Η αίσθηση που δημιουργεί το αριστουργηματικό βιβλίο που έγραψε το 1932 ο Σελίν «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας», είναι τόσο συγκλονιστική, που έρχεται να προσβάλει την κοινή λογική το γεγονός ότι ο ίδιος άνθρωπος έγραψε λίγα χρόνια αργότερα τους γεμάτους οργή αντισημιτικούς λιβέλλους και υπερασπίστηκε με πάθος το ναζισμό. Οι «Συνομιλίες με τον καθηγητή Υ» είναι ένα βιβλίο/απάντηση που δημοσιεύει μετά την καταδίκη του, την εξορία, την ταπείνωσή του και την απομόνωσή του εξαιτίας των εξωφρενικών του πεποιθήσεων. Οι πρώτες προσπάθειές του να επανέλθει στο λογοτεχνικό προσκήνιο έχουν στεφθεί από αποτυχία, μέχρι που το 1955 ο εκδότης Γκαστόν Γκαλλιμάρ, πιστεύοντας πάντα στην ιδιοφυΐα του, θεωρεί ότι έφτασε η κατάλληλη στιγμή να βγει από την αφάνεια. Έτσι τον «προκαλεί»να ξαναγράψει, κι ο Σελίν απαντά σ’ αυτή την πρόκληση μ’ βιβλίο διαφορετικό· δεν είναι μυθιστόρημα αλλά μια υποθετική συνέντευξη (Πωλάν, αν ιντερβιουαριζόμασταν;) από τον ίδιο του τον εαυτό στον υποθετικό «καθηγητή Υ».
Πρόκειται για μια επινόηση ώστε να ξεδιπλώσει ο συγγραφέας, με το φορτισμένο του, παιχνιδιάρικο, οργισμένο, συναισθηματικό, πληθωρικό ύφος –εδώ στην πιο ακραία μορφή- κάποιες σκέψεις για το σύγχρονο, «αγοραίο» πνεύμα. Πίσω από έναν πομπώδη σαρκασμό που φτάνει βέβαια και στον αυτοσαρκασμό (είναι μαικήνας, δε λέω ο Γκαστόν… είναι όμως κι έμπορας ο Γκαστόν… δεν ήθελα να τον κακοκαρδίσω… βάλθηκα να μου ψάχνω, στο τάκα τάκα, δίχως λεπτού χάσιμο, κάποιες δεξιότητες για να «παίξω το παιχνίδι»!... κατάλαβα illico presto, ένα το κρατούμενο! πρώτα απ’ όλα! ότι «παίζω το παιχνίδι σημαίνει να βγεις στο ράδιο.., κατεπειγόντως!... να πας να ψελλίσεις! δε βαριέσαι! ό, τι να’ ναι!...), σχολιάζει αρχικά όλο το σύστημα έκδοσης βιβλίων, και καταθέτει έμμεσα τη δική του στάση.
Αυτό που καταθέτει, πάνω απ’ όλα, όπως επισημαίνει κι η εμπνευσμένη μεταφράστρια Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, είναι ότι το πολύ μικρό πράγμα που προσέθεσε στη συγγραφή (όχι, κύριε! δε στέλνω μηνύματα στον κόσμο! Δε μεθάω με λέξεις… δε στοχάζομαι για τον πλανήτη!) , είναι η «συγκίνηση του γραπτού λόγου» η ασθμαίνουσα συγκίνηση , «μπόλιασε το γραπτό με την «προφορική συγκίνηση» (είναι μια κούραση που δεν τη βάζει ο νους το «συγκινησιακό μυθιστόρημα»… η συγκίνηση συλλαμβάνεται και μεταγράφεται μόνο δια μέσου του προφορικού λόγου! Της ανάμνησης του προφορικού λόγου!»).
Και παρακάτω, σελ. 79:
Εγώ είμαι άλλο!.. εγώ είμαι πολύ πιο ωμός!...εγώ παγιδεύω όλη τη συγκίνηση!... όλη τη συγκίνηση στην επιφάνεια! Μονομιάς!... αποφασίζω!...την παραχώνω στο μετρό!... στο μετρό μου!...
