«Μυθιστόρημα δρόμου» χαρακτηρίζεται στο οπισθόφυλλο το μυθιστόρημα αυτό του Τζόναθαν Κόου, και νομίζω ότι ο χαρακτηρισμός είναι υπερβολικός. Πρόκειται βέβαια για ένα είδος περιπλάνησης του κεντρικού ήρωα- αφηγητή, στο γνώριμο ελκυστικό ύφος του συγγραφέα, που από το απλό και καθημερινό μεταπηδά στο στοχαστικό και διεισδυτικό, κι αυτό χάρη στην εσωτερικότητα της αφήγησης του πρωταγωνιστή. Ωστόσο, δε φαίνεται να είναι τόσο η περιπλάνηση το κεντρικό στοιχείο, όσο η ιδιαίτερη μοναχικότητα – με τις μορφές που χαρακτηρίζει πια το σύγχρονο τρόπο ζωής (βλ. διαδίκτυο, GPS κλπ.), στοιχείο που υποδηλώνεται και στον αγγλικό τίτλο: The terrible privacy of Maxwell Sim, δηλαδή τρομερή ιδιωτικότητα/προστασία της ιδιωτικής ζωής. Η ζωή του Μάξουελ είναι τόσο εξεζητημένη που φαίνεται σα ν ‘αποτελεί ένα σχόλιο του συγγραφέα στις δυναμικές της σύγχρονης κοινωνίας.
Ο Μάξουελ Σιμ, λοιπόν, δεν είναι εξ ορισμού συνηθισμένη περίπτωση: μοναχοπαίδι, ορφανός από μάνα από τα 24, σε απόσταση με τον πατέρα εδώ και πολλά χρόνια και εγκαταλειμμένος από τη γυναίκα του, την Καρολάιν, που του αφήνει, σα δώρο, ένα εισιτήριο για Αυστραλία, προτρέποντάς τον έμμεσα να ανασυνδέσει τη διαλυμένη και προβληματική σχέση με τον πατέρα. Η κατάθλιψη που τον οδήγησε να παραιτηθεί από τη δουλειά του, τον κυριεύει ξανά και ξανά. Αντικοινωνικός, με ελάχιστους διαδικτυακούς φίλους, φτάνει στο σημείο να αναπτύσσει συναισθηματική σχέση με τη γυναικεία φωνή του GPS, που του φαίνεται υπερβολικά μαγευτική, αισθησιακή, φιλική.
Από τις πρώτες σελίδες έχουμε περιστατικά ασυνήθιστα, ίσως σκόπιμα υπερβολικά, δίνοντας ένα χαρακτήρα «γκροτέσκο»: Πρώτα πρώτα η συνάντηση με το χοντρό συνεπιβάτη στο αεροπλάνο, στον οποίο ξανοίγεται κατά παράδοξο τρόπο ο Μάξουελ, για να ανακαλύψει μετά από εξομολογητικό μονόλογο μιας ώρας ότι βρίσκεται δίπλα του… νεκρός! (μάλλον είναι κόλπο του συγγραφέα για να μας δώσει κάποια βιογραφικά στοιχεία). Αμέσως μετά η γνωριμία με την ασυνήθιστη Πόπι που του φέρεται εγκάρδια σε βαθμό παρεξήγησης, ώσπου ανακαλύπτει με απογοήτευση ότι τον «προορίζει» για τη μάνα της. Η αναλυτική αναφορά στον Ντόναλντ Κρόουχερστ, ήρωα των παιδικών του χρόνων, ο οποίος συμμετείχε σε έναν αγώνα με σκάφος «περίπλου του κόσμου χωρίς στάση», και, επειδή δε μπορούσε να τον πραγματοποιήσει,, προσποιήθηκε ότι τον πραγματοποίησε! (Ε, λοιπόν , έκανε το εξής: βρήκε μια λύση που θα ζήλευε ακόμα κι ο ίδιος μας ο πρωθυπουργός. Γιατί- όπως ακριβώς κι ο κύριος Μπλερ, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τα δυο κακά, τον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς και τον κρατισμό του σοσιαλισμού- ο Ντόναλντ Κρόουχερστ αποφάσισε πως υπήρχε και μια άλλη δυνατότητα∙ ένας «τρίτος δρόμος», -ακριβώς αυτό! Και, όπως οφείλουν να παραδεχτούν ακόμα κι οι επικριτές του, ήταν ένας δρόμος εξαιρετικά τολμηρός και μεγαλοφυής). Τέλος, ακραία απελπισμένο κι ενδεικτικό της ανοησίας της εποχής μας είναι και το «επαγγελματικό ταξίδι» που αναλαμβάνει, με προορισμό να διαφημίσει επαναστατικές οδοντόβουρτσες «στις πιο ακραίες κατοικημένες τοποθεσίες του Ηνωμένου Βασιλείου» για να δραματοποιηθεί το σλόγκαν «Εμείς φτάνουμε πιο μακριά» κλπ. Ταξιδεύει λοιπόν μέχρι τα Σέτλαντ, με πολύ καθορισμένους όρους και προθεσμίες, με προγραμματισμένο «αυτόματο πιλότο», προκειμένου να … κρατήσει σε βίντεο το ημερολόγιο του ταξιδιού και να μονταριστεί υλικό για μια εικοσάλεπτη ταινία επίδειξης της οδοντόβουρτσας Γκεστ!
Η μοναξιά του ήρωα εκδηλώνεται κορυφαία στη διαδικτυακή του συνάντηση με την πρώην γυναίκα του, με τη διαφορά ότι εκείνος παρουσιάζεται ινκόγκνιτο, με το όνομα Λιζ Χάμοντ (νομίζω πως κάνω τόσες παρεκβάσεις για να αποφύγω να σας πω το πιο επάισχυντο απ’ όλα…)! Οι δυο «φίλες» επικοινωνούν σε τέτοιο βαθμό, που η Κάρολαιν στέλνει με email το διήγημα που έγραψε, όπου πρωταγωνιστής είναι ο …άντρας της, με αίτημα να γράψει η Λιζ τη γνώμη της (ήταν σα να ψαχουλεύω τα εσώρουχα της Κάρολαιν μέσα στο συρτάρι ή στο καλάθι με τα άπλυτα. Παρόλ’ αυτά, είχε και μια διεστραμμένη σαγήνη, που με έκανε να επιστρέφω ξανά και ξανά! και παρακάτω: Ο τίτλος του ήταν «ο λάκκος με τις τσουκνίδες». Μόλις είδα τον τίτλο, σας ορκίζομαι πως η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπά για κάποια δευτερόλεπτα. Δεν μπορεί να έκανε τέτοιο πράγμα, έτσι δεν είναι; Δεν μπορεί να έγραψε για κείνο το περιστατικό). Η περιγραφή του οικογενειακού περιστατικού όπου πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο Μάξουελ μέσα σε διήγημα (σε τρίτο πρόσωπο), είναι ξεκάθαρα ένα ακόμα τέχνασμα του Τζ. Κόου προκειμένου να δώσει στοιχεία του χαρακτήρα και της οικογενειακής ζωής του ήρωα.
Μοναχικές συναντήσεις με μοναχικούς ανθρώπους δρουν καταλυτικά στο «ταξίδι» του Μάξουελ, που κατά βάση είναι ένα ταξίδι που καταλήγει στον πατέρα του και στη συμφιλίωση μαζί του. Μοναχικά γεύματα σε σταθμούς εξυπηρέτησης πάνω στον αυτοκινητόδρομο, τυποποιημένα φαγητά σε φαντφουστάδικα (τι να κάνω; Μ’ αρέσουν αυτά τα μέρη. Εκεί νιώθω σα στο σπίτι μου. Μου άρεσε που εδώ, στη μέση μιας τόσο εντυπωσιακής υπαίθρου, κάποιος σχεδίασε και κατασκεύασε αυτή τη μικρή όαση αστικής κοινοτοπίας). Η πρώτη μορφή που εμφανίζεται και την αναζητά και προς το τέλος του βιβλίου, η «Κινέζα κυρία» (την Κινέζα κυρία με την κόρη της τις ζήλευα πραγματικά. Ήταν φανερό ότι είχαν κάτι πολύτιμο, κάτι που επιθυμούσα διακαώς). Άλλος «κομπάρσος», η Πόπι, που τη συναντά με παράδοξο τρόπο στο αεροπλάνο, και ασκεί κι αυτή εξεζητημένο επάγγελμα, δηλώνει «ασκούμενη αρωγός μοιχειών»! (έχω πτυχίο ιστορίας από την Οξφόρδη, ξέρεις. Και ξέρεις τι δουλειές έχω κάνει από τότε που το πήρα; Τις πιο σκατένιες σκατοδουλειές του κόσμου/έχω βαρεθεί ν’ ακούω για τη γενιά μου που δεν έχει αξίες. Και πόσο υλιστές είμαστε, και πως δεν καταλαβαίνουμε τίποτα από πολιτική. Μπορεί να είμαστε τα παιδιά της κυρίας Θάτσερ, κατά τη γνώμη σας, εσείς όμως ήσασταν εκείνοι που την ψηφίζατε ξανά και ξανά, εσείς μας μεγαλώσατε έτσι ώστε να γίνουμε καταναλωτικά ζόμπι).
Οικογενειακοί φίλοι που τους συναντά στο ταξίδι, παρεκκλίνοντας από τον προορισμό του, είναι και οι γονείς της Άλισον, παιδικής αγαπημένης φίλης. Συναντά την κόρη του, τη Λούση, συναντά την Άλισον. Απίστευτες συγκυρίες οδηγούν τον Μαξ στο να διαβάσει γραπτή εργασία της Άλισον για το πανεπιστήμιο, με τον τίτλο «Παραβίαση της ιδιωτικής ζωής», όπου πάλι πρωταγωνιστεί η οικογένεια Σιμ (κι εδώ εκζήτηση!). Το νήμα της υπόθεσης τον οδηγεί στον πατέρα και τις σεξουαλικές του αποκλίσεις. Τέλος, μέσα από ένα αυτοβιογραφικό κείμενο του πατέρα του, που έχει να τον δει χρόνια, μαθαίνει για τη σεξουαλική του ζωή (ομοφυλόφιλος), για την συγκυρία που τον οδήγησε να παντρευτεί και να κάνει τον Μαξ… (κι αυτό το σημείο του «σεναρίου, παρατραβηγμένο»).
Δεν ξέρω αν σκόπιμα ο Κόου φόρτωσε το βιβλίο συμπτώσεις, εγκιβωτισμούς, διαψεύσεις, απρόοπτα. Το γκροτέσκο ύφος του είναι γνωστό (σε απογείωση στο «Τι ωραίο πλιάτσικο!), κι όπως είπα παραπάνω, είναι σαν ένα ακραίο παιχνίδι της φαντασίας με σκηνικά σύγχρονα. Το ύφος όμως πάντα είναι ελκυστικό και έξυπνο, και «σώζει» τις αδυναμίες που παρουσιάζει η πλοκή αν θέλει κανείς να τη δει ρεαλιστικά. Οι αναφορές στην πολιτική και οικονομική επικαιρότητα (Θάτσερ, Μπλερ, «Λογικό Ομόλογο» κλπ.) ή σε σύγχρονα «φετίχ» (π.χ. κάθισα βαρύς στον χρώματος μολυβί καναπέ του ΙΚΕΑ) δίνουν έναν αέρα χρονογραφήματος , και διασκεδάζουν τον αναγνώστη χωρίς όμως να προχωρούν σε βάθος.
Χριστίνα Παπαγγελή