Τετάρτη, Μαΐου 29, 2013

Εύκολη λεία, John Harvey

Είναι το πρώτο αστυνομικό βιβλίο του John Harvey  που διαβάζω, συγγραφέα βραβευμένου με το Diamond Dagger (το σημαντικότερο βραβείο αστυνομικής λογοτεχνίας, όπως γράφει στο εσώφυλλο), που έχει δημοσιεύσει με πολλά διαφορετικά ψευδώνυμα μυθιστορήματα κατά κανόνα «νουάρ». Easy meat[1] είναι ο εγγλέζικος τίτλος, και με επιδέξιο τρόπο μεταφερόμαστε στον υπόκοσμο του Νότινγκαμ, μια βιομηχανική πόλη της κεντρικής Αγγλίας γνωστή για τα ανθρακωρυχεία της, αλλά και για την εγκληματικότητα, την ανεργία, τη βία κι όλα τα παθολογικά φαινόμενα μιας βιομηχανικής περιοχής την μετα θατσερική εποχή.
Easy meat” φαίνεται να είναι ο κεντρικός ήρωας, ο δεκαπεντάχρονος μικροαπατεώνας Νίκυ, γύρω από την αυτοκτονία/δολοφονία του οποίου περιστρέφεται όλη η αστυνομική έρευνα. Easy meat όμως είναι κι η οικογένειά του, η κακοποιημένη στην παιδική της ηλικία και σκληροτράχηλη Νόρμα Σνέηπ, ο εξαφανισμένος πατέρας, και τα άλλα δυο της παιδιά, μεγαλύτερα του Νίκυ. Μετά τη ληστεία δυο ηλικιωμένων ο Νίκυ κλέινεται στο αναμορφωτήριο, όπου όμως μετά από λίγο βρίσκεται κρεμασμένος.  
Η μαστοριά του συγγραφέα να στήσει όλο το μηχανισμό του υπόκοσμου αλλά και της δίωξής του μέσα από τα λιτά μέσα και τους διαλόγους ενός νουάρ μυθιστορήματος, είναι φανερή από την αρχή. Στο έργο μπλέκονται με φυσικό τρόπο τόσα πρόσωπα (ντετέκτιβ, αστυνομικοί, αστυνομικοί της εγκληματολογικής υπηρεσίας, τρόφιμοι του αναμορφωτήριου, παιδεραστές, νεοναζί[2] φίλοι του Σέην (αδερφός του Νίκυ), πόρνες, ψυχολόγοι, τραμπούκοι, υπεύθυνοι θυμάτων βιασμού) που… κράτησα σημειώσεις για να μη χαθώ. Το λιτό στυλ όμως δεν είναι και στεγνό ούτε επίπεδο. Πέρα από την αγωνία  της πλοκής, το ενδιαφέρον συνίσταται και σε μια πολυπρισματική παρουσίαση των γεγονότων, από άποψη κοινωνική και ψυχολογική. Μικροεπεισόδια/δορυφόροι, σύντομοι διάλογοι και εύστοχα σχόλια περι-γράφουν χαρακτήρες και καταστάσεις συνθέτοντας μια εικόνα παθογένειας βέβαια, με πρώτο πλάνο την κακοποίηση και τη σεξουαλική βία, και σε δεύτερο τον κοινωνικό ρατσισμό. Ενδιαφέρον έχει ας πούμε ο ρόλος του μαύρου αστυνομικού Καν, η αντιμετώπισή του από τους άλλους ρατσιστές και μη, και βέβαια η δική του στάση.
Ο ντετέκτιβ εδώ είναι ο μοναχικός (κλασικά!) επιθεωρητής Τσάρλι Ρέσνικ, ένας ενδιαφέρων χαρακτήρας, γιος Πολωνών μεταναστών, με αγάπη  στην κλασική μουσική, μετριόφρων και απόμακρος. Φαίνεται ότι πολλά από τα βιβλία του Χάρβεϋ έχουν ως ήρωα τον επιθεωρητή Ρέσνικ, αλλά δεν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά. 

Χριστίνα Παπαγγελή



[1] «εύκολο κρέας», ιδιωματισμός που σημαίνει «κάποιος εύκολο να παρασυρθεί ή να εξαπατηθεί»
[2] Combat18 (C18) είναι μια νεοναζιστική οργάνωση που ιδρύθηκε στην Αγγλία το 1991, υπεύθυνη για πολλές δολοφονίες μεταναστών και μαύρων. 18 γιατί το 1 αντιστοιχεί στο Α και το 8 στο Η του Adolph Hitler!!!

Δευτέρα, Μαΐου 27, 2013

Solar, Ίαν Μακγιούαν

Ευχάριστα διαβάζεται το συγκεκριμένο έργο του εγγυημένου συγγραφέα, αλλά χωρίς να προσθέτει κάτι διαφορετικό σε ό, τι μέχρι τώρα μας έχει συνηθίσει… Δεν είναι τυχαίο που γράφω γι αυτό μετά από μήνες και χρειάστηκε να ξαναδιαβάσω κάποια σημεία γιατί δεν θυμόμουνα σχεδόν τίποτα… Ο κεντρικός ήρωας είναι κι εδώ (όπως και στο «Σάββατο») ένας μεσοαστός μεσήλικας, αυτή τη φορά όμως είναι νομπελίστας επιστήμονας στο ερευνητικό πεδίο, (βραβείο Νόμπελ για τη «θεωρία του Συγκερασμού Μπίαρντ- Αινστάιν»), προϊστάμενος του «Κέντρου» (ιδρύματος για την εξοικονόμηση ενέργειας λόγω της κλιματικής αλλαγής)· γυναικάς, με πέντε γάμους στο ενεργητικό του, με φιλενάδα, αλλά ακόμα ερωτευμένος με την πέμπτη του γυναίκα που τον έχει εγκαταλείψει. Επιπλέον είναι κοντός, χοντρός, φαλακρός, δυσκίνητος αλλά “έξυπνος”, από τους άντρες που για κάποιο λόγο ασκούν έλξη σε ορισμένες ωραίες γυναίκες. Τέλος, είναι επιθετικά απολιτικός -απ’την κορφή ως τα νύχια, όπως του άρεσε να λέει. Απεχθανόταν τα πύρινα μη επιχειρήματα, τις προσπάθειες κάθε πλευράς να παρερμηνεύσει και να διαστρεβλώσει τις απόψεις της άλλης, την αμνησία που περιτύλιγε κάθε ζήτημα με το που ανέκυπτε εξουδετερώνοντάς το. Κουρασμένος πια, γερασμένος, είχε να ασχοληθεί σοβαρά με την επιστήμη χρόνια και δεν πίστευε στη βαθιά εσωτερική αλλαγή παρά μόνο στην αργή εσωτερική και εξωτερική παρακμή. Με λίγα λόγια, ο ήρωάς μας δεν είναι και πολύ συμπαθητικός…
Αυτό είναι το πλαίσιο, κι ο Μακγιούαν με το αποστασιοποιημένο και αναλυτικό βρετανικό σατιρικό ύφος τύπου κάμπους νόβελ (θυμίζει αρκετά Ντέηβιντ Λοτζ ή Τζόναθαν Κόου) σχολιάζει την επιστημονική κοινότητα (επιστημονικά ταξίδια, συνέδρια, διαλέξεις, επιτροπές, επιχορηγήσεις κλπ), τη σύγχρονη ζωή, τη φθορά του γάμου, την οικολογική κρίση∙ με κέντρο πάντα τον κεντρικό ήρωα, σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, περιγράφει από ξεκαρδιστικές (βλέπε σκηνή με πατατάκια στο τρένο) έως κωμικοτραγικές αλλά και τραγικές προσωπικές στιγμές. Η αντίθεση ανάμεσα στη γκλάμουρους επιστημονική δράση και τη μίζερη προσωπική παρακμή είναι  από τα στοιχεία που δίνουν ενδιαφέρον στο βιβλίο.
Ως διευθυντής του Κέντρου (πρωτοβουλία της κυβέρνησης Μπλαιρ για το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής), ο Μπίαρντ καλεί τους επιστήμονες να καταθέσουν σχέδια περί αέναης κίνησης και μηχανών overunity[1] με ένα μηχανικό μοντέλο. Με αφορμή τις εκατοντάδες αιτήσεις (σ΄αυτόν τον καταιγισμό ονείρων διέκρινε κάποια συγκεκριμένα μοτίβα) ο Γιούαν κάνει πικάντικες αναφορές στο πνεύμα αυτοθυσίας που υπάρχει στα φιλόδοξα αυτά άτομα,  στις μικρότητες του μικρόκοσμου των μεταδιδακτορικών επιστημόνων, στο ρόλο των εταιρειών, στη θεοποίηση της σύγχρονης φυσικής:
Κβαντική Μηχανική. Τι αποθήκη και τι χωματερή της ανθρώπινης φιλοδοξίας! Η απώτατη εκείνη επικράτεια όπου η μαθηματική αυστηρότητα κατατρόπωνε τον κοινό νου, όπου λογική και φαντασία συγχωνεύονταν. Εδώ οι επιρρεπείς στο μυστικισμό θα συναντούσαν ό, τι αναζητούσαν και θα προέτασσαν ως απόδειξη την επιστήμη. Τι απόκοσμη και όμορφη μουσική πρέπει να ήταν γι’ αυτούς τους πολυμήχανους άντρες η θεωρητική ακολουθία με την οποία γέμιζαν τον ελεύθερο χρόνο τους! Φασματική ασυμμετρία, υπερχορδές, εναγκαλισμός, κβαντικοί αρμονικοί ταλαντωτές κλπ κλπ.
Και:
Ηλιακή ενέργεια; Γνώριζε πολύ καλά τι ήταν, όμως ο όρος είχε μια διφορούμενη σημασιολογική άλω, σαν επίκληση-επωδός δρυΐδων της Νέας Εποχής, που με ποδήρεις χιτώνες χόρευαν γύρω από το Stonehenge στο σύθαμπο του μεσοκαλόκαιρου. Και επιπλέον δυσπιστούσε απέναντι σε οποιονδήποτε αναφερόταν συνέχεια στον «πλανήτη» για να αποδείξει ότι ήταν σκεπτόμενος.

Το αποκορύφωμα του σαρκασμού είναι στην περιγραφή της αποστολής στην Αρκτική μιας ομάδας επιστημόνων με τη συμμετοχή του Μπίαρντ για να παρακολουθήσουν το φαινόμενο υπερθέρμανσης του πλανήτη. Ο ίδιος ο Γιούαν, απ’ ό, τι δηλώνει σε συνέντευξη[2], είχε ακολουθήσει μια παρόμοια αποστολή, που του έδωσε το έναυσμα για τη συγγραφή του βιβλίου. Πέρα από το φαιδρό περιστατικό με το πέος του που έγινε παγάκι όταν παράκουσε τους κανονισμούς κι αναγκάστηκε να κατουρήσει στην ύπαιθρο, και πέρα από το σασπένς του σκούτερ που δεν έπαιρνε μπρος ενώ η πολική αρκούδα πλησίαζε (στην ιστορία που α αφηγούνταν από δω και πέρα, και θα έπαιρνε σιγά σιγά τη θέση ανάμνησης πραγματικής, μια πολική αρκούδα είχε ορμήσει προς το μέρος του με ορθάνοιχτα σαγόνια, τον είχε πλησιάσει στα είκοσι μέτρα, και τότε μόνο είχε πάρει μπρος το σκούτερ του), το επεισόδιο όλο τονίζει τη χαώδη κατάσταση στην οποία περιπίπτει η ομάδα μετά από λίγο καιρό συμβίωσης σε συνθήκες πολικού ψύχους (αποδιοργάνωση, κλεψιές… «συσσωρευμένη εντροπία»).
Άλλο κεντρικό επεισόδιο από την προσωπική ζωή του Μπίαρντ,  που τον βυθίζει σε μια παρακμή χωρίς επιστροφή είναι η κατά λάθος παρουσία του στο θανατηφόρο ατύχημα του Τομ Άλντους, μεταδιδακτορικού φοιτητή με πολύ μεγάλο πάθος για τη θεωρία του Μπίαρντ, που όμως τα έφτιαξε με τη γυναίκα του τελευταίου. Η σκηνή συνάντησης του εραστή με τον σύζυγο είναι πάλι ξεκαρδιστική ωσότου ο νεαρός σκοντάφτει στο χαλί-παγίδα του ζεύγους και σκοτώνεται με λίγο γκροτέσκο τρόπο μπροστά στα μάτια του Μπίαρντ, χωρίς βέβαια να ευθύνεται ο ίδιος. Το ζήτημα περιπλέκεται ηθικά γιατί προκειμένου να έχει μπλεξίματα, ο Μπίαρντ στήνει το σκηνικό ώστε να ενοχοποιηθεί και να καταδικαστεί ο πρώην γκόμενος της γυναίκας του Μπίαρντ, που είναι έτσι κι αλλιώς κάθαρμα…  Ο δε μέγιστον, ο Μπίαρντ οικειοποιείται την ευρεσιτεχνία του νεκρού (ανεμογεννήτρια τετραπλής έλικας), διεκδικεί με μεγάλη πειστικότητα την πατρότητά της, και δρέπει τους καρπούς της ξένης δόξας.
Οι επιστημονικές συζητήσεις απλώνονται και στη σφαίρα της ηθικής. Η Αρχή της Απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ, σύμφωνα με κάποιον συνδαιτυμόνα, σηματοδοτούσε την απώλεια μιας «ηθικής πυξίδας» και τη δυσκολία διατύπωσης απόλυτων κρίσεων. Το θέμα αυτό επανέρχεται σε επιστημονική συζήτηση όπου η Νάνσυ Τεμπλ, καθηγήτρια Φιλοσοφίας της Επιστήμης, προσπαθεί να καταδείξει ότι το γονίδιο trim-5 όπως και οποιοδήποτε γονίδιο είναι «κοινωνικά κατασκευασμένο»! το γονίδιο δεν ήταν μια αντικειμενική οντότητα που απλώς περίμενε να αποκαλυφθεί από τους επιστήμονες. Ήταν εξολοκλήρου κατασκευασμένο από τις εικασίες τους.
(…) ο Μπίαρντ είχε ακούσει τις διαδόσεις με τις οποίες οι παράξενες ιδέες αποτελούσαν κοινό τόπο στα τμήματα ανθρωπιστικών σπουδών. Φημολογούνταν ότι ήταν ρουτίνα για τους καθηγητές αυτών των τμημάτων να διδάσκουν στους φοιτητές τους ότι η επιστήμη δεν ήταν παρά ένα ακόμα σύστημα πεποιθήσεων που δεν είχε μεγαλύτερες αξιώσεις στην αλήθεια απ’ ό, τι η θρησκεία ή η αστρολογία. Όλα, ακόμα και οι αρρώστιες είναι πολιτισμικά καθορισμένα. Η νόσος του Χάντιγκτον, φερειπείν, ήταν κάποτε μια αφήγηση σχετικά με τη θεία τιμωρία και τον δαιμονισμό.   
Η ήπια και νηφάλια απάντηση του επιστήμονα Μπίαρντ προκάλεσε θυελλώδη αντίδραση της μεταμοντέρνας, υπέρμαχου του κοινωνικού κονστρουκτιβισμού καθηγήτριας. Ακολούθησε μια χιονοστιβάδα κατηγοριών στα media, όπως ότι είναι « ντετερμινιστής της γενετικής», «αναγωγιστής» (αγανακτισμένος ο Μπίαρντ είπε ότι χωρίς αναγωγισμό δεν θα μπορούσε να υπάρξει επιστήμη), ηγεμονικός, μέχρι και… νεοναζί!  Η σύγκρουση κορυφώνεται σε κάποια συζήτηση που διοργάνωσαν τα ΜΜΕ που καταλήγει σε… ντοματοπόλεμο, μέχρι που η δημοσιότητα έπαψε πια να ενδιαφέρεται για τον «νεοναζί καθηγητή»…
Τραγελαφική είναι και η συνάντηση του Μπίαρντ με τον καταδικασμένο υποτιθέμενο δολοφόνο του Άλντους, όπως και η προσωπική του ζωή με τη νεότατη και πολύ ερωτευμένη Μελίσσα που του «κλέβει» ένα παιδί και την ερωτική Νταρλίν.
Γενικά, ο Μακγιούαν δίνει με νατουραλιστικό και γκροτέσκο τρόπο μια όψη του «διανοούμενου», του σύγχρονου «επιστήμονα» που είναι κι αυτός θύμα της αλλοτρίωσης.

 Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Μηχανές που παράγουν περισσότερη ενέργεια απ όση καταναλώνουν.
[2] Στην Αρκτική πήγε τελικά με μια ομάδα καλλιτεχνών και επιστημόνων με οικολογικές ανησυχίες και έζησε για μια εβδομάδα σε ένα πλοίο, σε ένα παγωμένο φιόρδ. «Σε αυτές τις παγωμένες συνθήκες έκανα μεγάλες διαδρομές με την ομάδα και έναν οδηγό με όπλο, σε περίπτωση που συναντούσαμε πολικές αρκούδες. Συνολικά 25 άτομα ζούσαμε σε έναν πολύ μικρό χώρο, στο πλοίο, με αυστηρούς κανόνες. Επρεπε δηλαδή να αφήνουμε τις στολές και όλο τον εξοπλισμό μας σε μια μικρή αποθήκη προτού μπούμε στο πλοίο, ώστε να μην φέρνουμε μέσα πάγο και χιόνι. Και τα βράδια καθόμασταν γύρω γύρω και πίναμε κρασί, τρώγαμε και συζητούσαμε πώς θα σώσουμε τον κόσμο, τι πρέπει να κάνουμε για την κλιματική αλλαγή και βογγούσαμε για τον Τζορτζ Μπους και την αποτυχία του Ρίο και την αποτυχία των πάντων... γενικά το είδος του πεσιμισμού των διανοουμένων όταν μιλάνε για τον κόσμο».
Εν τω μεταξύ η κατάσταση στην αποθήκη με τον εξοπλισμό γινόταν όλο και περισσότερο χαοτική. «Δεν μπορούσαμε να βρούμε τα πράγματά μας και "τσιμπούσαμε" ό,τι βρίσκαμε και τελικά το χάος επεκτάθηκε σε κάθε γωνιά της αποθήκης», συνεχίζει ο Μακ Γιούαν. «Στο τέλος της εβδομάδας η κατάσταση ήταν τρομερή. Μου έκανε εντύπωση ότι παρ' όλες τις φιλοδοξίες μας για τη σωτηρία του πλανήτη δεν μπορούσαμε να οργανώσουμε ένα δωμάτιο. Και οι πιθανότητες να οργανώσουμε χώρες και ιδιώτες και οργανισμούς και κυβερνήσεις ήταν ξεκάθαρα κάτι πάνω από τις δυνάμεις μας. Σκέφτηκα, υπάρχει μια ανθρώπινη κωμωδία σ' αυτό... Δεν ήξερα τι θα έγραφα, αλλά τουλάχιστον είχα την ατμόσφαιρα του βιβλίου και πείσθηκα ότι μια δόση λυτρωτικού χιούμορ δεν έπρεπε να λείπει».

Τετάρτη, Μαΐου 22, 2013

Ο Μπεν στον κόσμο, Ντόρις Λέσινγκ


Και ο Μπεν έφυγε: δεν είχε σπίτι σ’ αυτόν τον κόσμο


Ο Μπεν Λόβατ είναι το «παιδί- τέρας»  του οποίου την παιδική ηλικία περιέγραψε η συγγραφέας στο βιβλίο «Το πέμπτο παιδί». Τώρα είναι μόνος στον κόσμο, έχει φύγει από το σπίτι του  και είναι 18 χρονών. Το μόνο που ξέρει είναι η ηλικία του και το όνομά του, καθώς και τα μικρά ονόματα των γονιών του, ενώ τα 4 αδέρφια του δεν θέλει να τα θυμάται, ιδιαίτερα τον αμέσως μεγαλύτερο αδερφό του Πολ με τον οποίο υπάρχει αμοιβαίο μίσος.
Η συγγραφέας καταφέρνει, μέσα από τριτοπρόσωπη αφήγηση, να μας κάνει να δούμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια του «απόκληρου», του περιθωριοποιημένου, του διαφορετικού. Ο Μπεν δεν είναι βέβαια ένας συνηθισμένος… διαφορετικός. Γεννήθηκε αλλόκοτα μεγαλόσωμος, βίαιος κι επιθετικός, με μια πρωτόγονη/αταβιστική συμπεριφορά φέρνοντας τη διάλυση στην πολυμελή του οικογένεια. Έχει μάθει βέβαια τώρα, με σκληρό τρόπο (βλ. προηγούμενο βιβλίο), να καταπνίγει τα ένστικτά του. Ωστόσο, ο κόσμος υψώνεται απέναντί του ξένος  κι απειλητικός ακόμα και στις πιο συνηθισμένες καθημερινές στιγμές. Η Ντόρις Λέσινγκ « ζωγραφίζει» διεισδύοντας με μεγάλη μαστοριά και αληθοφάνεια στην ψυχολογία του γίγαντα που είναι σαν τρίχρονο παιδί, στον « ζωώδη» συναισθηματικό του κόσμο (ένα πράγμα ήξερε, και το ήξερε πολύ καλά, γιατί είχαν συμβεί τόσα κακά πράγματα… υπήρχαν ορισμένα αισθήματα που είχε τα οποία του ήταν απαγορευμένα. Μέχρι να τον αφήσει ήσυχο αυτή η λύσσα, αυτό το μίσος, δεν μπορούσε να πλησιάσει ούτε τη μητέρα του, ούτε τον αδελφό του τον Πολ. Τα αισθήματα όμως χειροτέρευαν, δεν μπορούσε να αναπνεύσει, και, μέσα σε μια κόκκινη λάμψη, είδε τη μητέρα του, να σηκώνονται και να απομακρύνονται μαζί).
Είναι απίστευτη η ισορροπία που, παρόλες τις ιδιαιτερότητες, εξασφαλίζεται στον κόσμο της επιβίωσης. Ο Μπεν πεινάει αλλά ξέρει αρκετά ώστε να μπορέσει να επιβιώσει. Αρχικά τον περιμαζεύει μια φτωχή γριά κυρία (όταν τον είχε πρωτοδεί, σ΄ ένα  σούπερ μάρκετ, ήταν σα να’ χε βγει στο κυνήγι (…) ήταν μια ελεγχόμενη έκρηξη έξαλλης ανάγκης κλπ. κλπ) που τον συμβουλεύει και σχεδόν τον αγαπάει (έτσι πέρασε κι αυτή η περίοδος, μια ευτυχισμένη περίοδος, η καλύτερη σ’ όλη τη ζωή του Μπεν) αλλά γρήγορα αναγκάζεται να την εγκαταλείψει όταν του τελειώνουν τα λεφτά. Τον ψαρεύει στη συνέχεια η Ρίτα, μια πόρνη, και ακολουθώντας το χαμόγελό της ο ανυποψίαστος Μπεν ανακαλύπτει το σεξ (πεινούσε για σεξ, πεινούσε γι αυτό πολύ καιρό, λες και δεν είχε τελειώσει τόσο πρόσφατα την πρώτη του επίθεση, και τα δόντια του μπήκαν στο λαιμό της κι εκείνη άκουσε το θριαμβευτικό γρύλισμα), ένα ζωώδες σεξ που τυχαίνει να γοητεύει τη Ρίτα (θεέ μου, αυτό δεν είναι ανθρώπινο!). Δημιουργείται ένα είδος σχέσης, μια αμοιβαία συμπάθεια  έως ότου ο προαγωγός αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να εκμεταλλευτεί τον Μπεν στις παράνομες συναλλαγές του.
Είναι ένα μεγάλο παιδί, ένας γίγαντας που δε γνωρίζει τη δύναμή του, που γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Το πρωτόγονο παρουσιαστικό του προσελκύει τον σκηνοθέτη Άλεξ, που σκέφτεται να τον χρησιμοποιήσει σε ταινία με αταβιστικό περιεχόμενο. Πείθουν τον Μπεν ότι θα ψάξουν για τη
« φυλή» του, ότι δηλαδή υπάρχουν κι άλλοι σαν κι αυτόν και τον ποτίζουν με τη λαχτάρα να τους γνωρίσει. Έτσι ακολουθεί τον Άλεξ στη Βραζιλία και στο Ρίο σχετικά πρόθυμα αλλά με την ανυπομονησία του παιδιού, μπαίνει πρώτη φορά σε αεροπλάνο και περνά νέες ψυχικές δοκιμασίες νοσταλγώντας το Λονδίνο. Η προσπάθεια προσαρμογής, η ζωική μοναξιά, οι πρωτογενείς επιθυμίες του και τα όνειρά του, καθώς και η ανασφάλεια σ’ έναν κόσμο ακατανόητο εναλλάσσονται μ’ έναν τρόπο αριστοτεχνικό και συντελούν στο να γίνει η αγριάδα θλίψη.
Η γυναικεία φιγούρα προσφέρει αντιστάθμισμα και  σ’ αυτόν τον νέο κύκλο της ζωής του Μπεν με τη μορφή της Τερέζας, μιας φτωχής 17 χρονης κοπέλας από κάποια βραζιλιάνικη φαβέλα που για να γλυτώσει τη μιζέρια ξεκίνησε ως πόρνη και τώρα είναι η σύντροφος του Άλεξ. Κι εδώ η γυναίκα βλέπουμε ότι συμπάσχει, ιδιαίτερα όταν ναυαγούν τα σχέδια του Άλεξ και τον Μπεν τον αναλαμβάνει η «επιστήμη» (μίλησε για τον Μπεν περιγράφοντάς τον ως γέτι[1]). Το όνειρο να βρει «ανθρώπους σαν κι εκείνον» είναι το μόνο που τον κρατά και τον «πείθει» να του κάνουν ιατρικές εξετάσεις. Η αντίδραση του Μπεν γίνεται όλο και πιο σωματική.
Ο Μπεν έβγαζε μικρούς πνιχτούς ήχους, αλλά αυτά τα δάκρυα δε χύνονταν επειδή η καρδιά του ήταν βαριά, αλλά επειδή ήταν τόσο ευτυχισμένος, που δεν το άντεχε, και σηκώθηκε, κι άρχισε να χορεύει άτσαλα γύρω από το δωμάτιο, βγάζοντας μικρά γαυγίσματα, κι οι δυο παρατηρητές κατάλαβαν ότι σήμαιναν πως η θλίψη μιας ζωής άρχισε να διαλύεται.
Ο αναγνώστης γνωρίζει ότι ο Μπεν είναι πάλι αντικείμενο εκμετάλλευσης κι εξαπάτησης (ο Αλφρέντο έχει απλώς δει σκαλίσματα σε βράχια). Ακόμα χειρότερα όμως του συμπεριφέρονται οι «επιστήμονες», που είναι αποφασισμένοι να χρησιμοποιήσουν ακόμα και βία προκειμένου να υποβάλουν τον Μπεν στις μετρήσεις και τις εξετάσεις που θέλουν. Τον δένουν, τον φιμώνουν, τον ναρκώνουν, τον οδηγούν μακριά από τα γνώριμα πρόσωπα και τον φυλακίζουν σ’ ένα κλουβί. Όταν τον απελευθερώνουν η Τερέζα με τον Αλφρέδο, είναι ένα πληγωμένο ζώο που βρυχάται, και δεν τολμούν να του πουν την αλήθεια, ότι δεν υπάρχουν δηλαδή άνθρωποι σαν κι εκείνον. Η συγγραφέας περιγράφει πολύ δεξιοτεχνικά τις σωματικές αντιδράσεις του Μπεν σε κάθε έντονο συναίσθημα καθώς προσδοκά απονενοημένα τη συνάντηση με τους ανθρώπους της φυλής του.
       Η «έξοδος» του Μπεν είναι συγκλονιστική και βέβαια η όλη πλοκή αποτελεί σχόλιο για τον πολιτισμό.
       
Χριστίνα  Παπαγγελή 



[1] Επί αιώνες ο μύθος του Yeti, ενός ανθρωπόμορφου όντος που πιστεύεται ότι ζει στα Ιμαλάια και σε άλλες απομονωμένες περιοχές του πλανήτη, εξάπτει τη φαντασία του κόσμου και δημιουργεί στους επιστήμονες πολλά ερωτήματα.
[2] Αξίζει κανεία να παραθέσει την παρακάτω άποψη του βιβλιοπόντικα : Η Ντόρις Λέσινγκ χρησιμοποιεί στο μυθιστόρημά της ένα διπλό αφηγηματικό κάτοπτρο. Βλέπουμε τον Μπεν μέσα από τα μάτια των άλλων: ο ακατανόητος, οργίλος, δυστυχισμένος, βίαιος, απροσάρμοστος Μπεν. Και βλέπουμε τους άλλους μέσα από τα μάτια του Μπεν: εκείνοι μιλούν με ευχέρεια, γελούν και φιλιούνται, δουλεύουν και πληρώνονται, μυρίζουν αλλιώς. Κανείς δεν τους κοιτάζει παράξενα. Ο Μπεν, με τις λίγες λέξεις του και τις τραχιές σκέψεις, προσλαμβάνει τον κόσμο γύρω του με το βλέμμα του «άλλου». Τίποτε δεν είναι γι' αυτόν αυτονόητο. Τίποτε δεν θεωρείται δεδομένο ούτε εύκολο. Το καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο δεν είναι one size only - κι αυτό μας το μαθαίνει για τα καλά ο Μπεν. 

Δευτέρα, Μαΐου 20, 2013

Το πέμπτο παιδί, Ντόρις Λέσινγκ


Σ’ ένα πνεύμα μαγικού ρεαλισμού που θυμίζει Μαρκές περιγράφει η Ντόρις Λέσινγκ την έλξη που ένιωσαν η Χάριετ και ο Νταίηβιντ, δυο εκκεντρικοί μοναχικοί άνθρωποι, που έσμιξαν σαγηνευμένοι ο ένας από τον άλλον για να πραγματοποιήσουν το κοινό τους όνειρο: να κάνουν πολλά παιδιά! Παρόλο το κλίμα της εποχής (δεν ήταν εύκολο να διατηρήσουν την πίστη τους στον εαυτό τους όταν το πνεύμα της εποχής, η άπληστη εγωιστική δεκαετία του ’60, ήταν τόσο πρόθυμο να τους καταδικάσει, να τους απομονώσει, να μειώσει τις καλύτερες πλευρές τους. Κι όμως, να που είχαν δίκιο όταν επέμεναν να περισώσουν αυτή την πεισματική ιδιαιτερότητά τους, την ξεροκέφαλη, κατά τη γνώμη των άλλων, επιλογή τους), παρόλη τη δύσκολη οικονομική τους κατάσταση και την αντίδραση του περίγυρου, έκαναν τέσσερα παιδιά σε έξι χρόνια και στη συνέχεια, έκαναν ένα… διάλειμμα με απώτερο στόχο να κάνουν τουλάχιστον άλλα τέσσερα. Όμως, το «πέμπτο παιδί» ανατρέπει τα πάντα.
          Αν δε διάβαζα αμέσως μετά το άλλο βιβλίο της Ντόρις Λέσινγκ, το «Ο Μπεν στον κόσμο», που αποτελεί συνέχεια κατά κάποιο τρόπο του «πέμπτου παιδιού», θα συμφωνούσα με το οπισθόφυλλο που αναφέρεται στο μυθιστόρημα σαν να πρόκειται για «ιστορία τρόμου». Κι αυτό γιατί από τις πρώτες στιγμές της εγκυμοσύνης, το πέμπτο παιδί παρουσιάζεται σαν ένα διαβολικό, μοχθηρό και αδηφάγο τέρας που θαρρείς γεννήθηκε για να τιμωρήσει την αλαζονική ξεροκεφαλιά των γονιών του. Παρόλ’ αυτά, αξίζει ίσως να σταθεί κανείς όχι τόσο στις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες της γένεσης του τέρατος, ούτε στην απωθητική συμπεριφορά του, ούτε στον τρόπο αντίδρασης της κοινωνίας σ’ αυτή την γένεση, όσο στην πάλη που γίνεται στην ψυχή της μάνας.
           Η τρομοκρατημένη μάνα αρχικά διστάζει να παραδεχτεί την απόκλιση, και βέβαια παραμελεί τα άλλα της παιδιά για να ασχοληθεί με τον Μπεν.
          Η πρώτη προσπάθεια ανοιχτής παραδοχής ότι κάτι αλλόκοτο/απόκοσμο συμβαίνει και πρέπει να το χειριστούν με κάποιο τρόπο ώστε να μη διαλυθεί η υπόλοιπη οικογένεια, είναι η σύσταση των οικείων να βάλουν τον Μπεν σε ίδρυμα.
          Δεν έδειξαν καμιά αοριστία τώρα που πίστευαν ότι υπήρχε μια κρίση που –έστω και έμμεσα- τους απειλούσε. Μοιάζουν με ζευγάρι δικαστών μετά από ένα καλό γεύμα, σκέφτηκε η Χάριετ και γύρισε στον Νταίηβιντ για να δει αν είχε κι αυτός την ίδια γνώμη. Ο άντρας της όμως είχε σφίξει τα χείλια και κοιτούσε το τραπέζι μπροστά του. Συμφωνούσε μαζί τους.
          Η Άντζελα είπε γελώντας:
          «Κλασική ασπλαχνία της υψηλής κοινωνίας».
          Κανείς δεν θυμόταν να άκουσε πιο αιχμηρό σχόλιο σε τούτο το τραπέζι.

          Και παρακάτω:
          «Ή αυτός ή εμείς», είπε ο Νταίηβιντ στη Χάριετ και πρόσθεσε με φωνή γεμάτη ψυχρή απέχθεια για τον Μπεν: «Είναι σαν να’ πεσε ξαφνικά από τον Άρη. Θα ξαναγυρίσει εκεί για να αναφέρει τι βρήκε εδώ κάτω» και γέλασε -βάναυσα.

          Ο εγκλεισμός του Μπεν στο ίδρυμα είναι μια νέα δοκιμασία για τη Χάριετ. Η προσωρινή ανακούφιση έδωσε τη θέση της στην ενστικτώδη ανησυχία. Όταν η Χάριετ (παραβιάζοντας του κανόνες απορρήτου που υπάρχουν σ΄ αυτά τα ειδικά ιδρύματα όπου οι γονείς ξεφορτώνονται τα ανεπιθύμητα παιδιά τους), επισκέφτηκε το ίδρυμα κι επέμεινε να δει τον Μπεν, ο Μπεν είχε μετατραπεί σε αγρίμι/φυτό (ήταν αναίσθητος και γυμνός, εκτός από το ζουρλομανδύα που τύλιγε το σώμα του. Η σάρκα του ήταν άσπρη σαν νεκρού, σχεδόν πρασινωπή. Όλα-οι τοίχοι, το δάπεδο, ο Μπεν-ήταν πιτσιλισμένα με περιττώματα κλπ κλπ).
          (…)
          Πήραν το παιδί δεμένο σαν πακέτο, αναίσθητο, με τη γλώσσα κρεμασμένη από το στόμα.

          Η επανένταξή του στην οικογένεια δημιουργεί νέα προβλήματα, ειδικά στο τέταρτο παιδί, τον Πολ, με το οποίο αναπτύσσεται σχέση άσβεστου μίσους. Οι εμπειρίες όμως στο ίδρυμα πρέπει να ήταν τόσο τρομερές, που η ανάμνησή τους λειτουργεί ως φόβητρο κι έτσι ο Μπεν αναγκάζεται σε κάποιες περιπτώσεις να τιθασεύσει τον ατίθασο/ζωώδη  κι επιθετικό εαυτό του. Μαθαίνει κάποια στοιχειώδη που τον κάνουν ως ένα βαθμό ικανό να ζει στην κοινωνία. Στην κοινωνικοποίησή του αυτή  συντέλεσε και η επαφή του με τον άνεργο νεαρό Τζον που ανέλαβε αρχικά κηπευτικές δουλειές (καθόταν οκλαδόν στην πόρτα μέχρι να φανεί ο Τζον και μετά τον ακολουθούσε σαν κουτάβι). Ο Τζον ανέλαβε επίσημα τη διαπαιδαγώγηση του Μπεν, ο οποίος μπήκε στην παρέα των νεαρών άνεργων που τριγύριζαν στα πεζοδρόμια, κάθονταν σε διάφορα καφενεία, έκαναν δουλειές του ποδαριού, πήγαιναν σινεμά κι έτρεχαν με τις μηχανές ή δανεικά αμάξια.
          Όμως η οικογενειακή κατάσταση διαταράσσεται, η σχέση του ζευγαριού δεν είναι όπως πριν και τα αδέρφια του Μπεν δυσανασχετούν ή υποφέρουν. Η κατάσταση αυτή, για την οποία η Χάριετ νιώθει υπεύθυνη, την οδηγεί σε κάποια «ειδικό», την Δρ. Γκίλυ.  
          «Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στον Μπεν αλλά σε σας. Δεν τον συμπαθείτε πάρα πολύ».
          «Ω, θεέ μου», ξέσπασε η Χάριετ, «όχι πάλι!»
          Η αγωνία της μάνας δεν περιορίζεται μόνο στην αίσθηση της ευθύνης ή των ενοχών που της υπαγορεύει η κοινωνία. Μεταφέροντας τις προλήψεις της εποχής, φοβάται ότι ο Μπεν «δεν είναι άνθρωπος», δηλαδή ότι είναι … από άλλον πλανήτη, από το διάστημα (πιστεύετε ότι ο Μπεν είναι μια περίπτωση αταβισμού[1];/εμένα μου φαίνεται προφανές, είπε η Χάριετ). Προκειμένου να αντιμετωπίσει τον κοινωνικό αποκλεισμό που συνοδεύει τα αποκλίνοντα άτομα και να προστατεύσει και τον Μπεν και την οικογένειά της, η Χάριετ ζητά από τη γιατρό να το αναγνωρίσει επίσημα, αλλά η γιατρός ασφαλώς αντιδρά (ακόμα κι αν είναι έτσι, τι θέλετε να κάνω εγώ; Να σας δώσω ένα γράμμα για το ζωολογικό κήπο: «Βάλτε αυτό το παιδί σ’ ένα κλουβί; ή να τον παραδώσω στην επιστήμη;»)
          (…)
          Κανείς με εξουσία δεν θα δεχόταν να αναλάβει αυτήν την ευθύνη.

          Έτσι, βλέπουμε ότι, πέρα από την ψυχογραφική διάσταση, το μυθιστόρημα αποκτά βαθιά κοινωνικό χαρακτήρα, αποτελεί δηλαδή ένα σχόλιο στην κοινωνική πραγματικότητα που επιβάλλει τον αποκλεισμό στα διαφορετικά άτομα. Ο Μπεν, ο ξένος, ο αλλόκοσμος, η καταστροφή, ξεκομμένος απ’ όλους τους άλλους είναι ένα ιδιαίτερο πλάσμα που έφερε τα πάνω κάτω στην οικογένειά του και γέρασε πρόωρα τη Χάριετ, η οποία -εντέλει- τον πονά και τον προστατεύει, και για την οποία παραμένει πάντα ένα μεγάλο ερωτηματικό.       

Χριστίνα Παπαγγελή


[1] αταβισμός (Βιολ.). Η επανεμφάνιση ενός εξαφανισμένου γενετικού χαρακτήρα, ο οποίος υπήρχε σε κάποιο προγονικό εξελικτικό στάδιο αλλά όχι στους γονείς ή στους χρονικά κοντινούς συγγενείς ενός ατόμου (λατ. atavus = [μακρινός] πρόγονος).