Αντιφατικά κι ακραία τα συναισθήματα καθώς διάβαζα γεμάτη προσδοκίες το τελευταίο αυτό βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου. Μικρά διαμάντια βρίσκει κανείς σ’ ένα πλαίσιο αμφιλεγόμενο, μερικές φορές φλύαρο και κουραστικό. Έπιανα τον εαυτό μου από τη μια να γοητεύεται και να βυθίζεται με περίσκεψη σε σημεία όπου ο συγγραφέας έχει αδράξει το άπιαστο, έχει συλλάβει το ανείπωτο, ενώ από την άλλη να κλείνει με αγανάκτηση το βιβλίο μετά από μια καταιγίδα κοινοτοπιών.
Αναρωτιέμαι βέβαια αν το «περίγραμμα» αυτό -το πλαίσιο στο οποίο έχει βασιστεί ο κύριος άξονας του βιβλίου- είναι απαραίτητο για να υποστηρίξει/αναδείξει τις σκέψεις του ο συγγραφέας, τα πολύτιμα αυτά αποστάγματα της εμπειρίας του. Έχεις την αίσθηση ότι ψηλαφείς την αγωνία του να εκφράσει κάποιες μύχιες καταστάσεις κι αναζητά αφορμή. Η φωνή του είναι μερικές φορές σαν κραυγή, έχει σίγουρα «κάτι να πει», και μας το λέει μ’ έναν τρόπο αξεπέραστο- ίσως όμως κάπου κάπου χάνει τον παλμό αυτής της κραυγής πέφτοντας κι ο ίδιος θύμα της αλλοτρίωσης της εποχής μας, που τόσο εύστοχα περι-γράφει.
Το βιβλίο διακρίνεται σε τέσσερα κεφάλαια που διαφέρουν μεταξύ τους αισθητά ως προς το ύφος.
Ο αναγνώστης γρήγορα καταλαβαίνει ότι αφηγητής στο πρώτο είναι η ψυχή ενός νεκρού, η ψυχή του συγγραφέα που εγκαταλείπει τα εγκόσμια. Η «περιπλάνηση της πεταλούδας» (ο τίτλος) είναι η περιπλάνηση της ψυχής, η εισβολή στο άχρονο την ώρα της αποδήμησης, ο «απολογισμός» της ζωής, το αντίκρισμα της α-λήθειας (με γενναιότητα η ψυχή απαριθμεί τα σφάλματα και τα αμαρτήματά της σ’ όλη τη διάρκεια της εν τω κόσμω παρουσίας της). Η ψυχή ταξιδεύει διατρέχοντας τους πλανήτες, αλλά ουσιαστικά έχουμε ένα κείμενο απολογισμού. Μια περιδιάβαση και αξιολόγηση, αρκετά αυστηρή θα έλεγα, στα εγκόσμια προσωπικά πάθη. Διάσπαρτες μόνο κάποιες αναμνήσεις, μικροεπεισόδια δηλαδή, ακολουθούν συνειρμικά αυτή τη ροή εξομολογήσεων. Κρίσεις και εκτιμήσεις προσωπικές όπου ο αναγνώστης μπορεί να αναγνωρίσει και δικές του κρίσεις. Π χ.
(σελ. 27):
(είδα…) Τη δειλία μου να πω αυτό που πραγματικά με έκαιγε όπως επί παραδείγματι ότι όλο αυτό το ψυχικό κουβάρι προερχόταν από την πραγματική ή διογκούμενη ή υποτιθέμενη αναρμονική όψη μου. Ότι παγιδεύτηκα πρωτίστως στην εικόνα μου. Απ’ τις άπειρες εκφράσεις της ψυχής μου νόμιζα ότι το πρόσωπό μου μπορούσε να εκφράσει ελάχιστες.
Και (σελ.29)
Ο κόμπος που άλυτος με ακολουθούσε απ’ την γη ήταν ότι σχεδόν ποτέ δεν ήμουν εν ζωή ολόκληρος τις στιγμές του παρόντος. Διέφευγε η ουσία μου, πότε στις αναμνήσεις, πότε στις προσδοκίες.
Και:
Στον ύπνο μισός. Με στεναγμό παραδινόμουν, με στεναγμό ξυπνούσα. Ακόμα κι όταν ξεδιψούσα δεν ήμουν ακέραιος. Σε όλη τη ενήλικη ζωή μου ένιωθα το εσωτερικό του αγκώνα τραβηγμένο, τεταμένο. Τον έλυνα, αλλά πάλι ξανατραβιόταν μόνος του.
Ζωή εσωστραμμένη, ζωή ανεόρταστη.
