Σα να βρισκόμαστε και ‘μεις με την παρέα στο τραπεζάκι της Όμορφης Νύχτας. Ακούμε το συγγραφέα και τους θαμώνες να διηγούνται τις ιστορίες τους. Το κλίμα του μαγαζιού ζωντανεύει με μουσική και τραγούδια. Οι σύγχρονοι μύστες του αυθεντικού τραγουδιού είναι παρόντες. Η Ντιλέκ Κοτς, ο Γιώργος και ο Μανώλης Χουλιάρας, η Μαριώ, η Ελένη Τσαλιγοπούλου, ο Χρήστος Μητρέτζης, ο Ορφέας Περίδης, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Γιώργος Καμπουρέλος, ο Νίκος Παπάζογλου, ο Νίκος Στρουθόπουλος, ο Αγάθωνας Ιακωβίδης, ο Λάρυ Χαριτίδης, η Λιλή, ο Χοντρονάκος, ο Δημήτρης Ζερβουδάκης, ο Μανώλης Ρασούλης, ο Τάκης Μπίνης, η Μελίνα Κανά, η Λιζέτα Καλημέρη, η Σωτηρία Μπέλλου και άλλοι, και άλλοι.
Ταυτόχρονα αντανακλάται το παρελθόν της μεταπολεμικής περιόδου και των μεγάλων δημιουργών του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού. Γεωγραφικός χώρος σε όλο το αφήγημα παραμένει η Θεσσαλονίκη και τα μαγαζιά της. Οι επαναλήψεις είναι αναπόφευκτες και για το λόγο ότι διαφορετικοί αφηγητές παραθέτουν την οπτική τους. Αλλά και γιατί το βιβλίο έχει τη συνειρμική δομή της συζήτησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι αναφορές στις σπουδές του συγγραφέα και στους Γ.Π. Σαββίδη και Δ.Ν. Μαρωνίτη.
Το βιβλίο διανθίζεται με γνωμικά και παροιμίες από τη λαϊκή θυμοσοφία και πολλές φορές παίρνει λαογραφικό χαρακτήρα. Ως προς αυτό ο Θωμάς Κοροβίνης φαίνεται να αξιοποιεί τους δρόμους του Ηλία Πετρόπουλου. Επίσης, αρκετές φωτογραφίες οπτικοποιούν την αφήγηση και δίνουν την αίσθηση ντοκουμέντου. Σε μια από αυτές, τραβηγμένη το 1984 στο «Μπαλκονάκι» διακρίνεται πίσω με την κιθάρα ο Σωκράτης Μάλαμας.
Ξεφυλλίζω ξανά το βιβλίο και στέκομαι τυχαία:
Στη φράση του Ντοστογιέφσκι ότι η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο (37), στο σιγανομουρμούρισμα του Βουρλιώτη τα χείλη σου είναι ζάχαρη και το μουνί σου μέλι, γιαλάν ντουνιά, καχπέ ντουνιά (99), στην παροιμία το φίδι κοιμάται, ο εχθρός δεν κοιμάται (101), στις σελίδες για το Γιώργο Ιωάννου (125 κ.ε.), στη συναυλία για τη Σεβάς Χανούμ στη Νομική την 23η Ιανουαρίου 1984 όπου συμμετείχε και ο Πασχάλης Τερζής (141), στο κουκουβαγείο, όπως αποκαλούσε ο Γιάννης Σκαρίμπας την Ακαδημία, στις σελίδες για τη Θεσσαλονίκη και το Δημήτρη Δημητριάδη (153 κ.ε.), στα χλευαστικά λογοπαίγνια γαμίστερ κόσμος και γαμίς κόσμος (207), στη φράση του ποιητή Αργύρη Χιόνη όσο περνούν τα χρόνια, μεγαλώνουν οι κλειδαρότρυπες, μικραίνουνε οι πόρτες (219), στην Προσοτσάνη (258), στις σκέψεις για τη δεξιά και για την αριστερά σα δεξιά… (265), για τα μαγαζιά και τη μουσική στη Θεσσαλονίκη (278), στο χιούμορ του Χατζηδάκι που δήλωνε για τις γυναίκες, ότι στην αρχή τις ερωτευόμουν όλες. Ήμουν ανώμαλος. Σιγά – σιγά έστρωσα (289), στη φράση του Ταχτσή ότι οι συμπτώσεις μιας ζωής είναι έργο αιώνων και στη λέξη αγαπολατρεία που αποδίδει το τουρκικό sevtap (295), στην Πόλυ Πάνου που τραγουδά εσείς οι δυνατοί της γης/ εσείς που κυβερνάτε/ δώστε στην εργατιά λεφτά/ να πάρουνε τραχτέρια/ να μην οργώνει πια τη γη/ ο κόσμος με τα χέρια (313), στο περιοδικό Λαϊκό Τραγούδι που έβγαζε ο Γιώργος Κοντογιάννης (328), στο Μίλτο Σαχτούρη που υπήρξε ο πρώτος που φορούσε σκουλαρίκι (346), στο Σωτήρη Δημητρίου και τη φράση του αγάπη είναι αυτό που συμβαίνει χωρίς λόγο (352) και στην απορία του Σκαρίμπα, περίεργο πράγμα να έχω καεί και να με τραβάει η φωτιά (353), στην ιστορική πληροφορία ότι οι σύμμαχοι το 1919 δίναν την Κωνσταντινούπολη στο Βενιζέλο, αλλά αυτός δε δέχτηκε… (358) και ξανά στη Θεσσαλονίκη που είναι ένα συνονθύλευμα από κομπλεξικούς, κατηχητικά, δεξιούρες, γκλαμουράτους και μουράτους (371).
Ο Θωμάς Κοροβίνης στο αφήγημά του δεν κρύβεται και δεν κρύβει, το κείμενό του είναι ένα εξομολογητικό ντοκουμέντο.
Νύχτα στο κατώφλι σου χτυπιέμαι,
ΑπάντησηΔιαγραφήστους μαυραγορίτες σου πουλιέμαι,
μπάτσοι τα φυλάν' τα μυστικά σου,
φίδια φαρμακώνουν τα φιλιά σου
Πολύ συμπαθής μου είναι ο Κοροβίνης και οι αφηγήσεις του.
Πραγματικά η γραφή του, εκτός των άλλων, δημιουργεί και ατμόσφαιρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌσο για την τραγουδοποιητική του Κοροβίνη δεν έχω να πω τίποτα