Πρόκειται
για δυο νουβέλες, με τίτλους «Αυτοκατασπάραξη» και «Η μνήμη του δέρματος», που
έχουν η καθεμιά τους μια πολύ ιδιαίτερη ιστορία να αφηγηθούν. Κοινό
χαρακτηριστικό η αυτο- ανάλυση και το αργόσυρτο, επιβραδυντικό γράψιμο σε σχέση
με τον πραγματικό χρόνο. Επειδή το διάβασα αμέσως μετά το «Ημερολόγιο του
χειμώνα», όπου η φιλοδοξία του συγγραφέα (Paul Auster) ήταν να
αποδώσει ένα «ημερολόγιο του σώματος», θα έλεγα ότι ο Γκρόσμαν
εδώ έδωσε, ως προς αυτό, πολύ πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα: από την πένα του
συγγραφέα θαρρείς δεν ξεφεύγει η παραμικρή σωματική αντίδραση στο ελάχιστο
ερέθισμα. Ο αναγνώστης μπορεί να κουράζεται ενίοτε από την επιβράδυνση της πλοκής,
αλλά από την άλλη νιώθει ότι πλουτίζει όταν συνειδητοποιεί την ποικιλία των
«σημάτων» που στέλνει το σώμα, που συνήθως στην καθημερινότητα τα προσπερνά
αδιάφορος ή τα βλέπει ισοπεδωτικά (π.χ.: οι
κόρες των ματιών του ανυψώθηκαν σαν να τραβιούνταν με σπάγκο από μέσα του/η γρήγορη φωνή του, ακόμα κι όταν τον
ξυπνούν, «αλό» ήταν χαμηλή, διεισδυτική. Εκείνη πέτρωσε. Εκείνος σώπασε για μια
μακριά στιγμή, δεν ανέπνεε, την περιτύλιξε με βαθιά και συμπυκνωμένη σιωπή και
μετά είπε πάλι «αλό», εντελώς διαφορετικό, σχεδόν ηττοπαθές (…) στάθηκε με τα γόνατά της να τρέμουν κλπ.
κλπ).
Το
ύφος και στα δύο είναι διεισδυτικό, μελαγχολικό, ποιητικό, νοσταλγικό…
Η μνήμη του δέρματος
Μέσα
της αφυπνίζεται ένας γνώριμος φόβος, ένας φόβος ζωής και θανάτου,
διότι
ποιος ξέρει πόσο βαθιά μπορεί κανείς να φτάσει μ ένα άγγιγμα,
μέχρι
μέρη που είναι εντελώς ανήμπορα και που δεν έχουν καν ονόματα
Θα
μπορούσαμε λοιπόν να ισχυριστούμε ότι πρωταγωνιστεί το σώμα, ιδιαίτερα στη συγκεκριμένη νουβέλα, όπου μάλιστα η μία από
τις πρωταγωνίστριες η Νίλι, ήταν στα νιάτα της δασκάλα γιόγκα˙ γνωρίζει
επομένως καλά τη γλώσσα του σώματος, ίσως καλύτερα κι από την φυσιολογική
ομιλία (εγώ έτσι αντιλαμβάνομαι τα
πράγματα, όλα σε μένα είναι διαίσθηση, εξηγεί, (…) η αλήθεια είναι πως δεν έχω και τόσο μυαλό για αφηρημένα πράγματα, και
γενικά, είμαι πολύ αδύνατη στις θεωρίες). Η ψυχική περίσταση που
παρουσιάζεται εδώ είναι πολύ ιδιαίτερη, και αντίστοιχα πολύ πρωτότυπη είναι η
δομή/ που επινόησε ο συγγραφέας για να παρουσιάσει μια τραυματισμένη και ίσως
ανταγωνιστική σχέση μάνας- κόρης: η κόρη, Ρότεμ, επισκέπτεται τακτικά στο
νοσοκομείο τη μητέρα της (λίγο πριν εκείνη αποχωρήσει από τη ζωή), και της διαβάζει το καινούριο
βιβλίο της που αναφέρεται στην πιο εσωτερική σχέση που είχε η μάνα (Νίλι), με
έναν νεαρό δεκαπέντε χρονών. Η κόρη δηλαδή μεταπλάθει τη μάνα σε
μυθιστορηματική ηρωίδα… Οι αναγνώστες διαβάζουμε το βιβλίο αυτό, το οποίο όμως
διακόπτεται κατά διαστήματα και μεταφερόμαστε στο παρόν˙ στο παρόν της
αρρώστιας, των δύο γυναικών που ψάχνουν εκ νέου τα σημεία επαφής, του
αναπροσδιορισμού της σχέσης.
Σε
πρώτο επίπεδο επομένως μελετάμε μ’ έναν τρομερά ενδιαφέροντα τρόπο τη σχέση
μάνας- κόρης (παρεμπιπτόντως έχει μια ομόφυλη σχέση). Γιατί η κόρη βρίσκει
επιτέλους το μέσον να εκφράσει ό, τι απωθημένο ενδεχομένως συσσώρευε όλα αυτά
τα χρόνια όπου ως παιδί βρισκόταν στο περιθώριο˙ δίπλα σε μια μάνα πολύ
δυναμική και ερωτική. Όχι χωρίς δισταγμούς, σύγκρουση πισωγυρίσματα. Βλέπουμε
την οδύνη της γραφής, τον τοκετό (μεμιάς
είμαι πάλι μακριά από την πραγαμτικότητα μέχρις απελπισίας. Απόμακρη σαν τότε,
όταν συνέβη. (…) Πάλι το γνωστό τσίμπημα, πως ο κόσμος είναι σαν ένα τεράστιο
παιχνίδι από μουσικές καρέκλες, και γω ποτέ δεν καταφέρνω να πιάσω θέση, ούτε
και μαζί της). Το ενδιαφέρον δεν το προκαλεί μόνο η κάθαρση που φέρνει η
μεταφορά στη λογοτεχνική γλώσσα της μεγάλης εσωτερικής περιπέτειας της Νίλι (με πλημμυρίζει ένα κύμα χαράς γι αυτό, για
το μικρό μου διήγημα, γιατί είναι
τόσος, ακόμα και σπίτι, και μπορώ να γυρίσω σ αυτό, από παντού μπορώ) αλλά και οι ενδιάμεσοι διάλογοι, η
επεξεργασία/αναστοχασμός που προάγεται μέσα από τους διαλόγους που ακολουθούν το διάβασμα του βιβλίου
φωναχτά, από την Ρότεμ στην κατάκοιτη Νίλι (τι
ολόκληρο κόσμο έχεις πλάσει εκεί). Μια σχέση που βλέπουμε να μεταλλάσσεται,
να ωριμάζει καθώς προχωρά η ανάγνωση, που πολλές φορές αποδεικνύεται επώδυνη (Ρότεμ:
…παρ όλ αυτά εγώ εξακολουθώ να τη φωνάζω,
σκάζοντάς της στα μούρα τη μια νάρκη μετά την άλλη, διατηρώντας όμως την ίδια
φωνή και τηρώντας το σταθερό στακάτο, όπως τη φώναζα κατά τη διάρκεια όλου του
απογεύματος/μέχρι το τέλος, Ρότεμ, μέχρι την τελευταία σειρά, διάβασε), αλλά
εντέλει οδηγεί σε μια λυτρωτική κορύφωση, και από τις δυο πλευρές: η Ρότεμ
βλέπει με μεγάλη της έκπληξη την αποδοχή από τη μητέρα της δικής της εκδοχής,
την αναγνώριση του συγγραφικού της χαρίσματος (Αυτή είναι η πραγματικότητα, είχε πει από μόνη της, προηγουμένως που
ρώτησα, είναι ακριβώς η πραγματικότητα
που θέλω ν ακούσω). Η μάνα
βλέπει με έκπληξη ότι η Ρότεμ την έχει βαθιά κατανοήσει/συγχωρέσει (το χέρι της αναρριχάται. Εγώ γέρνω το
κεφάλι. Εκείνη σχεδιάζει στρόγγυλες γραμμές στο πίσω μέρος του κρανίου μου. Με
τα υπολείμματα της δύναμης πιέζει τα σημεία πάνω μου που πάλλουν και πονούν.
Ακόμα και τώρα το δάχτυλό της είναι πιο σοφό από το μυαλό μου).
Η
σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον νεαρό και τη Νίλι (μητέρα) είναι ιδιότυπα
σωματική˙ μια επικοινωνία μέσω κινήσεων, μαλάξεων, μασάζ, επαλείψεων˙ μέσα από
περίπλοκες στάσεις και μεγάλες παύσεις χαλάρωσης, μέσα από ζουλήγματα,
αγγίγματα, σιωπές˙ κι ολ αυτά αποκτούν, χάρη στη γραφή της πλασματικής συγγραφέα
(δηλ του Γκρόσμαν, ας μην ξεχνιόμαστε)
πνευματικό περιεχόμενο. Η μεγάλη έκπληξη για τη δασκάλα της γιόγκα είναι
η «φυσική» επικοινωνία του Κόμπι με τα καλέσματα του δικού του σώματος, χωρίς
διδασκαλία και άσκηση˙ είναι «πολύ
περισσότερο γιόγκι απ όσο φαντάστηκα», ομολογεί η Νίλι κάποια στιγμή. Από ώρα σε ώρα αρχίζει να βλέπει το σώμα του
από μέσα, τα χρώματα των διαφόρων αισθήσεών του. Διεγέρσεις έκπληξης και χαράς διαπερνούν σαν λάμψη φωτός μέσα του, και
αμέσως αστράφτουν μέσα της.
Όλα
γίνονται καινούρια κι όλα είναι γνώριμα, όπως στον έρωτα. Δεν υπάρχει πάντως
σεξ, τουλάχιστον στο βιβλίο της Ρότεμ. Η συνομιλία των σωμάτων προχωρά σ ένα
διαφορετικό επίπεδο. Εφάπτονται μόνο σ
ένα μικροσκοπικό σημείο, δυο άνθρωποι στο σύμπαν, που για μια στιγμή ευτυχίας
αγγίζουν ο ένας τον άλλον.
Είναι
το πρόσωπο για το οποίο η μητέρα της Ρότεμ ίσως ετοιμαζόταν όλα αυτά τα χρόνια:
εγώ όμως νιώθω πως έπρεπε να δουλέψω
σκληρά όλα αυτά τα είκοσι χρόνια, ούτε στιγμή λιγότερο, για να είμαι εντελώς
έτοιμη όταν θα ρχόταν.
Αυτοκατασπάραξη
Πρόκειται για ζωή που δεν
έχει ούτε μία χαραμισμένη ή βαρετή στιγμή, ή φθοράς, ξέρεις, από κούραση ή
διαφορία, έτσι στα καλά καθούμενα, επειδή βαρέθηκε ο ένας τον άλλον, και σ
αυτούς συμβαίνει το αντίθετο, αποφαίνεται, κάθε τους στιγμή είναι φορτισμένη με
ηλεκτρισμό και γεμάτη ενδιαφέρον και πόθο, ζωή έντονη, συμπεραίνει, Και πριν περάσει μια
στιγμή, σαν να του είχαν αποσπάσει δα της βίας τη δήλωση, προσθέτει γεμάτη ζωή.
Εξίσου
ασυνήθιστο είναι και το σκηνικό της άλλης νουβέλας (πρώτης στο βιβλίο): ένας
μεσήλικας (Σάουλ) έχει τη βεβαιότητα ότι η γυναίκα του τον απατά επί δέκα
χρόνια με τον ίδιο άντρα, τον οποίο συναντά κάθε μέρα μια συγκεκριμένη ώρα. Ο
απατημένος σύζυγος όχι μόνο δεν αντιδρά κατά το αναμενόμενο, αλλά φορτώνει τη
φαντασία του σκηνές και ερμηνείες που δημιουργούν μια άλλη πραγματικότητα, ένα
παράλληλο σενάριο που ποτέ δεν μαθαίνουμε αν είναι αληθινό. Προσπαθεί να
καταλάβει ποια είναι η νέα αλήθεια μέσα στην οποία βυθίζεται η γυναίκα του κάθε
μέρα κι εκείνος παραμένει απ έξω (μια
απόλαυση που δεν γνωρίζω, μια απόλαυση που ξυπνάει μέσα της μόνο όταν βρίσκεται
μαζί του, υπάρχει κάποια ουσία που εκκρίνεται στην καρδιά μόνο στο πλευρό ενός ανθρώπου συγκεκριμένου
και ποτέ στο πλευρό άλλου ανθρώπου). Μέσα απ αυτό το σενάριο η αδυναμία του
προς την Ελισέβα παραμένει αλώβητη και η ευαισθησία του ξεπερνά τα όρια των
αισθήσεων.
Οι
αναγνώστες βλέπουν να ξεδιπλώνει την ιστορία ο ίδιος ο ήρωας, καθώς την
αφηγείται αποσπασματικά στη νύφη του μέσα στο αυτοκίνητο που εκείνη οδηγεί. Κατευθύνονται
στο μέρος όπου γνωρίζει ο Σάουλ ότι η γυναίκα του πηγαίνει μόνη της πέντε έξι
μέρες τον χρόνο και διαλογίζεται. Ο Γκρόσμαν δίνει κι εδώ ρεσιτάλ καταγραφής
όλων των μύχιων σκέψεων, όλων των εσωτερικών μετατοπίσεων. Ψυχικές καταστάσεις
που δείχνουν υψηλή συνειδητότητα και αλτρουισμό, όπως η σκέψη π.χ. ότι η
Ελισέβα είναι έντιμος άνθρωπος, ο πιο
έντιμος άνθρωπος που γνωρίζει, και όχι μόνο αλλά είναι και πστή, με τον τρόπο
της, και αυτό πραγματικά δυσκολεύεται να το εξηγήσει (…. Και μου είναι τελείως
σαφές, λέει, ότι άλλος άνθρωπος λιγότερο έντιμος από την Ελισέβα δεν θα
βασανιζόταν τόσο με όλα αυτά τα περάσματα-
Ποια περάσματα, ρωτάει εκείνη (η Έστι)
σαστισμένη.
Τα περάσματα, ανάμεσα σε μένα και σε
κείνον, να πηγαίνει, να έρχεται, να επιστρέφει…
Αυτό
που αιφνιδιάζει τον αναγνώστη είναι η σταδιακή παρουσία του συναισθηματικού
κόσμου της νύφης, Έστι, που ανασύρει από το παρελθόν την τότε σχέση της και τα
μοναδικά συναισθήματα που έτρεφε προς τον Σάουλ. Παράλληλα, αναστατώνεται από
την ταραχή του Σάουλ (θυμάται πόσο
συγκινημένη είναι ατή τη στιγμή από τη δύναμή του να επιμένει έτσι για κάθε
κάρβουνο που καίει μέσα του), ταυτίζεται, αναμασά και η ίδια τα δεδομένα
που της δίνει, τα επεξεργάζεται, δίνει τη δική της εκδοχή.
Η φωνή του τώρα είναι κουρασμένη και
θολή, και της ζωγραφίζει ένα μακρινό χειμωνιάτικο τοπίο, ίσως δάσος καλυμμένο
με λεπτό στρώμα ψύχους, και έναν κορμό δέντρου που καίγεται αργά, άηχα, πού και
πού βγάζει σιωπηλά σπινθηρήματα πόνου.
Χριστίνα Παπαγγελή