Πέμπτη, Ιουλίου 03, 2014

Οι σειρήνες της Βαγδάτης, Γιασμίνα Χάντρα

Συγκλονιστικός όπως πάντα ο Παλαιστίνιος συγγραφέας στο να διεισδύει σε ιδιαίτερες κοινωνικές και ιστορικές συγκυρίες και να φωτίζει πλευρές της πραγματικότητας που δεν μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε καν, τουλάχιστον όσοι μετέχουμε του «δυτικού» πολιτισμού (π.χ. «Τρομοκρατικό χτύπημα»). Αυτό που οπωσδήποτε έχει λησμονηθεί, κι ας έχουν οδηγήσει οι τρέχουσες συνθήκες στο να είναι πάλι στην επικαιρότητα η τραγωδία του Ιράκ, είναι ότι ο λαός αυτός έχει μακρά ιστορική παράδοση και βαθιά πνευματικότητα, ακατανόητη στον κυρίαρχο ρηχό, καταναλωτικό και λογιστικό ευρωαμερικανικό πολιτισμό. Ο σπουδαίος ιστορικός και πνευματικός πολιτισμός των Ιρακινών καταστράφηκε όχι μόνο γιατί βομβαρδίστηκαν οι πόλεις, εξαφανίστηκαν  τα μνημεία και λεηλατήθηκαν τα μουσεία, αλλά γιατί, με την επέλαση των αμερικάνων, το μίσος για την αδικία και την αδυναμία και ο θυμός φώλιασε αμετάκλητα στις καρδιές των ιθαγενών (η Δύση δεν είναι παρά ένα φανταχτερό ψέμα, μια διαστροφή με σοφές αναλογίες, το τραγούδι των σειρήνων για τους ναυαγούς δίχως ταυτότητα. Υποτίθεται πως είναι τόπος υποδοχής∙ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά το σημείο μιας πτώσης απ όπου κανείς δεν μπορεί να ανακάμψει εντελώς…)
Πώς γεννιέται σε απλούς, ανυποψίαστους  χωρικούς  το μίσος και ο θυμός για τη βία την ταπείνωση και την ιστορική αδικία που υφίστανται και, πώς αυτό το μίσος μεταστρέφεται σε απελπισία και φανατισμό∙ αυτό  φαίνεται να είναι το κεντρικό θέμα του Γιασμίνα Χάντρα αυτή τη φορά.

Βρισκόμαστε στο Ιράκ, στο Ιράκ της εισβολής των Αμερικάνων (Μάρτης του 2003)[1]. Ο πρωταγωνιστής -αφηγητής είναι ένας νεαρός- σχεδόν παιδί βεδουίνος, από το Καφρ Καράμ∙ ένα χωριό χαμένο στα βάθη της ιρακινής ερήμου, τόσο απαρατήρητο που συχνά δε φαίνεται μέσα στους αντικατοπτρισμούς και ξεπροβάλλει μονάχα στη δύση του ήλιου. Ένας συνοικισμός, θα έλεγε κανείς, πεταμένος σαν το ψοφίμι- μέχρι να τον πάρει το μάτι σου, είχε κιόλας χαθεί από μπροστά σου. Ζει όπως κι οι υπόλοιποι συμπολίτες του, έχοντας άγνοια της πολεμικής λαίλαπας, μέσα στην πλήξη και την απραξία, μια ζωή λιτή σαν νηστεία (όταν δεν έχεις τίποτα, μαθαίνεις να ζεις με το τίποτα- είναι ζήτημα νοοτροπίας/ οι μέρες ακολουθούν τη διαδρομή τους, όμοιες με καραβάνι- φάντασμα, ξεπροβάλλουν από το πουθενά, το χάραμα, άχαρες και άτονες, και χάνονται το βράδυ, στα κλεφτά, σαν να τις καταπίνει το σκοτάδι). Οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού συγγενείς μεταξύ τους, έχουν χλιαρές σχέσεις ανεκτικότητας και σέβονται τα πατροπαράδοτα.
