Εκεί που βρίσκεται η μουσική
βρίσκεται και η ζωή, πιο δυνατή από οπουδήποτε.
Έντονα ψυχογραφικό
χαρακτήρα έχει το βιβλίο του Νορβηγού
συγγραφέα που είναι και πιανίστας και συνθέτης (κυρίως τζαζ μουσικής). Ο
θάνατος κι ο έρωτας σε ποικίλες εκδοχές είναι το μοτίβο που εναλλάσσεται ενώ οι
ενσωματωμένες στην υπόθεση αναφορές σε έργα κλασικής μουσικής λειτουργούν σαν
ένα είδος –μουσικής- υπόκρουσης.
Η ξαφνική απώλεια της
μητέρας στην καρδιά της εφηβείας είναι το τραγικό επεισόδιο που καθορίζει την
ψυχοσύνθεση του πρωταγωνιστή Άξελ Βίντινγκ. Σε προσωπικό εξομολογητικό τόνο παρακολουθούμε τα βήματα που κάνει στην
προσπάθεια να ανασυγκροτήσει τον εαυτό
του και να αναπροσδιοριστεί μέσα από την ενασχόληση με την –κλασική- μουσική
(να επισημάνω στο σημείο αυτό ότι ο νορβηγικός τίτλος είναι “ Til Musikken”, που σημαίνει «Η
μουσική»). Ο Άξελ από πολύ μικρός
ξεχωρίζει για τη δεξιότητά του στο πιάνο∙ άλλωστε, η μουσική είναι ο μυστικός
του δεσμός με τη μητέρα, εφόσον το πάθος που εκείνη έτρεφε για την κλασική μουσική πέρασε και στον ίδιο (τραγουδάει όλη την ώρα. Παιδικά τραγούδια,
κοντσέρτα για βιολί, ακόμα και συμφωνίες ολόκληρες. Και «ταξιδεύει» μέσω
ραδιοφώνου, της λέει»). Από μικρό
παιδί άκουγε μουσική που πολλές φορές «δεν την καταλάβαινε ούτε καν του άρεσε»,
αλλά απέκτησε μια μουσική παιδεία άθελά του, συμμετέχοντας σε ακροάσεις
σπουδαίων μαέστρων σε εβδομαδιαία βάση:
παρότι είμαστε τόσο διαφορετικοί όλοι
εμείς που συγκεντρωνόμαστε στην Αίθουσα
Τελετών, υπάρχει κάτι που μας ενώνει. Η λεγόμενη κλασική μουσική. Είμαστε κάπως
παράξενοι, λες και ανήκουμε σε κάποια αίρεση. Γνωρίζουμε ελάχιστα για τους
Μπητλς ή τους Ρόλινγκ Στόουνς. Υπάρχει κάτι εντελώς διαφορετικό που μας δένει.
Παίζει λοιπόν κι ο Άξελ πιάνο με
αξιώσεις, διακρίνεται ανάμεσα της πιο ταλαντούχους της «Λέσχης των νέων
πιανιστών» στο Όσλο, και νιώθει ότι προετοιμάζοντας τον εαυτό του για τη
συμμετοχή του στον πολύ μεγάλο ετήσιο
διαγωνισμό «Νέοι δεξιοτέχνες του πιάνου», τιμά τη μνήμη της αδικοχαμένης
μητέρας (γιατί όλα αυτά έγιναν τόσο
σημαντικά για μένα; Ξέρω πως έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με τη μητέρα, με την
εξουσία και την επιρροή που είχε στη ζωή μου, αλλά είναι και κάτι ακόμα: είναι
λες κι εκείνη ήξερε καλύτερα απ’ό, τι ήξερα εγώ τον εαυτό μου, λες και με
οδηγούσε παρά τη θέλησή μου).
Οι οικογενειακές
σχέσεις (πατέρας-μητέρα-αδερφή Κατρίνε- Άξελ) διαγράφονται γλαφυρά στο πρώτο
κεφάλαιο, όπου κυριαρχεί το σκηνικό του
τραγικού χαμού της ιδιόρρυθμης μητέρας. Η Όζε κολύμπησε αστόχαστα (μεθυσμένη)
στο ρεύμα του ποταμού, κοντά στον καταρράκτη. Εικόνες που μένουν ανεξίτηλες στη
μνήμη (Τι μπορώ να κάνω; Τα βάζω με τον
εαυτό μου. Έχω μόνο μερικά δευτερόλεπτα. Μετά θα πέσει στον καταρράκτη (…)
Ξαφνικά σηκώνω το χέρι. Γνέφω στη μητέρα. Ακόμα και σήμερα δεν είμαι βέβαιος
ότι αυτό συνέβη στ’ αλήθεια, αλλά νομίζω ότι το θυμάμαι. Το βλέπω μπροστά μου
λες και ήταν χθες: η μητέρα σηκώνει το αριστερό της χέρι. Μου γνέφει κι εκείνη.
(…) Μου γνέφει πεθαίνοντας. Γνέφει της το μέρος μου, της εμένα, τον Άξελ
Βίντινγκ, επειδή είμαι ο γιος της κι επειδή, τελικά, πάντα υπήρχαμε μόνο εγώ κι
εκείνη. Κι ακόμα και σήμερα που τα γράφω αυτά, τόσα χρόνια μετά, είναι σα να
στέκομαι στο ίδιο σημείο κάτω απ’ τη γέφυρα, ανάμεσα στις καλαμιές, και να βλέπω τη μητέρα να μου
γνέφει, να μου γνέφει ως το τέλος).
Το μοιραίο γεγονός, όπως
είναι φυσικό, στιγματίζει όλη την πορεία του εσωστρεφούς Άξελ, αλλά και την
υπόλοιπη οικογένεια∙ κάνει κοπάνες από το σχολείο, βυθίζεται στη μουσική και πενθεί κάνοντας μοναχικές βόλτες στο
ποτάμι (ο ποταμός μού ασκεί ακατανίκητη
έλξη. Πηγαίνω εκεί καθημερινά. Περιπλανιέμαι ανάμεσα στα δένδρα/όταν κάθομαι
εδώ, μέσα στο σκοτάδι, δεν νιώθω δυστυχισμένος-μονάχα άδειος και απαθής). Οι
σκέψεις κι οι αποφάσεις τριγυρίζουν σα
δίνη γύρω από τις ανεξίτηλες τελευταίες εικόνες –ήταν άραγε μεθυσμένη η μητέρα
όταν χάθηκε; Ήταν αλκοολική; Κατά πόσο μπορούσε ο Άξελ να τη σταματήσει; Κανένας δε μπορεί να τον στηρίξει. Ο πατέρας είναι ακόμα σε κατάσταση σοκ.
Περνάει τις μέρες του πίνοντας κόκκινο κρασί και αφήνοντας τη ζωή του να
χάνεται. Οι παλιοί δίσκοι της δε θα του δώσουν ποτέ απαντήσεις. Αλλά και η
αδελφή του, Κατρίνε, είναι σε διάλυση, και μάλιστα του κάνει αψυχολόγητα
χαλάστρα τη μέρα του διαγωνισμού. Έτσι, ο Άξελ γαντζώνεται από το πιάνο: σκέφτομαι ότι η μοναδική πραγματικότητα από
την οποία μπορώ να κρατηθώ είναι αυτή που έχω τη δυνατότητα να δημιουργήσω.
Στο βιβλίο γίνονται
αναλυτικές αναφορές των έργων που ακούει ή που επιλέγει να παίξει ο Άξελ, καθώς και οι υπόλοιποι της λέσχης των πιανιστών. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το μελαγχολικό
γράψιμο του Bjørnstad (δηλαδή η αφήγηση του Άξελ) συνάδει με τα έργα αυτά, που
είναι κυρίως έργα πιανιστικά. Ο συγγραφέας δε γράφει έτσι ώστε να μην
καταλαβαίνει κάποιος που δεν ξέρει μουσική ή δεν έχει ακούσει τα κομμάτια, αλλά
σαφώς όλα είναι πολύ πιο διάφανα για κάποιον που τα γνωρίζει/έχει ακούσει. Το
κομμάτι που επιλέγει π.χ. για το διαγωνισμό είναι το τρίτο μέρος της σουίτας
του Ντεμπυσσύ «Bergamasque» , το «Σεληνόφως», κι
όχι το Opus 118 του Brahms,
που θα προτιμούσε ο δάσκαλός του. Αργό, αισθησιακό, που απαιτεί έκφραση κι
εσωτερική δύναμη (το μικρό, ταπεινό
κομμάτι για πιάνο είναι απείρως μελαγχολικό, όπως ακριβώς είμαι και γω αυτό το
φθινόπωρο: της δυστυχισμένος δεκαεξάχρονος σε αυτοεξορία, αναγκασμένος να
βρίσκεται στο περιθώριο, να θαυμάζει κρυφά μια κοπέλα για την οποία δε γνωρίζει
σχεδόν τίποτα, να κρύβεται στο δάσος με τις σκλήθρες). Ντεμπυσσύ θα παίξει και το άλλο φαβορί του διαγωνισμού, η ζάπλουτη
και πληθωρική Ρεμπέκα («Pour le Piano»No. 3 – Toccata), ένα έργο πιο γρήγορο,
θυελλώδες, πιο δεξιοτεχνικό. Αλλά και η
Επαναστατική του Σοπέν , ασφαλώς δεν είναι τυχαία
επιλογή (στην τεχνική δεν έχω πια κανένα
πρόβλημα, παρά μόνο στην έκφραση της κυκλοθυμικής μου διάθεσης. Θα καταφέρει
άραγε η μουσική να τα εξισορροπήσει;). Δεν κρύβει και τη φιλοδοξία που
έχουν τα αγόρια της ηλικίας (κοιτάζω τα
επιτηδευμένα δεκατετράχρονα κορίτσια με τα βαμμένα νύχια και τις πούλιες και
σκέφτομαι: πρέπει να τις διαλύσω), εφόσον
καταγράφονται με εξομολογητική ειλικρίνεια όλες οι ψυχικές διακυμάνσεις,
οι αντιφάσεις, οι αδυναμίες.
Ίνδαλμα όλων των εφήβων της λέσχης, άπιαστο ταλέντο και δασκάλα με
υπερβολικές απαιτήσεις είναι η Σέλμα Λύνγκε, με εξαιρετική ομορφιά και
ταλέντο που καθηλώνει τους πάντες. Η Σέλμα δεν ασχολείται παρά μόνο με επίδοξους πιανίστες. Όταν πια με τα πολλά, αναλαμβάνει και τον Άξελ
έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε από κοντά, μέσα από τις παρατηρήσεις της,
πόσο άρρηκτα δεμένα είναι η ψυχική ενέργεια, η ψυχική φόρτιση και αποφόρτιση με την κατανόηση και την εκτέλεση της μουσικής
(π.χ. για το Πένθιμο εμβατήριο του Σοπέν : πιο αργά, Άξελ, τράβα το/ακόμα πιο αργά; τώρα καταλαβαίνω ότι έχει
δίκιο, ότι ο ρυθμός αποκαθίσταται νότα τη νότα ανάμεσα στις παύσεις, καθώς η
μουσική προχωρά/ποτέ δεν είχα ξανακούσει
έτσι το Πένθιμο Εμβατήριο του Σοπέν. Και είμαι εγώ αυτός που το
παίζει/Τώρα παίξε για την πεθαμένη μαμά σου, ψιθυρίζει στο αυτί μου. Σκέψου ότι
είναι κάτι που θέλεις να πεις σε κάποιον που σου είναι πολύτιμος, και χωρίς τον
οποίο δεν μπορείς να ζήσεις/και ταυτόχρονα να σκέφτεσαι: είναι η τελευταία φορά
που παίζω πιάνο, είναι η τελευταία φορά που ακούω μουσική/να είσαι πάντα γενναιόδωρος,
ακόμα και όταν συγκρατιέσαι).
Όπως γράφει και η Βιβή Γ. στην εξαιρετική της παρουσίαση:
Ο Άξελ φιλτράρει-όσο μπορεί-
τα πάντα μέσα από το οιδιπόδειο που έχει με την μάνα του, που το μεταφέρει σε
όλες τις σχέσεις και όχι απαραίτητα μόνον τις ερωτικές, σχέσεις που συνάπτει με
γυναίκες που μπαίνουν σχεδόν ακάλεστες στην ζωή του: την Άνια που είναι ο
μεγάλος του έρωτας και πάει απολύτως στραβά από την αρχή ως το λυπητερό τέλος
και εκείνος όντας παθητικός, με τα δικά του αδιέξοδα να μεγαλώνουν αδυνατεί να
το διαχειριστεί, τη Μαριάννε, την πολύ νέα μητέρα της Άνια, έρμαιο του
συζύγου-δυνάστη-πατέρα που όταν σηκώνει το ανάστημά της είναι πια αργά, την
Μαργκρέτε Ιρένε, που αν και δεν την αγαπά είναι η πρώτη του σεξουαλική σχέση, την
πλούσια Ρεμπέκα που γίνεται φίλη του και τον στηρίζει με, απρόσμενη για μια
τόσο πλούσια κοπέλα, θέρμη και ανιδιοτέλεια, την Κατρίνε την αδελφή του με όλο
το οικογενειακό κοινό, πικρό παρελθόν τους να πέφτει ασήκωτο πάνω και στους δύο,
την ντίβα πιανίστα Σέλμα Λύνγκε που έχει αποσυρθεί αλα Γκρέτα Γκάρμπο από τα
μουσικά δρώμενα αλλά παραμένει στα πράγματα από την θέση της σκληρής δασκάλας
πιάνου που καταβροχθίζει τους
μαθητές της προκειμένου να δικαιωθεί η ίδια.
