Σάββατο, Ιανουαρίου 29, 2011

Το κορίτσι με τα πορτοκάλια, Jostein Gaarder

Προσπάθησα πολλές φορές να μεταφερθώ νοερά μερικά χρόνια αργότερα, αλλά ποτέ δεν κατάφερα να έχω, έστω και στο περίπου μια εικόνα για σένα και τον τόπο όπου ζεις τώρα. Ξέρω μόνο ποιος είσαι. Τίποτα περισσότερο. Δεν ξέρω καν πόσων χρονών είσαι. Ίσως να είσαι δώδεκα, ίσως δεκατέσσερα, κι εγώ, ο πατέρας σου, είμαι χρόνια εκτός χρόνου.
(…)
Αφότου γεννήθηκες, ανυπομονώ να σου διηγηθώ την ιστορία του κοριτσιού με τα πορτοκάλια. Σήμερα - δηλαδή τώρα που σου γράφω- είσαι ακόμα πολύ μικρός για να την καταλάβεις. Γι’ αυτό θα στην αφήσω σα μια μικρή κληρονομιά. Θα βρίσκεται κάπου περιμένοντας μιαν άλλη μέρα της ζωής σου.
Αυτή η άλλη μέρα είναι σήμερα.


Πρόκειται για ένα «γράμμα για το μέλλον», γραμμένο από τον ετοιμοθάνατο πατέρα τού πρωταγωνιστή, όταν αυτός ήταν τεσσάρων περίπου χρονών. Ένα γράμμα που έμεινε κρυμμένο στην πλάτη ενός παλιού παιδικού αυτοκινήτου (ο πατέρας ζήτησε σαν τελευταία επιθυμία να μην το πετάξουν αλλά να το κρατήσει ο γιος). Προορισμένο για να διαβαστεί από τον έφηβο πια Γκέοργκ, όταν θα ήταν σε θέση να καταλαβαίνει και να συνειδητοποιεί όσα αισθάνεται. Γραμμένο από τον πατέρα του, με άξονα την επιτακτική ανάγκη να τεθεί ένα πολύ σημαντικό ερώτημα .

Πέρα από την πρωτοτυπία του ευρήματος και τη συγκινησιακή φόρτιση που από τη φύση κρύβει η σχέση πατέρα-γιου και μάλιστα μετά από την αναντικατάστατη απώλεια, είναι συγκλονιστική η απλότητα και η αμεσότητα του γράμματος αυτού. Μιλά σε χρόνο ενεστώτα, αναφέρεται στο ανεξιχνίαστο παρόν του Γκέοργκ, ψηλαφεί την καθημερινότητά του. Αρχίζει:
-Κάθεσαι καλά, Γκέοργκ; Καλύτερα να καθίσεις, γιατί σκοπεύω να σου διηγηθώ μια ιστορία για γερά νεύρα. Ίσως να βολεύτηκες ήδη στον κίτρινο δερμάτινο καναπέ. Αν δεν τον αντικαταστήσατε βέβαια με κάποιον καινούριο, πού να ξέρω. Μπορώ όμως να φανταστώ ότι κάθεσαι στην κουνιστή πολυθρόνα που τόσο αγαπούσες. Ή μήπως είσαι έξω στη βεράντα; Δεν ξέρω αν είναι φθινόπωρο ή χειμώνας, άνοιξη ή καλοκαίρι. Δεν ξέρω αν ζείτε ακόμα στο Χουμλεβάι.
Τι ξέρω; Δεν ξέρω τίποτα.

Έτσι, διαβάζουμε το γράμμα αποσπασματικά, ακολουθώντας τους ρυθμούς του Γκέοργκ, και συμμετέχοντας στις εντυπώσεις που του προκαλούν οι αφηγήσεις του πατέρα του: άλλοτε περιέργεια, άλλοτε συγκίνηση (δεν ήταν γλυκά τα δάκρυα, αν υπάρχουν τέτοια∙ ήταν πικρά, πετρωμένα, δάκρυα που δεν κυλούσαν), καμιά φορά και θυμός (δεν είναι δα τόσο φοβερό να μεγαλώνεις χωρίς πατέρα. Αλλά είναι πράγματι τρομακτικό να σου μιλάει ο πατέρας σου από τον τάφο). Νιώθει να τρέχει στην πλάτη του κρύος ιδρώτας όταν το γράμμα τον ρωτά “τι απέγινε ο κομήτης Χαμπλ, αν κατάφεραν οι αστρονόμοι να μάθουν περισσότερα για τη δομή του σύμπαντος”, γιατί λίγες μέρες πριν παρέδωσε μια σχολική εργασία με το ίδιο θέμα και πήρε πολύ επαινετικά σχόλια.

Τέλος, ξεκινά η ιστορία για το κορίτσι με τα πορτοκάλια. Μια ιστορία πάθους, τρέλας, ποίησης και μυστηρίου. Συναρπαστική, τρυφερή, συναισθηματική, παραμυθένια. Αργεί ο Γκέοργκ, και μαζί του κι εμείς, να καταλάβει ότι πρόκειται για τη μητέρα του. Η παραδοξότητα της ιστορίας γειώνεται στην πραγματικότητα. Το παραμύθι είχε κανόνες που παραβιάστηκαν, έχει ολοφάνερα λυπηρό τέλος. Όμως δεν έχει πια σημασία. Μέσα στην αφήγηση, που έχει σχεδόν ημερολογιακού χαρακτήρα εσωτερικό μονόλογο, ο τραγικός πατέρας εκμυστηρεύεται όλους τους φόβους και τις αγωνίες του επικείμενου θανάτου σα να μιλά στον ίδιο του τον εαυτό, ανοιχτά και με ειλικρίνεια.

Ίσως σου φαίνεται παράξενο που γράφω τόσο ανάλαφρα γι΄αυτό που συνέβη εκείνο το απόγευμα, πριν από τόσα χρόνια. Αλλά στη θύμησή μου έχει καταγραφεί σαν εύθυμο επεισόδιο, σχεδόν σαν ταινία βωβού κινηματογράφου, κι επιθυμώ να τη βιώσεις κι εσύ με τον ίδιο τρόπο. Αυτό δε σημαίνει ότι νιώθω ιδιαίτερα χαρούμενος, τώρα που τα γράφω αυτά. Γεγονός είναι ότι βρίσκομαι σε απόγνωση ή, για να πω την αλήθεια, είμαι μάλλον απαρηγόρητος. Δε θέλω να το κρύψω, αλλά εσύ μη σκοτίζεσαι γι’ αυτό.
Και:
Έγραψα ότι το γέλιο είναι ό, τι πιο μεταδοτικό ξέρω. Αλλά και η θλίψη μπορεί να είναι μεταδοτική. Με το φόβο είναι αλλιώς. Δε μεταδίδεται τόσο εύκολα όσο η χαρά και η θλίψη, και καλώς είναι έτσι. Στο φόβο είμαστε σχεδόν μόνοι.
Φοβάμαι, Γκέοργκ. Φοβάμαι ότι αυτός ο κόσμος με αποβάλλει. Φοβάμαι βράδια σαν κι αυτό, που δε μπορώ να τα ζήσω
.
…και
Μη μου πεις ότι ο κόσμος δεν είναι παραμύθι.

Καταλαβαίνεις, Γκέοργκ, τι προσπαθώ να εκφράσω εδώ; κανείς δεν αποχωρίστηκε με δάκρυα την ευκλείδια γεωμετρία ή το διαδίκτυο ή την προπαίδεια. Όμως εδώ αποχωριζόμαστε ένα κόσμο, αποχωριζόμαστε τη ζωή, το παραμύθι και την περιπέτεια. Και μαζί μ’ αυτά πρέπει να αποχωριστούμε ένα μικρό αριθμό επιλεγμένων ατόμων που αγαπάμε αληθινά.

Ο χρόνος, Γκέοργκ, τι είναι ο χρόνος;

Όμως, δεν είναι αυτό το ερώτημα, το σκληρό ερώτημα στο οποίο καλείται ο Γκέοργκ να απαντήσει. Είναι ένα ερώτημα θεμελιακό κι αρχέγονο, που διατυπώνεται από έναν πατέρα ξάγρυπνο από την αρρώστια, σ’ ένα τετράχρονο αγόρι που τον βρίσκει και κρατιούνται αγκαλιά στη βεράντα, μια νύχτα γεμάτη αστέρια. Είναι η μαγική η νύχτα που ο πατέρας αποφασίζει να γράψει αυτό το γράμμα (συγκεκριμένα τη στιγμή που έβαλα ξαφνικά τα κλάματα. Όχι μόνο επειδή έπρεπε σύντομα να σας αφήσω. Έκλαιγα επειδή ήσουν τόσο μικρός. Έκλαιγα επειδή οι δυο μας δεν μπορούσαμε να κάνουμε μια κανονική συζήτηση).

Πάντως δε με διέκοψες ούτε αποκοιμήθηκες. Έδειχνες να καταλαβαίνεις ότι δεν έπρεπε να μ΄αφήσεις μόνο αυτή τη νύχτα.
(…)
Συνέχισα να σου μιλάω, αν και ήξερα ότι δε μπορούσες πλέον να καταλάβεις όλα αυτά που σου έλεγα.
Ύστερα, Γκέοργκ, σου έθεσα ένα ερώτημα, το ίδιο ερώτημα που θέλω να σου θέσω τώρα που επιτέλους είσαι σε θέση να
καταλάβεις.
Σε ρωτάω άλλη μια φορά. Τι θα αποφάσιζες αν είχες την επιλογή; Θ’ αποφάσιζες να ζήσεις μια σύντομη ζωή εδώ στη γη για να σε πάρουν ύστερα από λίγα χρόνια χωρίς δικαίωμα επιστροφής; ή θα ΄λεγες “όχι, ευχαριστώ’’;

Αν αποφασίσεις να ζήσεις, τότε αποφασίζεις και να πεθάνεις.

Αλλά θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα το σκεφτείς καλά πριν απαντήσεις.

Γιατί, όπως αναφέρει παρακάτω:
Αν εσύ απαντήσεις ότι παρόλ’ αυτά θα αποφάσιζες να ζήσεις, έστω και για μια σύντομη στιγμή, τότε εγώ δε θα μπορούσα να εύχομαι να μην είχα γεννηθεί ποτέ.

Δεν μπορώ να μην αναφερθώ και στο βιβλίο του Γ. Ευσταθιάδη, Γραμμένα φιλιά, που ήταν στο πίσω μέρος του μυαλού μου καθώς διάβαζα το βιβλίο του Γκάαρντερ. Κι αυτό γιατί η αρχετυπική σχέση πατέρα- γιου γύρω από το θέμα του θανάτου θίγεται με πολύ διαφορετικό, σχεδόν ανεστραμμένο τρόπο, αλλά με ανάλογη ιερότητα.


Χριστίνα Παπαγγελή

Τετάρτη, Ιανουαρίου 05, 2011

Όψεις της γλώσσας, Α. Φ. Χριστίδη

Η γλώσσα και η σκέψη
πρέπει να προσεγγίζονται με τον ίδιο τρόπο
που ο ηθοποιός προσεγγίζει τον ρόλο του:
δεν αρκεί να μάθει «τα λόγια»,
πρέπει να μάθει και τα κίνητρα που τα γεννούν,
τις συγκινήσεις που τα διαποτίζουν.

Είναι από τα λίγα επιστημονικά/θεωρητικά βιβλία, για το οποίο δε μπορώ παρά να μιλήσω πολύ προσωπικά. Κι αυτό, γιατί μου έδωσε απαντήσεις για την προσωπική μου σχέση με τη γλώσσα και τη λογοτεχνία∙ η ανάγνωσή του ήταν κάτι σαν αποκάλυψη. Διαβάζοντάς το δηλαδή, ήταν σα ν’ ακούω τη μετάφραση σκοτεινών ερωτημάτων που βασάνιζαν aσυνείδητα το νου μου και να βλέπω, σαν σε σινεμά, όχι μόνο τα ερωτήματα διατυπωμένα ξεκάθαρα, αλλά και τις… απαντήσεις τους.
Πρόκειται για ένα σύνολο κειμένων του Α. Χριστίδη σχετικά με τις διαφορετικές όψεις της γλώσσας όπως αυτή διαμορφώνεται για να εκφράσει όχι μόνο την ανθρώπινη σκέψη/νόηση (1), αλλά οριακές καταστάσεις της ανθρώπινης πράξης . Ο συγγραφέας ξεκινά από την υπέρβαση της αντίληψης που δίνει προτεραιότητα στον «αναλυτικό»/«ψηφιακό»/προτασιακό λόγο (όπως εκφράστηκε αρχικά από τον Καρτέσιο που μίλησε για σαφήνεια και διακριτότητα στο λόγο, και στη συνέχεια από τον Saussure, Chomsky, Husserl στα νεότερα χρόνια). Μελετώντας τις οριακές χρήσεις της γλώσσας (μαγικό/προφητικό/ποιητικό λόγο), μελετώντας τη δεικτική σημασία των λέξεων στα πρώιμα στάδια της ανάπτυξης του παιδιού (και όχι μόνο), ή την ανάλογη σημασία του γέλιου, της μεταφοράς (ως κυρίαρχου σχήματος λόγου), αναφερόμενος ακόμα και στη γλώσσα της μουσικής, ο Χριστίδης δείχνει ότι οι σημασίες της γλώσσας δεν είναι αυθαίρετες, αλλά προσδιορίζονται ιστορικά και ψυχολογικά, και δε μπορούν να γίνουν κατανοητές αν δεν ληφθεί υπόψη ο άνθρωπος και η ιστορία με τρόπο ολιστικό (το όλο συγκροτείται από τα μέρη του και το συγκροτεί- χρειαζόμαστε την ολότητα της ομιλίας για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τα μέρη, τις λέξεις).

«Αναλογική» και «ψηφιακή» αντίληψη για τη γλώσσα

Όπως γράφει και ο ίδιος ο συγγραφέας, ο Saussure σηματοδοτεί το πέρασμα από την αναλογική αντίληψη για τη γλώσσα (μονοσήμαντη απεικόνιση της πραγματικότητας, δηλαδή η γλώσσα νοείται «φύσει», ως αντίγραφο/καθρέφτης της πραγματικότητας- άποψη Αριστοτέλη) στην ψηφιακή (η «αυθαιρεσία του γλωσσικού σημείου βασίζεται στη βαθιά αμφισβήτηση ότι τα πράγματα υπάρχουν «φύσει» στη γλώσσα). Σύμφωνα με την αντίληψη του πατέρα της γλωσσολογίας (Saussure), οι φωνητικές αλλαγές μπορούν να λειτουργούν «τυφλά», ανεξάρτητα από το νόημα. Η φύση της γλώσσας και της νόησης είναι αυθαίρετη, ψηφιακή, αναλυτική. Η ορθολογιστική, καρτεσιανής προέλευσης γλωσσολογία, υποστηρίζει ότι κεντρική γλωσσική δομή είναι η πρόταση με τις κατηγοριακές οριοθετήσεις της (μέρη του λόγου).
Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, όμως, το φαινόμενο της γλώσσας εξαντλείται στην αναλυτική, ψηφιακή του διάσταση και αγνοείται η ολιστική του διάσταση. Η ορθολογιστική παράδοση δηλαδή, φαίνεται να αγνοεί την υποκειμενικότητα, μια υποκειμενικότητα που υπάρχει γιατί «τρέφεται» από το αδιαχώριστο μείγμα του ψηφιακού και του αναλογικού, της αναλυτικής νόησης και της πυκνής συγκίνησης.
Σύγχρονος με τον Saussure είναι ο φιλόσοφος –πραγματιστής (2) Charles Sanders Peirce, που συμπληρώνει αυτή την «αναλυτική/ψηφιακή» αντίληψη, θεωρώντας ότι δεν είναι επαρκής για να ερμηνεύσει την πολυπλοκότητα της γλώσσας. Εισηγείται την τριπλή σύσταση του γλωσσικού σημείου: το γλωσσικό σημείο είναι μείγμα δεικτικών, εικονικών (αναλογικών) και συμβολικών (ψηφιακών) συστατικών. Δηλαδή κάθε γλωσσικό σημείο είναι α) δείκτης, ορίζεται δηλαδή από τη συμμετοχή του υποκειμένου στο αντικείμενο∙ η λέξη αναφέρεται στο εδώ και τώρα (π.χ. το δεικτικό «να»), στην εμπειρία, εκπροσωπεί την Πράξη (π.χ. γαύγισμα σκύλου) β) εικόνα (ενυπάρχει το στοιχείο της ομοιότητας) και τέλος γ) είναι σύμβολο, δηλαδή περιλαμβάνει την «αποστασιοποιημένη», συμβολική βίωση της εμπειρίας. Σύμφωνα με τον Peirce, η σκέψη είναι ένα υφαντό από σημεία, η ζωή μας είναι ζωή σημείων, αλλά όχι ένα «καθαρό» ψηφιακό σημείο, όπως θα ήθελαν οι Descartes, Frege, Saussure, Chomsky. Είναι ένα σημείο «μολυσμένο» από τον δείκτη – τον δείκτη που εκπροσωπεί την Πράξη, την ενεργητική βίωση της εμπειρίας. Η τριπλή αυτή σύσταση του γλωσσικού σημείου αντανακλά την τριπλή σχέση του ανθρώπου με την πραγματικότητα.
Έτσι, σύμφωνα με τη σημειωτική φαινομενολογία του Peirce, το γλωσσικό σημείο είναι μείγμα ψηφιακών συστατικών και συστατικών αναλογικής καταγωγής (η εικόνα και ο δείκτης). Η γλωσσική μορφή παύει να εμφανίζεται ως απόλυτα ελεύθερη, αυτοκαθοριζόμενη, αυθαίρετη. Η χαμένη διαλεκτική του σαφούς και του σκοτεινού, του ψηφιακού και του αναλογικού βρίσκει ξανά τη θέση της.
Η κοινωνικοοικονομική προσέγγιση του Μαρξ και η θεωρία του ασυνείδητου του Φρόυντ, ήδη διαδεδομένες από τον 19ο αι., προσθέτουν άλλες διαστάσεις (με κοινωνικοϊστορικό ή ψυχαναλυτικό προσανατολισμό) στη γλωσσολογική προσέγγιση την οποία επιχειρούν τον 20αι. ο Vygotsky, Bakhtin, Luria, οι εκπρόσωποι της Σχολής της Φραγκφούρτης, o Bruner, o Bourdieu, κ.α. Τέλος, φιλόσοφοι όπως ο Kierkergaard, Nietzsche, Schopenhauer υπερασπίζονται τον «εμπαθή νου».

Η λέξη είναι η κατάληξη που «στέφει» την πράξη

O Vygotsky υιοθετεί το Εν αρχή ην η πράξις του Goethe, αλλά δίνοντας έμφαση στο «εν αρχή»: Ε ν α ρ χ η ην η πράξις. Η ενότητα μεταξύ ψηφιακού λόγου και αναλογικού πράγματος μπορεί να εξηγηθεί μ’ έναν όρο, με την πράξη. Η συνάντηση της δεικτικής διάστασης της γλώσσας με τη συμβολική αφαίρεση και γενίκευση γίνεται κάτω από την κοινωνική αλληλεπίδραση και πρακτική. Έτσι, μπορούμε να μιλάμε για διαπλοκή λόγου και πράγματος, λόγου και πράξης. Σύμφωνα με την αναπτυξιακή ψυχολογία και του Piaget, ο Λόγος είναι δεμένος με την Πράξη και η σκέψη είναι εσωτερικευμένη πράξη που μορφοποιείται μέσω της αφομοίωσης, της εναρμόνισης και της προσαρμογής. Η λέξη, λοιπόν, είναι η κατάληξη που ενσωματώνει τη βιωμένη στο χρόνο εμπειρία. Η διαπλοκή του προτασιακού και του μη προτασιακού, του ψηφιακού και του αναλογικού διαμορφώνει την ενσώματη λογικότητα, ως μεσολαβημένη από την ενέργεια, την πράξη, την κοινωνική πράξη. Γιατί,
η ανθρώπινη λογικότητα είναι ενσώματη, όπως γράφει και ο Johnson συμφωνώντας με τα παραπάνω.

Η σκέψη, αντίθετα από την ομιλία, δεν αποτελείται από διακεκριμένες μονάδες. Όταν θέλω να κοινοποιήσω τη σκέψη ότι σήμερα είδα ένα ξυπόλυτο παιδί με μπλε πουκάμισο να τρέχει στο δρόμο, δεν βλέπω κάθε αντικείμενο ξεχωριστά. Τα συλλαμβάνω αυτά ως μια ενιαία σκέψη. Στον λόγο όμως η ενιαία αυτή σκέψη διασπάται σε ξέχωρες λέξεις.
Η λέξη δεν είναι απλά ένα σύμβολο για μια έννοια, αλλά μάλλον μια παράσταση, μια εικόνα, ένα νοητικό ιχνογράφημα μιας έννοιας, ένας μικρός μύθος γύρω από την έννοια, ένα μικρό έργο τέχνης θα μπορούσε να πει κανείς.

Vygotsky, Thought and Language

Δηλαδή η γλώσσα, η λέξη, γεννιέται μέσα από την αλληλεπίδραση ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο, και είναι ένα μείγμα αισθήματος και παράστασης, αντικειμενικού και υποκειμενικού. Οι λέξεις, π.χ. φωτεινό και μαύρο στις φράσεις «φωτεινό μυαλό» ή «μαύρες σκέψεις», περιέχουν και συγκίνηση, αίσθημα, που προσδιορίζονται υποκειμενικά και ιστορικά. Η συγκρότηση του νοήματος από αίσθημα και παράσταση, από «θέρμη» και «φως» εξηγεί –ιστορικά- και τον λόγο ύπαρξής του- τον λόγο ύπαρξης της γλώσσας.
Οι λέξεις, πέρα από τις ρητές τους σημασίες, εμπεριέχουν και «συνεπαγωγικές» σημασίες, «υπονοήματα».

Η λέξη είναι ο φόνος του πράγματος
(Hegel)

Η άμεση αισθητηριακή βίωση της εμπειρίας –στο άγλωσσο ζώο ή στο άγλωσσο βρέφος- είναι άμεση, αδιαμεσολάβητη, ενώ με τη γενίκευση και την αφαίρεση της συμβολικής γλώσσας «πεθαίνει», παραχωρώντας την πραγματική (εδώ και τώρα) υπόστασή του στην έννοια. Η νοσταλγία της χαμένης («αδιαμεσολάβητης») αισθητηριακής εμπειρίας είναι μια «πρωτεϊκή» ανάγκη. Η ποίηση π.χ. είναι μια προσπάθεια να απεικονιστούν, να ζωντανέψουν, εκείνα τα πράγματα ή εκείνο το πράγμα, που προσπαθούν θολά και σκοτεινά να εκφράσουν τα δάκρυα οι κραυγές, τα φιλιά, οι αναστεναγμοί κλπ (Valery). Γιατί ο προτασιακός λόγος αναζητά τον πρωτογενή συγκινησιακό λόγο.
Ο λόγος, η σκέψη, οι λέξεις διαιρούν, ενώ η τέχνη προσεγγίζει το «αδιάσπαστο σύνολο». Πίσω από την πολυσημία των λέξεων ή από τις λέξεις που «στεγάζουν» αντίθετες σημασίες υπάρχει μια βαθύτερη ενότητα, «το αρχέγονο νεφέλωμα, ο πλήρης μύθος που υπαινίσσονται τα σπαράγματά του» (π.χ. τολμώ σήμαινε αποτολμώ αλλά και υπομένω, σώνω σημαίνει διατηρώ αλλά και τελειώνω). Η καταγωγή των λέξεων αυτών φανερώνει την έλλειψη ορίων μεταξύ τους, την αλληλοδιείσδυσή τους, την καταγωγή τους από ένα ενιαίο «αρχέγονο σύννεφο». Οι λέξεις τεμαχίζουν την αδιαφοροποίητη σύνθεση που αντλεί ο νους από την εμπειρία. Έτσι, καταφεύγουμε στη βασική αρχή της διαλεκτικής που βρίσκει στην αντίθεση την πηγή της κάθε γνώσης, αποκάλυψης ή πραγματικότητας. «Για να γίνει κάθε πράγμα ό, τι πραγματικά είναι, πρέπει να γίνει ό, τι δεν είναι», λέει ο Hegel.
Kαι η διαλεκτική, μας θυμίζει ο Nietzsche , η μάνα της λογικής, γεννήθηκε από τη ρητορική, που με τη σειρά της είναι παιδί του μύθου και της ποίησης, των δυο κατεξοχήν χώρων που αποτολμούν ένα ταξίδι «από έναν κόσμο γεμάτο νοήματα στην τελική εξάρθρωση των νοημάτων» (Bataille), το ταξίδι από τη μοναχική σταγόνα πίσω στο σύννεφο που τη γέννησε.

Πώς αναδύεται το μέρος από το όλον, η σταγόνα από το σύννεφο;

Η σκέψη μοιάζει μ’ ένα σύννεφo που βρέχει λέξεις
. (Vygotsky)
Οι λέξεις δεν είναι αυτό που μοιάζουν να είναι , «αυτόνομες σταγόνες». Η αυτόνομη λέξη είναι άγνωστη στους πρωτόγονους λαούς όπως και στα μικρά παιδιά. Αντίθετα, είναι εξαρτημένες από το «όλον». Η λέξη εμπερικλείει γενίκευση, ο κόσμος της εμπειρίας απλουστεύεται πολύ για να μπορέσει να μεταφραστεί σε σύμβολο. Αυτή η γενίκευση μάς αποστασιοποιεί από την πραγματικότητα της εμπειρίας.
Το είναι γεννιέται, υποστηρίζει ο Heidegger, όταν συντρίβεται η λέξη, όταν η ένηχη λέξη επιστρέφει στη σιωπή, απ’ όπου και παραχωρήθηκε.
Οι πολλαπλές σημασίες των λέξεων μάς δίνουν υπαινικτικά στοιχεία για την αρχέγονη, άρρητη μήτρα από την οποία διασπάστηκαν. Ωστόσο, η διαμεσολαβημένη σχέση της νόησης με τον κόσμο κάνει το «ταξίδι προς το αρχέγονο σύννεφο» χωρίς τέλος. Όπως είναι μάταιο να ξεφλουδίζουμε ένα κρεμμύδι για να βρούμε το πραγματικό κρεμμύδι, η «επιστροφή στον χαμένο παράδεισο της αδιαμεσολάβητης βίωσης της εμπειρίας» μπορεί να οδηγήσει σε τόπους όπου η μνήμη του πρωταρχικού βιώματος είναι εντονότερη, αλλά, όπως δεν υπάρχουν καθαρά σύμβολα, «αμόλυντα» από τη δείξη και την εικόνα, έτσι δεν υπάρχουν και καθαροί δείκτες ή καθαρές εικόνες αμόλυντες από τη συμβολική διάσταση της σήμανσης. Γιατί, όπως λέει ο Peirce, η ψηφιακή καθαρότητα του σημείου είναι μια «διαστροφική πλάνη».
Εφόσον «η σκέψη είναι ένα υφαντό από σημεία» και «η ζωή μας είναι ζωή σημείων», (Peirce) για να ερμηνευτεί κάθε σημείο απαιτείται η ερμηνεία μιας αλυσίδας άλλων σημείων. Έτσι το γλωσσικό σημείο παραμένει τελεσίδικα και αναγκαστικά ασαφές, γιατί η πραγματικότητα δεν παύει ποτέ να μεταφράζεται . Η σχέση μέρους και όλου απαιτεί μια συνολική κατανόηση, μια «ψηλάφηση» και στο αρχαϊκό/βιολογικό της βάθος (στη «θέρμη», στη ζωική της υπόσταση) και στο ιστορικό/κοινωνικό της ύψος (το άλμα με το οποίο υπερβαίνει αυτήν την προϊστορία). Κι αυτή η σχέση (μέρους και όλου) αναπροσδιορίζεται συνεχώς (3).


μαγικός λόγος/προφητικός λόγος/ποιητικός λόγος

Η έντονη συγκίνηση, η επιθυμία κινείται στα όρια της γλώσσας. Η συγγένεια προφητείας και ποίησης έχει εντοπιστεί από την εποχή του Πλάτωνα. Μελετώντας τις οριακές της χρήσεις, όχι μόνο στο μαγικό, προφητικό ή ποιητικό λόγο αλλά και στα ολοφραστικά μορφώματα των παιδιών, προσεγγίζουμε τη δεικτική διάσταση της γλώσσας. Σε όλες τις περιπτώσεις επιχειρείται η προσέγγιση στο θολό, σημασιακά απροσδιόριστο, διάχυτο συγκινησιακό υπόστρωμα της οριοθετημένης προτασιακής γλώσσας. Ο προτασιακός λόγος διαλύεται και επικρατεί η διάχυτη «πρωτογενής» βιωματική σημασία.


Άρρητα ρήματα, ασύνετος λαλιά, αλάλητοι στεναγμοί κλπ.
Η μαγική χρήση της γλώσσας δεν είναι περιθωριακή, όπως νομίζουμε, αλλά οριακή (τα όρια ορίζουν). Ο μαγικός λόγος επιχειρεί να συντρίψει την πρόταση, τον κύριο ένοχο του «φόνου του πράγματος». Στα μαγικά κείμενα συνυπάρχει το κατανοητό με το ακατανόητο, ο δομημένος, λόγος με τον άναρθρο. Στην κατάρα π.χ., η λέξη και η πράξη αποτελούν αξεχώριστη οντότητα.
Χαρακτηριστικό του μαγικού λόγου είναι η μετρική και η μελοποιία. Η κυριαρχία της ρυθμικής, υπνωτικής επανάληψης συλλαβών χωρίς «σημασία» δίνουν στο μαγικό λόγο τον συγκινησιακό, επιφωνηματικό -δεικτικό- χαρακτήρα του. Κεντρική θέση στο μαγικό λόγο έχει το «όνομα», που μοιάζει να είναι από τις αρχαιότερες γλωσσικές δομές (φαίνεται αυτό και από τη σημασία του στη διαδικασία κατάκτησης της γλώσσας από το μικρό παιδί).

Αλλά και όσο αφορά τους χρησμούς, ο έμμετρος λόγος τους είναι τραγούδι, ρυθμός, μουσική. Είναι δηλαδή συγκινησιακός, δεικτικός. Η μουσική γλώσσα σημαίνει «ολιστικά», με τον βιωματικό τρόπο της δεικτικής σήμανσης.

Η ποίηση είναι ανάπτυξη ενός επιφωνήματος (Valery)

Συγγενική της μουσικής τείνει να γίνει τις περισσότερες φορές και η γλώσσα της ποίησης. Ο ήχος πρέπει να μοιάζει σαν ηχώ του νοήματος, λέει ο Pope, που μελέτησε τις ιδιαιτερότητες του ποιητικού λόγου. Όπως γράφει κι ο Valery (βλ. απόσπασμα παραπάνω), στην ποίηση γίνεται προσπάθεια να αποδοθούν τα θολά συναισθήματα που κινούν τα δάκρυα, τις κραυγές κλπ.
Ο ρυθμός, το μέτρο, ο φωνητικός συμβολισμός, οι παρηχήσεις κι οι παρονομασίες, η μεταφορά και η συνακόλουθη πολυσημαντότητα και διάχυση, όλες αυτές οι όψεις του ποιητικού λόγου προσπαθούν να προσεγγίσουν αυτή τη χαμένη αρχέγονη, θολή σημασιακά, συγκινησιακή αφετηρία του λόγου, όπου ο ήχος σημαίνει άμεσα, βιωματικά, «δείχνει» (Loewald). Ο ήχος και η εμπειρία αποτελούν μια αξεδιάλυτη ενότητα. Η βιωματική σήμανση, όσο πιο πυκνή είναι (στην περίπτωση της μουσικής ή της ποίησης έχουμε μεγάλη «πυκνότητα»), τόσο πιο άμεση είναι η «ανάμνηση» αυτής της αξεδιάλυτης ενότητας.
Βασικό εργαλείο είναι η μεταφορά, η πυκνή αυτή μορφή σημείωσης, που δε χρησιμοποιείται μόνο στην ποίηση, αλλά είναι και κυρίαρχο σχήμα λόγου στην καθημερινή ομιλία. Η μεταφορά αναδεικνύει το συγκινησιακό, βιωματικό περιεχόμενο της λέξης που είναι αφανές στην κυριολεκτική χρήση. Η πυκνότητα της μεταφοράς δεν είναι διαφορετική από την «πυκνότητα» που χαρακτηρίζει όλα τα δεικτικά στοιχεία της γλώσσας.


Η «δείξη», η αρχαιότερη μορφή επαφής με τον κόσμο

Στη γλώσσα των νηπίων οι λέξεις/εκφωνήματα (ah, eh, ha, a) παίζουν το ρόλο «δείκτη». Για να γίνει σαφές το περιεχόμενο των ολιστικών αυτών μορφωμάτων, είναι απολύτως αναγκαίο το συγκεκριμένο πλαίσιο. Το παιδί δηλαδή, χρησιμοποιεί τη δεικτική χειρονομία, πολλές φορές μαζί με το εκφώνημα ή το όνομα για να διακηρύξει ότι συνειδητοποιεί τη διάκριση ανάμεσα στο ίδιο και σε κάποιο στοιχείο της πραγματικότητας. Πολλές φορές αυτό έχει ως αφετηρία την ανάγκη να σηματοδοτήσει την επιθυμία του (η ιδέα γεννιέται από την επιθυμία). Το εκφώνημα αυτό, άλλοτε επιφώνημα, άλλοτε «ολοφραστικό μόρφωμα» είναι ένας «δείκτης» που συνδέεται μ’ αυτό που δείχνει αιτιολογημένα, κι όχι αναιτιολόγητα (όπως η λέξη της δομημένης προτασιακής γλώσσας).
Μια τέτοια λέξη είναι π.χ. το «να!», λέξη που δε συνδέεται μόνο με τα πρώτα βήματα των νηπίων. Η λέξη «να» συνδέεται με τη δεικτική χειρονομία και το αντικείμενο που δείχνει, γι’ αυτό και δε μπορεί να ενταχθεί στο τυπικό συντακτικό και στην τυπική γραμματική.
Στη γλώσσα των νηπίων, δεικτικές είναι και οι λέξεις που εκφράζουν «ονόματα», οι αρχαιότερες γλωσσικές δομές. Τα ολοφραστικά αυτά μορφώματα δεν είναι ούτε λέξεις ούτε προτάσεις αλλά πρωτεϊκές, ολιστικές δομές από τη μορφοποίηση των οποίων θα προκύψει, κατά το δεύτερο έτος της ηλικίας η αναλυτική, προτασιακή γλώσσα. Οι λέξεις και τα ονόματα είναι προσκολλημένα στην πραγματικότητα, όπως και οι φωνές των ζώων.
Αν η δείξη είναι ο αρχέγονος, πρωτεϊκός τρόπος σήμανσης, ο τρόπος αυτός δεν είναι άλλος από τον τρόπο της επιθυμίας, της κίνησης προς τον άλλον, της συγκίνησης.

Η κίνηση επιστροφής προς την αρχέγονη, βιωματική, συγκινησιακή σήμανση

Ο πρώτος και πρωταρχικός τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνεται η εμπειρία είναι ο αισθητηριακός, που είναι βέβαια πάντα ολιστικός. Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεώρηση, η πρώτη βασική σχέση του ανθρώπου είναι η σχέση με τη μάνα και χαρακτηρίζεται από την ταύτιση- την επιθυμία ταύτισης. Είναι ο αρχέγονος, συγχωνευτικός παράδεισος. Η πατρική παρουσία έρχεται να διαταράξει τη βιωματική αυτή αμεσότητα της δυαδικής σχέσης. Η ρήξη με την άμεση, αδιαμεσολάβητη βίωση της εμπειρίας σηματοδοτείται από την αποδοχή του ρόλου του πατέρα και τις απαγορεύσεις που αυτό συνεπάγεται. Η πατρική λειτουργία σηματοδοτεί την απομάκρυνση ή, μάλλον, τον αποχωρισμό από τη φυσική βίωση της εμπειρίας. Είναι η ηλικία κατά την οποία γεννιέται το ασυνείδητο ως τρόπος του ανθρώπινου ψυχισμού, και παράλληλα αρχίζει η κατάκτηση του προτασιακού λόγου.
Η γλώσσα της μαγείας, της προφητείας, της ποίησης, των νηπίων, το γέλιο, η μουσική είναι ενδείξεις ότι υπάρχει ένα γνωστικό κενό που συνυπάρχει με μια βαθύτερη γνώση και αίσθηση ενότητας που δεν διαθέτει λόγο και γι’ αυτό χρειάζεται τον οριακό και ακατανόητο, διάχυτο λόγο για να ακουστεί. Αυτή η πρωτεϊκή ανάγκη υπέρβασης της γλώσσας αντανακλά τη νοσταλγία της χαμένης βιωματικής αμεσότητας.


Επίλογος
Η παρουσίαση αυτού του τόσο σημαντικού βιβλίου, πήρε το χαρακτήρα εργασίας και κατέλαβε πολύ μεγαλύτερη έκταση απ’ όση θα’ θελα. Όμως, η ανάγκη να καταγράψω τις πιο βασικές ιδέες με οδήγησαν σε μια μελέτη που για μένα αποτέλεσε μαθητεία. Ήταν σα να συμπληρώνω σ’ ένα τεράστιο χάρτη έννοιες- κλειδιά που αποτελούν σημεία αναφοράς, δείκτες/σηματοδότες της θεωρίας της γλώσσας και της σημειωτικής γενικότερα.

Τα κείμενα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο "Όψεις της γλώσσας" έχουν θεωρητικό, επιστημονικό περιεχόμενο και γράφτηκαν στο διάστημα μιας 15ετίας και, εφόσον είναι αυτόνομα, έχουν σ’ ένα βαθμό επαναλήψεις. Παρόλ’ αυτά, ο λόγος του συγγραφέα είναι γλαφυρός κι ευχάριστος∙ πέρα από την ακρίβεια και την επιστημονική τεκμηρίωση που χαρακτηρίζει τη σκέψη του, η διεισδυτικότητα, το βάθος, η ευστοχία και η θέρμη του ύφους κάνουν το έργο μοναδικό.

Χριστίνα Παπαγγελή

(1) "Η γλώσσα και η σκέψη είναι σαν τις δυο όψεις ενός φύλλου χαρτιού", Saussure
"Τα όρια της σκέψης μου είναι τα όρια του κόσμου μου", Βιτγκενστάιν
(2) Σύμφωνα με τον πραγματισμό η πράξη έχει προτεραιότητα έναντι της θεωρίας καθώς και η εμπειρία έναντι των αμετάβλητων αρχών

(3) Δε μπορώ εδώ να μη μνημονεύσω το βιβλίο "Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης" του Ίταλο Καλβίνο, το οποίο με εργαλείο τη λογοτεχνική αφήγηση κινείται στο ίδιο πνεύμα ( βλ. τελευταία αποσπάσματα της δημοσίευσης)