Ο Βασίλης Αργυρόπουλος έχει βασικό σκοπό την αναίρεση των ψευδοεπιστημονικών απόψεων που προέρχονται από τον μυωπικό ελληνοκεντρικό χώρο της ακροδεξιάς πολιτικής.
Στο βιβλίο ταξινομείται η ύλη σε πέντε μέρη, δύο βασικά: την ετυμολογία και την ορθογραφία και τρία που συνιστούν προεκτάσεις: την κοινή ινδοευρωπαϊκή προέλευση γλωσσών στην οποία εντάσσεται και η ελληνική, την φοινικική προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου και την προφορά της αρχαίας ελληνικής.
Ο στόχος μοιάζει εύκολος από επιστημονική οπτική. Ίσως για αυτό το λόγο δεν έχουμε μέχρι τώρα συγκεκριμένες, λεπτομερείς και σχολαστικά τεκμηριωμένες αναιρέσεις για την γλωσσολογίζουσα ιδεολογία του ελληνοκεντρισμού. Αλλά, όπως επισημαίνει και ο Νίκος Σαραντάκος, στον οποίο γίνεται αναφορά αρκετά συχνά στο βιβλίο, το πρόβλημα είναι ότι χρειάζεται πολύ δουλειά και χρόνος για να αντιπαρατεθείς επιστημονικά με απόψεις που βγάζει ο καθένας «από την κοιλιά του στο πι και φι» (143). Ίσως πάλι, όπως σχολιάζει ο Αλέξανδρος Φατσής είναι τουλάχιστον αφέλεια να συζητά ένας γλωσσολόγος με αρχαιολάτρες (278) ή ματαιοπονεί κάποιος που κρίνει λογικά απόψεις που δεν έχουν στοιχεία συνοχής και συζητά με φορείς μιας ασυνάρτητης (και) γλωσσικής ιδεολογίας που επιστρατεύει βαθιοριζωμένες προλήψεις (H. Pernot 188).
Ο βασικός μύθος που πλέκεται και αναπαράγεται με ποικίλα δημοσιεύματα είναι σχετικός με την αιτιακή σχέση σημαίνοντος και σημαινόμενου της ελληνικής γλώσσας, χαρακτηριστικό που είναι μοναδικό και δεν υπάρχει σε άλλες γλώσσες. Ο συγγραφέας αναιρεί την παραπάνω άποψη με αναφορές κυρίως στο Σοσίρ (Saussure), που όριζε την εσωτερική σχέση σημάνσεως ως καθαρά συμβατική (44, 61, 76, κ.α) και επιμένει στη διάκριση της σχέσης σημαίνοντος – σημαινόμενου από τη σχέση λέξης – πράγματος (95, κ.α.) και καθόριζε ότι οι φωνολογικές μεταβολές μιας γλώσσας υπακούν σε συγκεκριμένους φωνολογικούς νόμους. Η κριτική αντιπαράθεση με αρχαιολατρικές ελληνοκεντρικές απόψεις γίνεται με συγκεκριμένο σχολιασμό λέξεων όπως είναι οι ηχομιμητικές (56-60), οι: αδελφός (61-63), πλους, αλς (66-73) και άλλες, με την παρουσίαση των απόψεων του Σοσίρ (79-103), με λογικά επιχειρήματα «αν ο δεσμός ανάμεσα στο περιεχόμενο και στην έκφραση μιας λέξης ήταν αιτιακής φύσεως, δε θα παρατηρούνταν διαφορές ανάμεσα στις φυσικές γλώσσες που μιλούν οι άνθρωποι ανά τον κόσμο», (92) με συνεισφορά κριτικής από συναδέλφους του (Δ. Μιχελιουδάκης) που αλλάζοντας τους όρους απευθύνει γλωσσολογικά ερωτήματα για τη θεωρία, ορολογία και μεθοδολογία των «αρχαιολατρών» (96) και (Π. Σταυρόπουλος) που αποδεικνύει το παράλογο και άτοπο των ελληνοκεντρικών απόψεων (108-109). Σε αυτό τον παραλογισμό της ελληνοκεντρικής αρχαιολατρίας που διαχέει αστήρικτες ιδέες για τη γλώσσα εμπλέκονται ακόμα και ο Ευριπίδης Στυλιανίδης, ως υπουργός Παιδείας, που αναπαρήγαγε τις «ίδιες εθνικιστικές ασυναρτησίες … περί υπολογιστών προχωρημένης τεχνολογίας, οι οποίοι δέχονται ως ‘‘νοηματική’’ γλώσσα μόνον την ελληνική…» (112-113), ο Χρήστος Σαρτζετάκης που γράφει για «τη μόνη εις τον κόσμο νοηματική και όχι απλώς συμβατική ελληνική μας γλώσσα» (115-116). Νομίζω ότι δε χρειάζεται να είναι κανείς γλωσσολόγος ή κάτι συναφές με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές για να καταλάβει την ασάφεια αυτών των κειμένων σύμφωνα με τα οποία οι υπολογιστές μπορούν να καταλάβουν μόνο τα αρχαία ελληνικά κ.τ.λ., κ.τ.λ. Στα πλαίσια του πρώτου μέρους εντάσσεται και η κριτική της εμπειρικής ετυμολόγησης που ανάγει στην ελληνική ακόμα και λέξεις που είναι δάνεια, η κριτική της ανακάλυψης ελληνικών λέξεων σε κάθε γλώσσα και της αντίληψης ότι «τα αγγλικά είναι ελληνική διάλεκτος», δηλαδή της εθνοκεντρικής αντίληψης ότι η ελληνική είναι μητέρα όλων των γλωσσών. Σε αυτά τα σημεία διαφαίνεται πεντακάθαρα η διαπλοκή ετυμολογίας (ή παρετυμολογίας) και ιδεολογίας.
Η ελληνοκεντρική ιδεολογία παρεισφρέει και στα ορθογραφικά ζητήματα, εφόσον η παρετυμολογία υπηρετεί πολλές φορές τις επιταγές για την ορθογράφηση των λέξεων. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου ξεκινά με τη διευκρίνιση βασικών εννοιών, όπως γραφή, ορθογραφία, γράφημα, φωνητική, φωνολογική, ιστορική/ ετυμολογική ορθογραφία. Όπως είναι αυτονόητο και επισημαίνεται εύστοχα, γιατί σε τέτοιες αντιπαραθέσεις καταλύεται ακόμα και το αυτονόητο «η ορολογία… αποτελεί έναν τρόπο να μιλάμε την ίδια γλώσσα, όταν αναφερόμαστε σε διάφορα επιστημονικά θέματα» (61). Το ορθογραφικό πρόβλημα δημιουργείται εξαιτίας της γρηγορότερης εξέλιξης της προφοράς σε σχέση με τη γραφή (160), της ατελούς προσαρμογής του αλφαβήτου στην προφορά μιας γλώσσας (160) και της ετυμολογικής προκατάληψης (161). Αυτά σύμφωνα με το Σοσίρ «ο οποίος ήταν αντίθετος με τη λειτουργία της ετυμολογίας των λέξεων ως κριτηρίου για τη γραφή τους» (161). Ακολούθως ο Αργυρόπουλος εξετάζει το ορθογραφικό πρόβλημα της νέας ελληνικής. Νομίζω ότι η αιτία που ωθεί το συγγραφέα να ασχοληθεί ενδελεχώς με τα ορθογραφικά θέματα δηλώνεται καθαρά γιατί «η επιλογή μιας γραφής συχνά εξαρτάται από την ιδεολογία του καθενός… και συχνά για ιδεολογικούς λόγους υποστηρίζεται όχι μια γραφή, αλλά μια ψευδής ετυμολογία» (186). Αναφέρεται σε πολλές λέξεις, όπως καινούριος, φτιάχνω, αλλιώς, ονόματα σε –άκις, αβγό, αφτί, πιλοτή και άλλες και εξετάζει ειδικά την ετυμολογική ορθογραφία. Αυτό που φαίνεται ότι ενοχλεί περισσότερο το συγγραφέα είναι η αντιεπιστημονική δικαιολόγηση ορισμένων επιλογών γραφής με την παρετυμολογία. Αυτό που υποκρύπτεται πίσω από την αναγωγή της ορθογραφίας στην αρχαία ελληνική είναι «η απευθείας σύνδεση της νέας Ελληνικής με την Αρχαία… χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν τα ενδιάμεσα στάδια της Ελληνικής, δηλ. η Αλεξανδρινή (Ελληνιστική) κοινή και η Μεσαιωνική» (203). Έτσι εξετάζει ενδελεχώς τις λέξεις: καλύτερος, αφτί, αβγό, βρόμα, αλλιώς, παλιός, δίκιο, ελιά, ορθοπεδική, ταξίδι, Γουδί. Η στάση του και η οπτική του εμπεριέχονται σε πολλά σημεία του κειμένου, αλλά γίνονται ευδιάκριτα στα Γενικά Σχόλια των σελίδων 252-257. Προτιμά, κατά περίπτωση μια γραφή, χωρίς όμως να γίνεται σαφές αν εφαρμόζει την ίδια αρχή. Μάλλον προσπαθεί να διατηρήσει ουδέτερη οπτική προτάσσοντας την ιδιότητα του ερευνητή γλωσσολόγου. Γράφει: «Οι γρ. παλιός, δίκιο, ελιά δικαιολογούνται ετυμολογικά, υπερτερούν σε χρήση και είναι απλούστερες… Η ορθοπαιδική είναι ετυμολογικά βάσιμη, αλλά λιγότερο συχνή έναντι της ορθοπεδικής, που είναι και απλούστερη γραφή» (254). Στις σελίδες αναφέρονται το ετυμολογικό κριτήριο και το κριτήριο της χρήσης που κάνει συχνότερες κάποιες γραφές ή και μοναδικές, αφού «κανείς δε γράφει σήμερα και αγώρι», (255) όπως θα ήταν (σύμφωνα με το Μπαμπινιώτη) η ετυμολογική γραφή. Ωστόσο, επικαλείται το ένα ή το άλλο κατά περίπτωση. Στη σελίδα 256 γράφει ότι δε θεωρεί αναγκαίο να γραφεί κτήριο (όπως επιβάλλει η ετυμολογία) αφού «υπάρχουν γραφές που βασίζονται στο κριτήριο της παρετυμολογίας». Αυτό είναι ίσως το μοναδικό συγκεκριμένο σημείο του βιβλίου που μου προκαλεί απορία: υπάρχει τέτοιο κριτήριο ή εννοεί το κριτήριο της χρήσης; Στην περίπτωση της ορθοπαιδικής τάσσεται υπέρ της ετυμολογικής, «ίσως επειδή εδώ πρόκειται για επιστημονικό όρο».
Ακολουθούν οι σελίδες όπου ο συγγραφέας αναιρεί την πεποίθηση ότι η ελληνική είναι γλώσσα μοναδική στην οποία βασίστηκαν οι υπόλοιπες γλώσσες. Η ελληνική σαφώς ανήκει μαζί με πολλές άλλες γλώσσες στην ίδια ινδοευρωπαϊκή οικογένεια. Αυτό είναι που δικαιολογεί τις ομοιότητες μεταξύ αυτών των γλωσσών και όχι η εθνοκεντρική άποψη ότι οι υπόλοιπες γλώσσες οφείλουν την ύπαρξή τους στην ελληνική. Επίσης, σχετικά με το αλφάβητο, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη φοινικική προέλευση του ελληνικού. Η ιδιαιτερότητά του σε σχέση με το φοινικικό είναι η χρήση γραμμάτων για την απόδοση των φωνηέντων, κάτι που δεν ήταν αναγκαίο στους Φοίνικες. Τέλος, οι σελίδες 337-364 αναφέρονται στην προφορά της αρχαίας ελληνικής και στις αλλαγές που υπήρξαν από την κλασική αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Παράδειγμα, το β πιθανότατα προφερόταν [b] και όχι [v] όπως σήμερα
Ο Βασίλης Αργυρόπουλος δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει τα ίδια λογικά επιχειρήματα στηριζόμενος στις βασικές αρχές της γλωσσολογικής επιστήμης και στη σαφή χρήση των εννοιών της και της κατακτημένης γνώσης. Ανατρέχει συνεχώς στη βιβλιογραφία και τεκμηριώνει πολύπλευρα την κριτική του. Αναφορές γίνονται στο Σοσίρ, στο Μπαμπινιώτη, στο Χριστίδη (που είχε και την επιμέλεια του συλλογικού τόμου Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Από τις αρχές ως την ύστερη αρχαιότητα) και σε άλλους γνωστούς γλωσσολόγους κυρίως, όπως ο Ευάγγελος Πετρούνιας, ο Μ. Σετάτος, ο σπύρος Μοσχονάς, ο Θεόδωρος Μωυσιάδης, αλλά και στο Γιάννη Χάρη, το Νίκο Σαραντάκο, τον Π. Μπουκάλα. Ακόμη βασική τεκμηρίωση έχουμε συνεχώς στα δύο λεξικά – της κοινής νεοελληνικής του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη και στης Ελληνικής Γλώσσας (Μπαμπινιώτη) του Κέντρου Λεξικολογίας.
Έχουμε συχνές αναφορές στο Διαδίκτυο και σε απόψεις που δημοσιεύονται εκεί, όπως επίσης και σε συζητήσεις. Κατά τα άλλα τα κείμενα στα οποία ασκεί κριτική προέρχονται από περιοδικά και βιβλία που έχουν την ιδεολογική ταυτότητα του ακροδεξιού εθνικισμού βασικό χαρακτηριστικό του οποίου είναι η αναγωγή των πάντων στην αρχαία ελληνική γλώσσα και η υποτίμηση κάθε στοιχείου άλλου πολιτισμού.
Πολύ χρήσιμα είναι τα Ευρετήρια στο τέλος του βιβλίου.
Πολύ καλή η παρουσίαση του βιβλίου. Η αρχαιολατρία και ο μυωπικός ελληνοκεντρισμός εκτός από φαιδρά φαινόμενα μπορεί να γίνουν και επικίνδυνα . Προβάλλουν μια καλά ενορχηστρωμένη ψευδο-επιχειρηματολογία που μπορεί να παραπλανήσει τους ημιμαθείς και τους ανασφαλείς. Είναι πολύ καλό που αναπτύσσεται μια επιστημονική ανταπάντηση. Δυστυχώς οι διανοούμενοι και οι επίστήμονες σιωπούν μπροστά σε πολλά θέματα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓεια σου giovdim
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, σωπαίνουν οι περισσότεροι «άνθρωποι των γραμμάτων» σωπαίνουν εκκωφαντικά!
Ίσως γιατί δε φτάνει μόνο η επιστήμη. Χωρίς την κριτική κοινωνική και ιστορική προσέγγιση (κάτι που έκανε ο Α.-Φ. Χριστίδης) οδηγούμαστε στον επιστημονισμό, μια ακόμη ιδεογογία – δικαιολογία.
Σχετικά με τον αρχαιολατρικό ελληνοκεντρισμό, νομίζω ότι δε φτάνει μόνο η επιστημονική αντιπαράθεση. Έχουν δίκιο όσοι λένε ότι δεν έχει νόημα να παίρνεις στα σοβαρά τις παράλογες ιδεοληπτικές ασυναρτησίες του εθνικισμού. Χρειάζεται και η ιστορική και κοινωνική προσέγγιση της ασυναρτησίας που γίνεται επικίνδυνη.
Νομίζω ότι συμφωνούμε σε πολλά.
(ευχαριστώ για την καλή κουβέντα σχετικά με το ποστ)
Καλά όλα αυτά, καλή και η αλλεργία απέναντι στις ηλίθιες τοποθετήσεις αρχαιολατρών ή ελληνοκεντριστών, αλλα εμένα μ' ενδιαφέρει η πορέια της ελληνικής γλώσσας. Θέλω να ξεφύγω απο την ημιμάθεια μου και ταυτόχρονα αναρωτιέμαι, που είναι το λεξικό της ακαδήμίας που μας υποσχέθηκε, γιατί μέχρι σήμερα τα ερεθίσματα για έρευνα πάνω στην αρχαία γλώσσα έρχονται απ' έξω? Εδώ στην Ελλάδα, δεν υπάρχει ουσιαστική έρευνα πάνω στον Όμηρο, ακόμα και οι μεταφράσεις που υπάρχουν έγιναν απο αγγλικές μεταφράσεις, θα πρέπει να ξέρεις αγγλικά για να μεταφράσεις αρχαία κείμενα [εκτός άν σε ικανοποιεί η μετάφραση Κακρ.Καζαντζάκη]. μπορώ να εκτιμήσω ακόμα οτι η βιαστική κατάργηση της καθαρεύουσας, η επιβολή του μονοτονικού και η υποβάθμηση των αρχαίων στη δευτεροβάθμια εκπέδευση, θα φέρει ακόμα χειρότερα αποτελέσματα, και γι'αυτά δέν είναι υπεύθυνοι οι αρχαιολάτρες ούτε οι ελληνοκεντριστές, αλλα εκείνοι που αυτοαποκαλούνται ΄΄προοδευτικοί άνθρωποι των γραμμάτων΄΄ γιατί κατέβασαν τον πήχυ έτσι ωστε να υπηρετηθεί καλύτερα το καπιταλιστικό σύστημα [γρήγορη παραγωγή ΄μορφωμένων΄ανθρώπων-εργαλείων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓεια σου Ορφέα, καλωσήρθες
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια την πορεία της ελληνικής γλώσσας νομίζω ότι είναι κατατοπιστικό και σύντομο το βιβλίο που έγραψε ο Α.-Φ. Χριστίδης « ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας», (δες εδώ:
http://anagnosi.blogspot.com/2009/02/55.html και πολύ καλύτερα εδώ: http://www.greek-language.gr/greekLang/studies/history_books/12_christidis/index.html ). Το συγκεκριμένο βιβλίο θα είχε ενδιαφέρον να ενταχθεί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Εξάλλου γράφτηκε στα πλαίσια του προγράμματος για την Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση.
Επίσης υπάρχει ο πολύ καλός τόμος, του οποίου την επιμέλεια είχε ο ίδιος, Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα. (εδώ: http://www.greeklanguage.gr/christidis/2001-Istoria-ths-Ellhnikhs.htm )
Συμφωνώ για το αρχαιογνωστικό και αρχαιογλωσσικό επίπεδο σπουδών και έρευνας στην Ελλάδα. Ίσως γιατί ενδιαφερόμαστε να διδάξουμε όχι τόσο γνώση, αλλά περισσότερο ιδεολογία…
Σχετικά με τις εξωγλωσσικές παραμέτρους αυτού του ζητήματος νομίζω ότι πάλι ο Α.-Φ. Χριστίδης τοποθετεί το ζήτημα σε κριτική βάση στο «γλώσσα, πολιτική, πολιτισμός» ( δεν εδώ: http://anagnosi.blogspot.com/2009/08/736.html και εδώ http://www.greeklanguage.gr/christidis/1999-Glossa-Politiki.htm )
Παραπέμπω στο Χριστίδη, γιατί νομίζω ότι είναι στο σκεπτικό σου και μπορείς να δεις μια άλλη ξεκάθαρη ματιά και απάντηση στα ζητήματα που θέτεις στο τέλος του σχολίου σου.
Σχετικά με το Λεξικό της Ακαδημίας κλπ ίσως… καλύτερα που δε βγήκε.
Σχετικά με τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής και άλλα γλωσσικά ζητήματα ίσως θα σε ενδιέφερε και το http://o-mikron.blogspot.com/
ΑπάντησηΔιαγραφή