Ο Άξελ γνωρίζει την Άνια και την ερωτεύεται προτού
ανακαλύψει ότι όχι μόνο είναι κι αυτή πιανίστρια, αλλά διεκδικεί το πρωτείο με
διαφορά(σκέφτομαι το «Σεληνόφως», σκέφτομαι
ότι η Άνια θυμίζει φιγούρα του Ντεμπυσί έτσι που είναι κρυστάλλινη και διαυγής,
αλλά όχι τόσο ώστε να μπορεί κανείς να δει μέσα της). Κι ο ίδιος αναρωτιέται μετά από χρόνια τι να
είναι αυτό που πυροδότησε την εμμονή του με την Άνια Σκουγκ. Μια ιδιόρρυθμη
κοπέλα, που θαρρείς ασχολείται αποκλειστικά με τη μουσική και παίζοντας θαρρείς βγαίνει στην επιφάνεια μια
τρομακτική πτυχή της προσωπικότητάς της, μια πτυχή που ως τότε ήταν ελεγχόμενη.
Παίζει Γκρηγκ με τρόπο που κάνει όλη την αίθουσα να δακρύζει, και μόλις
τελειώνει, το κοινό είναι έτοιμο να κατεδαφίσει το κτήριο με χειροκροτήματα και
ποδοβολητά. Όμορφη αν και υπερβολικά αδύνατη, σχεδόν καχεκτική. Ένα
μοναχοπαίδι, που όπως αποδεικνύεται και στη συνέχεια είναι υπερβολικά
απομονωμένο, υπερ-προστατευμένο (ο
μπαμπάς έφτιαξε έναν ολόκληρο κόσμο για μένα) σε τέτοιο όμως βαθμό που έχει
ευνουχιστεί κάθε συναίσθημα, κάθε αυθορμητισμός, κάθε όνειρο. Η μοναδική ερωτική συνεύρεση, ένα «απελπισμένο»
κάλεσμα της Άνια, σχεδόν εκβιαστικό/βεβιασμένο, σα να ξέρει βαθιά μέσα της ότι
δεν πρόκειται ποτέ να ξαναζήσει κάτι τέτοιο… και είναι μια αποκάλυψη για τον
Άξελ: δεν υπάρχει σάρκα στο κορμί της,
είναι τόσο διαφορετική από την Άνια της φαντασίας μου. (…) Κάνω έρωτα με την Άνια
Σκουγκ. Τόσο γρήγορα, τόσο τρυφερά, τόσο επώδυνα. Δεν δείχνει να το
απολαμβάνει, παρότι το σώμα της μοιάζει να έχει μεγαλύτερη πείρα από το δικό
μου. Τα κοφτά σπρωξίματα, ο ρυθμός που ακολουθούν τα κορμιά μας.
Και αργότερα:
Έζησα περισσότερα από όσα είχα ονειρευτεί.
Και όμως, είμαι θλιμμένος.
Είναι θλιμμένος γιατί
διαισθάνεται ότι η Άνια είναι ήδη «αλλού». Το
τραγικό τέλος του πατέρα της Άνιας και η άρνηση της ίδιας να ζήσει απαντούν στα
ερωτηματικά της ιδιόρρυθμης παρουσίας της (η
Άνια είναι για όλους μας ένα εφτασφράγιστο μυστικό). Τα ερωτήματα αυτά θα
διαλευκανθούν στο επόμενο βιβλίο του Bjørnstad , «Το
ποτάμι», που αποτελεί και συνέχεια του μυθιστορήματος, τρόπον τινά το «2ο
μέρος».
Χριστίνα Παπαγγελή