Σε πρώτο ενικό, σε χρόνο παρατατικό (εφόσον ο αφηγητής «σουμάρει» όλη του τη ζωή), με κρίσεις πολλές φορές αντιφατικές (σύνηθες σε τέτοιες επισκοπήσεις), ένα κείμενο χωρίς εσωτερική «γραμμή»· κάθε παράγραφος αυτόνομη, κάθε παράγραφος καταγραφή μιας περίσκεψης, μιας στιγμής ενδοσκόπησης, άσχετης με την προηγούμενη. Σημεία- στίγματα, χωρίς όγκο, χωρίς γραμμές. Αυτή η πρωτότυπη σύνθεση κάποτε γοητεύει και κάποτε απο-γοητεύει. Προχωρά σε βάθος αλλά έχει και τη ρηχότητα της ποσότητας- πολλές σκέψεις, πολλές και αλληλοαναιρούμενες. Είναι ο τρόπος που συλλαμβάνουμε την πραγματικότητα όταν είμαστε σε κατάσταση διαλογισμού. Κουραστική όμως αυτή η ασυνέχεια όταν πρόκειται για άλλον κι όχι για τον εαυτό μας…
Διαβάζοντας τις πρώτες σελίδες από το δεύτερο κεφάλαιο («Ό, τι έβρεξε το’ πιε η γη»), ανατρέχεις στα περιεχόμενα για να βεβαιωθείς ότι δεν πρόκειται για διηγήματα, αλλά για μυθιστόρημα. Τόσο πολύ διαφέρει το μέρος αυτού του βιβλίου από το προηγούμενο. Βέβαια, προεξαγγέλλεται στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου ότι η ψυχή νύσταξε, κοιμήθηκε και ταξίδεψε πίσω, στη «μητρική» γλώσσα. Κρυφακούει λοιπόν τις γυναίκες του χωριού (τη μάνα του, την αδερφή της Σοφιά και την Κάλλιω, πρόσωπα που τα είδαμε και στο «Ν’ ακούω καλά τα’ όνομά σου») να μιλούν. Έτσι μεταφερόμαστε στην Πόβλα, για την ακρίβεια στον μοναδικό κόσμο του εκφραστικού κι ανεπανάληπτου γλωσσικού ιδιώματός της, που τόσο αγαπήσαμε μέσα από τα άλλα βιβλία του Σωτηρίου -εμείς που δεν το γνωρίζαμε.
Συζητούν κι αναθυμούνται οι τρεις γυναίκες τα «πάθη» τους, τη φτώχια τους, τους νεκρούς τους την εποχή του εμφύλιου. Τις ακρότητες των ανταρτών (σοκαριστικά τα ιστορικά στοιχεία, όσο προετοιμασμένος κι αν είναι κανείς ότι υπήρξαν βιαιότητες εκατέρωθεν). Το πλαίσιο και δω επιτρέπει πάλι την παράθεση «σημείων», όχι γραμμικής αφήγησης: η συζήτηση περνά με άλματα απρόβλεπτα από ένα θέμα σε άλλο, μια περιδιάβαση που την ευνοεί το ξένοιαστο μουχαμπέτι των γυναικών στο κατώφλι.
Παίρνουμε γεύση από ένα γλωσσικό ιδίωμα βιωματικό που χαρακτηρίζεται από «κελαρυστή προφορικότητα», με άπειρες αυτοσχεδιαστικές και μεταποιητικές δυνατότητες, μια γλώσσα δηλαδή ζωντανή κι εκφραστική. Δεν είναι όμως μόνο η γλώσσα αλλά και το διαφορετικό «ήθος» του «χωριάνικου» κόσμου με το οποίο ερχόμαστε, εμείς οι αναγνώστες, σε άμεση επαφή· μέσα από τον πυκνό και πολυσήμαντο λόγο των γυναικών, προσλαμβάνουμε μηνύματα ενός διαφορετικού κοσμοσύμπαντος, που αποτελεί ρίζα και πηγή του σημερινού, και στον οποίο μας ξεναγεί ο Δημητρίου στο επόμενο κεφάλαιο.
Στο «Η παρρησία της συμπόνιας» η ψυχή συνεχίζει το ταξίδι της. Η γλώσσα παύει να είναι ιδιωματική, είναι η γλώσσα του πρώτου κεφαλαίου, γλώσσα [1]κοινή αλλά ευκίνητη. Δε συμφωνώ απόλυτα με τη γνώμη της Μ. Θεοδοσοπούλου, ότι η γλώσσα στα σημεία αυτά είναι «άνευρη». Οι τύποι της καθαρεύουσας ασφαλώς με ξένισαν, αλλά η γλώσσα συνολικά τηρεί μια εκφραστική δύναμη (π.χ. για καιρό στην ψυχή μου είχε χαραχτεί ένα λίγο έμφοβο και παράξενο χαμόγελο). Οι ρεαλιστικές ωστόσο περιγραφές των πλανητών και των τοπίων θυμίζουν επιστημονική φαντασία, στοιχείο λίγο απωθητικό. Δεν συνεχίζεται όμως για πολύ η περιγραφή του ταξιδιού γιατί η ψυχή, καθώς είναι σε απόσταση από τη γη:
(σελ.92):
Καθώς ήμουν πολύ μακριά της, τα μάτια της ψυχής μου την έβλεπαν πολύ καθαρά. Καθώς μάλιστα μετείχα και της χωριάνικης ζωής εξ ακοής και μερικώς ως παρατηρητής, και στην ζωή της πολιτείας ως παρατηρητής πρωτίστως, είχα τη δυνατότητα της αντιπαραβολής.
Είδα το χωριό μου και τα συκαρμαθιασμένα γειτονικά χωριά, πριν ακόμα περιχαρακωθούν στο κράτος, και θαύμασα τον σφριγηλό πολιτισμό τους.
Μ αυτή τη μεταβατική παράγραφο ξεκινά ο συγγραφέας μια περιδιάβαση στον πολιτισμό του χωριού την παλιότερη εποχή της κατοχής και του εμφύλιου, μια σε βάθος παρουσίαση της ουσίας του συλλογικού τρόπου ζωής, της σχέσης των ανθρώπων μεταξύ τους αλλά και με τη φύση, και με το θάνατο· σε αντιπαράθεση με την αλλοτριωμένη φύση του σύγχρονου αστικού τρόπου ζωής. Η αφήγηση ξεφεύγει σε δοκίμιο, όπου και πάλι διακόπτεται η γραμμικότητα για να δώσει τη θέση της σε αυτόνομες (ανά παράγραφο σχεδόν) σκέψεις:
· Τα πιο πολλά πράγματα – με δυσκολία βέβαια- τα έφτιαχναν μόνοι τους. Αλλά αυτή η δυσκολία τούς έμαθε να ξεχωρίζουν το σημαντικό και το απαραίτητο και ενστάλαζε στα αντικείμενα αφοσιωμένον χρόνο.
· Η ατομική φαντασία τους ήταν στα όρια της συλλογικής φαντασίας. Έτσι, το κάθε χρηστικό έργο τέχνης ήταν και δεν ήταν αναμενόμενο. Δεν ένιωθαν την ανάγκη της συνεχούς εκπλήξεως· ή μάλλον, οι πολύ μικρές εκπλήξεις ήταν οι κρίκοι στις αργές διαδοχές των καιρών. Συνεπώς και οι αφομοιώσεις τους ήταν φυσικές. Γενιές επί γενεών γεννιόντουσαν, μεγάλωναν και πέθαιναν με το ίδιο καζάνι, με το ίδιο βεργί, με το ίδιο μπρίκι.
· Οι κύκλοι του χωριού- αλώνι, έθιμα, εποχές, με αποκορύφωμα τον κύκλο του χορού- ακριβώς επειδή ήταν πολύ ορισμένοι χρονικά και βέβαιοι στη διαδοχή τους, κατέληξαν να είναι εκτός χρόνου ή μάλλον να σταθεροποιούν έναν εκπληκτικά διευρυμένο χρόνο.
· Φαίνεται πως η εξωτερική στέρηση συμβάδιζε με την εσωτερική ευδία. Ξεσουμπέκιαστη ζωή, όπως έλεγαν για την απουσία του άγχους.
Ωστόσο οι πιο απαράμιλλες σελίδες αυτές όπου ο Δημητρίου αναφέρεται στη γλώσσα, γλώσσα χειροποίητη/ πηγή της αέναη η θαλερή ανθρωποφύση. Ήδη την έχει γευτεί ο αναγνώστης κι έχει πειστεί για την ποιητική της δύναμη.
· Η ευχαρίστησή τους ήταν κυρίως αυτή που αντλούσαν απ’ τους συγχωριανούς τους και πρωτίστως από τον γλωσσικό τους τρόπο. Δεν είχαν ένδοξες μέρες να θυμούνται παρά τις διηγήσεις των νεκρών τους, ούτε σπουδαία πράγματα να αναμένουν. Δεν ήθελαν την οριζόντια εξάπλωση, τους έφτανε η δική τους ρίζα.
· Οι ποικιλμοί και οι αναπαλμοί της ομιλίας, κυρίως των γυναικών, αγαλλίαζαν την ακοή και την ψυχή. Όταν μιλούσαν εκείνες οι γυναίκες, νόμιζες ότι κάποιος ουράνιος υποβολέας τους ψιθυρίζει τα λόγια. Ότι κάποιος ευφάνταστος μουσικός κινεί τις άπειρες χορδές των αντιστοιχιών ζωής και γλώσσας. Ξεπηδούσαν ακάλεστες οι λέξεις (..) Γλώσσα και ζωή ζυμώθηκαν αξεδιάλυτα, με μαγιά την έκπληξη, την λύπη, τη χαρά.
· Αλλά το πόσο ευρύχωρο και υψηλότατο ήταν αυτό το πλαίσιο το καταδεικνύει το τραγούδι τους · αυτή η απαράμιλλη μελωδική λογοτεχνία. Και μάλιστα ως σύμπλοκο φαινόμενο· στίχου, τραγουδιού και χορού. Πλοκαριά, για να θυμηθώ μια ωραία λέξη του χωριού μου. Το δείχνει επίσης ο αποσταγμένος παροιμιακός τους λόγος· ρακή ματαβγαλμένη κατά την έκφρασή τους.
Τέλος, ιδιαίτερη θέση έχει η παραδοχή του θανάτου, και η συμπαράσταση στον πόνο του άλλου:
· Περιβεβλημένη με ιδιαίτερο γλωσσικό κύρος ήταν η αλήθεια τους για το επέκεινα, με αποτέλεσμα –από έναν ακόμα δρόμο- την παραδοχή του θανάτου.
Ιδίως οι στιγμές της οδύνης και του πένθους στις γυναίκες είχαν ανυψωθεί σε μια ιερή συνομιλία του χώματος και του ουρανού. Έπεφταν ολόσωμα και ολόψυχα στην καρδιά του πένθους, πλάι στον νεκρό και γι’ αυτό απ’ την άλλη μέρα κιόλας αχνόφεγγε μια χαραμάδα φωτός. Ήξεραν να πενθούν και γι’ αυτό ήξεραν και να χαίρονται, ήξεραν να μοιριολογούν και γι’ αυτό και τραγουδούσαν. (και αλλού: σε αντίθεση το άτομο στις μεγαλουπόλεις έχει εξασκηθεί να καταπίνει, εκτός από το κορυφαίο του πένθους, όλα τα θεωρούμενα αρνητικά συναισθήματα όπως της οργής, της στενοχώριας, της πικρίας αναστέλλοντας και παρακάμπτοντας την βιωματική διαδικασία του χωριανικού ανθρώπου)
· Όσο έτρεφε ο ποιητικός τους λόγος τις ψυχές τους, άλλο τόσο τις έτρεφε η σιωπή. Αυτή η πολύσημη σιωπή της φύσεως, που τον καμβά της κεντούσαν απρόσμενοι φυσικοί ήχοι.
· Άλλες φορές ερωτούσε (ο «χωριανικός άνθρωπος») λεπτομέρειες ανήκουστες για την διακριτικότητα του ατομιστή της πόλης/ ήταν απροσμέτρητη η ευγνωμοσύνη του συμπονούμενου προς τον συμπάσχοντα. Είχε, είχαν την παρρησία της συμπόνιας.
Ξεχνά κανείς, διαβάζοντας αυτό το «ελεύθερο δοκίμιο» για τη ζωή στο χωριό και την πόλη, την «υπόθεση», το ταξίδι της ψυχής. Στο τέταρτο κεφάλαιο («Σαν το λίγο το νερό»), προσγειώνεσαι απότομα. Άλλωστε και η ψυχή «κάνει στάση», ακινητοποιείται. Είναι από τα σημεία της απογοήτευσης: Η δράση μοιάζει βεβιασμένη και επιτηδευμένη, ένας «απεσταλμένος» διαλέγεται με την ψυχή, και η πλοκή θυμίζει πάλι επιστημονική φαντασία σε δημοσιογραφικό ύφος. Ευτυχώς όμως δεν κρατά για πολύ. Η ψυχή φαίνεται ότι δεν ταξιδεύει πια στο χώρο (πλανήτες, ουράνια σώματα κλπ.) αλλά ακινητεί για να διατρέξει το χρόνο, το παρελθόν, για να επιστρέψει. Στιγμιότυπα απ’ όλες τις φάσεις της ζωής του συγγραφέα τον οδηγούν με αντίστροφη πορεία στην παιδική ηλικία. Επιστροφή στη γενέθλια γη και στη γενέθλια γλώσσα. Η πεταλούδα ελευθερώνεται μέσα από τα χέρια μιας όμορφης κοπέλας.
Παρόλες τις αδυναμίες και τις αντιστάσεις που νιώθει κανείς διαβάζοντας αυτό το πρωτότυπης δομής και χαλαρής συνοχής «μυθιστόρημα»(;) δε μπορεί να μην αναγνωρίσει ότι γράφτηκε «εκ βαθέων». Πρόκειται για μια κατάθεση ψυχής, βασανισμένη και προσωπική, που αναδεικνύει το μεγαλείο της μηδαμινότητας του ανθρώπου, ή μάλλον του προσώπου, μπροστά στο άπειρο. Μπροστά στο χρόνο και στο θάνατο.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Ως προς το θέμα της γλώσσας έχουμε την εντύπωση ότι ο Δημητρίου μένει παγιδευμένος σε μια επισφαλή διελκυνστίδα ανάμεσα σε δύο ακραίες εκφάνσεις της ελληνικής. Από τη μια, η λαλουμένη των ηλικιωμένων στα χωριά της Μουργκάνας, χωρίς γλωσσάρι, και από την άλλη, ένας τύπος καθαρεύουσας, εμπλουτισμένος με ουσιαστικοποιημένα επίθετα, μέχρι και νεόπλαστα, ακόμη και εκτός των λεξικογραφήσεων, όπως, λ.χ., η οικιακότητα. Με άλλα λόγια, στο ηπειρώτικο ιδίωμα, που τρυφεραίνει με τα υποκοριστικά, αντιπαρατίθεται μια άνευρη γλώσσα, με ζητούμενο το αισθητικό αποτέλεσμα. Ως ενοποιητικό στοιχείο απομένουν οι θυμόσοφες ρήσεις και τα σπαράγματα από δημοτικά άσματα, που διανθίζουν ολόκληρη την αφήγηση. (Μάρη Θεοδοσοπούλου, Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη, 27.03.09)
Αναρωτιέμαι βέβαια αν το «περίγραμμα» αυτό -το πλαίσιο στο οποίο έχει βασιστεί ο κύριος άξονας του βιβλίου- είναι απαραίτητο για να υποστηρίξει/αναδείξει τις σκέψεις του ο συγγραφέας, τα πολύτιμα αυτά αποστάγματα της εμπειρίας του. Έχεις την αίσθηση ότι ψηλαφείς την αγωνία του να εκφράσει κάποιες μύχιες καταστάσεις κι αναζητά αφορμή. Η φωνή του είναι μερικές φορές σαν κραυγή, έχει σίγουρα «κάτι να πει», και μας το λέει μ’ έναν τρόπο αξεπέραστο- ίσως όμως κάπου κάπου χάνει τον παλμό αυτής της κραυγής πέφτοντας κι ο ίδιος θύμα της αλλοτρίωσης της εποχής μας, που τόσο εύστοχα περι-γράφει.
Το βιβλίο διακρίνεται σε τέσσερα κεφάλαια που διαφέρουν μεταξύ τους αισθητά ως προς το ύφος.
Ο αναγνώστης γρήγορα καταλαβαίνει ότι αφηγητής στο πρώτο είναι η ψυχή ενός νεκρού, η ψυχή του συγγραφέα που εγκαταλείπει τα εγκόσμια. Η «περιπλάνηση της πεταλούδας» (ο τίτλος) είναι η περιπλάνηση της ψυχής, η εισβολή στο άχρονο την ώρα της αποδήμησης, ο «απολογισμός» της ζωής, το αντίκρισμα της α-λήθειας (με γενναιότητα η ψυχή απαριθμεί τα σφάλματα και τα αμαρτήματά της σ’ όλη τη διάρκεια της εν τω κόσμω παρουσίας της). Η ψυχή ταξιδεύει διατρέχοντας τους πλανήτες, αλλά ουσιαστικά έχουμε ένα κείμενο απολογισμού. Μια περιδιάβαση και αξιολόγηση, αρκετά αυστηρή θα έλεγα, στα εγκόσμια προσωπικά πάθη. Διάσπαρτες μόνο κάποιες αναμνήσεις, μικροεπεισόδια δηλαδή, ακολουθούν συνειρμικά αυτή τη ροή εξομολογήσεων. Κρίσεις και εκτιμήσεις προσωπικές όπου ο αναγνώστης μπορεί να αναγνωρίσει και δικές του κρίσεις. Π χ.
(σελ. 27):
(είδα…) Τη δειλία μου να πω αυτό που πραγματικά με έκαιγε όπως επί παραδείγματι ότι όλο αυτό το ψυχικό κουβάρι προερχόταν από την πραγματική ή διογκούμενη ή υποτιθέμενη αναρμονική όψη μου. Ότι παγιδεύτηκα πρωτίστως στην εικόνα μου. Απ’ τις άπειρες εκφράσεις της ψυχής μου νόμιζα ότι το πρόσωπό μου μπορούσε να εκφράσει ελάχιστες.
Και (σελ.29)
Ο κόμπος που άλυτος με ακολουθούσε απ’ την γη ήταν ότι σχεδόν ποτέ δεν ήμουν εν ζωή ολόκληρος τις στιγμές του παρόντος. Διέφευγε η ουσία μου, πότε στις αναμνήσεις, πότε στις προσδοκίες.
Και:
Στον ύπνο μισός. Με στεναγμό παραδινόμουν, με στεναγμό ξυπνούσα. Ακόμα κι όταν ξεδιψούσα δεν ήμουν ακέραιος. Σε όλη τη ενήλικη ζωή μου ένιωθα το εσωτερικό του αγκώνα τραβηγμένο, τεταμένο. Τον έλυνα, αλλά πάλι ξανατραβιόταν μόνος του.
Ζωή εσωστραμμένη, ζωή ανεόρταστη.
Σε πρώτο ενικό, σε χρόνο παρατατικό (εφόσον ο αφηγητής «σουμάρει» όλη του τη ζωή), με κρίσεις πολλές φορές αντιφατικές (σύνηθες σε τέτοιες επισκοπήσεις), ένα κείμενο χωρίς εσωτερική «γραμμή»· κάθε παράγραφος αυτόνομη, κάθε παράγραφος καταγραφή μιας περίσκεψης, μιας στιγμής ενδοσκόπησης, άσχετης με την προηγούμενη. Σημεία- στίγματα, χωρίς όγκο, χωρίς γραμμές. Αυτή η πρωτότυπη σύνθεση κάποτε γοητεύει και κάποτε απο-γοητεύει. Προχωρά σε βάθος αλλά έχει και τη ρηχότητα της ποσότητας- πολλές σκέψεις, πολλές και αλληλοαναιρούμενες. Είναι ο τρόπος που συλλαμβάνουμε την πραγματικότητα όταν είμαστε σε κατάσταση διαλογισμού. Κουραστική όμως αυτή η ασυνέχεια όταν πρόκειται για άλλον κι όχι για τον εαυτό μας…
Διαβάζοντας τις πρώτες σελίδες από το δεύτερο κεφάλαιο («Ό, τι έβρεξε το’ πιε η γη»), ανατρέχεις στα περιεχόμενα για να βεβαιωθείς ότι δεν πρόκειται για διηγήματα, αλλά για μυθιστόρημα. Τόσο πολύ διαφέρει το μέρος αυτού του βιβλίου από το προηγούμενο. Βέβαια, προεξαγγέλλεται στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου ότι η ψυχή νύσταξε, κοιμήθηκε και ταξίδεψε πίσω, στη «μητρική» γλώσσα. Κρυφακούει λοιπόν τις γυναίκες του χωριού (τη μάνα του, την αδερφή της Σοφιά και την Κάλλιω, πρόσωπα που τα είδαμε και στο «Ν’ ακούω καλά τα’ όνομά σου») να μιλούν. Έτσι μεταφερόμαστε στην Πόβλα, για την ακρίβεια στον μοναδικό κόσμο του εκφραστικού κι ανεπανάληπτου γλωσσικού ιδιώματός της, που τόσο αγαπήσαμε μέσα από τα άλλα βιβλία του Σωτηρίου -εμείς που δεν το γνωρίζαμε.
Συζητούν κι αναθυμούνται οι τρεις γυναίκες τα «πάθη» τους, τη φτώχια τους, τους νεκρούς τους την εποχή του εμφύλιου. Τις ακρότητες των ανταρτών (σοκαριστικά τα ιστορικά στοιχεία, όσο προετοιμασμένος κι αν είναι κανείς ότι υπήρξαν βιαιότητες εκατέρωθεν). Το πλαίσιο και δω επιτρέπει πάλι την παράθεση «σημείων», όχι γραμμικής αφήγησης: η συζήτηση περνά με άλματα απρόβλεπτα από ένα θέμα σε άλλο, μια περιδιάβαση που την ευνοεί το ξένοιαστο μουχαμπέτι των γυναικών στο κατώφλι.
Παίρνουμε γεύση από ένα γλωσσικό ιδίωμα βιωματικό που χαρακτηρίζεται από «κελαρυστή προφορικότητα», με άπειρες αυτοσχεδιαστικές και μεταποιητικές δυνατότητες, μια γλώσσα δηλαδή ζωντανή κι εκφραστική. Δεν είναι όμως μόνο η γλώσσα αλλά και το διαφορετικό «ήθος» του «χωριάνικου» κόσμου με το οποίο ερχόμαστε, εμείς οι αναγνώστες, σε άμεση επαφή· μέσα από τον πυκνό και πολυσήμαντο λόγο των γυναικών, προσλαμβάνουμε μηνύματα ενός διαφορετικού κοσμοσύμπαντος, που αποτελεί ρίζα και πηγή του σημερινού, και στον οποίο μας ξεναγεί ο Δημητρίου στο επόμενο κεφάλαιο.
Στο «Η παρρησία της συμπόνιας» η ψυχή συνεχίζει το ταξίδι της. Η γλώσσα παύει να είναι ιδιωματική, είναι η γλώσσα του πρώτου κεφαλαίου, γλώσσα [1]κοινή αλλά ευκίνητη. Δε συμφωνώ απόλυτα με τη γνώμη της Μ. Θεοδοσοπούλου, ότι η γλώσσα στα σημεία αυτά είναι «άνευρη». Οι τύποι της καθαρεύουσας ασφαλώς με ξένισαν, αλλά η γλώσσα συνολικά τηρεί μια εκφραστική δύναμη (π.χ. για καιρό στην ψυχή μου είχε χαραχτεί ένα λίγο έμφοβο και παράξενο χαμόγελο). Οι ρεαλιστικές ωστόσο περιγραφές των πλανητών και των τοπίων θυμίζουν επιστημονική φαντασία, στοιχείο λίγο απωθητικό. Δεν συνεχίζεται όμως για πολύ η περιγραφή του ταξιδιού γιατί η ψυχή, καθώς είναι σε απόσταση από τη γη:
(σελ.92):
Καθώς ήμουν πολύ μακριά της, τα μάτια της ψυχής μου την έβλεπαν πολύ καθαρά. Καθώς μάλιστα μετείχα και της χωριάνικης ζωής εξ ακοής και μερικώς ως παρατηρητής, και στην ζωή της πολιτείας ως παρατηρητής πρωτίστως, είχα τη δυνατότητα της αντιπαραβολής.
Είδα το χωριό μου και τα συκαρμαθιασμένα γειτονικά χωριά, πριν ακόμα περιχαρακωθούν στο κράτος, και θαύμασα τον σφριγηλό πολιτισμό τους.
Μ αυτή τη μεταβατική παράγραφο ξεκινά ο συγγραφέας μια περιδιάβαση στον πολιτισμό του χωριού την παλιότερη εποχή της κατοχής και του εμφύλιου, μια σε βάθος παρουσίαση της ουσίας του συλλογικού τρόπου ζωής, της σχέσης των ανθρώπων μεταξύ τους αλλά και με τη φύση, και με το θάνατο· σε αντιπαράθεση με την αλλοτριωμένη φύση του σύγχρονου αστικού τρόπου ζωής. Η αφήγηση ξεφεύγει σε δοκίμιο, όπου και πάλι διακόπτεται η γραμμικότητα για να δώσει τη θέση της σε αυτόνομες (ανά παράγραφο σχεδόν) σκέψεις:
· Τα πιο πολλά πράγματα – με δυσκολία βέβαια- τα έφτιαχναν μόνοι τους. Αλλά αυτή η δυσκολία τούς έμαθε να ξεχωρίζουν το σημαντικό και το απαραίτητο και ενστάλαζε στα αντικείμενα αφοσιωμένον χρόνο.
· Η ατομική φαντασία τους ήταν στα όρια της συλλογικής φαντασίας. Έτσι, το κάθε χρηστικό έργο τέχνης ήταν και δεν ήταν αναμενόμενο. Δεν ένιωθαν την ανάγκη της συνεχούς εκπλήξεως· ή μάλλον, οι πολύ μικρές εκπλήξεις ήταν οι κρίκοι στις αργές διαδοχές των καιρών. Συνεπώς και οι αφομοιώσεις τους ήταν φυσικές. Γενιές επί γενεών γεννιόντουσαν, μεγάλωναν και πέθαιναν με το ίδιο καζάνι, με το ίδιο βεργί, με το ίδιο μπρίκι.
· Οι κύκλοι του χωριού- αλώνι, έθιμα, εποχές, με αποκορύφωμα τον κύκλο του χορού- ακριβώς επειδή ήταν πολύ ορισμένοι χρονικά και βέβαιοι στη διαδοχή τους, κατέληξαν να είναι εκτός χρόνου ή μάλλον να σταθεροποιούν έναν εκπληκτικά διευρυμένο χρόνο.
· Φαίνεται πως η εξωτερική στέρηση συμβάδιζε με την εσωτερική ευδία. Ξεσουμπέκιαστη ζωή, όπως έλεγαν για την απουσία του άγχους.
Ωστόσο οι πιο απαράμιλλες σελίδες αυτές όπου ο Δημητρίου αναφέρεται στη γλώσσα, γλώσσα χειροποίητη/ πηγή της αέναη η θαλερή ανθρωποφύση. Ήδη την έχει γευτεί ο αναγνώστης κι έχει πειστεί για την ποιητική της δύναμη.
· Η ευχαρίστησή τους ήταν κυρίως αυτή που αντλούσαν απ’ τους συγχωριανούς τους και πρωτίστως από τον γλωσσικό τους τρόπο. Δεν είχαν ένδοξες μέρες να θυμούνται παρά τις διηγήσεις των νεκρών τους, ούτε σπουδαία πράγματα να αναμένουν. Δεν ήθελαν την οριζόντια εξάπλωση, τους έφτανε η δική τους ρίζα.
· Οι ποικιλμοί και οι αναπαλμοί της ομιλίας, κυρίως των γυναικών, αγαλλίαζαν την ακοή και την ψυχή. Όταν μιλούσαν εκείνες οι γυναίκες, νόμιζες ότι κάποιος ουράνιος υποβολέας τους ψιθυρίζει τα λόγια. Ότι κάποιος ευφάνταστος μουσικός κινεί τις άπειρες χορδές των αντιστοιχιών ζωής και γλώσσας. Ξεπηδούσαν ακάλεστες οι λέξεις (..) Γλώσσα και ζωή ζυμώθηκαν αξεδιάλυτα, με μαγιά την έκπληξη, την λύπη, τη χαρά.
· Αλλά το πόσο ευρύχωρο και υψηλότατο ήταν αυτό το πλαίσιο το καταδεικνύει το τραγούδι τους · αυτή η απαράμιλλη μελωδική λογοτεχνία. Και μάλιστα ως σύμπλοκο φαινόμενο· στίχου, τραγουδιού και χορού. Πλοκαριά, για να θυμηθώ μια ωραία λέξη του χωριού μου. Το δείχνει επίσης ο αποσταγμένος παροιμιακός τους λόγος· ρακή ματαβγαλμένη κατά την έκφρασή τους.
Τέλος, ιδιαίτερη θέση έχει η παραδοχή του θανάτου, και η συμπαράσταση στον πόνο του άλλου:
· Περιβεβλημένη με ιδιαίτερο γλωσσικό κύρος ήταν η αλήθεια τους για το επέκεινα, με αποτέλεσμα –από έναν ακόμα δρόμο- την παραδοχή του θανάτου.
Ιδίως οι στιγμές της οδύνης και του πένθους στις γυναίκες είχαν ανυψωθεί σε μια ιερή συνομιλία του χώματος και του ουρανού. Έπεφταν ολόσωμα και ολόψυχα στην καρδιά του πένθους, πλάι στον νεκρό και γι’ αυτό απ’ την άλλη μέρα κιόλας αχνόφεγγε μια χαραμάδα φωτός. Ήξεραν να πενθούν και γι’ αυτό ήξεραν και να χαίρονται, ήξεραν να μοιριολογούν και γι’ αυτό και τραγουδούσαν. (και αλλού: σε αντίθεση το άτομο στις μεγαλουπόλεις έχει εξασκηθεί να καταπίνει, εκτός από το κορυφαίο του πένθους, όλα τα θεωρούμενα αρνητικά συναισθήματα όπως της οργής, της στενοχώριας, της πικρίας αναστέλλοντας και παρακάμπτοντας την βιωματική διαδικασία του χωριανικού ανθρώπου)
· Όσο έτρεφε ο ποιητικός τους λόγος τις ψυχές τους, άλλο τόσο τις έτρεφε η σιωπή. Αυτή η πολύσημη σιωπή της φύσεως, που τον καμβά της κεντούσαν απρόσμενοι φυσικοί ήχοι.
· Άλλες φορές ερωτούσε (ο «χωριανικός άνθρωπος») λεπτομέρειες ανήκουστες για την διακριτικότητα του ατομιστή της πόλης/ ήταν απροσμέτρητη η ευγνωμοσύνη του συμπονούμενου προς τον συμπάσχοντα. Είχε, είχαν την παρρησία της συμπόνιας.
Ξεχνά κανείς, διαβάζοντας αυτό το «ελεύθερο δοκίμιο» για τη ζωή στο χωριό και την πόλη, την «υπόθεση», το ταξίδι της ψυχής. Στο τέταρτο κεφάλαιο («Σαν το λίγο το νερό»), προσγειώνεσαι απότομα. Άλλωστε και η ψυχή «κάνει στάση», ακινητοποιείται. Είναι από τα σημεία της απογοήτευσης: Η δράση μοιάζει βεβιασμένη και επιτηδευμένη, ένας «απεσταλμένος» διαλέγεται με την ψυχή, και η πλοκή θυμίζει πάλι επιστημονική φαντασία σε δημοσιογραφικό ύφος. Ευτυχώς όμως δεν κρατά για πολύ. Η ψυχή φαίνεται ότι δεν ταξιδεύει πια στο χώρο (πλανήτες, ουράνια σώματα κλπ.) αλλά ακινητεί για να διατρέξει το χρόνο, το παρελθόν, για να επιστρέψει. Στιγμιότυπα απ’ όλες τις φάσεις της ζωής του συγγραφέα τον οδηγούν με αντίστροφη πορεία στην παιδική ηλικία. Επιστροφή στη γενέθλια γη και στη γενέθλια γλώσσα. Η πεταλούδα ελευθερώνεται μέσα από τα χέρια μιας όμορφης κοπέλας.
Παρόλες τις αδυναμίες και τις αντιστάσεις που νιώθει κανείς διαβάζοντας αυτό το πρωτότυπης δομής και χαλαρής συνοχής «μυθιστόρημα»(;) δε μπορεί να μην αναγνωρίσει ότι γράφτηκε «εκ βαθέων». Πρόκειται για μια κατάθεση ψυχής, βασανισμένη και προσωπική, που αναδεικνύει το μεγαλείο της μηδαμινότητας του ανθρώπου, ή μάλλον του προσώπου, μπροστά στο άπειρο. Μπροστά στο χρόνο και στο θάνατο.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Ως προς το θέμα της γλώσσας έχουμε την εντύπωση ότι ο Δημητρίου μένει παγιδευμένος σε μια επισφαλή διελκυνστίδα ανάμεσα σε δύο ακραίες εκφάνσεις της ελληνικής. Από τη μια, η λαλουμένη των ηλικιωμένων στα χωριά της Μουργκάνας, χωρίς γλωσσάρι, και από την άλλη, ένας τύπος καθαρεύουσας, εμπλουτισμένος με ουσιαστικοποιημένα επίθετα, μέχρι και νεόπλαστα, ακόμη και εκτός των λεξικογραφήσεων, όπως, λ.χ., η οικιακότητα. Με άλλα λόγια, στο ηπειρώτικο ιδίωμα, που τρυφεραίνει με τα υποκοριστικά, αντιπαρατίθεται μια άνευρη γλώσσα, με ζητούμενο το αισθητικό αποτέλεσμα. Ως ενοποιητικό στοιχείο απομένουν οι θυμόσοφες ρήσεις και τα σπαράγματα από δημοτικά άσματα, που διανθίζουν ολόκληρη την αφήγηση. (Μάρη Θεοδοσοπούλου, Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη, 27.03.09)