Παρασκευή, Νοεμβρίου 22, 2013

Ο ίλιγγος (Mr Vertigo), Πολ Όστερ

-Δε μου χρειάζεται σχολείο. Έχω καλύτερους τρόπους να περνάω την ώρα μου.
-Σπουδαία. Μίλησες σαν αληθινός διανοούμενος.

Όταν ένα βιβλίο ξεκινά «ήμουν δώδεκα χρονών όταν περπάτησα για πρώτη φορά στο νερό» υποψιάζεσαι ότι πρόκειται ή για παραμύθι ή για καμιά μεταφυσική αρλούμπα∙ ιδιαίτερα όταν ακολουθεί στην ίδια, πρώτη σελίδα αναφορά σε Δάσκαλο που προτίθεται να μάθει το νεαρό του μαθητή να… πετά. Παρόλο που αφενός τα παραμύθια τα βαριέμαι πια (ιδιαίτερα τα «νεωτερικά» όπου στο όνομα του μύθου συγχωρείται κάθε αυθαιρεσία και κάθε φαντασιοπληξία) αφετέρου  τα μεταφυσικά μηνύματα μου φαίνονται συνήθως απλοϊκά, το «υπερφυσικό» (ας μην πω μεταφυσικό) αυτό παραμύθι του Πολ Όστερ το ρούφηξα. Κι αυτό γιατί είναι… γητευτής, έχει μαγικό γράψιμο, όχι μόνο ως προς το ύφος αλλά κι ως προς την πλοκή.
Αυτό που τραβά το ενδιαφέρον στην πρώτη σελίδα, π.χ., είναι ότι ο Δάσκαλος είναι σκαιός [«δεν είσαι παρά ένα ζώο», είναι οι πρώτες του κουβέντες στον Γουόλτ(!)] και ξεχωρίζει ως μαθητευόμενο τον εννιάχρονο πιτσιρικά γιατί ήταν ο πιο μικρός, ο πιο βρώμικος, ο πιο απορριγμένος απ όλους, ένα αλητάκι που ζητιάνευε τις παραμονές της κρίσης του ’29. Η παράξενη συμφωνία έλεγε ότι αν δεν του μάθει να πετά μέχρι τα δεκατρία, ο Γουόλτ θα του έπαιρνε το κεφάλι μ’ ένα τσεκούρι! Έτσι, έχουμε περιέργεια για το πώς αυτό το παράδοξο συμπεθεριό (ατόμων που, όπως προδιαγράφεται, απεχθάνονται τις ηθικολογίες), θα καταλήξει σε μια σπάνια πνευματική επικοινωνία δυο ανθρώπων που είναι -όσο το δυνατόν- καθαροί από κοινωνικούς προσδιορισμούς.
Η παραδειγματική αυτή σχέση δάσκαλου-μαθητή (που υποκαθιστά και τη σχέση πατέρα-γιου, δεδομένου ότι ο μικρός δεν έχει παρά έναν άχρηστο θείο και μια ανύπαρκτη θεία) συμπληρώνεται από τη γυναικεία παρουσία της Γουίδερσπουν (μια πιπερογυναίκα με τα όλα της), του μεγάλου έρωτα του δάσκαλου Γιεχούντι. Μια γυναίκα που επίσης μοιάζει να χει βγει από παραμύθι, και που υποκαθιστά τρόπον τινα το εξιδανικευμένο θηλυκό/μητρικό στοιχείο (για μια στιγμή πέρασε απ το νου μου πως είναι η μητέρα μου κι επειδή ήξερα ότι η μητέρα μου ήταν νεκρή, σκέφτηκα πως είχα πεθάνει κι εγώ). Την οικογένεια υποκαθιστά ακόμα η Ινδιάνα Μάμα Σιου (αρχέτυπο μάνας) κι ένα δεκαπεντάχρονο μαύρο αγόρι που αγαπά τα βιβλία, ο Αίσωπος, που η αιθιοπική επιδερμίδα του δημιουργεί ακραία ρατσιστικά συναισθήματα στον Γουόλτ (στη συνέχεια γίνεται ο πρώτος αληθινός φίλος που είχε ποτέ). Όλοι αυτοί, με κορυφαίο τον Γιεχούντι, δουλεύουν σκληρά στο αγρόκτημα του δάσκαλου, το οποίο τους παρέχει σχετική αυτάρκεια, και χρηματοδοτούνται ενίοτε από την πλούσια, πριγκιπική Γουίδερσπουν.

Ο αυθάδης και απείθαρχος μικρός, λοιπόν, έχει «το χάρισμα» - άλλωστε η αμορφωσιά του αποτελεί προσόν (όσο πιο τούβλο είσαι, τόσο πιο εύκολα θα’ ναι και για τους δυο μας. Δε θα χρειαστεί να χασομερήσουμε για να ξεμάθεις αυτά που ξέρεις). Όμως η εκπαίδευση περνά από μονοπάτια απρόσμενα (σκληρές στερήσεις, απεχθής χειρωνακτική δουλειά σε πολύ σκληρές συνθήκες), γιατί όπως λέει κι ο ίδιος ο δάσκαλος, «εσύ κι εγώ, γιε μου, ξεκινάμε ένα πολύ μακρύ ταξίδι και το πρώτο που πρέπει να κάνω είναι να τσακίσω τον εγωισμό σου». Φυσικά ο μικρός Γουίλ αντιδρά έντονα,  το σκάει αρκετές φορές με αξιοθρήνητη αποτυχία (έμοιαζε σα να ξερε πως σκόπευα να το σκάσω προτού καν το αποφασίσω εγώ ο ίδιος, λες κι ο μπάσταρδος βρισκόταν μέσα στο κεφάλι μου και μαζί με τους χυμούς του μυαλού μου, ρουφούσε και τις πιο μυστικές, τις πιο κρυφές κι από μένα ακόμα σκέψεις μου). Η τελευταία φορά που το σκάει, η πιο δραματική, καταλήγει μετά από έντονη σύγκρουση σε πολυήμερη βαριά αρρώστια (όταν κάποια στιγμή είπα πως πίστευα ότι αυτή οφειλόταν στην πολύωρη παραμονή μου στο κρύο και στο χιόνι, ο Δάσκαλος απέρριψε μονομιάς την άποψή μου και μου εξήγησε πως επρόκειτο για την αρρώστια της ύπαρξης, η οποία ήταν γραφτό να με χτυπήσει αργά ή γρήγορα. Κατά τα λεγόμενά του, προτού προχωρήσω στο επόμενο στάδιο της εκπαίδευσής μου, έπρεπε να αποβάλω όλα τα δηλητήρια που βάραιναν το σώμα μου.(…) Η συνάντησή μας στη Γουιτσίτα είχε συντμήσει το χρόνο, αφού η διαπίστωση πως δε γινόταν να του ξεφύγω, με είχε αναγκάσει να υποταχτώ και το συγκεκριμένο διανοητικό χτύπημα που είχα δεχτεί είχε πυροδοτήσει την αρρώστια μου).  Ο μικρός Γουίλ βέβαια αποδίδει την καθοριστική αυτή μεταστροφή σε πιο απλά αίτια: το χαμόγελο της Μάμα Σιου, και το μητρικό φιλί που του δίνει καθώς κάθεται στο προσκέφαλο του άρρωστου παιδιού. Εξίσου καθοριστική άλλωστε είναι και η αγάπη που δείχνει στον ετοιμοθάνατο Γουίλ ο ίδιος ο δάσκαλος (η φωνή του, καθαρή και σοβαρή, τρύπωνε μέσα μου).
Η συμπεριφορά του αλητάκου δεν αλλάζει - η γκρίνια, οι καυστικές παρατηρήσεις∙ όλοι όμως τώρα τον υποδέχονται με «γελαστή ευμένεια». Οι αρχικές επιφυλάξεις του έχουν ξεπεραστεί κι ο Δάσκαλος ξαναγίνεται τύραννος, αλλά θεωρεί ότι ο μαθητής του έχει περάσει παλληκαρίσια τα δώδεκα στάδια και τώρα «θα στραφεί στον ουρανό». Όταν κάποιος έρχεται και σου λέει πως είναι ο πατέρας σου, αφήνεσαι στα χέρια του, έστω κι αν ξέρεις πως δεν είναι. Οι δοκιμασίες όμως από δω και πέρα γίνονται απρόβλεπτα πιο σκληρές. Κορυφαίος ο… ενταφιασμός για είκοσι ώρες στο υγρό χώμα με ένα μόνο σωλήνα για αναπνοή∙ κορυφαίος όχι λόγω δυσκολίας αλλά γιατί αλλάζει όλη του η οπτική:
Ήταν μια εμπειρία που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ. Ξέρω πως αυτό ακούγεται σαν κάτι όντως αποτρόπαιο, αλλά η πραγματικότητα είναι πολύ χειρότερη κι απ τη στιγμή που θα περάσει κανείς μερικές ώρες στα βάθη της γης ο κόσμος μετέπειτα του φαίνεται εντελώς διαφορετικός. Μ’ άλλα λόγια τα πάντα αλλάζουν και γίνονται ανείπωτα όμορφα, μόνο που όλη αυτή η ομορφιά τους είναι διαποτισμένη από ένα φως τόσο εφήμερο και αφύσικο, που δεν αποκτούν ποτέ αληθινή υπόσταση. (…) Ο αληθινός τρόμος αρχίζει αργότερα, όταν σε ξεθάψουν και ξανασταθείς στα πόδια σου, αφού όλα όσα τύχει να σου συμβούν έκτοτε στην επιφάνεια, είναι άρρηκτα δεμένα με τις ώρες που πέρασες στα βάθη.

