Σάββατο, Μαρτίου 07, 2015

Χάρις και εξιλέωση (Some kind of grace), Robin Jenkins

Από τα μυθιστορήματα που αναδεικνύουν τις πολιτισμικές διαφορές ανάμεσα Ανατολή και Δύση, γραμμένο το 1960 από τον Σκωτσέζο συγγραφέα, που, όπως και ο πρωταγωνιστής του, έζησε στο Αφγανιστάν  (όπως επίσης και στη Μαλαισία) συνολικά έξι χρόνια. Όπως γράφει και ο librofilo, «τα βιβλία που περιγράφουν τις διασταυρώσεις των πολιτισμών, είναι πάντα γοητευτικά, όταν δε ο συγγραφέας είναι ικανός να αφηγηθεί μια πειστική και ωραία ιστορία τότε πολλές φορές γίνονται ακαταμάχητα». Έχω επίσης τη βεβαιότητα ότι αυτή ακριβώς η υπόθεση έχει γυριστεί και σε ταινία, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ ποια, αν κάποιος έχει κάποια ιδέα ας το σημειώσει.
Βρισκόμαστε λοιπόν στο Αφγανιστάν, πολύ πριν τους Ταλιμπάν, πολύ πριν και από την εγκατάσταση του φιλοσοβιετικού καθεστώτος του καθεστώτος Ταράκι. Η αγγλική κατοχή έχει ακόμα τα ίχνη της, εφόσον η αφγανική ανεξαρτησία από τη βρετανική κυριαρχία επιτεύχτηκε το 1919. Υπάρχει σχετική αντιπάθεια λοιπόν για τους Άγγλους, κι έτσι μπορεί κανείς να εξηγήσει την εξαφάνιση του Κεμπ και της συντρόφου του Μάργκαρετ σ αυτήν τη βασανισμένη και αφιλόξενη χώρα. Ο Σκωτσέζος πρωταγωνιστής Τζον Μακλάουντ, κάτοχος της αφγανικής γλώσσας γιατί έχει διατελέσει στο παρελθόν διπλωμάτης,  επιστρέφει στη χώρα για να βρει το χαμένο του φίλο και τη σύντροφό του. Ίσως όμως οι λόγοι είναι και βαθύτερα συναισθηματικοί, τα ίχνη μιας παλιάς, αγιάτρευτης αγάπης, της Καρίμα.
Η επίσημη άποψη της κυβέρνησης ότι το ζευγάρι των δύο Άγγλων δολοφονήθηκε σ ένα απομακρυσμένο χωριό του βορρά πέφτοντας θύματα ληστείας έρχεται σε σύγκρουση με τη διαίσθηση του Μακλάουντ, ο οποίος, γνωρίζοντας καλά τα έθιμα, τις συνήθειες, τη νοοτροπία των κατοίκων, νιώθει ότι «κάτι δεν πάει καλά». Έτσι, παρακολουθούμε τις κινήσεις του στην προσπάθεια να αποκωδικοποιήσει τα ήθη και τα λόγια ενός λαού πολύ διαφορετικού από αυτούς της Ευρώπης και να ακολουθήσει τα ίχνη των φίλων του, στην προσπάθειά του δε αυτή, μπαίνει όλο και πιο βαθιά στο εσωτερικό της χώρας και της… νοοτροπίας. Έρχεται σε επαφή με παλιούς γνωστούς (πρόξενους, πάστορες, διοικητές, στρατηγούς ), με ανθρώπους της εξουσίας, έμπορους  αλλά και ταπεινούς χωρικούς που ζουν απομονωμένοι στα βουνά. Βλέπουμε απίστευτα έθιμα (πράγματα που στη Δύση θα ξεσήκωναν επιφωνήματα φρίκης, εδώ προκαλούσαν μόνο θυμηδία: οι άνθρωποι έδιναν στα σκυλιά δηλητηριασμένα εντόσθια κι ύστερα διασκέδαζαν με την επιθανάτια αγωνία τους/σε αυτή τη χώρα, κύριε Μακλάουντ, έχουν ακόμα το απεχθές έθιμο να παραδίδουν το δολοφόνο στην οικογένεια του δολοφονημένου, τα μέλη της οποίας τον ξαπλώνουν στο δρόμο και του κόβουν το λαιμό δημοσίως, υπό την επίβλεψη και την προστασία της αστυνομίας) που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν το χαρακτηρισμό «βάρβαρα», ωστόσο ο συγγραφέας τα περιγράφει με κριτική ματιά, μη διστάζοντας να ειρωνευτεί και τη «δήθεν πολιτισμένη» Δύση. Καθώς ο πρωταγωνιστής μπαίνει όλο και πιο πολύ στο δύσβατο σχεδόν απρόσιτο εσωτερικό της χώρας  αντιμετωπίζει διάφορες περιπέτειες (ακόμα κι αν επιβεβαιωνόταν ότι ο Ντόναλντ και η Μάργκαρετ είχαν δολοφονηθεί, υπήρχαν πράγματα που ήδη τον αποζημίωναν για το ταξίδι. Αυτά θυμόταν τώρα με ευγνωμοσύνη: τον κεφάτο γέροντα με τον καρκίνο στον οισοφάγο, τη νεαρή γυναίκα με το νεκρό της μωρό, το συνταγματάρχη στο Μαζαράτ, το γεράκο που φρόντιζε να μη σηκώνεται σκόνη στο σχολείο κλπ). Ιδιαίτερα σπαρταριστή η όλη φάση στο σχολείο (που παρεμπιπτόντως βρισκόταν στα πόδια των τεράστιων αγαλμάτων του όρθιου Βούδα, αγάλματα που ανατίναξαν το 2001 οι Ταλιμπάν!), όπου τον υποδέχονται σαν  Αμερικάνο επιθεωρητή της διδασκαλίας της αγγλικής!  
Μια από τις κορυφαίες σκηνές του βιβλίου, απ όλες τις απόψεις (κοινωνικοπολιτιστικού ενδιαφέροντος, πλοκής, αγωνίας, λαογραφικού ενδιαφέροντος, ψυχογραφίας) είναι η επίσκεψη του ήρωα στις φυλακές όπου βρίσκονται οι δυο ύποπτοι δολοφόνοι. Η σκληρότητα της περιγραφής ξεπερνά κάθε φαντασία δυτικοευρωπαίου, εφόσον ο εκμηδενισμός της ανθρώπινης ύπαρξης θεωρείται κάτι φυσικό, ακόμα κι απ τα ίδια τα θύματα. Ο Μακλάουντ , παρόλες τις διαβεβαιώσεις όλων ότι οι φίλοι του είναι νεκροί, συνεχίζει, και μάλιστα κρυφά, το απέλπιδο ταξίδι του. Οι εκπλήξεις διαδέχονται η μια την άλλη- η ανάμειξή του όμως στο «πραξικόπημα» μιας φυλής γνωστής για την εχθρότητά της προς τους Βρετανούς τον οδηγεί στην απόφαση να επιστρέψει…
Ωστόσο, ο ήρωας οδηγείται σχεδόν αυτόματα στο πολύπαθο «χωριό» (απίστευτες περιγραφές) και διεισδύει στα άδυτα των αδύτων-στην οικογένεια των δυο εκτελεσμένων… Η «συνάντηση» με τη γιαγιά -ένα πλάσμα με αναμφίβολα «πνευματικά» χαρίσματα-  και τα «τσεκουράτα» της λόγια (είδες πως είμαστε πάμφτωχοι και δυστυχισμένοι κι ευχαριστήθηκες γι αυτό. Δεν είναι αρκετή τιμωρία;) φέρνουν σε αμηχανία τον Μακλάουντ. Τα ερωτηματικά πληθαίνουν  και το ταξίδι συνεχίζεται…
Οι ανατροπές μέχρι το τέλος του βιβλίου είναι πολλές, και το ενδιαφέρον του αναγνώστη είτε αγαπά την περιπέτεια, είτε το κοινωνικό μυθιστόρημα δεν μειώνεται. Κι από άποψη όμως ψυχογραφίας, ο συγγραφέας  περιγράφει με μεγάλη διεισδυτικότητα τον ψυχισμό των ηρώων, και μάλιστα σε συνθήκες οριακές. Γιατί, όπως άλλωστε υπαινίσσονται όσοι αντάμωσαν το ζευγάρι κι απ την αρχή του βιβλίου ακόμα, η σχέση τους είχε πολλά προβλήματα. Μέσα στη θυελλώδη πλοκή λοιπόν, έχουμε και την εξέλιξη μιας σχέσης που δημιουργεί συνεχή ερωτηματικά, καθώς και τον πρωταγωνιστή που καλείται συνέχεια να απαντήσει και να πράξει ανάλογα, κάνοντας κάθε φορά μια αποφασιστικής σημασίας επιλογή.

 Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου