Κυριακή, Δεκεμβρίου 22, 2013

Αλμπέρτο Μοράβια, 1934

Μα κάθε ευχαρίστηση θέλει αιωνιότητα∙
θέλει βαθιά βαθιά αιωνιότητα.
Νίτσε

Ένα παιχνίδι πάνω στον έρωτα και το θάνατο, μάλλον πάνω στην υπαρξιακή απελπισία που βρίσκει  διέξοδο  στον έρωτα και μπορεί να καταλήξει στο θάνατο, είναι το πρωτότυπο και μάλλον παραγνωρισμένο μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια, που εκδόθηκε στην Ελλάδα το 1984 (Εξάντας) αλλά δεν κυκλοφορεί πια. Ένα βιβλίο γεμάτο ερωτισμό (ευφάνταστος πάντα σε πολύ ιδιαίτερες ερωτικές καταστάσεις ο Μοράβια, τις οποίες μας αναπαριστά με μεγάλη μαστοριά) και  μύχιες σκέψεις που δείχνουν τις αντιφατικές διακυμάνσεις της ψυχής όταν διερευνά τα όριά της. Όπως γράφει κι ο τίτλος, βρισκόμαστε στο 1934, εποχή όπου μεσουρανεί η μελαγχολία, ο πεσσιμισμός, οι αυτοκτονικές τάσεις, ενώ παράλληλα ανέρχεται ο φασισμός κι ο ναζισμός.
«Είναι δυνατόν να ζει κανείς μέσα στην απελπισία και να μην επιζητεί το θάνατο;» είναι το καίριο ερώτημα που απασχολεί μέχρι τα βάθη το νεαρό Ιταλό σπουδαστή Λούτσιο, που είναι και ο αφηγητής. Γεμάτος νεανικό ενθουσιασμό, επηρεασμένος από τον Γερμανό ρομαντικό ποιητή Χάινριχ φον Κλάιστ, που έδωσε ρομαντικό τέλος στη ζωή του αυτοκτονώντας μαζί με την αγαπημένη του (κάνει διπλωματική εργασία σχετικά), θέλει να γράψει ένα μυθιστόρημα του οποίου ο ήρωας θα αυτοκτονήσει, μόνο και μόνο για να «σταθεροποιήσει» συνειδητά και συστηματικά την απελπισία(!). Κι αυτό, σύμφωνα με τη λογική του παραλόγου που είναι διάχυτη στο έργο, γιατί «μέσα από την άσκηση της λογοτεχνίας θα μετέφερε στο χαρτί αυτό που ήταν στο επίπεδο της πρόθεσης, θα κατόρθωνε να κάνει την «σταθεροποιημένη» πια, άρα αναποτελεσματική απελπισία, αυτό που πίστευε ακλόνητα πως στις μέρες μας έπρεπε να είναι, η φυσική κατάσταση της ύπαρξης του ανθρώπου». Ήθελε, όπως έλεγε, να κάνει «έξυπνη» την απελπισία, να τη ρυθμίζει όπως ρυθμίζεται η θερμοκρασία του μπάνιου:
Εδώ και μερικά χρόνια με καταδίωκε η έμμονη ιδέα να «σταθεροποιήσω» την απελπισία. Υπέφερα από μια μορφή άγχους  που, ακριβώς, οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν ήλπιζα σε τίποτα ούτε στο κοντινό, αλλά ούτε και στο απόμακρο μέλλον. Η σκέψη μου χάιδευε συχνά τη λύση της αυτοκτονίας είτε σαν λύτρωση από το άγχος είτε σα λογική και αναπόφευκτη απόληξη της έλλειψης ελπίδας (..) Η αυτοκαταστροφική δύναμη της απελπισίας θα εύρισκε διέξοδο πάνω στη σελίδα κι όχι στη ζωή μου.

Όμως ερωτεύεται. Μια Γερμανίδα. Στο πλοίο από τη Νάπολι στο Κάπρι. Κεραυνοβόλα και παθιασμένα, εφόσον το αντικείμενο του πόθου δείχνει να πάσχει από την ίδια κι απαράλλαχτη τυφλή παραφορά με την οποία στη δική της ηλικία επιθυμεί κανείς να κάνει έρωτα: την εμμονή του θανάτου.  Έτσι, η αντίφαση γίνεται ακόμα τραγικότερη, εφόσον αυτό που τονώνει τον έρωτα (που είναι επιθυμία ζωής!) είναι η επιθυμία του κοινού θανάτου, στα πρότυπα του Φον Κλάιστ!  Ο Λούτσιο ακολουθεί την παντρεμένη γυναίκα και τον σύζυγό της στο ξενοδοχείο, όπου χτίζεται μια σιωπηρή σχέση. Ο συγγραφέας παρουσιάζει αναλυτικά το βίωμα αυτής της ερωτικής γοητείας (βλέμματα, στίχοι, μυστικά σημειώματα) αλλά και της αντίφασης μέσα από πλήθος κωμικοτραγικές καταστάσεις (π.χ. συνεννοήσεις με τα μάτια που γίνονται παρουσία  του… συζύγου, ή απίστευτα «τυχαίες» συναντήσεις) και η όμορφη, δυστυχισμένη, απελπισμένη Μπεάτε, (που παραπέμπει στον πίνακα «Μελαγχολία» του Ντύρερ), προτείνει με τα πολλά να πάει στο δωμάτιο  του Λούτσιο μεταμεσονύκτιες ώρες για να πεθάνει, μετά τον έρωτα, μαζί με τον αγαπημένο της.
Ήταν μια συνεχής εναλλαγή, μέσα στην ψυχή μου, του 2% της ανθρώπινης φύσης και του 98% της ζωώδους φύσης, γι αυτό πότε μου φαινόταν πως η αυτοκτονία ήταν τόσο ώριμη όσο κι ένα φρούτο πάνω στο δέντρο που έφτανε να σηκώσεις το χέρι για να το πάρεις, και κάποτε μου συνέβαινε, όπως τώρα, για παράδειγμα, μετά τη συνάντηση πάνω στο καράβι, να επιχειρώ με κάθε μέσο την ικανοποίηση των επιθυμιών μου. Αυτή η αντιφατική εναλλαγή της απελπισίας και της επιθυμίας με ταπείνωνε. Πώς; Ήμουν απελπισμένος, πάρα πολύ απελπισμένος. Παρόλ’ αυτά, μπλεκόμουν με κλειστά μάτια μέσα στα πάθη της ηλικίας μου.

Η πρόταση της Μπεάτε για διπλή αυτοκτονία ταράζει τις ισορροπίες του νεαρού Λούτσιο (έκανε συντρίμμια την ψυχολογικο- λογοτεχνική μου μηχανούλα!). Στο κάτω κάτω, όταν κανείς είναι πραγματικά απελπισμένος, αυτοκτονεί, δεν γράφει μυθιστόρημα για την αυτοκτονία!  Η ορθολογική αυτή σκέψη αλλά και η μεγάλη σωματική έλξη που νιώθει ο ήρωας (κι εδώ μάστορας ο Μοράβια) τον κάνει να δεχτεί. Όπως συμβαίνει κάθε φορά που τα αισθήματα είναι γνήσια, η σχέση μας ήταν αβέβαιη και μαζί στέρεη∙ εγώ είχα πρώτα επιθυμήσει, μετά φοβηθεί, μετά πάλι επιθυμήσει και μετά πάλι φοβηθεί κι ούτω καθεξής, να αγαπήσω αυτή τη γυναίκα που δε γνώριζα, που τίποτα δεν ήξερα γι αυτήν, που μόνο βλέμματα είχα ανταλλάξει μαζί της. Είναι έτοιμος να πεθάνει μαζί της από… απελπισία(!)

Όμως… η Μπεάτε το ίδιο εκείνο βράδυ εξαφανίζεται.  Από κει και πέρα αρχίζει ένας κυκεώνας που αντανακλά την ιδεολογική σύγχυση του Λούτσιο. Γιατί στην ίδια θέση όπου καθόταν η Μπεάτε, κάθεται τις επόμενες μέρες ο σωσίας της, η αδερφή της με την κυριαρχική μητέρα… Η Τρούντε είναι το άλλο άκρο: προκλητική (ξεκαρδιστική η σκηνή που τον αναγκάζει να κατεβάσει τα παντελόνια για να δε αν… είναι Εβραίος!), εξωστρεφής, αντισημίτρια, αντιδιανοούμενη  … και φασίστρια! Η πρόκληση φτάνει σε εξωφρενικές καταστάσεις έως ότου αποκαλύπτεται ότι πρόκειται για την ίδια κοπέλα… ο Λούτσιο δε θυμώνει, αντίθετα… Ποια όμως είναι «αληθινή»; η αυθάδης, σπινθηροβόλα και φιλοναζί Τρούντε ή η σκοτεινή, διανοούμενη, μυστηριώδης και τρομοκρατημένη Μπεάτε ;(ποια απ τις δυο είχε αρνηθεί να βγει από την πανσιόν; Η τρομοκρατημένη Μπεάτε που παρίστανε την Τρούντε, ή η φανατική Τρούντε που παρίστανε την Μπεάτε; Όπως φαίνεται, βρισκόμουν πάλι στη μεγάλη σύγχυση όσο αφορούσε την ταυτότητα της γυναίκας που αγαπούσα). Μήπως στο πρόσωπο της Τρούντε θα μπορέσει να ελέγξει («σταθεροποιήσει») την απελπισία, εφόσον θα μπορέσει να υποκριθεί ότι αγκαλιάζει την Μπεάτε αγκαλιάζοντας την Τρούντε, αλλά δε θα φτάσει στο μοιραίο τέλος; Μ αυτό το παραλογισμένο σκεπτικό φτάνει στο σημείο να φιλήσει παθιασμένα την Τρούντε αυτή τη φορά…
Αυτό που έκανε συγκινητικό κι ερεθιστικό το φιλί της Τρούντε ήταν ακριβώς η έλλειψη πρωτοτυπίας. Αλλά πίσω απ αυτήν την τόσο κοινή ερωτική τεχνική, διέκρινα ένα πάθος βαθιά μελαγχολικό που ήταν προσωπικό και αφορούσε μόνο τη γυναίκα που με φιλούσε, και θα μπορούσα να πω, έμοιαζε να αναζητά, όπως και στο στίχο του Νίτσε, μέσα στην ευχαρίστηση του φιλιού την αιωνιότητα του τίποτε και της λήθης.
Το φιλί τού στέλνει μηνύματα ότι υποβόσκει η μελαγχολία της Μπεάτε… Η αναζήτηση της αληθινής ταυτότητας της κοπέλας τόσο βασανίζει τον ήρωα, που χάνεται σ ένα λαβύρινθο συλλογισμών  και συναισθημάτων.  Ξεκινά από τη σκέψη, φερειπείν, ότι εκείνος και η Μπεάτε έχουν μια τελείως διαφορετική αντίληψη για την απελπισία (ο Κλάιστ δεν ήταν το πρότυπό μου, δεν ήμουν Γερμανός. Σε πείσμα του αχαλίνωτου γερμανικού ρομαντισμού, μου φαινόταν πως έπρεπε να κρατηθώ στο φρόνιμο, αν και μελαγχολικό, μεσογειακό στωικισμό) και μετά από διαψεύσεις και αδιέξοδα καταλήγει:
Τώρα η μαγεία που στο παρελθόν ασκούσε η φανταστική μορφή της Μπεάτε, είχε μεγεθυνθεί από το γεγονός ότι η Τρούντε και η Μπεάτε ήταν το ίδιο πρόσωπο κι ότι αυτό το πρόσωπο, για να θέσει σε λειτουργία τη φάρσα, κατάφερε τόσο τέλεια να διπλασιαστεί, να χωρίσει τον εαυτό της σε  δύο διαφορετικά αλλά αντίθετα άτομα. (…) Κι εγώ καταλάβαινα πως ήμουν ερωτευμένος όχι τόσο με την φανταστική Μπεάτε ή με την Τρούντε που την είχε φανταστεί, αλλά με μια γυναίκα που ήταν μαζί η Μπεάτε και η Τρούντε, δηλαδή συγχρόνως με την επινοημένη κι αυτήν που την είχε επινοήσει. Ήταν απελπισμένη σαν την Μπεάτε αλλά και κτηνώδης σαν την Τρούντε, βρισκόταν στα πρόθυρα της αυτοκτονίας σαν την Μπεάτε αλλά δεν ήθελε στην πραγματικότητα να πεθάνει, σαν την Τρούντε.

Ιστορικές πινελιές

Οι αναφορές που κάνει ο Μοράβια στο ιστορικό πλαίσιο είναι λιγοστές αλλά καίριες, παίζουν δηλαδή καθοριστικό ρόλο στην ωρίμανση του ήρωα.
Συναρπαστική αλλά και χαρακτηριστική για την εποχή είναι η –εγκιβωτισμένη- ιστορία της ρωσίδας Σόνιας, διευθύντριας του μουσείου Σαπίρο που γνώρισε τον Λένιν (απογοήτευση: να έχει γνωρίσει τον Λένιν και να θυμάται μονάχα πως το ένα μπατζάκι του είναι πιο μακρύ από τ άλλο!). Η γνωριμία της με τον προβοκάτορα  βομβιστή  Έβνο (ο χαφιές ψάχνει για την αλήθεια. Ο προβοκάτορας τη δημιουργεί), μέσω ενός ζευγαριού παπουτσιών όπου θα ήταν κρυμμένη  μια βόμβα είναι απίστευτη, και… μοιραία γιατί την αναγκάζει να εκπατριστεί δια βίου.

Η άνοδος του φασισμού την εποχή του μεσοπολέμου, αρχικά δεν φαίνεται να απασχολεί τον συγγραφέα, ούτε τον κατά βάση ουδέτερο ήρωα. Ο Λούτσιο λέει ρητά ότι ποτέ δε θα έβαζε τον ήρωά του μυθιστορήματός του να αυτοκτονήσει για πολιτικούς λόγους (δίνει, όπως είπαμε, υπαρξιακό περιεχόμενο στην απελπισία), και διστάζει μεν, αλλά τελικά  δέχεται να χαιρετήσει με φασιστικό τρόπο, για να μην προκαλέσει τον άντρα της Μπεάτε. Η πολιτική του ιδεολογία δοκιμάζεται πιο άμεσα στην επαφή του με την Τρούντε, που είναι παθιασμένη, γραμμένη σε κόμμα, παρακολουθεί τους λόγους του Χίτλερ κλπ (ενδιαφέρουσα η άποψη της Πάολα: ο εθνικοσοσιαλισμός χρειαζόταν όχι τόσο σ αυτήν που δεν τον είχε ανάγκη αφού είχε γεννηθεί σε οικογένεια στρατιωτικών, όσο στη Γερμανία, σ΄ όλους εκείνους δηλαδή που, όπως η Τρούντε, δεν προερχόταν από μια κάστα παραδοσιακή και γι αυτό υπέφεραν από ηθικές κρίσεις).
Το βιβλίο είναι πολύ πιο πολιτικό απ όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά∙ ο διχασμός αυτός της προσωπικότητας μοιάζει να υπαγορεύεται από τις πολιτικές συνθήκες. Άλλωστε, η σκέψη-κλειδί που έκανε  τον ήρωα να καταλάβει την αληθινή περσόνα της Μπεάτε/Τρούντε συνυφαίνεται με την άνοδο του φασισμού:
Τι ήταν το χιτλερικό καθεστώς αν όχι ένα καθεστώς βασισμένο από τη μια μεριά στην πίστη κι από την άλλη στην τρομοκρατία; Κι η πίστη εκφραζόταν με συμπεριφορές που η τρομοκρατία μπορούσε εύκολα να μιμηθεί γιατί ήταν συμπεριφορές απλές και ακραίες, όμοιες ακριβώς μ εκείνες της τρομοκρατίας. Έτσι εξηγούνταν η γελοιογραφική σχεδόν υπερβολή της πολιτικής προσωπικότητας της Τρούντε που ζητούσε να δει το πέος μου για να δει αν έχει περιτομηθεί. Έτσι εξηγούνταν επίσης η χυδαιότητα, ο εκτραχηλισμός, η λαιμαργία, η θηριωδία, όλα υπερβολικά αληθινά για να μην είναι προσποιητά. (…)
 Η προσωπικότητα της Τρούντε ήταν ένα επινόημα υπαγορευμένο από τον τρόμο.


Χριστίνα Παπαγγελή

Κυριακή, Δεκεμβρίου 15, 2013

Μεταμόρφωση, Φραντς Κάφκα

Ήταν ζώο, αφού τον συγκινούσε τόσο η μουσική;

Ο περιοδεύων επαγγελματίας παραγγελιοδόχος υφασμάτων Γκρέγκορ Σάμσα, ένα πρωινό δεν μπόρεσε να πάει στη δουλειά του∙ είχε μεταμορφωθεί σ ένα τεράστιο ζωύφιο, μια σιχαμερή κατσαρίδα…
Αυτή είναι η βασική σύλληψη της νουβέλας του Κάφκα∙  πέρα απ αυτό το βασικό αλληγορικό στοιχείο, η υπόθεση εκτυλίσσεται σχεδόν ρεαλιστικά, και σ’ αυτό θυμίζει την βασική τεχνική που ακολουθεί κι ο Σαραμάγκου (φτιάχνει μια «φανταστική συνθήκη» και στη συνέχεια μελετά τις έκτακτες ανθρώπινες σχέσεις που δημιουργεί ή που συνεπάγεται αυτή η συνθήκη). Έτσι λοιπόν, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι όλο το βιβλίο είναι «ανάπτυξη» της πρώτης σελίδας, όπου βλέπουμε να ξεκινά η αμετάκλητη βασανιστική πορεία του ήρωα στον εκμηδενισμό.
Ποια είναι τα στοιχεία που συνιστούν τον εκμηδενισμό;
Το άγχος του Γκρέγκορ στην αρχή επικεντρώνεται στο ότι… δε θα μπορέσει να πάει στη δουλειά του, με την οποία ελπίζει ότι θα καλύψει τα χρέη της οικογένειας. Περνά η ώρα και δε θα προλάβει να πάρει το τρένο, παγώνει όταν αντιλαμβάνεται ότι έρχονται από το κατάστημα να τον αναζητήσουν και μάλιστα ο πληρεξούσιος! (γιατί να’ ναι ο Γκρέγκορ καταδικασμένος να υπηρετεί σε μια επιχείρηση, όπου η παραμικρή καθυστέρηση δημιουργούσε αμέσως τη μεγαλύτερη υποψία; (…) Έπρεπε να έρθει ο ίδιος ο πληρεξούσιος κι έπρεπε να δείξουν μ’ αυτό σ’ ολόκληρη την αθώα οικογένεια πως την έρευνα αυτής της ύποπτης υπόθεσης μπορούσαν να την εμπιστευτούν μόνο στην φρόνηση ενός πληρεξούσιου;). Η δουλοπρέπεια των γονιών μπροστά στον πληρεξούσιο συμπληρώνεται από τη διάθεση για υπακοή και συμμόρφωση του ταραγμένου Γκρέγκορ-κατσαρίδα, που στην αρχή τουλάχιστον νομίζει ότι μπορεί να μιλήσει και να φωνάξει δικαιολογίες μέσα από το κλειδωμένο του δωμάτιο. Αλλά βέβαια, όλα όσα λέει δεν γίνονται καταληπτά… η φωνή του γίνεται φωνή ζώου και δεν μπορεί πια να επικοινωνήσει, εφόσον μια και δεν γινόταν καταληπτός, κανείς δεν σκεφτόταν, ούτε καν η αδερφή, πως αυτός μπορούσε να καταλάβει τους άλλους.
Έτσι, όσο περνά ο καιρός, βλέπουμε να παραιτείται, η αδιαφορία του για όλα ήταν πολύ μεγάλη, για να καθαρίζεται όπως πρώτα πολλές φορές την ημέρα πλαγιασμένος στη ράχη του και πάνω στο χαλί∙  γίνεται όλο και πιο παθητικός παρατηρητής και συνηθίζουν όλοι στη μεταμόρφωση αυτή (για πλήρη εξοικείωση δεν μπορούσε φυσικά ποτέ να γίνει λόγος). Παρακολουθούμε βήμα βήμα τις αντιδράσεις της μάνας, της αδερφής, της γριάς υπηρέτριας. Η υπομονή όλων εξαντλείται, ακόμη και της αδερφής, που κάποια στιγμή αναφωνεί ότι πρέπει να απαλλαγούν απ’ «αυτό». Κι η γριά υπηρέτρια εξιτάρεται να τον παρακολουθεί κι αρχίζει να τον ταπεινώνει με βρισιές, ενώ η σκηνή- καταλύτης, με τους τρεις νοικάρηδες που σοκάρονται στη θέα του τέρατος, τον οδηγεί στον άκρο εξευτελισμό, στην πλήρη παραίτηση, στο θάνατο.
 Δε μπορούμε βέβαια να μη σταθούμε ιδιαίτερα στη στάση του πατέρα. Ο πατέρας, εκπρόσωπος του κατεστημένου (αρνούνταν μ’ ένα είδος ισχυρογνωμοσύνης να βγάλει και στο σπίτι τη στολή του κλητήρα∙ κι ενώ οι πιζάμες κρέμονταν άχρηστες στην κρεμάστρα, ο πατέρας ελαφροκοιμόταν με τα ρούχα στη θέση του, σα να’ τανε πάντα έτοιμος για την υπηρεσία του και περίμενε κι εδώ τη φωνή του προϊσταμένου του) είναι ο πρώτος και ο μόνος που αντιμετωπίζει κάποια στιγμή το τέρας σα σιχαμερό ζωύφιο κι όχι σαν το γιο του (πολύ υποβλητική/εφιαλτική η σκηνή). Είναι ο μόνος που του φέρεται βίαια, πετώντας του ένα πορτοκάλι, που σφηνώνεται στη ράχη του Γκρέγκορ και προκαλεί την επιταχυνόμενη εξασθένισή του μέχρι το θάνατο.
Δεν μπορεί κανείς να μην αναλογιστεί τις γνωστές σχέσεις του Φ. Κάφκα με τον πατέρα του (βλ. το μακροσκελέστατο γράμμα, πάνω από 100 σελίδες,  που δεν επιδόθηκε ποτέ στον πατέρα[1], καθώς και το διήγημα Ο γιατρός ), αλλά πέρα απ αυτό, ο πατρικός λόγος είναι το σύμβολο της εξουσίας κάτω από την οποία ο Γκρέγκορ/Κάφκα εκμηδενίζεται.
Τα στοιχεία αυτά που απασχολούν πολύ τον συγγραφέα τα βλέπουμε σε πολύ πιο σύνθετη κι αποδομητική μορφή στον Πύργο και στη Δίκη.
Τέλος, ας ξαναθυμηθούμε την ανάρτηση του Βασίλη (ας εων) σ αυτό το ίδιο μπλογκ, πριν από 5 χρόνια.
Χριστίνα Παπαγγελή




[1] Το γράμμα αυτό δε δόθηκε ποτέ στη δημοσιότητα, αλλά περικοπές του αναφέρει ο Max Brod στο βιβλίο του για τον Κάφκα

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 09, 2013

Η λέσχη των αθεράπευτων αισιόδοξων, Jean- Michel Guenassia

 Ένα ταξίδι στο Παρίσι στην κρίσιμη εποχή της Αλγερινής επανάστασης (1959-64), εποχή κρίσιμη και για όλη την -Ανατολική και Δυτική- Ευρώπη (με την ανέγερση του τείχους του Βερολίνου το 1961 να σηματοδοτεί την επίσημη έναρξη του ψυχρού πολέμου), αλλά περισσότερο μια περιήγηση στον πολιτικό και πνευματικό κόσμο της πόλης των Φώτων, είναι για τον αναγνώστη αυτό το εμπνευσμένο μυθιστόρημα του Γκενασιά. Μ’ έναν πρωτότυπο τρόπο μάς βάζει μέσα στη «Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων», μια μυστική σκακιστική λέσχη κρυμμένη πίσω από την πράσινη κουρτίνα του μπιστρό «Balto», στέκι του Σαρτρ και του Κεσέλ,  όπου μαζεύονται οι εμιγκρέδες, λογής λογής εξόριστοι από τις ανατολικές χώρες∙ Ούγγροι, Πολωνοί, Ρουμάνοι, πρώην κάτοικοι της Ανατολικής Γερμανίας, Γιουγκοσλάβοι, Τσεχοσλοβάκοι, Ρώσοι- ή μάλλον συγνώμη, Σοβιετικοί, όπως με διόρθωναν κάποιοι. Στη Λέσχη, δεν χρειάζονταν να δώσουν εξηγήσεις ή να απολογηθούν για κάτι. Ήταν εξόριστοι μεταξύ εξορίστων και δεν ήταν απαραίτητο να μιλήσουν για να καταλάβει ο ένας τον άλλον. Βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση. Ο Πάβελ ισχυριζόταν ότι έπρεπε να νιώθουν περήφανοι που κατάφεραν επιτέλους να πραγματώσουν το κομμουνιστικό ιδεώδες: ήταν ίσοι. Όπως μου είπε μια μέρα ο Σάσα: «Η διαφορά ανάμεσα σ’ εμάς και τους άλλους είναι ότι εκείνοι είναι ζωντανοί κι εμείς επιζώντες. Όταν έχεις επιζήσει, δεν έχεις δικαίωμα να παραπονιέσαι για την τύχη σου· θα ήταν ύβρις γι’ αυτούς που έμειναν πίσω».

Μισέλ
Πρωταγωνιστής και αφηγητής είναι ο Μισέλ, ένας ιδιαίτερης ευφυΐας πιτσιρικάς, με αυξημένη περιέργεια κι ευαισθησία, που γράφει το σχολείο στα παλιά του τα παπούτσια αλλά είναι εξαιρετικά βιβλιόφιλος, αγαπά το ροκ εν ρολ, τη φωτογραφία και είναι πολύ επιδέξιος στο ποδοσφαιράκι (γι αυτό και γίνεται θαμώνας του « Balto», καταπλήσσοντας του θαμώνες με τις επιδόσεις του). Ανήκει σε μια οικογένεια όπου οι πολιτικές διαφορές λόγω διαφορετικής κοινωνικής προέλευσης είναι αξεπέραστες (οι φίλοι μου είχαν μία οικογένεια∙ εγώ είχα δύο). Τον παρακολουθούμε από τη μέρα που γιορτάζει τα  δωδέκατα γενέθλιά του, τη μόνη φορά που είδε τις δυο οικογένειες μαζί, αρκετά μικρός για να καταλαβαίνει τις αγεφύρωτες ιδεολογικές διαφορές αλλά αρκετά μεγάλος για να τις θυμάται και να μπορεί να αποκωδικοποιήσει αργότερα. Η εφηβική όμως, υγιής αντίδραση είναι να προσπερνά όλες αυτές τις αντιθέσεις με χιούμορ (η αλήθεια είναι ότι δεν μου καιγόταν καρφί για τις ιστορίες, τα πιστεύω και τις βρισιές που αντάλλασσαν. Η ισχυρογνωμοσύνη τους μου έδινε στα νεύρα), και να παρακολουθεί τον καθένα με την προσοχή που περιμένει κανείς από ένα άτομο τόσο παθιασμένο με τη λογοτεχνία (ήμουν ο μόνος που τον πρόσεχε όταν μιλούσε. Μου άρεσε πάντα ν’ ακούω τους άλλους).
Έτσι, δεν είναι παράξενο που ένας τόσο νέος παρατηρητής είναι και τόσο οξυδερκής. Άλλωστε, το πάθος του για τα βιβλία τον κάνει να ξεχωρίζει σαν εξαίρεση, ή μάλλον, δείχνει ότι είναι φύση εξαιρετική. Καταβροχθίζει πέντε πέντε τα βιβλία, διαβάζει στο δρόμο πηγαίνοντας για το σχολείο (περπατούσα λες και είχα ραντάρ κι έφτανα πάντα στο σχολείο σώος κι αβλαβής. Την ώρα των περισσότερων μαθημάτων συνέχιζα την ανάγνωσή μου, με το βιβλίο στερεωμένο ανάμεσα στα πόδια μου. Έφτανα αργότερο από το κανονικό κάθε φορά που μερικές συναρπαστικές σελίδες με καθήλωναν στο πεζοδρόμιο για απροσδιόριστο χρόνο. Είχα κατατάξει τους συγγραφείς σε δυο κατηγορίες. Εκείνους που μου επέτρεπαν να φτάνω στην ώρα μου κι εκείνους που μ’ έκαναν να καθυστερώ). Δε  διαβάζει μόνο τα μυθιστορήματα αλλά και τις βιογραφίες των συγγραφέων τους, και λέει ότι το έργο τους του αρέσει μόνο αν του αρέσουν κι ως άνθρωποι (δείγμα νεότητας!). Έτσι διχάζεται τρομερά όταν θα αναγκαστεί να κρίνει το έργο π.χ. του Ιουλίου Βερν, του Μωπασάν, του Φλωμπέρ, του Ντοστογέβσκι (;) που τους χαρακτηρίζει «απαίσιους παλιάνθρωπους»: πώς να αγνοήσω, να προσποιηθώ ότι δεν υπήρχαν, τη στιγμή που τα μυθιστορήματά τους έμοιαζαν να έχουν γραφτεί ειδικά για μένα; Απ την απορία τον βγάζει ο παππούς του που του λέει ότι το ίδιο θα πρεπε να συμβαίνει και με τους ζωγράφους, με τους συνθέτες κλπ.∙ αν έκλεινε τα μάτια και τ΄ αυτιά σε όποιον δεν ήταν άψογος, θα ήταν καταδικασμένος να ζει σ’ ένα ανεπίληπτο κόσμο όπου, όμως, θα έπληττε θανάσιμα.
Στην πρώιμη ωρίμανση του Μισέλ συντελεί κι η προσωπικότητα του αδερφού του, του Φρανκ, που είναι επτά χρόνια μεγαλύτερος, στρατευμένος κομμουνιστής (απ αυτούς που «κάνουν πράξη τα πιστεύω τους») και υπέρ της Αλγερινής ανεξαρτησίας. Βέβαια, οι γονείς δημιουργούν έναν προστατευτικό κλοιό για να μην ακολουθήσει ο Μισέλ το παράδειγμα του Φρανκ, αλλά οι ατέλειωτες συζητήσεις του Φρανκ με τον φίλο του και ορκισμένο πολιτικό του αντίπαλο, τροτσκιστή Πιερ (αδυνατούσα να καταλάβω την αμοιβαία έχθρα ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους τροτσκιστές), ή με τη φιλενάδα του Φρανκ, τη Σεσίλ (Σεσίλ: τον ενοχλεί που ο Καμύ είναι κατανοητός. Και διαυγής. Σε αντίθεση με τον Σαρτρ. Τον σιχαίνονται γιατί έχει δίκιο, παρότι ούτε εγώ συμφωνώ σε όλα μαζί του. Παραείναι ανθρωπιστής για τα γούστα μου. Κάποιες φορές πρέπει να είσαι πιο ριζοσπάστης, καταλαβαίνεις;), τον βάζει σ’ ένα πνευματικό κλίμα ακόμα κι αν δεν το επιδιώκει.
Φρανκ
Ο Φρανκ είναι και το πιο τραγικό πρόσωπο της οικογένειας, εφόσον ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας του τον κάνει να αφιερωθεί στο Κόμμα να διαρρήξει κάθε δεσμό με την δεξιά οικογένεια (βασικά τη μάνα, που τον διώχνει απ το σπίτι) και να εξαφανιστεί από τη Σεσίλ, την κοπέλα που αγαπά. Ο Μισέλ προσπαθεί να χειριστεί τις ιδιαίτερες περιστάσεις μιας και βρίσκεται στο κέντρο των επί μέρους τραγικών επεισοδίων (σύγκρουση μάνας- πατέρα, απόπειρα αυτοκτονίας της Σεσίλ, μυστικές συναντήσεις με τον Φρανκ ο οποίος αποφασίζει να γραφτεί εθελοντικά στο στρατό υπέρ της ανεξαρτησίας της Αλγερίας, συνεννόηση με πατέρα για να τον συναντήσει, λιποταξία, δίωξη από την αστυνομία, ένταλμα σύλληψης,  κ.α.). Οι καταστάσεις βέβαια τον ωριμάζουν πρόωρα, ωστόσο δεν παύει να λειτουργεί συναισθηματικά, σύμφωνα με την ηλικία του:
Αντί για τη Σεσίλ είχε επιλέξει τον στρατό. Ένιωθα αχρείος, στριμωγμένος, γεμάτος οργή. Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς είναι να λες κάτι και να κάνεις το αντίθετο. Να πληγώνεις κάποιον που ορκίζεσαι ότι αγαπάς, να έχεις έναν φίλο και να τον ξεχνάς, να λες ότι έχεις οικογένεια και να την αγνοείς λες και είναι ξένη, να διακηρύσσεις υψηλές αρχές και να μην τις ακολουθείς, να δηλώνεις ότι πιστεύεις στον θεό και να συμπεριφέρεσαι σαν να μην υπάρχει, να θεωρείς τον εαυτό σου ήρωα και να φέρεσαι σαν κάθαρμα.
Και μεγαλειώδεις διάλογοι στην προσπάθεια του Μισέλ να καταλάβει τον ηρωισμό του Φρανκ:
-          Γιατί πας εκεί πέρα; Όλοι ξέρουμε τι θα γίνει με την αυτοδιάθεση. Τι νόημα έχει; Το παιχνίδι έχει κριθεί.
-          Κάνεις λάθος, το παιχνίδι έχει κριθεί αν δεχτείς να παίζεις με τους όρους τους. Δε θέλω να το συζητήσω.
-          Θα αγωνιστείς για ανθρώπους που δεν τους καίγεται καρφί για τον αγώνα σου.

Το ιστορικό πλαίσιο
Όπως είπαμε, η εποχή 1959-64 για την Ευρώπη αλλά ιδιαίτερα για τη Γαλλία, λόγω Αλγερινής εξέγερσης είναι κρίσιμη. Η αναφορά σε ιστορικά πρόσωπα είναι αναπόφευκτη. Εκτενής αναφορά γίνεται π.χ. στον Σαρτρ, για τον οποίο πληροφορούμαστε ότι δεν ήταν πολύ συμπαθής στους περισσότερους, (« επαναστάτης του σαλονιού»). Κατηγορείται ότι ήξερε (τα λάθη του κομμουνιστικού καθεστώτος) και αποσιώπησε. Παρόλη την ιδεολογική κόντρα με τον Καμύ, όταν σκοτώθηκε ο τελευταίος, ο Σαρτρ περιγράφεται να έχει κλονιστεί (κατά πόσο άραγε είναι μυθοπλασία). Δεν κάνει όμως ιστορία ο Γκενασιά. Φαίνεται ότι επιλέγει το ιστορικό πλαίσιο σαν φόντο, γιατί έχει κάτι άλλο να πει εκτός από το να διασώσει την ιστορία.
Αρκετά εκτενής και η αναφορά στην Ουγγρική επανάσταση με αφορμή τον Ούγγρο Ίμρε και τον αγαπημένο του, τον ηθοποιό/φίρμα Τίλμπορ… Διωγμένος από την πατρίδα του μετά τα γεγονότα : στη ζωή μας όλοι κάνουμε λάθη. Ψάχνουμε και βρίσκουμε καλές ή κακές αιτίες γι αυτά, συνήθως δικαιολογίες ή προσχήματα. Το χειρότερο είναι να ανακαλύπτεις πόσο βαθιά ηλίθιος είσαι. Μετά τα τραγικά γεγονότα που έπνιξαν στο αίμα την Ουγγαρία, ο Τίμπορ, ο Ίμρε και οι περισσότεροι από τους 600.000 πατριώτες που είχαν εγκαταλείψει τη χώρα αναρωτιούνταν επί δεκαετίες τα ίδια. Μήπως οι Ούγγροι ήταν ηλίθιοι; (…) Ο Ίμρε έκλαιγε γιατί ο κόσμος είχε αλλάξει. Οι Ούγγροι είχαν πεθάνει για το τίποτα.
Η περίοδος αυτή περιλαμβάνει και την ανάδειξη του «πατερούλη Χρουστσόφ», την αποκατάσταση συγγραφέων και ποιητών που είχαν τουφεκιστεί ή εξαφανιστεί στα στρατόπεδα. Ο μαύρος κομμουνισμός των στημένων δικών, των στρατοπέδων, της KGB και του Στάλιν κατέρρεε όπως ο πάγος λιώνει τον ήλιο κι όπως η μέρα διαδέχεται τη νύχτα.
Όλοι ανασαίνουν  ώσπου… το πρωί της 13ης  Αυγούστου 1961 τους ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Είναι η ανέγερση του τείχους. Τις βδομάδες που ακολούθησαν εμφανίστηκαν στη λέσχη πολλοί αξιολύπητοι Γερμανοί.

Η λέσχη
Ο Μισέλ ανακαλύπτει σχεδόν τυχαία την μυστικά κρυμμένη λέσχη, λόγω της παιδικής του περιέργειας. Προχώρησα προσεκτικά, η ψυχή μου πήγαινε να σπάσει. Δοκίμασα την μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής μου∙ είχα εισχωρήσει στο άδυτο μιας σκακιστικής Λέσχης. Η έκπληξη όμως δεν ήταν η σκακιστική λέσχη. Έκπληξη ήταν να βλέπεις τον Ζαν- Πολ- Σαρτρ και τον Ζοζέφ Κεσέλ να παίζουν στη ντουμανιασμένη απ’ τον καπνό αίθουσα του πολυσύχναστου μπιστρό. Ο μικρός ήρωάς μας είναι αποδεκτός γιατί ξεχωρίζει στο ποδοσφαιράκι, αλλά και γιατί είναι καλός ακροατής. Με τον καιρό γνωρίζεται με όλους κι αποκτά μια ιδιαίτερη σχέση με τον καθένα.
Είχαν πολλά κοινά. Είχαν εγκαταλείψει τη χώρα τους κάτω από δραματικές ή ακόμα και ροκαμβολικές συνθήκες, ενώ πολλοί από αυτούς είχαν περάσει στη δύση με αφορμή κάποιο επιχειρηματικό ταξίδι ή κάποια διπλωματική αποστολή. (…) επιδίδονταν σε ατέρμονες συζητήσεις ή προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν τον εαυτό τους κι έθεταν ερωτήματα που δεν είχαν απάντηση. (…) Ήταν φαντάσματα, παρίες, χωρίς χρήματα, με πτυχία που δεν αναγνωρίζονταν. Μιλούσαν ελάχιστα για το παρελθόν/είχαν απαρνηθεί άνετα σπίτια και υψηλές θέσεις. Από ανώτεροι αξιωματούχοι κλπ είχαν γίνει άστεγοι. Αυτή η κατρακύλα τους ήταν αφόρητη, όσο και η μοναξιά και η νοσταλγία που τους βασάνιζε.
Ο Μισέλ δεν αργεί να συνδεθεί ιδιαίτερα με καθέναν απ αυτούς τους «παρίες» που μπορεί στην πατρίδα τους να ήταν γιατροί, στελέχη του κόμματος κλπ.  Δε μιλούν φυσικά εύκολα για το παρελθόν (Ίγκορ: - Έζησα πολλές ζωές που έχω πια ξεχάσει. – Δεν ξεχνάει κανείς απ την μια στιγμή στην άλλη. – Κι όμως. Ή ξεχνάς, ή πεθαίνεις). Έχει όμως τον τρόπο να διεισδύει στα μυστικά τους και στο παρελθόν τους, και σ’ αυτό ο συγγραφέας είναι μάστορας. Έτσι σιγά σιγά εξυφαίνονται απίστευτα συναρπαστικές ιστορίες που διαπλέκονται μεταξύ τους καθώς συσχετίζονται οι ήρωες στο διάστημα των τεσσάρων χρόνων κατά το οποίο εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα, ενώ έχουμε και δυο τρεις αναδρομές στη δεκαετία του ‘ 50.
Το σκηνικό της λέσχης είναι υποβλητικό: Στη λέσχη η σιωπή είναι ο κανόνας. Στην πραγματικότητα, ζητούμενο δεν είναι τόσο η σιωπή, όσο η ηρεμία.  Μιλούν σιγανά, με το χέρι στο στόμα, με πνιχτούς ψιθύρους και στεναγμούς.  Ο Ίγκορ έλεγε ότι ήταν μια συνήθεια που είχαν αποκτήσει στην «άλλη πλευρά του κόσμου», όπου και η παραμικρή κουβέντα μπορούσε να σε στείλει στη φυλακή ή στον τάφο, όπου έπρεπε να φυλάγεσαι από τον καλύτερό σου φίλο, από τον αδερφό σου, από τον ίσκιο σου. Πολλές φορές όμως η παρέα ξέσπαγε σε καταιγιστικά γέλια, με αφορμή ανέκδοτες ιστορίες για γέλια και για κλάματα. Ξαφνικά επίσης ξέσπαγαν ομηρικοί καβγάδες για ζητήματα θεωρητικά ή καθώς ανταγωνίζονταν  ποιανού η χώρα ήταν πιο σχολαστική, απρόβλεπτη, εφιαλτική. Καθένας υποστήριζε ότι ήταν εκείνη της δικής του πατρίδας, διεκδικώντας φανατικά για τη χώρα του τον κάθε άλλο παρά αξιοζήλευτο τίτλο της πιο ηλίθιας γραφειοκρατίας  στον κόσμο (είχαν καταλήξει ότι η πιο τρομερή ήταν η σοβιετική διοίκηση). Μάλιστα η «κριτική επιτροπή» είχε απονείμει και  βραβείο «ασυναγώνιστου παραλογισμού»  στον Τ.Ζ., θύμα του πολωνικού κρατικού μηχανισμού!
Όλα αυτά τα παρακολουθούμε κι οι αναγνώστες αναλυτικά, γελάμε και μεις με τα ανέκδοτα, συμμετέχουμε στις αναμνήσεις αλλά και στις διαφωνίες. Κυρίως όμως γνωρίζουμε τους ήρωες, που κουβαλάνε ο καθένας μια ξεχωριστή ιστορία, «στο περιθώριο»  ή μάλλον στο μεταίχμιο  της επίσημης ιστορίας. Έτσι, έχουμε τον Ίγκορ, γιατρό στην πατρίδα του αλλά χωρίς χαρτιά στη Γαλλία, ιδρυτή της Λέσχης μαζί με τον Βίκτορ (ισχυριζόταν ότι σκότωσε τον Ρασπούτιν, αλλά δεν ήταν ψεύτης, ήταν παραμυθάς!). Ιδεολογικοί αντίπαλοι, εκδιώχτηκαν κι οι δυο απ τη χώρα τους και… βρέθηκαν να αναπολούν τη μυρωδιά, τη μουσική και το φως της χώρας τους, μολονότι ο ένας ήταν φιλομοναρχικός, χριστιανός ορθόδοξος, αντισημίτης, μισογύνης και εχθρός των μπολσεβίκων ενώ ο άλλος ένας παλιός εχθρός, ένας βαμμένος κόκκινος, φανατικός κι ενθουσιώδης, που είχε συμμετάσχει στην εγκαθίδρυση του κομμουνισμού. Οι διαφορές τους, που στη χώρα τους θα τους έκαναν να ξεκοιλιάσουν ο ένας τον άλλον, χάνονταν εδώ.
Δεν είναι βέβαια εύκολο ούτε σκόπιμο να αναφερθεί κανείς σ όλες αυτές τις ιστορίες. Έτσι θα αναφέρω σύντομα μόνο αυτές που είναι αξιομνημόνευτες, όπως αυτή του Βέρνερ, Γερμανό από την Ανατολική Γερμανία,  που τον βρίσκουν ημιλιπόθυμο, σε κατάσταση πλήρους αμνησίας κι επειδή φαινόταν « Γερμαναράς» δεν θα τον περιμάζευαν αν δεν επενέβαινε ο Ίγκορ από ανθρωπισμό και δεν τον αναγνώριζε ο Μαρκυζό (δεν είναι δυνατόν! Είναι παράλογο! Πείτε μου ότι ονειρεύομαι! Ο Βέρνερ είναι αντιναζιστής! Μέλος του δικτύου Monnaie, ειδικευόταν στη διείσδυση στις γερμανικές υπηρεσίες. Παρασημοφορεμένος απ την αντίσταση, κλπ κλπ/ δεν ήξερα ότι είχαμε και Γερμανούς στην Αντίσταση). Ο τρόπος ανάκτησης της μνήμης του είναι απίστευτος… μέσα από μια παρτίδα σκάκι!
Άλλη σημαδιακή προσωπικότητα ο Λεονίντ, που είχε το χρυσό αστέρι του Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης, γνωστός για τα τρομερά του ανέκδοτα που έκαναν ακόμα και τον Στάλιν να γελάει. Ο πρώτος υψηλόβαθμος που αυτομόλησε στη Δύση, για μια γυναίκα. Για ένα πουκάμισο αδειανό, γιατί αυτή η γυναίκα δεν τον δέχτηκε: μερικοί από δω μέσα πιστεύουν ότι έχω τύψεις που χαράμισα τη ζωή μου και θυσίασα τη θέση μου για μια περιπέτεια δίχως αύριο. Στο είπα, δε μετανιώνω για τίποτα. Αυτό που έζησα μαζί της για 794 μέρες ήταν τόσο μοναδικό, τόσο έντονο, που φτάνει για να γεμίσει μια ολόκληρη ζωή. (…) Είναι η μοίρα μου, ο δικός μου τρόπος να της είμαι πιστός.
Η πιο απίθανη όμως περίπτωση, η πιο θλιβερή/τραγική/αδιέξοδη είναι η περίπτωση του Σάσα, ο οποίος, απομονωμένος από τους υπόλοιπους, είναι φανερό απ την αρχή στον Μισέλ ότι κρύβει μεγάλο μυστικό. Λόγω της ενασχόλησης του με τη φωτογραφία, οι δυο τους συνδέονται με ιδιαίτερα φιλικό δεσμό. Ο τραγικός του θάνατος φέρνει στα χέρια του Μισέλ γράμμα απολογισμού, όπου αποκαλύπτεται ο αποφασιστικός του ρόλος στο διωγμό πολλών συγγενών συμπατριωτών του, γιατί ήταν πεπεισμένος ότι όσοι τον διατάζανε είχαν δίκιο, ότι έπρεπε να εξοντώσουν τους εχθρούς.  Αυτό που σοκάρει όμως είναι η παραχάραξη της αλήθειας που φτάνει στην καταστροφή έργων ποιητών (τα μάθαινε απ έξω…) ως και στην επέμβαση σε… φωτογραφίες! (η δική μου δουλειά ήταν να διαγράφω). Με τη μοναξιά και τη συγκίνηση αυτού του ανθρώπου που αυτοψυχογραφείται (κι αυτός θυσίασε τα πάντα για ένα πουκάμισο αδειανό…)  και με την κάθαρση που φέρνει η κατανόηση τελειώνει  και το βιβλίο.


 Χριστίνα Παπαγγελή