Η μαγική στιγμή της ανύψωσης έρχεται απρόσμενα…:  έτσι απλά, χωρίς προετοιμασία, χωρίς κανένα προαίσθημα. (…) Πριν καν συνειδητοποιήσω τι μου χε συμβεί, με κυρίεψε ένας βαθύς και χωρίς όνειρα ύπνος μέσα στον οποίο βυθίστηκα σαν πέτρα που βυθίζεται στον πυθμένα του σύμπαντος. Και παρακάτω: όμως αντί να με γεμίσει έκσταση, μου προξένησε άφατο τρόμο. Είναι φανερό ότι ο συγγραφέας συνδυάζει την απόκτηση αυτής της εξαιρετικής ιδιότητας με την πνευματική και συναισθηματική ωρίμανση, ένα είδος κάθαρσης. Ο Γουίλ «δουλεύει σκληρά» για να πετύχει την κίνηση
σε συνδυασμό με την ανύψωση (το όνειρο των ονείρων) έως ότου συνειδητοποιεί ότι δεν είναι δυο εντελώς διαφορετικά πράγματα.
Ένας άλλος άξονας γύρω από τον οποίο στριφογυρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη είναι η προσωπικότητα της Γουίδερσπουν, και η σχέση της με τους δυο ήρωες, ιδιαίτερα τον Γιεχούντι, ο οποίος δείχνει ιδιαίτερα ερωτευμένος κι ευάλωτος (ήταν ολοφάνερο πως ο δάσκαλος, αν κι ήταν σωστή μεγαλοφυΐα κι αληθινός μάγος, δεν ήξερε καθόλου από γυναίκες).  

Ωστόσο, τη μέθη της επιτυχίας ανακόπτει ένα συνταρακτικό γεγονός: μια επιδρομή Κου Κλουξ Κλαν οδηγεί τους δυο αγαπημένους συντρόφους (Μάμα Σιου και Αίσωπο) στην κρεμάλα, ενώ το σπίτι γίνεται στάχτη. Το επεισόδιο επιδρά καταλυτικά όχι μόνο στην πορεία των δυο πρωταγωνιστών αλλά και στη σχέση τους: ο δάσκαλος πέφτει σε βαριά κατάθλιψη που ενισχύεται από τύψεις, κι όταν αυτό τραβά σε βάθος χρόνου, φέρνει σε αμηχανία τον Γουίλ. Η ολοκληρωτική έλλειψη εσωτερικής σκληράδας, η αδυναμία του να αντιμετωπίσει κατάματα τη ζωή, μ’ έκαναν να τα βάλω μαζί του. Ακόμα κι η ανέμελη και ασταθής  κα Γουίδερσπουν (με την οποία η σχέση γίνεται πολύ συναρπαστική) έχει αρχίσει να κουράζεται. Όμως ο μαθητευόμενος έχει μπει σε μια τροχιά εξέλιξης, κι όταν ο δάσκαλος λυτρώνεται από τις ενοχές του ξεκινούν κι οι δυο μαζί ταξίδια σε όλη την Αμερική με σκοπό την προβολή του Γουόλτ.  Από δω και πέρα απολαμβάνουμε τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις σε όλη την Αμερική,  την ανοδική πορεία προς τη δόξα και την τελειοποίηση των πτήσεων.