Με μια σαρκαστική υπεροψία που παρωδεί, και παρουσιάζει από τη μια τον καθηγητή Υ σα μια καρικατούρα, από την άλλη τον εαυτό του επηρμένο σε βαθμό γκροτέσκο, κάνει αναφορές στους σύγχρονούς του –εμπορικούς- λογοτέχνες, χαρακτηρίζοντάς τους «κάργα κιτς» (είστε τόσο στόκος , καθηγητά Υ, που πρέπει όλα να σας τα εξηγούνε!... θα σας τα κάνω λιανά! ακούστε καλά αυτό που σας ανακοινώνω: οι σημερινοί συγγραφείς δεν ξέρουν ακόμη ότι υπάρχει ο κινηματογράφος! … κι ότι ο κινηματογράφος έχει κάνει τον τρόπο τους να γράφουν γελοίο και άχρηστο.. βαρύγδουπο και μάταιο!... (…) ο κινηματογράφος παραμένει όλος ψεύτικος, μηχανικός, παντελώς ψυχρός… το μόνο που διαθέτει είναι ψεύτικη συγκίνηση! Δεν πιάνει τα συγκινησιακά κύματα,,, είναι συγκινησιακά ανάπηρος…)
Σελ. 99:
Λάβατε γνώσιν: δεν αφήνω τίποτα στον κινηματογράφο! του σάρωσα τα εφέ του!... όλη την αρχοντογυφτομελούρα του!... όλη την ευαισθητοδηθενιά του!... όλα τα εφέ του!... διυλισμένα, αποκαθαρμένα όλ’ αυτά! καταμεσίς στα νεύρα του μαγικού συρμού μου! τα παράχωσα όλα το μετρό μου με «τραβέρσες τρεις τελείες» τα παίρνει όλα μαζί του!...
Και παρακάτω (σελ. 62):
- Σας διευκρινίζω… αν είστε καλλιτέχνης του σαλονιού, για σαλόνια, για μαικήνες, για τοπικές οργανώσεις, για πρεσβείες, για σινεμά, πώς εμφανίζεστε; … με βελάδα, μωρέ!... Μ’ ωραία στολή!… είναι δεδομένο! Στιλ κιτς!... έτσι πρέπει! … μα να είστε κλασαρισμένος! Λυρικός;… γεννημένος λυρικός;… πραγματικά λυρικός!... τότε, δε γίνεται!... δεν υπάρχουν πια κουστούμια ου να ταιριάζουν στη φύση σας!... θα πρέπει να εισβάλετε, να παρουσιαστείτε με νεύρα γδαρμένα! … με τα νεύρα σας γδαρμένα!... τα δικά σας!... όχι τα νεύρα αλλουνού!... α, όχι! Τα καταδικά σας! Περισσότερο κι από γυμνά! …Γδαρμένα!...
Το ύφος προσωπικά μού θύμισε το Γιάννη Σκαρίμπα από τις «Τρεις άδειες καρέκλες», αίσθηση που την έκανε πιο έντονη ο τρόπος της αποχώρησης του συγγραφέα από τη συνέντευξη (προς το τέλος του βιβλίου: τους αφήνω να μπουρδουκλώνονται…το σκάω!... η αμαξόπορτα… ο δρόμος… χοπ! Παραπατάω λιγάκι…) Το ύφος της προφορικότητας, της πληθωρικότητας και της συγκινησιακής έντασης επιτείνεται από τις «τρεις τελείες», σε τέτοιο βαθμό που κουράζει-γίνεται μανιέρα. Ασφαλώς είναι συνειδητή επιλογή και αυτοσαρκάζεται γι’ άλλη μια φορά:
-Ωραία!... Οι τρεις τελείες! Κι αν δε με κατακρίνανε για δαύτες! Κι αν δε μου τα πρήξανε για τις «τρεις τελείες» μου!
-Στη θέση των τριών τελειών, θα μπορούσατε, όσο να’ ναι, να βάλετε λέξεις, ιδού η γνώμη μου!
- Παπαρόφουσκα, συνταγματάρχα! Άλλη μια παπαρόφουσκα! … όχι σε συγκινησιακό αφήγημα! Κατακρίνετε μήπως τον Βαν Γκογκ για τις αλλόκοτες εκκλησιές του; Τον Βλαμένκ για τα ξεχάρβαλα αχεροκάλυβά του; Τον Μπος για τα ανασούμπαλα όντα του; Τον Ντεμπυσύ που’ χει χεσμένα τα μέτρα; Εγώ δεν έχω τα ίδια δικαιώματα;
Πρόκειται για μια επινόηση ώστε να ξεδιπλώσει ο συγγραφέας, με το φορτισμένο του, παιχνιδιάρικο, οργισμένο, συναισθηματικό, πληθωρικό ύφος –εδώ στην πιο ακραία μορφή- κάποιες σκέψεις για το σύγχρονο, «αγοραίο» πνεύμα. Πίσω από έναν πομπώδη σαρκασμό που φτάνει βέβαια και στον αυτοσαρκασμό (είναι μαικήνας, δε λέω ο Γκαστόν… είναι όμως κι έμπορας ο Γκαστόν… δεν ήθελα να τον κακοκαρδίσω… βάλθηκα να μου ψάχνω, στο τάκα τάκα, δίχως λεπτού χάσιμο, κάποιες δεξιότητες για να «παίξω το παιχνίδι»!... κατάλαβα illico presto, ένα το κρατούμενο! πρώτα απ’ όλα! ότι «παίζω το παιχνίδι σημαίνει να βγεις στο ράδιο.., κατεπειγόντως!... να πας να ψελλίσεις! δε βαριέσαι! ό, τι να’ ναι!...), σχολιάζει αρχικά όλο το σύστημα έκδοσης βιβλίων, και καταθέτει έμμεσα τη δική του στάση.
Αυτό που καταθέτει, πάνω απ’ όλα, όπως επισημαίνει κι η εμπνευσμένη μεταφράστρια Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, είναι ότι το πολύ μικρό πράγμα που προσέθεσε στη συγγραφή (όχι, κύριε! δε στέλνω μηνύματα στον κόσμο! Δε μεθάω με λέξεις… δε στοχάζομαι για τον πλανήτη!) , είναι η «συγκίνηση του γραπτού λόγου» η ασθμαίνουσα συγκίνηση , «μπόλιασε το γραπτό με την «προφορική συγκίνηση» (είναι μια κούραση που δεν τη βάζει ο νους το «συγκινησιακό μυθιστόρημα»… η συγκίνηση συλλαμβάνεται και μεταγράφεται μόνο δια μέσου του προφορικού λόγου! Της ανάμνησης του προφορικού λόγου!»).
Και παρακάτω, σελ. 79:
Εγώ είμαι άλλο!.. εγώ είμαι πολύ πιο ωμός!...εγώ παγιδεύω όλη τη συγκίνηση!... όλη τη συγκίνηση στην επιφάνεια! Μονομιάς!... αποφασίζω!...την παραχώνω στο μετρό!... στο μετρό μου!...
Με μια σαρκαστική υπεροψία που παρωδεί, και παρουσιάζει από τη μια τον καθηγητή Υ σα μια καρικατούρα, από την άλλη τον εαυτό του επηρμένο σε βαθμό γκροτέσκο, κάνει αναφορές στους σύγχρονούς του –εμπορικούς- λογοτέχνες, χαρακτηρίζοντάς τους «κάργα κιτς» (είστε τόσο στόκος , καθηγητά Υ, που πρέπει όλα να σας τα εξηγούνε!... θα σας τα κάνω λιανά! ακούστε καλά αυτό που σας ανακοινώνω: οι σημερινοί συγγραφείς δεν ξέρουν ακόμη ότι υπάρχει ο κινηματογράφος! … κι ότι ο κινηματογράφος έχει κάνει τον τρόπο τους να γράφουν γελοίο και άχρηστο.. βαρύγδουπο και μάταιο!... (…) ο κινηματογράφος παραμένει όλος ψεύτικος, μηχανικός, παντελώς ψυχρός… το μόνο που διαθέτει είναι ψεύτικη συγκίνηση! Δεν πιάνει τα συγκινησιακά κύματα,,, είναι συγκινησιακά ανάπηρος…)
Σελ. 99:
Λάβατε γνώσιν: δεν αφήνω τίποτα στον κινηματογράφο! του σάρωσα τα εφέ του!... όλη την αρχοντογυφτομελούρα του!... όλη την ευαισθητοδηθενιά του!... όλα τα εφέ του!... διυλισμένα, αποκαθαρμένα όλ’ αυτά! καταμεσίς στα νεύρα του μαγικού συρμού μου! τα παράχωσα όλα το μετρό μου με «τραβέρσες τρεις τελείες» τα παίρνει όλα μαζί του!...
Και παρακάτω (σελ. 62):
- Σας διευκρινίζω… αν είστε καλλιτέχνης του σαλονιού, για σαλόνια, για μαικήνες, για τοπικές οργανώσεις, για πρεσβείες, για σινεμά, πώς εμφανίζεστε; … με βελάδα, μωρέ!... Μ’ ωραία στολή!… είναι δεδομένο! Στιλ κιτς!... έτσι πρέπει! … μα να είστε κλασαρισμένος! Λυρικός;… γεννημένος λυρικός;… πραγματικά λυρικός!... τότε, δε γίνεται!... δεν υπάρχουν πια κουστούμια ου να ταιριάζουν στη φύση σας!... θα πρέπει να εισβάλετε, να παρουσιαστείτε με νεύρα γδαρμένα! … με τα νεύρα σας γδαρμένα!... τα δικά σας!... όχι τα νεύρα αλλουνού!... α, όχι! Τα καταδικά σας! Περισσότερο κι από γυμνά! …Γδαρμένα!...
Το ύφος προσωπικά μού θύμισε το Γιάννη Σκαρίμπα από τις «Τρεις άδειες καρέκλες», αίσθηση που την έκανε πιο έντονη ο τρόπος της αποχώρησης του συγγραφέα από τη συνέντευξη (προς το τέλος του βιβλίου: τους αφήνω να μπουρδουκλώνονται…το σκάω!... η αμαξόπορτα… ο δρόμος… χοπ! Παραπατάω λιγάκι…) Το ύφος της προφορικότητας, της πληθωρικότητας και της συγκινησιακής έντασης επιτείνεται από τις «τρεις τελείες», σε τέτοιο βαθμό που κουράζει-γίνεται μανιέρα. Ασφαλώς είναι συνειδητή επιλογή και αυτοσαρκάζεται γι’ άλλη μια φορά:
-Ωραία!... Οι τρεις τελείες! Κι αν δε με κατακρίνανε για δαύτες! Κι αν δε μου τα πρήξανε για τις «τρεις τελείες» μου!
-Στη θέση των τριών τελειών, θα μπορούσατε, όσο να’ ναι, να βάλετε λέξεις, ιδού η γνώμη μου!
- Παπαρόφουσκα, συνταγματάρχα! Άλλη μια παπαρόφουσκα! … όχι σε συγκινησιακό αφήγημα! Κατακρίνετε μήπως τον Βαν Γκογκ για τις αλλόκοτες εκκλησιές του; Τον Βλαμένκ για τα ξεχάρβαλα αχεροκάλυβά του; Τον Μπος για τα ανασούμπαλα όντα του; Τον Ντεμπυσύ που’ χει χεσμένα τα μέτρα; Εγώ δεν έχω τα ίδια δικαιώματα;
Χριστίνα Παπαγγελή
Γεια σου, Χριστίνα,
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν μου ζητούσες μιαν αξιολογική γνώμη για το βιβλίο του Σελίν - και πέρα από το εξαιρετικό μεταφραστικό αποτέλεσμα - θα έλεγα πως περίμενα πολύ περισσότερα πράγματα.
Πνευματώδες κατά...τόπους, δηκτικό και διαβρωτικό, ναι, αλλά με μιαν ένταση που γίνεται μανιέρα, με μια, τελικά, όχι και τόσο πρωτότυπη καταγγελτική διάθεση. Το δε αυτοσαρκαστικό στοιχείο δεν εξιλεώνει το κείμενο.
Θεωρώ ότι μάλλον έχει υπερεκτιμηθεί από την εγχώρια κριτική, αυτή που γίνεται τελευταία με αφορμή την έκδοσή του στα ελληνικά.
Ωραία είδες τη συγγένεια με τις τρεις καρέκλες! Τώρα που το λες!
Πολλά φιλιά.
Γεια σου και σένα, Διονύση!
ΑπάντησηΔιαγραφήσυμφωνώ κι εγώ ότι, πέρα από το ενδιαφέρον της "περίπτωσης Σελίν" (που προσωπικά μ' έχει απασχολήσει πολύ μετά την ανάγνωση του συγκλονιστικού "Ταξίδι στην άκρη της νύχτας"), το βιβλίο γίνεται πολύ κουραστικό, και το ύφος "μανιέρα". Δεν πρέπει βέβαια κανείς να αναζητά τα στοιχεία της λογοτεχνίας, εδώ. Είναι σαν όντως να διαβάζει μια πρωτότυπη συνέντευξη.
Κι έτσι μπλέκεται το προσωπικό στοιχείο, δηλαδή η περίπτωση του ΣΕλίν σαν πολιτικής και κοινωνικής οντότητας.
O ΣΕΛΙΝ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟς ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ.ΜΑΣ ΑΦΗΣΕ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ΠΟΤΕ.ΣΚΕΦΤΗΤΕ ΔΕ ΟΤΙ ΤΑ99 ΣΤΑ 100 ΒΙΒΛΙΑ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΠΕΤΑΜΑ
ΑπάντησηΔιαγραφή