Έντονη
γεύση αφήνει εντέλει και το βιβλίο αυτό του Γκενασιά (αυτό που τον καθιέρωσε,
στην Ελλάδα τουλάχιστον, είναι Η λέσχητων αθεράπευτα αισιόδοξων), παρόλο που στην αρχή ήταν απογοητευτικό. Με
άξονα την πολυδαίδαλη ζωή του εβραίου Τσέχου γιατρού Γιόζεφ Κάπλαν, δεδομένου
ότι έζησε 100 χρόνια (1910-2010), ο
συγγραφέας μάς δίνει παράπλευρα κι όλη την ιστορία του 20ου αι., και
την ιδιαίτερη ιστορική πορεία της
Τσεχίας. Απ τον τίτλο όμως καταλαβαίνουμε ότι το κύριο βάρος πέφτει στη σταδιακή
διάψευση του σοσιαλιστικού οράματος, που τη βλέπουμε στο δεύτερο και τρίτο μέρος του βιβλίου.
Από
την ίδρυση της Τσεχοσλοβακίας, μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ασφαλώς ο
Γιόζεφ δεν θυμάται πολλά, ήταν μόλις οκτώ χρονών. Τυχαία άραγε η επιλογή του
ονόματος, Γιόζεφ Κ.; δεν βρήκα καμιά αναλογία με τον ήρωα του Κάφκα… Ίσως, πολύ έμμεσα: κι αυτός πιόνι/θύμα του συστήματος; κατακεραυνώνεται
από μια σειρά γεγονότων που τον αφοπλίζουν σιγά-σιγά, τον ακυρώνουν και του
στερούν κάθε βεβαιότητα (βλ. Η δίκη) ή
κι αυτός ονειρεύεται ότι μπορεί να αλλάξει ο κόσμος… Στο βιβλίο πάντως, ο ίδιος ο ήρωας σχολιάζει
τον Κάφκα που έγραψε στα γερμανικά - ουσιαστικά
δεν είναι Τσέχος συγγραφέας. Όταν κάποιος είναι δίγλωσσος, γράφει στη γλώσσα
της καρδιάς του. Δεν ξέρω σε ποια γλώσσα ονειρευόταν, αλλά, όπως και ο Ρίλκε, έγραψε όλο του το έργο στα
γερμανικά.
Οι
οικογενειακές σχέσεις και οι χαρακτήρες διαγράφονται κάπως βεβιασμένα στις πρώτες σελίδες. Άστοχες
περιγραφές ηθογραφικού τύπου και άσκοπη η επιμονή στο ότι ο Γιόζεφ δεν θυμόταν καθόλου φυσιογνωμίες
(καθόλου δεν παίζει ρόλο αυτό στην κυρίως ιστορία), βαρετές οι σχετικές
λεπτομέρειες εντέλει (προς τι όλες αυτές οι περιγραφές για το ότι ήταν τόσο
καλός χορευτής, ή τι κι αν δε θυμόταν την τάδε ή τη δείνα, ή ποιος ήταν ο ρόλος
της Βίβιαν κλπ; δε μας εξηγεί καθόλου
πώς διαμορφώνεται μέσα απ΄ όλ αυτά ο ήρωας, είναι όλα στατικά και βαρετά∙ καθόλου
δε μας φωτίζει ούτε για το χαρακτήρα όπως διαγράφεται αργότερα, ούτε «κολλάνε»
με τα επόμενα). Η εμμονή του ήρωα με τον Κάρλος Γκαρντέλ και οι επιδόσεις του
στο τάνγκο ίσως προετοιμάζουν για την επικοινωνία του με τον Γκεβάρα στο τρίτο
μέρος του βιβλίου. Πάντως βρήκα
«πρόχειρη» τη γραφή, και φαίνεται σα να έγραψε αργότερα ο συγγραφέας το πρώτο
αυτό μέρος, με την εγκεφαλική πρόθεση μάλλον να δείξει βασικά (;) στοιχεία των
χαρακτήρων, το γενικότερο κλίμα, την αντίθεση των ξέγνοιαστων χρόνων του
μεσοπολέμου με αυτά που θα ακολουθήσουν.
Να δείξει βασικά ότι ο Γιόζεφ, αν και συμμετείχε στα φοιτητικά κινήματα
στην Πράγα, γοητεύτηκε από το
κοσμοπολίτικο πνεύμα του Παρισιού κι όταν ξέσπασε ο ισπανικός εμφύλιος δεν
ακολούθησε το τάγμα Ντουμπρόβσκι[1],
απογοητεύοντας όσους τον ήξεραν. Παρόλ αυτά το κλίμα στο προπολεμικό Παρίσι
βράζει, και το θεατρικό κύκλωμα με το οποίο έχει επαφές ο Γιόζεφ μάς δίνει μια
εικόνα της πρωτοπορίας της εποχής. Καθοριστικό ρόλο στη ζωή του θα παίξει
αργότερα και η γαλλίδα Κριστίν, νεαρή ηθοποιός, δυναμική, παθιασμένη
ειρηνίστρια, φεμινίστρια και ακτιβίστρια, φιλενάδα του καλύτερού του φίλου και
φίλη της φιλενάδας του!
Το
πραγματικό ενδιαφέρον ξεκινά όταν ο Γιόζεφ εξαφανίστηκε από τον κύκλο του (καλοκαίρι
του 1940) και ορίστηκε κρυφά ως ειδικός από το Ινστιτούτο Παστέρ σε μια από τις
πιο ανθυγιεινές περιοχές της Αλγερίας, με μεγάλη θνησιμότητα στην ελονοσία. Αποστολή
του να παρέχει ιατρική φροντίδα στους ντόπιους και να υλοποιήσει το πρόγραμμα
πρόληψης της ελονοσίας. Δεν υπήρχε φυσικά άλλη επιλογή∙ ένα
πρώτο κύμα συλλήψεων έχει προβλεφθεί για τις επόμενες μέρες. Οι Εβραίοι θα
είναι οι πρώτοι. Οπωσδήποτε η σκληρή μοναξιά, οι πολύ δύσκολες συνθήκες, η
πάλη με τις αρρώστιες, τη φτώχεια, και
τις δύσκολες φυσικές συνθήκες επενεργούν και ωριμάζουν τον ήρωα: είχε φερθεί κι αυτός όπως οι άλλοι, με
αφόρητη αλαζονεία. Είχε φορέσει το χαμόγελο της αυτοϊκανοποίησης, είχε
ειρωνευτεί τις αδέξιες προσπάθειες της Κριστίν, τις ποδοπατημένες προκηρύξεις
της, τα κακογραμμένα πλακάτ∙ (…) Είχε καγχάσει κι αυτός μαζί με το κοπάδι∙ ποτέ
δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να τη βοηθήσει στις απελπισμένες κινήσεις
της. Ένα βράδυ, στο τέλος μιας ιδιαίτερα αξιοθρήνητης συνάντησης, της είχε πει:
«Το ξέρω, όμως δεν ντρέπομαι καθόλου».
Ο
χρόνος περνάει αργά, με σποραδική πληροφόρηση από τον πόλεμο, αλλά ο Γιόζεφ
κατακτά ένα ρυθμό ήρεμο, πράγμα που αποτυπώνεται και στο ημερολόγιό του: πέρασε ήδη ένας χρόνος. Σπάνια έχω νιώσει
τόσο ελεύθερος όσο στην εχθρική και ερημική αυτή περιοχή. Είμαι μόνος, κύριος
της ζωής μου. Νομίζω πως παίζει ρόλο και η απουσία ρολογιού. Η απουσία του
Γιόζεφ στην έρημο τον κάνει να ωριμάσει απρόσμενα, ενδιαφέρεται για το
συνάνθρωπο και ακολουθεί το εσωτερικό του ρολόι.
Όταν επιστρέφει πια στο Παρίσι, το τοπίο έχει
αλλάξει. Άνθρωποι έχουν εξαφανιστεί (μέσα σ αυτούς κι ο πατέρας του), άνθρωποι
έχουν αλλάξει. Μετά από συναισθηματικές εκπλήξεις καταλήγει με την Κριστίν στην
Πράγα, τη γενέθλια πόλη απ όπου έλειπε επί δέκα χρόνια. Δεν ήξερε βέβαια πως ποτέ δεν είναι κανείς ξένος στο σπίτι του. Νομίζεις
πως το έχεις ξεχάσει γιατί δεν το σκέφτεσαι πια∙ όμως, τίποτα δεν σβήνεται απ
τους τόπους των νεανικών χρόνων: ούτε οι εικόνες ούτε τα χρώματα. Οι αναμνήσεις
έρχονταν, εντελώς φυσικά, σαν να είχε φύγει την προηγούμενη μέρα.
Όμως
η Πράγα είναι μια παράξενη πόλη,
ταυτόχρονα μαύρη και πολύχρωμη, όπου οι άνθρωποι είχαν το χρόνο να
κουβεντιάζουν και να ακούν ο ένας τον άλλον, με την ποικιλομορφία των στυλ και
τα διαδοχικά απομεινάρια μιας δόξας που έσβηνε. Οι βδομάδες που ακολούθησαν την απελευθέρωση της χώρας υπήρξαν αμφιλεγόμενες. Ο
πόλεμος ήταν πανταχού παρών. Ανοίγει το περίφημο στρατόπεδο της Τερεζίν[2],
γνωστό για τις θηριωδίες των γερμανών, πίσω από μια βιτρίνα «πρότυπου γκέτο»
για λόγους προπαγανδιστικούς. Παρακολουθούμε τις τραγικές στιγμές της ιστορίας
της Τσεχοσλοβακίας, όταν τα διατάγματα
του Μπένες[3]
θα έκλειναν σε στρατόπεδα, για να απελάσουν κατόπιν δια της βίας στην Αυστρία
και τη Γερμανία, τους δυόμισι εκατομμύρια Σουδήτες, που ήταν Τσέχοι γερμανικής
καταγωγής, θεωρώντας τους ένοχους για ένα συλλογικό λάθος (τη συμφωνία του
Μονάχου με την οποία ο Μπένες εκχώρησε το 1938 τη γερμανόφωνη Σουδητία στη
Γερμανία;). Το ίδιο συνέβη και με
400.000 οικογένειες ουγγρικής καταγωγής
που στάλθηκαν στην Ουγγαρία. Όμως όλα αυτά, στο κλίμα της γενικής αισιοδοξίας
δε θεωρήθηκαν ούτε απάνθρωπα, ούτε άδικα. Θεωρήθηκαν
ένα απλό γύρισμα της ιστορίας. Δεν μπορούσαν να ζουν όλοι μαζί, πλάι πλάι, σα
να μην είχε συμβεί τίποτα. Η μαζική εξιλέωση
ήταν μια δίκαιη τιμωρία για τις αποσιωπήσεις, για τη συνενοχή, παθητική ή
ενεργητική.
Ο
Γιόζεφ γίνεται μέλος του Κομμ. Κόμματος Τσεχοσλοβακίας με πίστη στο μέλλον της
νεοσύστατης χώρας του, και δεν αργεί να εκλεγεί και βουλευτής. Παντρεύεται την
Κριστίν που δικτυώνεται στο θέατρο και
μαθαίνει με πάθος τσέχικα, και με την Τερέζα και τον Πάβελ προσπαθούν να
στεριώσουν μια ήρεμη οικογενειακή ζωή. Κάνουν δυο παιδιά, όμως η ιστορία τους
παρασύρει πάλι στη δίνη της. Από το 1948 και μετά (ανάληψη εξουσίας από τους
κομμουνιστές, «κομμουνιστικό πραξικόπημα» κατά τους ηττηθέντες, «νικηφόρος
Φλεβάρης του εργαζόμενου λαού» κατά τους επαναστάτες) το τοπίο αλλάζει.
Συλλήψεις, φυλακές, εκτελέσεις. Η δίκη της μεγάλης αγωνίστριας και φεμινίστριας
Μίλαντα Χόρακοβα[4]
διχάζει τον τσέχικο λαό, ενώ η ίδια δεν δέχεται να παίξει το παιχνίδι των
βασανιστών της, γνωστό από τις διαβόητες Δίκες της Μόσχας στη δεκαετία του
1930: να συμμετάσχει δηλαδή στη σκηνοθετημένη διαδικασία που απαιτούσε
«ομολογίες» από τους κατηγορουμένους. Ο απαγχονισμός της μαζί με άλλες
τρεις γυναίκες «συνεργούς» ήταν η πρώτη
φρίκη που ραπίζει την Κριστίν (ήδη την είδαμε με έντονη ακτιβιστική δράση στο
Παρίσι) κι όλος ο τρόμος στη συνέχεια ίσως
είναι και μια εξήγηση για την μετέπειτα εξαφάνισή της. Ακολουθεί λόγο καιρό αργότερα
και η σύλληψη κι εκτέλεση του Σλάνσκι
(γ. γ. του ΚΚΤ) κι άλλων δεκατριών στελεχών του Πολιτικού Γραφείου και η
τραγωδία/κωμωδία των στημένων ομολογιών
(Κριστίν: δεν το βρίσκετε
παράξενο, εσείς, ότι στους δεκατέσσερις καταδικασμένους, οι έντεκα ήταν
Εβραίοι; Τι σημαίνει αυτό; Έχετε χάσει
τη μνήμη σας; Δεν σας θυμίζει τίποτα; Εγώ νιώθω φρίκη, εσείς;/Γιόζεφ: Πώς μπορείς να αναπαράγεις τέτοιες μνήμες;
Είναι σα να βρίζεις τις λαϊκές μας δημοκρατίες και να γίνεσαι εκ των πραγμάτων
συνένοχος με τους εχθρούς μας, τους καπιταλιστές, και μόνο που το ισχυρίζεσαι).
Η λαίλαπα αγγίζει και τους φίλους μας, εφόσον ο Πάβελ, συγγραφέας του «Η
ειρήνη του Μπρεστ- Λιτόφσκ: διπλωματία και επανάσταση» (οι αποκαλύψεις του θα έπεφταν
σαν κεραυνός. (…) εξηγούσε τους βυζαντινισμούς αυτού του διπλωματικού
παιχνιδιού και τα μακιαβελικά παρασκήνια αυτής της τόσο περίπλοκης
διαπραγμάτευσης) μετά από βίαιη εισβολή
των αστυνομικών δυνάμεων στο σπίτι του… εξαφανίζεται. Τέλος, εξαφανίζεται και η Κριστίν μαζί με τον Μάρτιν, τον γιο του
Γιόζεφ, εγκαταλείποντάς τον με την κόρη του, την Έλενα.
Στο
τρίτο μέρος κυριαρχεί η διάψευση της ζωής που ονειρεύτηκαν -όχι μόνο ο Ερνέστο
Γκ... Και βέβαια, πρωταγωνιστεί η γοητεία του Γκεβάρα, για τον οποίο ο
συγγραφέας επινόησε μια πολύ αληθοφανή
περίσταση: μετά την ήττα της επανάστασης στην Αφρική, όπου ο Τσε συμμετείχε
(τέλος του 1965), αρρωσταίνει με πολύ σοβαρή ελονοσία και τον στέλνουν
ινκόγκνιτο στον Γιόζεφ, διακεκριμένο πια γιατρό, για να τον «αναστήσει». Είναι
ένα πρόβλημα αυτή η μυθοπλασία, τη στιγμή που δεν μπόρεσα προσωπικά να
διασταυρώσω κανένα στοιχείο, αλλά ούτε και να διαψεύσω. Η αυθαιρεσία του
συγγραφέα έφτασε στο σημείο να τον παρουσιάσει ότι έκανε και παιδί με την
Έλενα, την κόρη του Γιόζεφ… Απ την άλλη, τα σημειώματα (επιστολές, ημερολόγια
κλπ), δημοσιευμένα με italics, φαίνονται
να είναι αυθεντικά…
Βρίσκονται
σ ένα μέρος αρκετά απομακρυσμένο από την Πράγα, σε μια απομακρυσμένη κοιλάδα
στα βάθη της Βοημίας. Για ένα διάστημα η
Έλενα διαμαρτυρόταν μόλις ο Γιόζεφ άρχιζε να αναπολεί το Παρίσι, το Σαμονί ή το
Αλγέρι. Τώρα πια είχε συνηθίσει. Έλεγε μέσα της πως με τα χρόνια τα τραύματά
του θα επουλώνονταν, οι πληγές του θα έκλειναν∙ όσο περισσότερο όμως μιλούσε
για το παρελθόν, τόσο λιγότερο γιατρευόταν. Περιπλανιόταν στο μουσείο της
μνήμης του. Όμως ο Γιόζεφ δεν είναι πια είκοσι χρονών. Η σοσιαλιστική του
αισιοδοξία έχει εξανεμιστεί. Ξέρει καλά ότι θα
μπορούσαν να τον έχουν συλλάβει, εφόσον ήταν ο καλύτερος φίλος του Πάβελ, και
να είχε καταλήξει σε στρατόπεδο. Ο Γιόζεφ ήξερε πολύ καλά τη δυσοίωνη φήμη της
πολιτικής αστυνομίας και την υπερβολική ισχύ της. Και παρακάτω: δεν άντεχε πια τη γλοιώδη αισιοδοξία της
σοσιαλιστικής κατήχησης, που τους έθαβε σ έναν ομαδικό τάφο. Έβρισκε αφόρητες
επίσης την υποχρεωτική πίστη σ ένα λαμπρό μέλλον, την απαγόρευση να διατυπώσει
κανείς την παραμικρή αμφιβολία για να μη θεωρηθεί προδότης, την υποχρέωση να
εκστασιάζεσαι μπροστά σ ένα καθεστώς του οποίου εκείνος δεν έβλεπε παρά τις
αποτυχίες.
Ασφαλώς
και δεν μπορεί λοιπόν να αρνηθεί την αποστολή που του αναθέτουν: μοναδικός του
ασθενής θα είναι ο Ραμόν, ο Τσε Γκεβάρα, που ήρθε με συνοδό και σωματοφύλακες
σε κατάσταση έκτακτη. Η πορεία του προς
την ανάρρωση αλλά και προς την «αναγνώριση» (μήπως είστε Αργεντίνος; Το πάθος σας για τον Γκαρντέλ σάς πρόδωσε)
περιγράφεται από τον συγγραφέα αριστουργηματικά. Τα αποσπάσματα με την
πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Γκεβάρα (επιστολές, ημερολόγιο), ακόμη κι αν είναι
μυθοπλασία, μεταφέρουν το πνεύμα του, χωρίς να το προδίδουν. Το πνεύμα της κατασπατάλησης
μιας νιότης, όπου λόγος, πράξη, συναίσθημα και αναστοχασμός είναι αδιαχώριστα∙
δεν έχει παρά να διαβάσει κανείς τα προσωπικά γραπτά του Τσε (τα αυθεντικά) για
να το νιώσει. Και δεν είναι τυχαίο που έγινε σύμβολο…
Αν τα θύματα της εκμετάλλευσης δεν
εξεγείρονται, αν δεν θέλουν να αγωνιστούν για να αλλάξουν τη μοίρα τους, ο
επαναστάτης είναι ένας στείρος καρπός, ένα μηχανικό ον. Χωρίς αυτούς, τίποτα
δεν μπορεί να γίνει∙ γι αυτό πετύχαμε στην Κούβα, και αποτύχαμε στην Αφρική. Αυτή
η ατέλειωτη αρρώστια, αυτός ο συντηρητισμός με τον οποίο ήρθα αντιμέτωπος, αυτή
η τρομακτική σιωπή που με παραπέμπει στον εαυτό μου, με οδηγούν σε μια οδυνηρή
διαπίστωση. Στη βία της εκμετάλλευσης έπρεπε να απαντήσει η βία των
καταπιεσμένων. Δεν έβλεπα ποιον άλλον
δόμο μπορούσαμε να ακολουθήσουμε, εκτός κι αν ήταν να απαρνηθούμε την ελπίδα μας
για έναν καινούριο κόσμο.
Όλα αυτά τα χρόνια, το μίσος ήταν η
κινητήρια δύναμη του σώματός μου, το μίσος για τον εχθρό που με ωθούσε να τον καταστρέψω,
πέρα από τα ανθρώπινα όριά μου. Όταν βλέπω τώρα αυτό που έχω γίνει,
αναλογίζομαι σε ποιο βαθμό έχω απομακρυνθεί από το ίδιο το ιδεώδες μου. Δεν είμαι
βέβαιος αν πάλεψα πάντοτε για το γενικό καλό, ή για κάποιες σκοτεινές ανάγκες
που ελλοχεύουν στα βάθη του εαυτού μου.
Ο
έρωτας με την Έλενα φαίνεται να συμβαίνει κατά το «εικός και αναγκαίον»… δεν είναι άλλωστε δύσκολο να
ερωτευτεί κανείς τον Τσε, κι εκείνος ήταν αρκετά… ζωηρός! Η μυθιστορηματική
απόδοση είναι γλαφυρότατη. Το ζευγάρι αποφασίζει να φύγει (πολύ σοβαρή απόφαση
αυτή για την Έλενα, στο καθεστώς της εποχής). Οι υψηλές γνωριμίες του Τσε
Γκεβάρα φαίνεται να τον προστατεύουν (τον έχουν ανάγκη ακόμα), τον βοηθούν να
εκδοθεί η βίζα πιο γρήγορα από ποτέ. Τα συναισθήματα
είναι ξεκάθαρα και έντονα, ιδιαίτερα της Έλενας (απευθυνόμενος στον Γιόζεφ, για
την εγκατάλειψή του από την Κριστίν: σε
άφησα μόνο με τον πόνο σου∙ το μετανιώνω τώρα. Ζούσαμε μ αυτή τη χαίνουσα
πληγή, καθένας απ την πλευρά του, χωρίς να τολμάμε να μιλήσουμε γι αυτό. Ξέρω πως
ποτέ δεν έπαψες να τη σκέφτεσαι και πως η αναχώρησή μου θα αναζωπυρώσει αυτόν
τον πόνο. Ίσως να ήθελες να τον μοιραστούμε, όμως εγώ είχα «κλείσει την πότρα»,
για να μην καταποντιστώ). δεν
είναι τυχαίο που το τελευταίο αυτό κεφάλαιο τιτλοφορείται «Έλενα»). Το ρομάντσο
όμως κορυφώνεται όταν, έχοντας δώσει πια ραντεβού στο αεροδρόμιο, η Κρατική
Ασφάλεια[5]
συλλαμβάνει την Έλενα. Έχει να επιλέξει ανάμεσα στη φυγή με τον Ραμόν και τη
σωτηρία του πατέρα της που βασανίζεται στις φυλακές για να «ομολογήσει».
Είχα ήδη πάρει την απόφασή της. Δεν της είχε
χρειαστεί περισσότερο από ένα δευτερόλεπτο. Ήταν βέβαιη για τον εαυτό της. Δεν ήξερε
αν ήταν σωστή η απόφασή της ή όχι, αλλά ήταν κάτι προφανές∙ δεν χρειαζόταν ούτε
καν να το συζητήσει. Δεν καλούνταν να επιλέξει. Δεν υπήρχε θέμα επιλογής.
Η ένταση
φυσικά συνεχίζεται λόγω της θυελλώδους αντίδρασης του Τσε, αλλά δεν είναι
σκόπιμο να μεταφέρω εδώ την πλοκή. Τα γεγονότα άλλωστε είναι γνωστά. Όταν, μετά
από λίγο ο Τσε δολοφονείται στη Βολιβία, ήδη ο αγώνας έχει «προδοθεί». Ο συγγραφέας «κλέινει» τις ανοιχτές υποθέσεις
με τον Πάβελ, την Κριστίν, τον γιο του
Γ. τον Μάρτιν, κι όταν πια το Τσεχικό Κοινοβούλιο, λίγο πριν την άνοιξη της Πράγας,
επιτρέπει στους πολίτες να δουν τους φακέλους τους, κολλάνε τα κομματάκια του
παζλ, επέρχεται η «κάθαρση».
Ο Γιόζεφ
Κ. φτάνει εκατό χρονών.
Αυτό που με εκπλήσσει περισσότερο δεν
είναι πως γίνομαι εκατό ετών, αλλά πως είμαστε στο 2010. (…) Δεν θα καθίσω να
απαριθμήσω την ατέρμονη λίστα των γεγονότων του αιώνα. Απ όλα τους όμως, αν
έπρεπε να συγκρατήσω ένα, αυτό θα ήταν η πτώση του Τείχους. Γιατί εκείνη τη
μέρα κατέρρευσε το μεγαλύτερο ψέμα στην
ιστορία της ανθρωπότητας.
Αναμφίβολα
είναι ένας από τους τελευταίους της γενιάς τους. Είναι θύμα του ανελέητου
πνεύματος των «Δικών», που, αν πιστέψουμε άγγιξε την Τσεχοσλοβακία στον ίδιο
βαθμό με τη Σοβιετική ένωση. Ίσως κι αυτή να είναι η εσωτερική σχέση με τη «Δίκη»
του Κάφκα, που αν και γράφτηκε το 1910, ήταν τόσο προφητική για τον αιώνα. Σ’
αυτό το πνεύμα, μιλώντας κάτω από τη σοφία
των χρόνων για την Κριστίν, λέει :
Ήταν λαμπερή, δεν μπορώ να πω τίποτε
άλλο. Ό, τι κι αν έκανε, κανείς δεν έχει το δικαίωμα νε την κρίνει. Αρκετά πια
με τους δικαστές!
Χριστίνα Παπαγγελή
[1]
Εθελοντικό τάγμα των Διεθνών Ταξιαρχιών στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο
[2] Το Τερεζίν είναι μια πρώην πόλη-φρούριο η οποία αρχικά χτίστηκε επί
Αυτοκράτορα Ιωσήφ του 2ου ως ένα έξυπνο σύστημα από στρατιωτικά οχυρά για τη
προστασία του βασιλείου του έναντι της Πρωσίας κατά το 18ο αιώνα. Στη συνέχεια
άλλαξε τελείως και έγινε Εβραϊκό Γκέτο (αλλά χρησιμοποιήθηκε και ως ενδιάμεσο
στρατόπεδο για τους Εβραίους οι οποίοι έπαιρναν το δρόμο για το Άουσβιτς από
τους Ναζί) κατά το Β” Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέχρι το τέλος του πολέμου περίπου
150.000 Εβραίοι είχαν περάσει απ” το Τερεζίν και άλλοι 35.000 πέθαναν από
αρρώστιες και πείνα. Την ίδια ώρα οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν το Τερεζίν για
τους παραπλανητικούς προπαγανδιστικούς σκοπούς τους, προσπαθώντας να το
περάσουν στους επισκέπτες του Ερυθρού Σταυρού ως ένα πολιτιστικό και εμπορικό
κέντρο το οποίο ευημερούσε. Το Τερεζίν εξελίχθηκε σε τόπο «μουσικής
αντίστασης», όπου όροι όπως τέχνη και τρόμος, θύματα και ήρωες αποκτούσαν νέες
διαστάσεις. Οι ναζιστές από την πλευρά τους ενίσχυαν ανάλογες δραστηριότητες
για λόγους προπαγάνδας.
[3] Ο Έντουαρντ Μπένες (Edvard Beneš) ήταν δεύτερος πρόεδρος της δημοκρατίας στην Τσεχοσλοβακία και
ένας από τους ηγέτες της ανεξαρτησίας της. Τον Οκτώβριο του 1938, μετά την συμφωνία του Μονάχου εκχωρεί την
Γερμανόφωνη Σουδητία στη Γερμανία, αλλά όταν η Γερμανία κατέλαβε και τις Βοημία, Μοραβία, παραιτήθηκε από τα καθήκοντά του και πήγε στην εξορία
στο Λονδίνο
[4] Σήμερα, η μνήμη της Χοράκοβα, αλλά και άλλων που δολοφονήθηκαν από το
κομμουνιστικό καθεστώς (όπως ο στρατηγός Ελιόντορ Πίκα, το 1949), τιμάται από
τη Δημοκρατία της Τσεχίας. Υπάρχει κενοτάφιο με προτομή της σε νεκροταφείο της
Πράγας, το όνομά της έχει δοθεί σε δρόμο της πόλης, ενώ και η 27η Ιουνίου,
ημέρα του απαγχονισμού της - και αφορμή, κατά μία έννοια, για να γραφτεί
αυτό το κείμενο - έχει οριστεί επίσημη «Ημέρα μνήμης για τα θύματα του
κομμουνιστικού καθεστώτος».
Αγαπητή Χριστίνα, σε χαιρετώ. Διάβασα την ανάρτησή σου. Σε πολλά συμφωνώ, σε άλλα διαφωνώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι μια παράκληση. Δεν θα μπορούσες να συντομεύεις κάπως τις αναρτήσεις σου; Νομίζω δεν είναι σωστό να γίνονται τόσο λεπτομερείς αποκαλύψεις για το περιεχόμενο του βιβλίου.Φυσικό είναι να μειώνεται το αναγνωστικό ενδιαφέρον για κάποιον που δεν έχει ακόμη διαβάσει ακόμη το βιβλίο.
Γεια σου αναγνώστρια! χαίρομαι που με επισκέφτηκες και πάλι!
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα ταν πολύ ενδιαφέρον να γράψεις ένα δυο πράγματα πάνω σ αυτά που συμφωνείς ή που διαφωνείς, θα ταν η αρχή ενός διαλόγου που είναι και το ζητούμενο...
Έχεις απόλυτο δίκιο, το ίδιο μου έγραψε και σε προηγούμενο ποστ ο Πατριάρχης. Είναι μια αδυναμία μου, το παραδέχομαι, που δεν μπορώ να ξεπεράσω. Ίσως γιατί θέλω να κρατήσω ό,τι θέλω να θυμάμαι, και μάλιστα τεκμηριωμένα. ¨Οχι δηλαδή απλώς ότι ο συγγραφέας απέδωσε π.χ. την ατμόσφαιρα σφαιρικά, αλλά να ΔΕΙΧΝΩ πώς έγινε αυτό. Αλλιώς δεν έχει για μένα νόημα.
ΠΑρεμπιπτόντως, στη δική σου ανάρτηση για το ίδιο βιβλίο, σου έθεσα ένα ερώτημα, το είδες;
Συγχαρητήρια για τις αναρτήσεις σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε χαιρετώ, αγαπητή Χριστίνα. Πάντα σε διαβάζω, έστω κι αν δεν αφήνω σχόλια. Σχετικά με το συγκεκριμένο βιβλίο η διαφωνία μου έγκειται κυρίως στις πρώτες σου παρατηρήσεις ότι δεν υπάρχει "καμιά αναλογία με τον ήρωα του Κάφκα". Για παράδειγμα η σύλληψη και η ανάκριση του Γιόζεφ θυμίζει πολύ τις αντίστοιχες του Κάφκα. Άλλη μια διαφωνία αφορά την άποψή σου ότι με τα πρώτα κεφάλαια δεν διαμορφώνεται ο χαρακτήρας του ήρωα. Πιστεύω το αντίθετο συμβαίνει. Δυστυχώς δεν έχω το βιβλίο (το είχα δανειστεί) κι έτσι δεν μπορώ να κάνω λεπτομερέστερες παρατηρήσεις. Όσο για το ερώτημα που έθεσες στη δική μου ανάρτηση, τώρα το είδα. Δεν ξέρω, είμαι κι εγώ με την απορία.
ΑπάντησηΔιαγραφή