Τα σχεδόν ήρεμα νερά ταράζει αρχικά η εισβολή της τηλεόρασης στο μοναδικό καφενείο Σαφίρ, που αποδείχτηκε δηλητηριώδες ως δώρο (καθώς το μίσος είναι μεταδοτικό σαν το γέλιο, οι διαμάχες εκτροχιάζονταν, κάνοντας ακόμη μεγαλύτερο το χάσμα ανάμεσα σ εκείνους που έρχονταν στο Σαφίρ για να διασκεδάσουν κι εκείνους που έρχονταν για να «μάθουν», των οποίων και είχε τελικά επικρατήσει η άποψη). Όλοι μαζί άρχισαν να παρακολουθούν βήμα βήμα τη συμφορά που έπληττε τη χώρα). Τα συναισθήματα για τη σύλληψη του Σαντάμ είναι αντιφατικά:  χαρά για την εξουδετέρωση του «τέρατος» αλλά και ταπείνωση για τον ιρακινό λαό (δεν ξέραμε πια πώς να ερμηνεύσουμε τα γεγονότα, ποια τρομοκρατική ενέργεια ήταν απόδειξη γενναιότητας και πίσω από ποια μπορεί να κρυβόταν η δειλία. Αυτό που τη μια μέρα ξεσήκωνε την κατακραυγή, την επομένη εκθειαζόταν. Οι γνώμες συγκρούονταν με απίστευτα επιχειρήματα και όλο και συχνότερα οι άνθρωποι πιάνονταν στα χέρια). Οι συζητήσεις γίνονται έντονες μεταξύ των «σοφών» του χωριού και των νεότερων, και οι πολιτικές διαμάχες (σημείο αιχμής ο Σαντάμ αλλά και η πολιορκία της Φαλούτζας, της Βασόρας κλπ), αν και κάποια φορά έντονες, παραμένουν σε λεκτικό επίπεδο. Παράλληλα, ο Χάντρα «χτίζει» με μαστοριά και αληθοφάνεια τους χαρακτήρες του, χαρακτηριστικούς «τύπους» τέτοιων κοινωνιών ενώ παράλληλα ψυχογραφεί σε βάθος τον ήρωα- αφηγητή.

Αλλά, καθώς λέει μια πανάρχαια παροιμία, κι αν κλείσεις την πόρτα σου στις κραυγές του  γείτονα, εκείνες θα μπουν απ το παράθυρο. Διότι κανείς δε μπορεί να ξεφύγει απ το κακό όταν αυτό βγει παγανιά.
Με πολλή τέχνη ο συγγραφέας κλιμακώνει τον αντίκτυπο του πολέμου στο ταπεινό χωριό∙ πρώτο αθώο θύμα ο Σουλεϊμάν (γιατί; Μήπως έζησε ποτέ πραγματικά;), ένα διανοητικά καθυστερημένο παιδί που δεν κατάφερε ποτέ να πάει στο γιατρό στη Βαγδάτη γιατί δεν υπάκουσε στις εντολές των αμερικάνων στο μπλόκο ελέγχου (κι άλλο «λάθος». Τα αμερικανάκια πρώτα πυροβολούν και μετά τσεκάρουν. (…) Είναι τόσο αδίστακτα όσο και και αγέλη ύαινες που ορμάνε στο μαντρί). Η συγνώμη που κατατέθηκε από τις αμερικανικές δυνάμεις ακούστηκε φυσικά σαν εμπαιγμός . Δεύτερο σοκ η αμερικανική ρουκέτα που χτύπησε το γαμήλιο γλέντι ενός γειτονικού χωριού, που σκόρπισε τη φρίκη και το θάνατο σε παιδιά, γυναίκες πάνω στη χαρά της γιορτής. Ο ήρωάς μας, που αυτοπροσδιορίζεται ως ευσυγκίνητος, εύθραυστος, (μου ήταν αδύνατον να προσπεράσω τη δυστυχία χωρίς να την κουβαλήσω μαζί μου) νιώθει ότι του έπεσε ο ουρανός κατακέφαλα: εγώ, που δεν θυμόμουν ποτέ τον εαυτό μου να έχει νιώσει μίσος για κάποιον, αισθανόμουν τώρα έτοιμος να δαγκώσω το χέρι που θα προσπαθούσε να με παρηγορήσει… αλλά συγκρατιόμουν. Ήμουν σοκαρισμένος, άρρωστος, γεμάτος αγκάθια από την κορφή ως τα νύχια.
Το επεισόδιο όμως που ήταν κομβικό για την εσωτερική πορεία του ήρωα -και όχι μόνο-, ήταν η επίθεση των αμερικάνων στο χωριό κάποια ήσυχη νύχτα, ο εξευτελισμός και η ταπείνωση στην οποία υπέβαλαν τους αιφνιδιασμένους κατοίκους, με αποκορύφωμα την ταπείνωση του πατέρα, ο οποίος σύρθηκε γυμνός αποκαλύπτοντας τα απόκρυφά του. Ο ήρωας (επισημαίνοντας ότι ένας δυτικός άνθρωπος αδυνατεί να το κατανοήσει αυτό) νιώθει ότι διαπράχτηκε όχι μόνο ανεξέλεγκτη και παράλογη βία, αλλά και ιεροσυλία. Μετά απ αυτό, δεν υπήρξε τίποτα, ένα ατέλειωτο κενό, μια πτώση χωρίς τελειωμό, το χάος… όλοι οι αρχέγονοι μύθοι, οι θρύλοι ολόκληρου του κόσμου, όλα τα άστρα του ουρανού σκοτείνιασαν. (…) είχε συμβεί το ανεπανόρθωτο. Αυτό που δεν έχει γυρισμό. Κι εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, κι ενώ δεν τολμούσα να αντιδράσω,  κατάλαβα ότι τίποτα πια δεν θα ήταν από δω και πέρα όπως πριν, πως ποτέ πια δεν θα ξανάβλεπα τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο, πως το αποτρόπαιο κτήνος είχε ξυπνήσει μέσα στα σωθικά μου και είχε αρχίσει να βρυχάται, πως αργά ή γρήγορα, ό, τι κι αν γινόταν, ό, τι κι αν συνέβαινε πια, ήμουν καταδικασμένος να ξεπλύνω τη ντροπή με αίμα, μέχρις ότου τα ποτάμια κι οι ωκεανοί γίνουν τόσο κόκκινα όσο τα μάτια της μάνας μου, το πρόσωπο του πατέρα μου και τα αναμμένα κάρβουνα που ένιωθα ήδη να κατατρώγουν τα σπλάχνα μου, καλωσορίζοντάς με από τώρα στην κόλαση που με περίμενε…

Έτσι ο ανώνυμος πρωταγωνιστής μας ( δεν κατάφερα να εντοπίσω το όνομά του, ίσως είναι σκόπιμα ανώνυμος) ταξιδεύει για πρώτη φορά στη τη Βαγδάτη αναζητώντας τρόπους να ενταχτεί στον αγώνα (είχα αποκοιμηθεί σαν παιδί υπάκουο και καλοσυνάτο και είχα ξυπνήσει μέσα στο πετσί ενός θυμού που τίποτα δεν μπορούσε να καταλαγιάσει).  Παρακολουθούμε τις περιπέτειες, τις δυσκολίες, τις παγίδες, κι όλα αυτά με λεπτομέρειες που μας κάνουν να ταυτιζόμαστε. Δε θα συμφωνήσω με τον Μπάμπη Δερμιτζάκη  ότι ενώ ο Χάντρα παρουσιαζόταν ως αντιισλαμιστής στα προηγούμενα βιβλία του, σ αυτό προβάλλει τον ισλαμισμό και καταδικάζει απλώς τα τυφλά τρομοκρατικά χτυπήματα. Κατά τη γνώμη μου, ο συγγραφέας δε φαίνεται απλώς να καταδικάζει τον τυφλό φονταμενταλισμό, αλλά υπερασπίζεται το δικαίωμα των ανθρώπων να αγαπούν και να υπερασπίζονται τον πολιτισμό τους. Γι αυτό και ο ήρωας που επινοήθηκε δεν είναι εξαρχής μεγαλωμένος για φονταμενταλιστής. Είναι ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος δέκτης, φαίνεται μάλιστα δειλός, φοβητσιάρης (ο ίδιος βέβαια το αρνείται, λέει ότι απλώς απεχθάνεται τη βία). Η απόφασή του να στρατευτεί ψυχή και σώματι παρουσιάζεται «κατά το εικός και αναγκαίο», μόνο που εμείς δε μπορούμε να ταυτιστούμε συναισθηματικά, γιατί π.χ. δεν είναι και τόσο τρομερή η θέαση των γεννητικών οργάνων του πατέρα (Μ. Δερμιτζάκης:  Δεν έβαλα τον πατέρα μου στο γηροκομείο. Τα εννιά τελευταία χρόνια της ζωής του (πέθανε 94 χρονών, το 1997) τα πέρασε στο σπίτι μου, μια και γέρος καθώς ήταν δεν μπορούσε πια να μένει μόνος στο σπίτι μας στην Κρήτη. Δεν είχε λοιπόν άλλη επιλογή παρά τη «φυλακή» του διαμερίσματος στην Αθήνα. Τα τρία τέσσερα τελευταία χρόνια που είχε καταπέσει δεν μπορούσε να κάνει μόνος του μπάνιο. Του έκανα εγώ. Έτσι είδα πολλές φορές το πράγμα του. Και αναρωτιέμαι τι γίνεται στον μουσουλμανικό κόσμο, όταν ο γέρος καταπέσει και έχει πεθάνει η γυναίκα του: τον αφήνουν άπλυτο τα παιδιά του, ή φωνάζουν τον γείτονα; Γιατί δεν πιστεύω να έχουν όλοι την οικονομική δυνατότητα να πληρώνουν κάποιον γι αυτή τη δουλειά. Ή μήπως τον στέλνουν στο γηροκομείο; )
Όμως, δε νομίζω ότι έχει σημασία να κρίνουμε τι θεωρείται ιερό για κάθε πολιτισμό, αλλά ότι αυτό το κάτι, που μπορεί να είναι ανόητο/ακατανόητο/ παιδαριώδες  για μας, ποδοπατιέται και απαξιώνεται και μάλιστα με υπέρμετρη βία∙ ότι η στρατιωτική εισβολή των αμερικάνων ήταν μια καθολική εισβολή και μια άνιση αναμέτρηση, χωρίς μπέσα (αν μπορεί να υπάρξει μπέσα στον πόλεμο)∙ ότι νομιμοποιήθηκε   η τρομοκρατία  και η μαζική εξόντωση των αμάχων. Ότι ταπεινώθηκε ένας περήφανος πολιτισμός μπροστά στα ίδια του τα μάτια.
Δεν έχουν ιδέα για τα ήθη μας, τα όνειρά μας και τις προσευχές μας. Δεν έχουν ιδέα προπάντων για το ότι η μνήμη μας είναι άθικτη κι οι επιλογές μας δίκαιες. Τι ξέρουν για τον πύργο της Βαβέλ, για τους Κρεμαστούς Κήπους, για τον Χαρούν Ελ Ρασίντ, τις Χίλιες και μια Νύχτες; Τίποτα! Ποτέ δεν κοιτάζουν προς αυτήν την πλευρά της ιστορίας∙  βλέπουν τη χώρα μας μονάχα σαν μια τεράστια λίμνη πετρελαίου, την οποία θα ρουφήξουν, ρουφώντας μαζί και την τελευταία σταγόνα από το αίμα μας.  

Μετά λοιπόν αυτό καθοριστικό γεγονός της βίαιης εισβολής στα προγονικά ιερά, ο ήρωας νιώθει ότι μπορεί να δικαιωθεί μόνο με την εκδίκηση και φεύγει στα τυφλά για τη Βαγδάτη (κι εγώ με τη σειρά μου είχα έρθει να της ρίξω το δηλητήριό μου. Δεν είχα ιδέα με ποιο τρόπο θα το έκανα, αλλά ήμουν σίγουρος ότι θα της έριχνα το μεγάλο χτύπημα. Η αξιοπρέπεια δεν είναι διαπραγματεύσιμη). Αν κάποιος τη χάσει, ακόμα και όλα τα σάβανα του κόσμου δεν αρκούν για να κρύψουν το πρόσωπό του και κανένας τάφος δεν θα δεχτεί το κουφάρι του χωρίς να ανοίξει στα δύο), όπου βέβαια οι δρόμοι δεν ήταν στρωμένοι με ρόδα… Η αδερφή του τον διώχνει, και μόνος και άπραγος αντιμετωπίζει  τον κίνδυνο, την κλεψιά, την πείνα, την αρρώστια.
Η τυχαία συνάντηση με τον ξάδερφό του, Ομάρ σχεδόν του σώζει τη ζωή. Έρχεται σιγά σιγά σε επαφή με πολλούς χωριανούς, από τους οποίους ο καθένας έχει πάρει άλλο δρόμο (θα μπορούσα να κλείσω τα παντζούρια  μου και να βουλώσω τα αυτιά μου. Ήξερα όμως πως αν δεν πάω εγώ προς τη φωτιά, θα έρθει εκείνη να με βρει).  Δεν είναι σκόπιμο βέβαια να αναφερθεί κανείς σε όλες αυτές τις αποχρώσεις σχέσεων και τρόπων δράσης. Είναι αξιοσημείωτο όμως ότι τα γεγονότα (ανατινάξεις γεφυρών, ρουκέτες σε μαγαζιά με εκατοντάδες νεκρούς κάθε φορά) μεταμορφώνουν τον αφηγητή που δε σκέφτεται τίποτ άλλο πια παρά την εκδίκηση. Δε συγκινείται ούτε και από τους ενδοιασμούς του Ομάρ (όταν είδα αυτό, ξάδερφε, όταν είδα όλα αυτά τα πτώματα πεσμένα καταγής, όλους αυτούς τους σωρούς παπουτσιών στο σημείο όπου έγινε ο μεγάλος συνωστισμός, όταν είδα τα μελανιασμένα πρόσωπα όλων αυτών των παιδιών με τα μισόκλειστα μάτια, όταν είδα όλο αυτό τον άδικο χαμό που προκάλεσαν Ιρακινοί σε άλλους Ιρακινούς, τότε είπα στον εαυτό μου πως αυτός ο πόλεμος δεν ήταν ο δικός μου/ μα τον θεό, δεν πολεμάει κανείς ενάντια στην ίδια του τη φυλή μόνο και μόνο από πείσμα) ούτε από τον σκεπτικισμό του Τζαλάλ, μια ιδιαίτερα βασανισμένη προσωπικότητα (άλλο το να δώσει κανείς ένα μάθημα στη Δύση κι άλλο να τινάξει στον αέρα ολόκληρο τον πλανήτη).

Η εκπαίδευση του ήρωα είναι αργή και συστηματική∙ μετά από δοκιμασίες πίστης και υπομονής, τον ετοιμάζουν για μια πολύ μεγάλη αποστολή, την πιο μεγάλη κι επαναστατική αποστολή που σχεδιάστηκε από τότε που ο άνθρωπος έπαψε να είναι τετράποδο.
Κι ο επίλεκτος που θα την έφερνε σε πέρας ήμουν εγώ.
Ποτέ άλλοτε η επιβολή θανάτου δεν μου είχε φανεί τόσο γεμάτη ευφορία, τόσο συμπαντική.
Το ηθικό δίλημμα του ήρωα είναι μεγάλο αλλά δε φαίνεται να έχει αμφιβολίες (οι επιθυμίες πρέπει να μείνουν ανείπωτες για να καρποφορήσουν).  Ο συγγραφέας βάζει πολύ έντεχνα τους δευτερεύοντες ήρωες να παίρνουν «θέση» απέναντι στη στάση που επιβάλλει η «τρομοκρατία» και δε νομίζω ότι ταυτίζεται αναγκαστικά με κάποια θέση απ αυτές, αλλά καταγράφει  τη διαλεκτική τους σχέση για να εκμαιεύσει αβίαστα το –απροσδόκητο, παρόλ αυτά- τέλος.
Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Ο Πόλεμος του Ιράκ (αγγλικές ονομασίες. The Iraq WarOccupation of Iraq, , Second Gulf War ή και Operation Iraqi Freedom) αποτελεί στρατιωτική επιχείρηση, που άρχισε στις 20 Μαρτίου 2003από τις ΗΠΑ υπό την προεδρία του Τζορτζ Μπους του νεώτερου και το Ηνωμένο Βασίλειο υπό την πρωθυπουργία του Τόνι Μπλερ , με στόχο την ανατροπή του τότε ηγέτη του Ιράκ Σαντάμ Χουσεΐν. Αποτέλεσε μέρος του γενικότερου Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας, τους πολέμους δηλαδή που διοργάνωσαν οι ΗΠΑ μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου