Κυριακή, Δεκεμβρίου 05, 2010

Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης, Ίταλο Καλβίνο

Πρόκειται για ένα βιβλίο (-μυθιστόρημα;) όπου όμως περιλαμβάνονται… δέκα αρχές μυθιστορημάτων, δέκα «incipit»[1], όπως λέει κι ο ίδιος ο συγγραφέας. Δέκα μυθιστορήματα που διακόπτονται πάνω στην πιο κρίσιμη, που χαρακτηρίζονται από «λαϊκή και καταναλωτική αφηγηματικότητα» και επισύρουν την αγωνία του αναγνώστη για το «τι θα γίνει παρακάτω». Όπως διευκρινίζει ο ίδιος στην απάντησή του στο άρθρο του κριτικού Άντζελο Γκουλιέλμι, «εδώ δεν πρόκειται για κάτι μη ολοκληρωμένο, αλλά για κάτι ολοκληρωμένο που έχει διακοπεί, για κάτι ολοκληρωμένο του οποίου το τέλος είναι κρυμμένο ή αδύνατο να διαβαστεί». Ανάμεσα στις αρχές των ανολοκλήρωτων αυτών έργων, τα οποία σημειωτέον είναι τελείως διαφορετικά μεταξύ τους ως προς το ύφος και το περιεχόμενο, παρεμβάλλονται κεφάλαια (κεφάλαιο πρώτο, δεύτερο κλπ., κλπ.) που αποτελούν κατά κάποιο τρόπο τον «συνδετικό ιστό», το πλαίσιο. Εδώ υπάρχει ο πρωταγωνιστής, ο ανώνυμος Αναγνώστης, στον οποίο απευθύνεται ο συγγραφέας πολλές φορές σε β΄ ενικό , και συμπρωταγωνίστρια η εξίσου φανατική αναγνώστρια Λουντμίλα (το διάβασμά σου δεν είναι πια μοναχικό: σκέφτεσαι την αναγνώστρια που, αυτή την ίδια στιγμή ανοίγει κι αυτή τα βιβλίο της. Το μυθιστόρημα που μπορείς να διαβάσεις επισκιάζεται τώρα από ένα άλλο πιθανό μυθιστόρημα, ένα μυθιστόρημα που μπορείς να ζήσεις, η συνέχεια της ιστορίας σου μαζί της, ή καλύτερα: η αρχή μιας πιθανής ιστορίας). Στη συνέχεια μπλέκεται και η αδελφή της Λουντμίλα, η Λοτάρια, κι ακολουθεί σα χιονοστιβάδα ένα κύκλωμα φανατικών της ανάγνωσης που προβαίνουν σε σχεδόν μαφιόζικες ενέργειες προκειμένου να αποκτήσουν κάποια μοναδικά χειρόγραφα κλπ. Όλοι αυτοί αλλά και μεις, οι πραγματικοί αναγνώστες, παθιασμένοι με την ανάγνωση.
Τα κύρια χαρακτηριστικά στοιχεία του αναγνώστη- πρωταγωνιστή διαγράφονται με αδρές γραμμές στο «κεφ. πρώτο»:
Είσαι ένας που, από λόγους αρχής, δεν περιμένει πια τίποτα απ’ το τίποτα. Υπάρχουν τόσοι, πιο νέοι από σένα, που περιμένουν να ζήσουν εκπληκτικές εμπειρίες· από τα βιβλία, από τους ανθρώπους, από τα ταξίδια, από τα γεγονότα, από ό, τι τους επιφυλάσσει το αύριο. Εσύ όχι. Εσύ ξέρεις ότι το καλύτερο που μπορεί να περιμένει κανείς είναι να αποφύγει το χειρότερο. Και με τα βιβλία; Ακριβώς επειδή την έχεις αποκλείσει σε όλα τα άλλα επίπεδα, σου φαίνεται σωστό να επιτρέπεις στον εαυτό σου εκείνη τη νεανική ευχαρίστηση της αναμονής σε ένα χώρο καλά περιχαρακωμένο, όπως είναι ο κόσμος του βιβλίου, όπου μπορεί να σου πάει καλά ή άσχημα, αλλά ο κίνδυνος της απογοήτευσης, τουλάχιστον, δεν είναι πολύ σοβαρός.

Ο ήρωας μπαίνει σ’ ένα ατέλειωτο κυνηγητό βιβλίων μισοαρχινισμένων, που συσσωρεύονται και φτάνουν μέχρι τον αριθμό… δέκα. Με διάφορα ευφυή και αληθοφανή τεχνάσματα, ο συγγραφέας (δηλ. ο Καλβίνο) τού παίρνει κάθε φορά το βιβλίο από τα χέρια: στη μια περίπτωση π.χ. το βιβλίο είναι κακέκτυπο και υπάρχουν λευκές σελίδες· στην άλλη πρόκειται για βιβλίο γραμμένο στη νεκρή κιμμερική γλώσσα και δεν έχει μεταφραστεί η συνέχεια, το άλλο έχει ίδια ονόματα και τοπωνύμια αλλά πρόκειται για ένα διαφορετικό βιβλίο κλπ. (Να σε λοιπόν, εδώ, να κυνηγάς όλες μαζί αυτές τις σκιές της φαντασίας, κι εκείνες της ζωής). Οι απεγνωσμένες προσπάθειες του ήρωα για την απόκτηση των βιβλίων καταλήγουν σε αντιφατικές πληροφορίες για τους συγγραφείς τους, για τις μεταφράσεις τους και έτσι η υπόθεση του «πλαισίου», δηλαδή των γεγονότων που παρακολουθούμε στα ενδιάμεσα κεφάλαια, μπλέκεται σ’ έναν απίστευτο κυκεώνα.

Μοιάζει εγκεφαλικό το εγχείρημα του Καλβίνο, ιδιαίτερα αν πάρουμε υπόψη και το κυκλικό σχήμα (που προτείνει ο ίδιος στην απάντησή του στο άρθρο του κριτικού, βλ. παραπάνω) για να εξηγήσει τη «δομή» ή τέλος πάντων την εσωτερική συνοχή αυτών των «θραυσμάτων» μυθιστορηματικής γραφής. Πρόκειται για ολόκληρη φιλοσοφία, αν το μελετήσει κανείς (βλέπε εικόνα δίπλα). Είναι όμως τόσο αποσπασματική η γραφή, τόσοι οι ήρωες που μπλέκονται μέσα σ’ αυτά τα –δέκα- μυθιστορήματα, που δύσκολα ο –πραγματικός- αναγνώστης μπορεί να έχει αίσθηση του όλου. Αυτό που είναι διάχυτο και διαποτίζει τον Αναγνώστη, την Αναγνώστρια, αλλά και μας που διαβάζουμε το βιβλίο, είναι η ευχαρίστηση που νιώθουμε όταν διαβάζουμε μυθιστορήματα. Έχει ενδιαφέρον για τον εκάστοτε αναγνώστη να αναγνωρίσει πού στρέφεται η προσωπική του προτίμηση, αν συμβουλευτεί αυτό το «πλάνο».
Δεν έκανα τον κόπο να ψάξω ένα ένα «incipit» για να επιβεβαιώσω τα στοιχεία που υπάρχουν στον πίνακα. Η έλλειψη συνοχής, η τυχαιότητα και το απρόβλεπτο στην πλοκή, οι πολλοί ήρωες, οι πολλές μισοαρχινισμένες ιστορίες, οι υπερβολές, οι εμμονές και οι ομφαλοσκοπήσεις, η επίγνωση ότι η γοητεία της εκάστοτε συναρπαστικής πλοκής θα διακοπεί απότομα, δεν ήταν εμπόδια στην απίστευτη απόλαυση του να διαβάζω αυτό το βιβλίο (ένα απολαυστικό βιβλίο με θέμα την απόλαυση του να διαβάζει κανείς βιβλία!). Κι αυτό γιατί πρόκειται για τον… Καλβίνο. Με το τρομερά ελκυστικό, λαβυρινθώδες γράψιμό του, πυκνό, πολυδιάστατο, ανάλαφρο, πνευματώδες, έξυπνο κι ευαίσθητο μαζί, καθημερινό αλλά και διεισδυτικό. Δεν είναι ποτέ πληκτικός, ακόμα κι αν κάνει σπείρες γύρω από τον εαυτό του· έχει οπτική, χρώμα, έχει ματιά. Απ’ αυτή την άποψη, δεν πέτυχε το στόχο που έβαλε, να γράψει δηλαδή τις αρχές από δέκα τελείως διαφορετικά είδη μυθιστορημάτων αποδίδοντας με διαφορετικό ύφος το καθένα. Γιατί η μεστότητα και το παιγνιώδες της γραφής του παραμένουν τα ίδια. Αυτό που είναι λίγο διαφορετικό είναι ο ρυθμός. Θα’ πρεπε να παραθέσω ατέλειωτα αποσπάσματα για να φανεί αυτή η αίσθηση μέσα από το κείμενο. Θα περιοριστώ σε κάποια χαρακτηριστικά σημεία όπου νομίζω ότι ξεχωρίζουν τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του συγγραφέα που με γοητεύουν πιο πολύ: η σπειροειδής επιμονή σε κάποιες σκέψεις και συνειδητοποιήσεις σε βαθμό που αυτοαναιρούνται, ώσπου γίνονται ένας κύκλος και αγγίζει η λογική το παράλογο, το «παιγνιώδες». Κι αυτό μέσα από πράξεις, εικόνες και χιούμορ:
· Αυτό εννοώ όταν λέω ότι θα’ θελα να γυρίσω πίσω τον χρόνο: θα ήθελα να σβήσω τις επιπτώσεις κάποιων γεγονότων και να επαναφέρω την αρχική κατάσταση των πραγμάτων. Αλλά κάποια στιγμή της ζωής μου σωρεύει νέα γεγονότα και το καθένα απ’ αυτά τα γεγονότα έχει τις δικές του συνέπειες, γι’ αυτό όσο περισσότερο προσπαθώ να επιστρέψω στη στιγμή μηδέν απ’ την οποία ξεκίνησα, τόσο περισσότερο απομακρύνομαι απ’ αυτήν.

· Πείθομαι όλο και περισσότερο ότι ο κόσμος θέλει να μου πει κάτι, να μου στείλει μηνύματα, αγγέλματα, σήματα (…) Είναι κάτι μέρες που το καθετί που βλέπω, μου φαίνεται φορτωμένο με κάποια ιδιαίτερη σημασία: με μηνύματα που θα δυσκολευόμουν να μεταδώσω σε άλλους, να τα συγκεκριμενοποιήσω, να τα μεταφράσω σε λέξεις,
Ο ήρωας του «ανολοκλήρωτου μυθιστορήματος» απ’ όπου είναι τα παραπάνω απόσπασμα (του «Σκύβοντας στην άκρη της απόκρημνης πλαγιάς»), κάνει βόλτες δίπλα στη θάλασσα, όπου βρίσκεται και μια φυλακή. Παρατηρεί την Ζβίντα, πελάτισσα του κοντινού ξενοδοχείου που ζωγραφίζει κοχύλια κι αχινούς αλλά επιθυμεί να ζωγραφίσει έναν… «τεσσαροχάλη» μια από κείνες τις μικρές άγκυρες με τους τέσσερις βραχίονες που χρησιμοποιούν στις ψαρόβαρκες.
· Κατάλαβα ότι το αντικείμενο έκρυβε ένα μήνυμα για μένα και ότι έπρεπε να το αποκωδικοποιήσω: η άγκυρα με προέτρεπε να γίνω πιο σταθερός, να πιαστώ από κάπου, να αγκυροβολήσω, να βάλω τέλος σ’ αυτές τις μόνιμες αμφιταλαντεύσεις μου, να μένω στην επιφάνεια. Αυτή όμως η ερμηνεία μπορούσε να δώσει λαβή σε διάφορες παρεξηγήσεις: μπορούσε να είναι και μια πρόσκληση να σαλπάρω, να ριχτώ προς την κατεύθυνση της λίμνης. Κάτι στη μορφή του τεσσαροχάλη, με τα τέσσερα πλακουτσωτά δόντια του, με τους τέσσερις σιδερένιους βραχίονες, τους φθαρμένους από τη συνεχή τριβή με τα βράχια των βυθών, με προειδοποιούσαν ότι η όποια απόφασή μου δεν θα ήταν ανώδυνη. Το μόνο που με ανακούφιζε ήταν ότι δεν επρόκειτο για μια βαριά άγκυρα, κατάλληλη για μεγάλα βάθη, αλλά για μια εύχρηστη μικρή άγκυρα: δεν χρειαζόταν, επομένως, να απαρνηθώ τα νιάτα μου, αλλά μονάχα να σταματήσω ένα λεπτό, να αναλογιστώ, να βολιδοσκοπήσω τα σκοτάδια του εαυτού μου.

Είναι το «incipit» που αντιστοιχεί στο «στραμμένο προς τα μέσα/συμβολικοερμηνευτικό μυθιστόρημα». Νομίζω ότι ήδη μέσα από το μικρό αυτό απόσπασμα, φαίνονται τα αδιέξοδα μιας έμμονης ενδοσκόπησης, μιας ψυχωσικής σχεδόν εμμονής που αγγίζει το παράλογο και αυτοαναιρείται. Δεν έχουν βέβαια όλα τα μυθιστορήματα (για την ακρίβεια, όλες οι αρχές μυθιστορημάτων) αυτό το στοιχείο τόσο έντονο.

ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ:
Αναγνώστρια, τώρα διαβάζουμε το χαρακτήρα σου. Το σώμα σου υποβάλλεται σε μια συστηματική ανάγνωση από κανάλια πληροφόρησης που αφορούν την αφή, την όραση, την όσφρηση και δέχονται και τις παρεμβολές των γευστικών θηλών. Ακόμα και η ακοή έχει το δικό της μερίδιο, έτσι όπως δίνει ιδιαίτερη σημασία στα βογκητά και στις μικρές κραυγές σου. Δεν είναι μόνο το σώμα σου αντικείμενο ανάγνωσης: το σώμα σου μετράει μονάχα σαν ένα κομμάτι ενός συνόλου από σύνθετα στοιχεία που δεν είναι όλα ορατά ούτε όλα παρόντα, αλλά εκφράζονται με ορατά και άμεσα φαινόμενα: το συννέφιασμα των ματιών σου, το γέλιο σου, τα λόγια που λες, ο τρόπος που μαζεύεις και ξεπλέκεις τα μαλλιά σου, ο τρόπος που παίρνεις μια πρωτοβουλία και ο τρόπος που υποχωρείς (…), όλοι οι κώδικες, όλα τα φτωχά αλφάβητα με τα οποία ένα ανθρώπινο πλάσμα νομίζει ότι διαβάζει ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα.
(…)
Το χαρακτηριστικό που κάνει την ερωτική πράξη και την ανάγνωση να μοιάζουν μεταξύ τους είναι ότι στο εσωτερικό τους ανοίγονται χρόνοι και χώροι διαφορετικοί από τον μετρήσιμο χώρο και χρόνο.

Το βιβλίο (ιδιαίτερα το μέρος που εξελίσσεται στα ενδιάμεσα κεφάλαια) προς το τέλος έχει και πολιτικές προεκτάσεις, όπου γίνεται ένα τρομερό μπλέξιμο μεταξύ πραγματικών επαναστατών, ψευτοεπαναστατών, αντεπαναστατών, επαναστατών που έχουν διεισδύσει στις γραμμές των αντεπαναστατών, αντεπαναστατών που έχουν διεισδύσει στις γραμμές των επαναστατών και με τη σειρά τους πάλι στις γραμμές των επαναστατών και… πάει λέγοντας!:
Βρισκόμαστε σε μια χώρα όπου τα πάντα μπορούν να παραποιηθούν, έχουν ήδη παραποιηθεί: οι πίνακες στα μουσεία, τα χρυσαφικά, τα εισιτήρια του λεωφορείου. Η αντεπανάσταση και η επανάσταση πολεμούν μεταξύ τους τον πόλεμο των παραποιήσεων· τοαποτέλεσμα είναι ότι κανένας δε μπορεί να είναι πια σίγουρος για το τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο, η πολιτική αστυνομία προσποιείται επαναστατικές πράξεις και οι επαναστάτες μεταμφιέζονται σε αστυνομικούς.
Πέρα όμως από τις πολιτικές προεκτάσεις που μπορεί να βρει κανείς, το θέμα πάντα παραμενει το πάθος της ανάγνωσης. Με διάφορους τρόπους και τεχνάσματα ο συγγραφέας καταφέρνει να καταδείξει όλους τους τρόπους κι όλες τις σχέσεις που μπορεί να αναπτυχθούν μεταξύ αναγνώστη και βιβλίου. Κάπου εμφανίζεται φερειπείν και ο… Μη Αναγνώστης, ο Ιρνέριο, φίλος της Λουντμίλα (έχω συνηθίσει τόσο πολύ να μη διαβάζω, ώστε δεν διαβάζω ούτε όσα τυχαίνουν καθημερινά μπροστά στα μάτια μου. Δεν είναι εύκολο: μας μαθαίνουν από μωρά να διαβάζουμε και μένουμε για όλη μας τη ζωή σκλάβοι των χιλιάδων γραφτών που πετάνε μπροστά στα μάτια μας).
Είναι απίθανοι οι συνδυασμοί που επινοεί ο Καλβίνο για να δείξει την πολλαπλότητα στη σχέση του υποκειμένου με τη γραφή ή με την ανάγνωση. Αντιγράφω πρόχειρα (γιατί μου είναι αδύνατον να επιλέξω):
· Πόσο ωραία θα έγραφα αν δεν υπήρχα! Αν ανάμεσα στη λευκή σελίδα και τον αναβρασμό των λέξεων και των ιστοριών που παίρνουν μορφή κι εξαφανίζονται, χωρίς κανένας να τις γράψει, δεν έμπαινε στη μέση εκείνο το ενοχλητικό διάφραγμα που είναι ο εαυτός μου! το στυλ, το γούστο, η προσωπική φιλοσοφία, η υποκειμενικότητα, η παιδεία, η βιωμένη εμπειρία, η ψυχολογία, το ταλέντο, τα κόλπα του επαγγέλματος: όλα τα στοιχεία που κάνουν όσα γράφω ν’ αναγνωρίζονται ως δικά μου, μου φαίνονται ένα κλουβί που περιορίζει τις δυνατότητές μου. Αν ήμουν μονάχα ένα χέρι,, ένα χέρι ακρωτηριασμένο που κρατάει μια πένα και γράφει… Ποιος θα κινούσε ένα τέτοιο χέρι; Το ανώνυμο πλήθος; Το πνεύμα των καιρών; Το συλλογικό ασυνείδητο; Δεν ξέρω.

· Άλλες φορές κυριαρχεί μια παράλογη επιθυμία: θα ήθελα η φράση που γράφω να είναι εκείνη που η αναγνώστρια εκέινη διαβάζει αυτή τη στιγμή. Λέω στον εαυτό μου ότι το αποτέλεσμα της αφύσικης προσπάθειας που καταβάλλω γράφοντας, πρέπει να είναι η αναπνοή αυτής της γυναίκας, το ρεύμα που φέρνει τις φράσεις ν’ αγγίζουν το φίλτρο της προσοχής της, να σταματάει για μια στιγμή πριν απορροφηθούν από τα κυκλώματα του εγκεφάλου της, πριν εξαφανιστούν και μεταβληθούν σε εσωτερικά φαντάσματα, σε ό, τι γι’ αυτήν είναι πιο δικό της, σε ό, τι δεν είναι δυνατόν να πάρουν οι άλλοι.

· Ν΄ αρχίσετε. Είσαι εσύ που το είπες, Αναγνώστρια. Πώς, όμως, μπορεί κανείς να ορίσει επακριβώς τη στιγμή που αρχίζει μια ιστορία; Όλα αρχίζουν πάντα λίγο πριν, η πρώτη γραμμή της πρώτης σελίδας ενός μυθιστορήματος αναφέρεται σε κάτι που ήδη συνέβη πριν από το βιβλίο. Ή, πάλι, η πραγματική ιστορία είναι εκείνη που αρχίζει δέκα ή εκατό σελίδες παραπέρα, και όλα όσα προτάσσονται είναι μονάχα πρόλογος. Οι ζωές των ανθρώπων δημιουργούν ένα συνεχές πλέγμα και η κάθε προσπάθεια να απομονωθεί ένα κομμάτι ζωής που θα έχει μια ξεχωριστή από τα υπόλοιπα κομμάτια σημασία –για παράδειγμα, η συνάντηση δυο προσώπων- πρέπει να λαβαίνει υπόψη της ότι ο καθένας από τους δυο κουβαλά μαζί του ένα πλέγμα από γεγονότα που περιλαμβάνουν κι άλλα πρόσωπα, και ότι από αυτή τη συνάντηση θα υπάρξουν στη συνέχεια άλλες ιστορίες που θα αποσπαστούν από αυτή την κοινή τους ιστορία.

Ίσως, όμως, αυτό που εκφράζει καλύτερα τις προθέσεις του συγγραφέα, όπως τουλάχιστον διαφαίνονται από το άρθρο που έγραψε και παρατίθεται στον πρόλογο του βιβλίου, να είναι το εξής:

· Το μοναδικό βιβλίο που θα μπορούσε να περιλαμβάνει τα πάντα είναι το ιερό κείμενο, ο ολικός λόγος που έχει ήδη αποκαλυφθεί. Αλλά εγώ δεν πιστεύω ότι η ολότητα μπορεί να συμπεριληφθεί σε μια γλώσσα· το πρόβλημά μου είναι όσα τελικά μένουν απ’ έξω, τα όχι γραμμένα, αυτά που δεν μπορούν να γραφτούν. Δεν μου μένει άλλη λύση από το να γράφω όλα τα βιβλία, να γράφω τα βιβλία όλων των πιθανών συγγραφέων

· Αν το σκεφτεί κανείς καλά, τούτος ο ολικός συγγραφέας μπορεί να είναι ένα εξαιρετικά ταπεινό πρόσωπό: ένας ghost- writer, ο συγγραφέας φάντασμα, ένα επάγγελμα αναγνωρισμένης χρησιμότητας (…) ο ανώνυμος συντάκτης που δίνει τη μορφή βιβλίου σε όσα έχουν να διηγηθούν άλλα πρόσωπα που δεν ξέρουν ή δεν έχουν τον καιρό να γράψουν οι ίδιοι, το χέρι που γράφει και δίνει φωνή σε υπάρξεις που είναι πολύ απασχολημένες με το να υπάρχουν. Ίσως η πραγματική μου κλίση να ήταν αυτή κι εγώ να τη χαράμισα. Θα μπορούσα να πολλαπλασιάζω τα δικά μου εγώ, να προσαρτώ τα εγώ των άλλων, να υποκρίνομαι κάποια εγώ που συγκρούονται με τον εαυτό μου και μεταξύ τους.

· Θα ήθελα να μπορούσα να διαγράψω τον εαυτό μου, και να μπορώ να βρίσκω για κάθε μου βιβλίο ένα άλλο εγώ, μια άλλη φωνή, ένα άλλο όνομα, να ξαναγεννιέμαι, αλλά ο σκοπός μου είναι να αιχμαλωτίσω στο βιβλίο ένα κόσμο δυσανάγνωστο, χωρίς κέντρο, χωρίς εγώ.

[1] στα λατινικά η αρχή, οι πρώτες λέξεις ενός κειμένου, ή οι πρώτες λέξεις ενός μουσικού κομματιού.


Χριστίνα Παπαγγελή

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 02, 2010

Το παιχνίδι του αγγέλου, Κάρλος Ρουίθ Θαφόν

Χρειάζομαι τη δύναμη της τέχνης, τη δύναμη της παράστασης.
Τα λόγια του τραγουδιού είναι αυτό που νομίζουμε ότι καταλαβαίνουμε,
αλλά αυτό που μας κάνει να τα πιστεύουμε ή όχι είναι η μουσική.
(Κορέλι)


Ξεκίνησα με τρομερό ενθουσιασμό το βιβλίο αυτό χάρη στο συναρπαστικό γράψιμο του Θαφόν. Άλλωστε, ο κύριος πρωταγωνιστής έχει το πάθος της συγγραφής, πράγμα που συνήθως είναι ενδιαφέρον. Κι αυτό γιατί οι μυθιστορηματικοί, οι πλαστοί συγγραφείς παρουσιάζονται –κατά κανόνα- να αφηγούνται τις εμπειρίες τους από μια απόσταση, με αυτοσαρκασμό αλλά και αγάπη, ανεξάρτητα από το αν αυτές είναι ευχάριστες ή οδυνηρές· παρατηρητές της ζωής, αποδέχονται όλες της τις εκφάνσεις.
Ο Νταβίδ Μαρτίν ζει στη Βαρκελώνη και γράφει –με ψευδώνυμο- ιστορίες μυστηρίου για μια ασήμαντη εφημερίδα. Σύντομα ανακαλύπτουν το ταλέντο του (για το οποίο ήδη έχουμε πειστεί κι εμείς από τον ανεπανάληπτο τρόπο με τον οποίο περιγράφει τη δύσκολη ζωή του, τη φτώχεια του, τη σχέση με τον πατέρα, τη δολοφονία του τελευταίου) και τον επιζητούν οι εκδότες για να γράψει μυθιστόρημα, πράγμα στο οποίο ανταποκρίνεται με πολλή επιτυχία.
Και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες έχουν σχέση με το βιβλίο: ο περιθωριακός βιβλιοπώλης Σεμπέρε, ο εκδότης της εφημερίδας, ο ανταγωνιστής συγγραφέας Πέδρο Βιδάλ, οι δυο εκδότες που παραγγέλνουν το πρώτο βιβλίο στον Μαρτίν· η μοιραία του αγαπημένη Κριστίνα, με την οποία περνά μια και μοναδική βραδιά (και βοηθός του «μέντορά» του Βιδάλ, τον οποίο και παντρεύεται) και η δεκαεφτάχρονη, πανέξυπνη Ισαβέλα, επίδοξος συγγραφέας, που του έχει μεγάλη αδυναμία, και με την οποία οι διάλογοι είναι σκέτη απόλαυση.

Από τις πρώτες σελίδες γίνεται αισθητό ότι κεντρικό θέμα είναι το πάθος για το βιβλίο και για την αφήγηση:
Ήταν ένα βροχερό, μολυβένιο φθινόπωρο στη διάρκεια του οποίου διάβασα τις Μεγάλες Προσδοκίες κάπου εννέα φορές στη σειρά, εν μέρει γιατί δεν είχα τίποτα άλλο στα χέρια μου να διαβάσω και εν μέρει γιατί δεν πίστευα πως μπορούσε να υπάρξει κάτι άλλο καλύτερο, και είχα αρχίσει να πιστεύω πως ο Κάρολος το είχε γράψει μόνο για μένα. Σύντομα απέκτησα την ακράδαντη πεποίθηση πως δεν ήθελα τίποτα άλλο από τη ζωή από το να μάθω να κάνω αυτό που έκανε εκείνος ο κύριος Ντίκενς.

Σκέψεις για την ανάγνωση, για την αφήγηση, για τη μνήμη ξεδιπλώνονται σε καίριους διαλόγους. Η πλοκή, αν και θυελλώδης, με πολύ μυστήριο και σασπένς, απ’ αυτή την άποψη μπαίνει σε δεύτερο πλάνο. Και… ευτυχώς που συμβαίνει αυτό, γιατί γρήγορα ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ένα «παραφυσικό» υπολανθάνον στοιχείο να υπεισέρχεται μέσα στην υπόθεση, που προσωπικά με απωθεί (όταν, εμφανίστηκε ο αριθμός 666, άρχισα να ανησυχώ): ο συμπρωταγωνιστής, μυστηριώδης –φασματικός- γάλλος εκδότης Κορέλι, σαν το Μεφιστοφελή του Φάουστ, εμφανίζεται αιφνιδιαστικά από το πουθενά, και σαγηνεύοντας την ψυχή του συγγραφέα τον αναγκάζει σε μια παράδοξη συμφωνία: να γράψει ένα βιβλίο που δεν έχει ξαναγραφτεί ποτέ με αντάλλαγμα τη θεραπεία του ήρωα από ανίατη αρρώστια που τον οδηγεί αργά αργά στο θάνατο:
-Μαρτίν, θέλω να δημιουργήσετε μια θρησκεία για μένα. Θέλω να επιστρατεύσετε όλο σας το ταλέντο και να αφοσιωθείτε ψυχή τε και σώματι για α δουλέψετε επί ένα χρόνο στην πιο μεάλη ιστορία που έχετε φτιάξει ποτέ: μια θρησκεία.
(…)
- Διαλέξατε λάθος συγγραφέα. Εγώ δεν ξέρω τίποτα από θρησκείες. Μόλις και μετά βίας θυμάμαι το Πάτερ ημών.
- Όπως στη λογοτεχνία ή σε οποιαδήποτε πράξη επικοινωνίας, αυτό που αποδεικνύεται αποτελεσματικό είναι η μορφή και όχι το περιεχόμενο.
- Μου λέτε πώς ένα δόγμα δεν είναι παρά ένα αφήγημα;
- Όλα είναι αφήγημα, Μαρτίν. Αυτό που πιστεύουμε, αυτό που γνωρίζουμε, αυτό που θυμόμαστε και ακόμα αυτό που ονειρευόμαστε. Όλα είναι αφήγημα, μια αφήγηση, μια ακολουθία γεγονότων και προσώπων που κοινωνούν ένα συναισθηματικό περιεχόμενο. Μια πράξη πίστης είναι μια πράξη αποδοχής, αποδοχής μιας ιστορίας που μας διηγούνται. Δεχόμαστε για αληθινό μόνο αυτό που μπορεί να γίνει αντικείμενο αφήγησης.

Οι αντιστάσεις του Νταβίδ είναι μηδαμινές κι έτσι εμπλέκεται σταδιακά σε μια ιστορία μυστηρίου με στοιχειωμένα σπίτια, κυνηγητά, συμπτώσεις, θανάτους, φόνους και αίμα. Άλλωστε, το μυθιστόρημα αυτοχαρακτηρίζεται «βιβλιοφιλικό θρίλερ». Ομολογώ ότι, παρόλο που βρήκα πολύ γοητευτικά κάποια στοιχεία πλοκής (όπως το εύρημα του «Κοιμητηρίου των λησμονημένων βιβλίων» κι όλες τις παρατηρήσεις που συνόδευαν την περιγραφή, την «κάθοδο» σ’ αυτό το νεκροταφείο της ανθρώπινης σκέψης), στις τελευταίες 50 σελίδες …κατέθεσα τα όπλα, βαρέθηκα, κουράστηκα. Ένιωσα τη βαρεμάρα που νιώθω συνήθως στις ταινίες θρίλερ, όταν στο τελευταίο δεκάλεπτο βλέπεις ατέλειωτες σκηνές κυνηγητού και «δήθεν σασπένς». Σ’ αυτές τις τελευταίες σελίδες το παραψυχολογικό στοιχείο ήταν πάνω από τις αντοχές μου. Παρόλ’ αυτά, εξακολουθώ να πιστεύω ότι ο Θαφόν έχει χάρισμα γραφής, κι ότι το βιβλίο αυτό είχε «κάτι να πει». Βρήκα έξυπνο το ύφος (ιδιαίτερα τους διαλόγους με την Ισαβέλλα, όπου υπεισέρχεται και το στοιχείο της άδολης και ανιδιοτελούς αγάπης), κι όχι εξυπνακίστικο, όπως υποστηρίζει στην πολύ διαφωτιστική της παρουσίαση η anagnostria (εδώ)
Χριστίνα Παπαγγελή