Τα απροσδόκητα γεγονότα όμως δεν σταματούν, κι είναι κι αυτό χαρακτηριστικό στοιχείο της μαγικής γραφής του Όστερ∙ και  συνήθως ο αναγνώστης νιώθει ότι υπάρχει μια κλιμακωτή πορεία, κι όταν υπάρχει νέα ανατροπή νιώθει ότι δεν θα μπορούσε παρά έτσι να εξελιχθούν τα πράγματα: Όταν πια ο Γουόλτ αρχίζει και ενηλικιώνεται (σπαρταριστές οι σκηνές με το «μπιντού» (= σπέρμα) του), οι  ανυπόφοροι πονοκέφαλοι που τον συνοδεύουν μετά τις πτήσεις είναι η αρχή του τέλους για την καριέρα του (έχεις κότσια αγόρι μου, γι αυτό και σ’ αγαπώ. Όμως στη σταδιοδρομία όλων όσων κάνουν αυτό που κάνεις εσύ, έρχεται μια στιγμή που η ανύψωση στον αέρα εγκυμονεί κινδύνους και πολύ φοβάμαι πως έχει φτάσει πια για σένα αυτή η στιγμή/ Δεν πρόκειται να υπάρξουν άλλες παραστάσεις Γουόλτ, τα πάντα τελείωσαν. Ο Γουόλτ, το παιδί θαύμα, δεν υπάρχει πια/είναι η εκδίκηση της βαρύτητας, γιε μου). Παρόλο το σοκ του Γουόλτ, με τη βοήθεια του Δάσκαλου ορμάνε σε νέα σχέδια (πέντε ολόκληρα χρόνια δουλειάς και δεκάδες άλλα σχεδιασμών και αναζητήσεων είχαν χαθεί μέσα σε μια ώρα κι όμως εκείνος επέμενε να καταστρώνει νέα σχέδια, λες και τα πάντα ήταν ορθάνοιχτα μπροστά μας και μας περίμεναν). Τέλος, η αρρώστια και ο παράδοξος τρόπος με τον οποίο πεθαίνει τελικά ο Δάσκαλος είναι κατά τη γνώμη μου η κορυφαία σκηνή, και πολύ καθοριστική για τη μετέπειτα ψυχολογία του πρωταγωνιστή/αφηγητή. Άλλωστε δεν είναι πια παιδί.
Το βιβλίο όμως δεν τελειώνει εδώ. Βλέπουμε – πιο συνοπτικά, φυσικά- τον μικρό Γουόλτ να ενηλικιώνεται, να κοινωνικοποιείται, να κάνει οικογένεια  και να κλείνει παλιούς λογαριασμούς, φερειπείν με τον αδίστακτο θείο. Χρόνια αργότερα, μάλιστα,  θα ξαναβρεί ανέλπιστα την Γουίδερσπουν (η κα Γουίδερσπουν ήταν από τις γυναίκες εκείνες που κάνουν συνέχεια πράγματα που δεν τα περιμένεις), και μάλιστα θα συγκατοικήσουν.  Όμως, όπως λέει κι εκείνος, το καλύτερο μέρος του εαυτού του  είχε μείνει κοντά στον Γιεχούντι, σ’ εκείνη την έρημο της Καλιφόρνια όπου άφησε την τελευταία του πνοή. Τον είχα θάψει μαζί με τον Σπινόζα του, το βιβλίο με τα αποκόμματα του τύπου για το παιδί θαύμα και το κορδόνι με το κομματάκι από το μικρό μου δάχτυλο.
Η ουσία ήταν πως δεν υπάρχουν πια τέτοιας λογής άνθρωποι. Ο Δάσκαλος ήταν ο στερνός ενός είδους ανθρώπων που έχει εκλείψει πια. Ακόμα κι αν τον έριχνες μέσα στη ζούγκλα, θα νιωθε μια χαρά. Δε θέλω βέβαια να πω πως θα γινόταν βασιλιάς της. Θα αφομοίωνε όμως τους νόμους της καλύτερα από τον καθένα. Μπορούσες να τον ρίξεις στο βόθρο, να τον φτύσεις κατάμουτρα και να του ραγίσεις την καρδιά και την ώρα που εσύ νόμιζες πως ήταν τελειωμένος για τα καλά, να τον δεις να τινάζεται όρθιος, έτοιμος να αντιμετωπίσει και πάλι τα πάντα. Μην πεις ποτέ πάει πέθανα. Αυτό ήταν το πιστεύω του κι ήταν ήδη ένα πιστεύω που το χε εφεύρει ο ίδιος.

Χριστίνα Παπαγγελή


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου