Ιστορίες «αιρετικών» ξεδιπλώνει παραστατικά εδώ ο Παδούρα
(γνωστός για το Ο άνθρωπος που αγαπούσετα σκυλιά)∙ τρεις ιστορίες που συνδέονται χαλαρά με έναν χαμένο πίνακα του
Ρέμπραντ και μια οικογένεια Πολωνοεβραίων, την οικογένεια Καμίνσκι. Τρεις
διαφορετικές ιστορίες σε τρία σχεδόν αυτόνομα κεφάλαια∙ ιδιαίτερη αυτοτέλεια
παρουσιάζει το δεύτερο, εφόσον είναι τοποθετημένο στην εποχή που έζησε ο
Ρέμπραντ, δηλαδή μέσα του 17ου αιώνα, ενώ τα άλλα εκτυλίσσονται σε
μια χρονική περίοδο από το 1939 ως το 2008. Συνδετικό στοιχείο των τριών
ιστοριών ένας μικρός πίνακας του Ρέμπραντ, που ανήκει στην οικογένεια αλλά εν
έτει 2007 πουλιέται σε κάποια γκαλερί του Λονδίνου... Η τύχη αυτού του πίνακα αποτελεί τον κεντρικό κορμό όλου του
μυθιστορήματος, και διατρέχει τα τρία ανεξάρτητα μέρη του.
Ο γνωστός -από άλλα βιβλία του συγγραφέα αστυνομικής
λογοτεχνίας- αστυνομικός Μάριο Κόντε καλείται κι εδώ να εξιχνιάσει μια υπόθεση (που
στη συνέχεια γίνονται …δύο), αλλά δεν θα ισχυριζόταν κανείς ότι το βιβλίο είναι
«αστυνομικό». Άλλωστε, όπως γράφει και ο Γρηγόρης Μπέκος, Ο Λεονάρδο Παδούρα, ο οποίος δεν ταυτίζεται ούτε με το καθεστώς στην
πατρίδα του ούτε με την εξόριστη αντιπολίτευση στο γειτονικό Μαϊάμι, αναζητούσε
έναν ισορροπημένο τρόπο να περάσει στη «σκοτεινή πλευρά» της κουβανέζικης
ιστορίας και κοινωνίας (να γράψει για τα προβλήματα που έβλεπε γύρω του, τη
διαφθορά, τη φτώχεια, την υποκρισία, την καταπίεση, την ιδεολογική αποσάθρωση)
και τον βρήκε στη δομή του αστυνομικού μυθιστορήματος που, ως γνωστόν, συνιστά
την καλύτερη «πρόφαση». Πέρα όμως από το κοινωνικο/πολιτικό και
ιστορικό ενδιαφέρον που μπορεί να έχει το βιβλίο αυτό -ιδιαίτερα όσο αφορά την ιστορία της Κούβας-
, το βασικό κίνητρο που ώθησε τον συγγραφέα να γράψει περίπου οκτακόσιες
σελίδες φαίνεται να είναι η ψυχοσύνθεση του ατόμου που επιλέγει να
διαφοροποιηθεί από το «κοπάδι», να
αναζητήσει την ελευθερία πηγαίνοντας κόντρα στους νόμους και στο κατεστημένο με
κόστος τη ζωή του∙ η ψυχολογία δηλαδή αυτού που θεωρείται «αιρετικός».
Το βιβλίο του Ντανιέλ
αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο Γ΄ Ράιχ σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Παρόλο που η οικογένεια του Ντάνιελ κατείχε έναν ανεκτίμητο θησαυρό, τον πίνακα του Ρέμπραντ που παρίστανε το πρόσωπο ενός εβραίου/ Χριστού, δεν κατάφερε να αποβιβαστεί, γεγονός που χώρισε οριστικά και με δραματικό τρόπο τον εξάχρονο Ντανιέλ από την μητέρα του, τον πατέρα του και την αδερφή του, Γιούντιτ.
Καθώς ο Ντανιέλ
μεγαλώνει με κηδεμόνα τον ανοιχτόμυαλο αλλά πιστό στη θρησκεία του θείο Γιόζεφ,
βιώνει τις αντιφάσεις της Κουβανέζικης κοινωνίας: από τη μια η διαφθορά, το μίσος, η
βαναυσότητα, ο αριβισμός κι από την άλλη το
κέφι και η αλαφράδα των Κουβανών (εκείνο
το νησί, το ευλογημένο από τον ήλιο, είχε όλες τις προϋποθέσεις για να
παράγει πλούτο/εκεί ανακατεύονταν όλες
οι φυλές και όλος ο κόσμος τραγουδούσε και χόρευε).
Η ανοιχτή κι ελεύθερη
ζωή στην Κούβα είναι ουσιαστικά η αιτία
που τον οδήγησε να απαρνηθεί την κατάρα της
εβραϊκής ανατροφής (για τον Ντανιέλ, το
δραματικό επεισόδιο θα ήταν σαν βουτιά στα σωθικά ενός κόσμου που έβραζε και
που ήδη τον τραβούσε σαν μαγνήτης:
εκείνη η ικανότητα των Κουβανών να ζουν κάθε κατάσταση σαν να ήταν
γιορτή τού φαινόταν, ακόμα και από την οπτική γωνία της άγνοιας και της
απελπισίας του, ένας τρόπος πιο ευχάριστος να κάνει κανείς το πέρασμά του από
τη γη και να αποκομίσει από αυτήν την εφήμερη διέλευση ό, τι καλύτερο μπορούσε
να του προσφέρει). Ήρθε σε ρήξη με
τον θείο του όταν αρνήθηκε να γραφτεί στο σχολείο για εβραίους -ο ίδιος ο θείος του αργότερα θα τον δεχτεί
πίσω, ομολογώντας ότι και ο ίδιος είχε κουραστεί με το «βαθύ αίσθημα υπακοής» ,
την αποδοχή της υποταγής ως στρατηγικής
επιβίωσης (περισσότερες από μία φορές
είχε νιώσει μια ανεξέλεγκτη επιθυμία να τα στείλει όλα στο διάβολο, έχοντας
βαρεθεί να επωμίζεται ένα προπατορικό αμάρτημα για τη διαιώνιση του οποίου
εκείνος δεν είχε κάνει τίποτα, με καμία έννοια). Τέλος, αποκόπηκε ριζικά
από την εβραϊκή του ρίζα όταν συνδέθηκε
στενά με φίλους καθολικούς, ντόπιους και μάλιστα αγωνιστές –αντιστασιακούς κατά
του Μπατίστα, ενώ ασπάστηκε τον
καθολικισμό προκειμένου να παντρευτεί την Μάρτα Αρνάες, σύντροφο πιστή που τον
συνόδεψε σε όλη του τη ζωή.
Η τριτοπρόσωπη
αφήγηση και ο κερματισμός της πλοκής σε
μικρά κεφάλαια που διακρίνονται από τον τοπικοχρονικό προσδιορισμό (π.χ «Αβάνα 2008»), επιτρέπουν στον συγγραφέα
να μεταπηδά άνετα στον χρόνο και να δείχνει τα γεγονότα και από τη σκοπιά του παρελθόντος,
την ώρα δηλαδή που τα ζει ο ήρωας, αλλά και από του μέλλοντος, την ώρα δηλαδή
που τα ανασυγκροτεί ο αστυνομικός ή που τα ζει ο γιος του Ντανιέλ, ο Ελίας. Ο
αναγνώστης συνθέτει την ιστορία από τα στοιχεία που παίρνει καθώς μεταβαίνει
από το ένα χρονικό επίπεδο στο άλλο. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί η διαμόρφωση
της ταυτότητας του «αιρετικού» Ντανιέλ δεν είναι τόσο μονοσήμαντη. Έχει
πισωγυρίσματα, ασφαλώς (γιατί ήταν πάντα
τόσο περίπλοκο να είναι κανείς Εβραίος;). Έτσι, μαθαίνουμε μέσα από μια επιστολή στον
γιο του, ότι επέστρεψε κάποια στιγμή στην Κρακοβία, αναζητώντας χαμένα νήματα
με την οικογένεια που ουσιαστικά δεν γνώρισε (όμως η συγκίνηση που ξαναβρήκε εκείνο τον ομφάλιο λώρο που τον ένωνε με
το παρελθόν του και που για χρόνια προσπαθούσε να κόψει, από τον οποίο μάλιστα
έμοιαζε να έχει καταφέρει να απελευθερωθεί ήδη από πολύ καιρό, είχε αγγίξει τις
πιο σκοτεινές πλευρές της συνείδησής του). Θα αναζητήσει τα χαμένα ίχνη των
γονιών και της αδερφής του αποκαλύπτοντας τα τρομερά κυκλώματα εκμετάλλευσης
των εβραίων προσφύγων.
Το βασικό όμως νήμα με το εβραϊκό παρελθόν είναι η εικόνα του Ρέμπραντ∙ τότε ήταν που εμφανίστηκε στον δρόμο του το πρόσωπο ενός νεαρού Εβραίου ζωγραφισμένο από τον Ρέμπραντ, με σκοπό να του κάνει τη ζωή πιο δύσκολη και να τον προειδοποιήσει ότι υπάρχουν κάποιες απαρνήσεις που είναι ανέφικτες. Σύμφωνα με τις έρευνες του Ντανιέλ, ο ανεκτίμητος αυτός πίνακας που τον θυμάται από το πατρογονικό του σπίτι (και μάλιστα διασώθηκε και μια φωτογραφία με την οικογένεια και φόντο το πολύτιμο έργο) θα πρεπε κανονικά να αποτελέσει διαβατήριο για την οικογένεια του για αποβίβαση στην Κούβα, τότε, το 1939. Ο πίνακας αυτός όμως εξαφανίστηκε, προφανώς σουφρώθηκε από κάποιον υψηλόβαθμο της Υπηρεσίας Μεταναστών ∙ αυτό ήταν και το κίνητρο για να σχεδιάσει ο Ντάνιελ φόνο, όταν σκοντάφτει τελείως τυχαία πάνω στον κάτοχο του πίνακα(εκείνη τη στιγμή επιβεβαιώθηκε μέσα του η απόφασή του να σκοτώσει τον άνθρωπο που του είχε στερήσει ό, τι πιο αγαπημένο είχε στη ζωή του. Έπρεπε να σκοτώσει, όχι, στην πραγματικότητα ήθελε να σκοτώσει εκείνο τον άνθρωπο/τώρα, για να τροφοδοτήσει την απέχθεια και τον πόνο του, του είχε δοθεί ένα πρόσωπο πραγματικό, ένα ζωντανό βλέμμα, το μικροπρεπές χαμόγελο ενός ανθρώπου τη στιγμή που έπαιρνε δυο χαρτονομίσματα των είκοσι πέσος, αφού πρώτα είχε τσεπώσει δέκα χιλιάρικα). Εκείνο όμως το πρωινό που βγήκε για να διαπράξει το φόνο, τον πρόλαβε κάποιος άλλος…
Ποιος σκότωσε τον
υψηλόβαθμο και πού βρίσκεται ο πίνακας, είναι το πρώτο μυστήριο που καλείται να
εξιχνιάσει ο αστυνομικός Κόντε, κάποια χρόνια αργότερα, κατ εντολήν του
Ελίας Καμίνσκι.
Στο πρώτο αυτό μέρος
είναι λίγο κουραστικές οι εκτεταμένες αναφορές στην εβραϊκή θρησκεία, πράγμα
που, όμως, ίσως είναι απαραίτητο για να κατανοήσει κανείς τον ψυχισμό των
εβραίων ηρώων, ιδιαίτερα όταν η αμφισβήτησή τους προκαλεί εσωτερική σύγκρουση.
Ο πρωταγωνιστής Ντανιέλ βιώνει τις αντιφάσεις που τον οδηγούν από την πλήρη
αρνησιθρησκεία σε μια πιο συγκαταβατική στάση- κι εντέλει ήταν ένας δυνάμει
φονιάς. Αν και η καρδιά του θα συνέχιζε
να είναι η καρδιά του ίδιου αρνησίθρησκου που, είκοσι τρία χρόνια πριν,
απέρριπτε έναν θεό υπερβολικά σκληρό στα σχέδιά του. Το αληθινά ιερό ήταν η
ζωή, κι εκείνος βρισκόταν εκεί, να αγωνίζεται γι αυτήν, για να την κάνει
καλύτερη. Γιατί, στα τριάντα του, ο Ντανιέλ Καμίνσκι μπορούσε να θεωρηθεί
ειδικός στις απώλειες: είχε χάσει, όχι μία, αλλά δύο πατρίδες, αυτή που γεννήθηκε
κι εκείνη που τον είχε υιοθετήσει∙ μια οικογένεια∙ την πολωνική γλώσσα και τα γίντις∙ έναν θεό
και, μαζί μ αυτόν, μια πίστη και τη δέσμευση σε μια παράδοση που στηριζόταν σε
αυτήν την πίστη και στον Νόμο της∙ (…) είχε αποτύχει ακόμα και στην προσπάθεια
να αποδώσει τη δική του δικαιοσύνη, παρόλο που πλήρωνε το τίμημα που θα του
αναλογούσε αν το είχε πράξει, χωρίς να έχει καν την εκτόνωση ή την ικανοποίηση
ότι είχε εκτελέσει την τιμωρία που άξιζε να επιβληθεί. Ο Ντανιέλ είχε χορτάσει
απώλειες και τώρα, από τον μοναδικό δρόμο που είχε στη διάθεσή του, ήταν
αποφασισμένος να έχει όφελος. Πάντα με τον όρο ότι η συνείδησή του θα συνέχιζε
να είναι ελεύθερη.
Το βιβλίο του Ελίας
Μεταφερόμαστε τώρα στο
1643, στο Άμστερνταμ, χωρίς χρονικά σκαμπανεβάσματα σ αυτό το μέρος του
μυθιστορήματος. Εδώ πρωταγωνιστής είναι ο νεαρός Ελίας Αμπρόσιους Μοντάλμπο ντε
Άβιλα, εβραίος κι αυτός. Το όνειρό του είναι να γίνει ζωγράφος, στη σχολή του
Ρέμπραντ, πράγμα αυστηρά απαγορευμένο στην εβραϊκή θρησκεία, παρόλο που η
εβραϊκή ολλανδική κοινότητα ήταν πιο ανεκτική σε κάποιες απαγορεύσεις.
Το ενδιαφέρον για τον
αναγνώστη, πέρα από την ψυχογραφική διάσταση, είναι ότι ζωντανεύει με κάθε
λεπτομέρεια ο κόσμος της ζωγραφικής τέχνης εκείνη τη σημαδιακή εποχή∙ ποια γνώμη έχει ο ένας ζωγράφος για τον
άλλον, πώς ανακατεύουν τα χρώματα, πώς στήνουν τα καβαλέτα, πώς ιεραρχούνται οι
μαθητές κλπ. Ακόμα περισσότερο όμως ελκύει το ιδεολογικό πλαίσιο. Το όλο
σκηνικό είναι πρόσφορο για εμβάθυνση σε θέματα ελευθερίας, τέχνης, σχέσης του
ανθρώπου με τον εαυτό του ή με τους συνανθρώπους του. Συζητήσεις με τον Δάσκαλο
(και όχι μόνο) για το θεό, για την αμαρτία, για το νόημα της δημιουργίας (Πριν βρέξεις το πινέλο πρέπει να έχεις μια ιδέα για το πού θέλεις να φτάσεις, ακόμη κι αν δεν ξέρεις πώς να το κάνεις… εγώ σήμερα θα ήθελα να φτάσω στη θλίψη που υπάρχει στην ψυχή ενός άνδρα σαράντα χρονών. Θα ήθελα να την ανακαλύψω γιατί είναι μια θλίψη καινούρια… Δεν είναι το ίδιο πράγμα η οδύνη και η θλίψη/ στα μάτια, τα πάντα βρίσκονται στα μάτια).Συζητήσεις που για τα δεδομένα της εποχής μπορεί να θεωρηθούν " αιρετικές"... Ο ίδιος ο Ρέμπραντ καθώς χρησιμοποίησε μοντέλο (ανθρώπινο πρόσωπο) για να ζωγραφίσει το Χριστό σπάει τις νόρμες, ανατρέπει την ιστορία
της χριστιανικής τέχνης η οποία μέχρι τότε εξαντλούνταν στην αυστηρή αντιγραφή
πρωτοτύπων ζωγραφικών έργων που απεικόνιζαν το πρόσωπο του Χριστού,
Η απάντηση στο βασικό
ερώτημα που του θέτει ο δάσκαλος όταν πια του δίνει το πινέλο, «τι ψάχνει στη
ζωγραφική», αναπροσδιορίζεται ξανά και ξανά. Τον πρώτο καιρό απαντάει αμήχανα,
ότι «του αρέσει». Αργότερα δίνει κι
άλλες «απαντήσεις», όπως: εκείνο που τον
κινούσε και που τώρα κρατούσε το χέρι του καθώς χάραζε τις γραμμές ανάμεσα στις
οποίες θα έκλεινε το πρόσωπό του ήταν η βεβαιότητα ότι με ένα πινέλο, μερικά
χρώματα και μια κατάλληλη επιφάνεια μπορούσε να απολαύσει τη δύναμη να
δημιουργήσει ζωή, μια ζωή απαρατήρητη για πολύ κόσμο την οποία όμως αυτός ήταν
ικανός να δει και, κατέχοντας τα όπλα με τα οποία θα τον προίκιζε ο Δάσκαλος,
να απεικονίσει, με πάθος, συγκίνηση και ομορφιά/καθώς έδινε μορφή στο πρόσωπό
του, αναζητώντας τον εαυτό του μέσα
από ένα βλέμμα ευθύ, καθαρό, είχε φτάσει στην άπιαστη απάντηση που τέσσερα
χρόνια πριν είχε απαιτήσει απ αυτόν ο Δάσκαλος, (…) ήθελε να γίνει ζωγράφος για
να έχει ακριβώς αυτή τη δύναμη. Τη δύναμη να δημιουργεί -μια δύναμη πιο όμορφη και ακαταμάχητη από
τις δυνάμεις με τις οποίες κάποιοι άνθρωποι συνήθιζαν να κυβερνούν και, σχεδόν
πάντα, να καταδυναστεύουν άλλους ανθρώπους.
Το βιβλίο της Ιουδήθ
«Καλύτερα να
καείς παρά να ξεθωριάσεις και να σβήσεις», Κουρτ Κομπέιν
Το δεύτερο μυστήριο
που καλείται να λύσει ο Μάριο Κόντε, την ίδια εποχή με την υπόθεση του πίνακα (2008,
βλέπε πρώτο μέρος), είναι και το θέμα του τρίτου μέρους. Πρόκειται για την εξαφάνιση
μιας κοπέλας, φίλης της ανιψιάς του Ελίας Καμίνσκι. Η σύνδεση με τα προηγούμενα
είναι τόσο χαλαρή, που σχεδόν ξεχνάς την προηγούμενη πλοκή. Η βαθύτερη όμως
συνάφεια είναι ότι η Ιουδήθ/Τζούντι είναι ένα πλάσμα εξαιρετικό, με ιδιαίτερη
ψυχοσύνθεση, μια « αιρετική» της εποχής, που μάλιστα… δηλώνει «ίμο».
Μπαίνουμε λοιπόν βαθιά
στην ψυχοσύνθεση των ίμο, όπως άλλωστε κάνει και ο αστυνομικός προκειμένου να
ανιχνεύσει τα κίνητρα της ενδεχόμενης απαγωγής, αυτοκτονίας ή εθελούσιας φυγής. Ορμώμενος όχι μόνο από το αστυνομικό
δαιμόνιο, αλλά και από περιέργεια για την παράξενη και ακατανόητη κοσμοθεωρία
αυτή που οδηγεί τους νέους στο να ιεροποιούν τη μελαγχολία και να προκαλούν
στον εαυτό τους σωματικό πόνο. Οι διάλογοι του Κόντε με τους φίλους/φίλες της
Τζούντι που είναι ίμο ή έχουν παραπλήσια ιδεολογία (φρικιά, μίκι, γκέιμερς,
χιπχοπάδες) είναι αποκαλυπτικοί και υπογραμμίζουν φυσικά όχι μόνο το
ανυπέρβλητο χάσμα γενεών αλλά και τα αδιέξοδα της κοινωνίας μας (οι ίμο ήταν τα εγγόνια μιας συντριπτικής
ιστορικής κόπωσης και τα παιδιά δυο
δεκαετιών φτώχιας που είχε κατανεμηθεί συνειδητά, πλάσματα στερημένα από τη
δυνατότητα να πιστεύουν, που απλώς είχαν αποφασίσει να δραπετεύσουν προς μια
γωνία που τους φαινόταν η πιο δική τους απ όλες τις πιθανές).
Η περίπτωση της
Τζούντι είναι εντελώς ξεχωριστή, απέχει μακράν από τους φίλους της που
ακολουθούν τον συρμό, ή δεν έχουν πολύ συνειδητοποιημένη στάση στην «ιμο-
μαζοχιστική» τους στράτευση. Φαίνεται όμως, από τις έρευνες πάντα του Μάριο
Κόντε, ότι η εξαφανισμένη κοπέλα έχει ξεφύγει από κάθε ορισμό∙ είναι ιδιαίτερης ευφυΐας, διαβασμένη (Νίτσε,
Εμίλ Σιοράν http://koutroulis-spyros.blogspot.gr/2011/10/blog-post_17.html),
αλλά κυρίως ψάχνει την ελευθερία σε όλες τις διαστάσεις (αναζητούσε έναν χώρο αυθεντικότητας/ ήθελε να κόψει
όλους τους κάβους των δεσμεύσεων). Αυτό επιβεβαιώνει και η νεαρή και όμορφη
καθηγήτριά της της λογοτεχνίας με την οποία είχε ερωτική σχέση. Άλλωστε, ήδη
έχει δηλώσει σε φίλους και καθηγήτρια ότι δεν θέλει πια να είναι ίμο.
Ο αστυνομικός γρήγορα
συνειδητοποιεί ότι η Τζούντι και οι φίλοι
της αποτελούσαν την ορατή και πιο κραυγαλέα κορυφή του παγόβουνου μιας γενιάς
αιρετικών με αιτία. Εκείνοι οι νέοι είχαν γεννηθεί ακριβώς τις πιο χαλεπές
μέρες της κρίσης, χωρίς τίποτα, σε μια χώρα που άρχιζε να φεύγει μακριά από τον
εαυτό της και να μετατρέπεται σε μιαν άλλη, στην οποία τα παλιά συνθήματα
ηχούσαν κάθε μέρα και πιο κενά και ξεκρέμαστα. Πέρα όμως από τα
πολιτικοκοινωνικά αίτια, ο Κόντε μπαίνει και στο βάθος μιας διαφορετικής
φιλοσοφίας, μηδενιστικής οπωσδήποτε, που προσπαθούσε να χαράξει ένα μονοπάτι
ελευθερίας, λύτρωσης επίγειας ή
υπερβατικής. Δεν μπορεί να αρνηθεί έναν ζεστό θαυμασμό για κάποιους νέους που, όπως η
Τζούντι η φιλόσοφος και η ηγέτιδα, αισθάνονταν ικανοί να πετάξουν τα πάντα στη
φωτιά. Έτσι, η εξήγηση της εξαφάνισής της του γίνεται πια προσωπικό
στοίχημα. Επιστρατεύει κάθε γνώση, διαίσθηση, φαντασία και εξαντλεί κάθε
πιθανότητα ώσπου φτάνουμε σε μια λύση σχεδόν ταυτόχρονη και των δύο μυστηρίων
του βιβλίου και μια σύμπτωση, μέσα στο μυαλό του κύριου τελικά πρωταγωνιστή,
του Μάριο Κόντε, της ουσίας που ενώνει τους τρεις αιρετικούς του βιβλίου:
Σκέφτηκε, πως ίσως, μέσα στις ελευθεριακές της
αναζητήσεις, κάποια στιγμή η Τζούντι Τόρες είχε βρεθεί πιο κοντά από πολλούς
ανθρώπους σε μια οδυνηρή αλήθεια: δεν υπάρχει πια τίποτα να πιστέψει κανείς,
ούτε κανένας μεσσίας να ακολουθήσει. Το
μόνο που αξίζει τον κόπο είναι να στρατευθείς εκεί όπου ο ίδιος έχεις ελεύθερα
επιλέξει. Το μοναδικό που πραγματικά σου ανήκει, είναι η ελευθερία σου για
επιλογή. Να ανήκεις ή να πάψεις να ανήκεις. Να πιστεύεις ή να μην πιστεύεις.
Ακόμα και να ζήσεις ή να πεθάνεις.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1]
Έχει προηγηθεί η «Νύχτα των κρυστάλλων», που σηματοδοτεί την έναρξη του
πογκρόμ του γερμανικού ράιχ κατά των Εβραίων
[2]
Ενδεικτικό της διαφθοράς του κουβανέζικου κράτους: μέσω του ταξιδιωτικού του
γραφείου ο συνταγματάρχης Γκονσάλες (κύκλωμα Μπατίστα 1933-59) πούλησε 4.000
άδειες εισόδου στην Κούβα, ενώ κι ο πρωθυπουργός της χώρας τότε Φεδερίκο Λαρέδο Μπρου όριζε κάθε
πρόσφυγας να έχει πεντακοσια πέσος πάνω του!
Καλημέρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ δυνατό το μυθιστόρημα του Παδούρα σε αστυνομικό, ιστορικό και ιδεολογικό επίπεδο:
Τι είναι ορθοδοξία και τι αίρεση, τι ορίζουν οι άλλοι και τι η συνείδησή-μας...
Μόλις το τελείωσα κι εγώ
και χάρηκα πολύ τις εφτακόσιες τόσες σελίδες-του.
Μια φιλική συμβουλή:
Η γνώμη μου είναι ότι αξίζει να ξαναδείς τα μεγάλα-σου κείμενα,
που περιγράφουν εξαντλητικά όσα δεν χρειάζεται να κάνουν,
που απωθούν τον αναγνώστη,
που, αν τα γράφεις για τον εαυτό-σου, μπορούν να πάρουν άλλη μορφή,
ώστε να γίνουν πιο "ευδιάβαστα"
Γίνε πιο διαδραστική (τα μπλογκς δεν είναι παράλληλοι μονόλογοι, αλλά πεδία συζήτησης)
Καλημέρα
Πατριάρχης Φώτιος
Σ ευχαριστώ πολύ, Πατριάρχη Φώτιε...
ΑπάντησηΔιαγραφήκι άλλη φορά μου έδωσες αυτή την πολύτιμη συμβουλή, που ίσως κι εγώ να απηύθυνα με τη σειρά μου σε κάοιον με μακροσκελέις αναρτήσεις... Αλλά -φαίνεται ότι- είμαι ... αγύριστο κεφάλι! Η αλήθεια είναι, ότι, ναι, απευθύνομαι στον εαυτό μου, με την έννοια ότι γράφω όσα θα ήθελα να θυμάμαι αργότερα. Πολλές φορές τεκμηριώνω τις αισθήσεις και τις εντυπώσεις μου με πολύ αναλυτικό τρόπο, βοηθάει εμένα στη συγκρότησή μου.
Δεν παρουσιάζω σχεδόν ποτέ την "υπόθεση", αν πρόσεξες, αν άντεξες να διαβάσεις ποτέ ολόκληρη ανάλυση! σεβόμενη τον υποτιθέμενο αναγνώστη...
Και πάλι πάντως σ ευχαριστώ! τι να πω; έχεις δίκιο!!!
Το βιβλίο του Παδούρα, Αιρετικοί, γραμμένο το 2013, επίκαιρο καθώς η Μεσόγειος κατακλύζεται από μετανάστες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜέσα από την αναζήτηση της "αλήθειας" που προσφέρει το αστυνομικό μυθιστόρημα, αναζητείται η ατομική ευθύνη για τον άλλο, τα δικαιώματα/διεκδικήσεις του ατόμου σαν πολίτης του συγκεκριμένου κράτους και η υποκρισία του ατόμου για το φαντασιακό του "ανθρωπισμού " του για τους ανθρώπους που δεν ανήκουν στην ομάδα του, στο κράτος του...
Επίκαιρο και διαχρονικό το θέμα της μετανάστευσης και των προσφύγων. 1939, ένα πλοίο κατατρεγμένων που δεν τους δέχεται κανείς όπως ένα κομμάτι ψωμί που θα το δόσεις μόνο στα δικά σου παιδιά. Φιλοσοφικά ζητήματα για το ποιος πρέπει να αναλάβει την ευθύνη (όταν δεν υπάρχει ίση κατανομή βαρών στα κράτη για τους πρόσφυγες αλλά και όταν οι άνθρωποι αυτοί που μεταναστεύουν αντιπροσωπεύουν το οποιοδήποτε "άλλο", ακόμα και του βιαίου εξτρεμισμού της "φυσικής κατάστασης").