένος στον χορό που διοργανώνει ο πιο πλούσιος άνθρωπος τη περιφέρειας, ο Κύριος Λάγιος Φον Κεκεσφάλβα, ζητά από την κόρη του να χορέψει, μη παρατηρώντας ότι εκείνη είναι παράλυτη από τη μέση και κάτω! Αυτό είναι το μοιραίο επεισόδιο απ όπου ξεκίνησαν όλα…
Γιατί η συνέχεια είναι μια αλυσίδα από προσπάθειες «διόρθωσης» του κακού στις καθημερινές επισκέψεις του αξιωματικού, που τροφοδοτούν όμως αλλεπάλληλα καινούρια συναισθήματα, όπως τρυφερότητα (αναγκαστικά, στη μυστική χημεία των συναισθημάτων, ο οίκτος για έναν άρρωστο δένεται ασυναίσθητα με την τρυφερότητα), ευγνωμοσύνη, ντροπή, ενθουσιασμό, συγχώρεση, κολακεία, εκβιαστική δέσμευση, εξαπάτηση, εξομολογήσεις και καπρίτσια, ενώ δεν μπορεί να είναι αμέτοχη και η κοινωνία της μικρής κωμόπολης στην εύνοια που δείχνει ο άρχοντας της περιοχής στον νεαρό υπίλαρχο. Τα κουτσομπολιά πάνε κι έρχονται κι ο αφελής, καλοπροαίρετος αφηγητής/πρωταγωνιστής που, όπως ο ίδιος παραδέχεται, διακατέχεται από «παραλυσία της θέλησης», σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορεί να διακρίνει τις πραγματικές προθέσεις των συνανθρώπων του.
Όπως δεν μπόρεσε όχι μόνο να προβλέψει, αλλά να διακρίνει καν, το μοιραίο συναίσθημα, το πιο ανεξέλεγκτο απ όλα, τον τρελό έρωτα της κοπέλας προς το πρόσωπό του, δυστυχώς μονόπλευρο (ποτέ δε θα μου περνούσε απ’ το μυαλό πως αυτό το άρρωστο, το σακάτικο πλάσμα, μπορούσε ν’ αγαπήσει, να ποθεί με τον συνειδητό, τον αισθησιακό έρωτα μιας σωστής γυναίκας). Το ζήτημα περιπλέκεται όταν η δυσφορία του νεαρού γίνεται ανυπόφορη (υπήρχε κι ένα άλλο, ίσως ακόμα τρομερότερο μαρτύριο από το ν αγαπάς δίχως ανταπόκριση: το ν’ αγαπιέσαι δίχως να το θέλεις, και να μην μπορείς να ξεφύγεις απ’ αυτό το ενοχλητικό πάθος˙ να βλέπεις δίπλα σου ένα πλάσμα να λειώνει απ’ τη φωτιά του πόθου και να μην μπορείς να γιατρέψεις τους πόνους του). Πατέρας και προσωπικός γιατρός πέφτουν πάνω του για να σώσουν την απελπισμένη κοπέλα, ενώ εκείνος, το θύμα του οίκτου ζητά να λιποτακτήσει γεμάτος ντροπή (τι ωραία, τι ανθρωπιστική ιδέα, να πετάξει κανείς κατάμουτρα σε μιαν άρρωστη, σε μια παράλυτη: «μη φανταστείς, για όνομα του θεού, πως μπορείς και συ ν’ αγαπήσεις!»).
Η υπόθεση έχει όλα τα χαρακτηριστικά τραγωδίας, με έντονες εσωτερικές συγκρούσεις των τριών κύριων προσώπων (Άντον, Έντιθ, πατέρα Κεκεσφάλβα: περιπέτεια (μεταβολή της τύχης), τραγικές ειρωνείες, παρέκβαση, συγκρούσεις, δέση-κάθαρση-λύση. Τραγικός είναι ο πατέρας που μετέρχεται όλων των μέσων και φυσικά δίνει ό,τι έχει και δεν έχει, υπερβαίνοντας και ταπεινώνοντας τον εαυτό του για να δώσει σταγόνες ζωής και ελπίδας στην κόρη. Σε τραγική θέση είναι και ο Άντον, που όπως είπαμε δεν μπορεί να διαχειριστεί τα πρωτόγνωρα συναισθήματα της γοητείας, της κολακείας, της συμπάθειας, της γενναιόδωρης προφοράς αλλά κυρίως της λεπτής ηδονής του οίκτου (μια παράξενη μεταβολή άρχισε μέσα μου, μόλις ανακάλυψα πως αυτός ο οίκτος ήταν μια δύναμη που δεν μεθούσε ευχάριστα μόνο εμένα, μα έκανε καλό και στους άλλους. Απ’ τον καιρό που ένιωσα μέσα μου αυτό το αίσθημα του οίκτου, μου φάνηκε πως μια νέα τοξίνη είχα μπει στο αίμα μου και το’ κανε γοργότερο, θερμότερο, πιο κόκκινο, πιο ορμητικό και ζωηρό. (…) Σαν να χε ξυπνήσει μέσα μου, σ αυτό το πρώτο αντίκρισμα της ξένης δυστυχίας, ένα βλέμμα οξύτερο, πιο έμπειρο, άρχισα να παρατηρώ παντού διάφορες λεπτομέρειες που μ’ ενδιέφεραν, που μ’ ενθουσίαζαν, που με συγκινούσαν).  Το πλέον τραγικό πρόσωπο όμως είναι η παράλυτη Έντιθ, μια πανέξυπνη και χαρισματική κοπέλα, η μονάκριβη κόρη του χήρου Κεκεσφάλβα, η οποία βασανίζεται από την ελπίδα της ίασης, τη λαχτάρα για ζωή και αγάπη, την αλήθεια των γιατρών, και την «υποκρισία», ή έστω τον ειλικρινή οίκτο των άλλων.
Ο «οίκτος» κυριολεκτικά ανατέμνεται από τον συγγραφέα, στις πολλές εκφάνσεις του, είτε από τη μεριά αυτού που τη νιώθει, είτε αυτού που την δέχεται. Ο Άντον φτάνει στα όρια, έχει καταστρέψει τα νεύρα του και δεν διστάζει να καταστρέψει και τη ζωή του «μ αυτή την καταραμένη συμπόνια», ενώ απ’ την άλλη ξέρει ότι αξίζει πραγματικά τον κόπο ν’ αφοσιωθείς σε κάποιον μ’ όλη σου τη δύναμη, κι απάνω από τη δύναμή σου μάλιστα. Τότε όλες οι θυσίες θα’ ναι λογικές, ακόμα κι ένα ψέμα, που κάνει τον άλλον ευτυχισμένο, έχει μεγαλύτερη σημασία απ’ όλες τις αλήθειες του κόσμου. Η ανυπομονησία της καρδιάς του να απαλλαγεί απ’ αυτή τη μέγγενη, δικαιώνει τον αρχικό τίτλο, ενώ ενσαρκωτής του «δημιουργικού» οίκτου, του οίκτου δηλαδή που δεν είναι εγκληματική αδυναμία -σύμφωνα με τη διάκριση του συγγραφέα στο motto- είναι ο γιατρός Κόντορ.
Τέλος, ο Στέφαν Τσβάιχ, σαν γνήσιο παιδί της αυστριακής κοινωνίας της εποχής (λίγο πριν ξεσπάσει ο α΄παγκόσμιος πόλεμος), μας μεταφέρει έμμεσα τον κυρίαρχο ρόλο της στρατιωτικής ζωής και της επιρροής που ασκούσαν «πεφωτισμένοι» αξιωματούχοι στους νεαρούς δόκιμους (όποιος έχει μεγαλώσει μέσα στη στρατιωτική πειθαρχία υποχωρεί στην ψύχωση μιας διαταγής όπως σε μιαν ακατανόητη δύναμη. Όταν φοράει τη στολή του, εκτελεί τη διαταγή σχεδόν ασυνείδητα, δίχως αντίσταση, σαν υπνωτισμένος, ακόμα κι αν είναι παράλογη). Η κατάρρευση της Αυστρίας είναι η αφορμή για να αυτοκτονήσει ο «τίμιος» και «αντρίκειος» Μπούμπατσικ, ενώ το ίδιο ηρωικό ιδεώδες καταρρίπτεται από την ηθική δειλία του Άντον, γιατί όπως λέει χρόνια αργότερα, το θεωρούσα σαν μια δίκαιη ανταπόδοση να γίνω ανάπηρος, αδύνατος, λεία του οίκτου του άλλου, γιατί ο δικός μου στάθηκε δειλός και τιποτένιος.
Χριστίνα Παπαγγελή

Υ.Γ. Ας ξαναθυμηθούμε και την σχετική ανάρτηση της anagnostria



[1] πιο πολύ ασχολήθηκε με το θέατρο και τις μυθιστορηματικές βιογραφίες, ενώ έγραψε και ποίηση, νουβέλες κι έκανε πολλές μεταφράσεις
[2] για να μιλήσουμε και λίγο φιλολογικά, δεν μπορεί κανείς να μη θαυμάσει την τέχνη εγκιβωτισμού του Στέφαν Τσβάιχ… ο οποίος φτάνει αυτήν την τεχνική σε επίπεδα τελειότητας, δίνοντας με αριστοτενικό τρόπο, παράλληλα με την κυρίως ιστορία, γλαφυρές αφηγήσεις τρίτων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου