Παρασκευή, Απριλίου 10, 2009

Η πλατιά θάλασσα των Σαργασσών, Τζην Ρυς

Όλα προοιωνίζονταν ξωτικά στο βιβλίο αυτό, και πιο πολύ ο …τίτλος που αναφέρεται στη θάλασσα των Σαργασσών στον ατλαντικό ωκεανό, γνωστή σε μένα μόνο από το ποίημα του Καββαδία «Μαρέα» (!)
Γραμμένο από Δομινικανή στα τέλη του 19ου αι., κόρη κρεολής και Ουαλού, με πολύ ταραχώδη και καλλιτεχνικό βίο, μου τράβηξε το ενδιαφέρον η τόλμη –για την εποχή- και η πρωτοτυπία της σύλληψης: η συγγραφέας Τζην Ρυς θέλησε να «αποκαταστήσει» μια αδικημένη μυθιστορηματική ηρωίδα, τη γυναίκα του Ρότσεστερ, την Μπέρθα, στο έργο της Σαρλότ Μπροντέ «Τζέην Έυρ»! Όπως σημειώνει κι η ίδια, πάντα την ενδιέφερε η τρελή πρώτη σύζυγος του Ρότσεστερ γιατί πίστευε ότι η Σαρλότ Μπροντέ είχε ένα είδος προκατάληψης έναντι των Δυτικών Ινδιών, γι’ αυτό και παρουσίασε ως τέρας τη γυναίκα αυτή. Έτσι, η Τζην Ρυς γράφει αυτό το βιβλίο από την οπτική γωνία της ηρωίδας (εκείνη αφηγείται και στο μεγαλύτερο μέρος) δίνοντάς της μάλιστα άλλο όνομα, το οποίο εν συνεχεία υποτίθεται ότι άλλαξε βάναυσα ο Άγγλος σύζυγός της.
Η συγγραφέας μάς μεταφέρει με αδρές γραμμές το πνεύμα στη Τζαμάικα- και όλου του συμπλέγματος των νησιών αυτών της Καραϊβικής- όπου ζει και μεγαλώνει η ηρωίδα της, Αντουανέτ, ξένη ανάμεσα σε λευκούς, μιγάδες και μαύρους, μέσα σε μια περίοδο ταραχών λόγω της αγγλικής κατοχής. Δεν ανήκει στους λευκούς οι οποίοι ποτέ δε δέχτηκαν την κρεολή μητέρα της, δεν τη δέχονται όμως και οι ντόπιοι:
Σελ.40:
Οι μαύροι δε μας μισούσαν και τόσο πολύ όταν ήμασταν φτωχοί (πριν η μητέρα της παντρευτεί λευκό). Ήμασταν λευκοί αλλά δεν το είχαμε σκάσει και σύντομα θα πεθαίναμε γιατί δε μας είχαν μείνει καθόλου λεφτά. Είχαμε κάτι να μας μισούν;
Τώρα το μίσος είχε ξαναρχίσει, και χειρότερα από πριν, η μητέρα μου το ξέρει αλλά δε μπορεί να το πιστέψει.
Σελ. 116:
Ήταν ένα τραγούδι για μια άσπρη κατσαρίδα. Αυτή είμαι εγώ. Έτσι αποκαλούν όλους εμάς που ήμασταν εδώ πριν οι δικοί τους στην Αφρική τους πουλήσουν στους δουλέμπορους. Και άκουσα και κάποιες αγγλίδες να μας αποκαλούν λευκούς νέγρους. Γι΄ αυτό κι εγώ, που βρίσκομαι ανάμεσα σ’ αυτούς και σε σας, αναρωτιέμαι για το ποια είμαι και πού είναι η πατρίδα μου και πολύ ανήκω και για ποιο λόγο γεννήθηκα τελικά.
Σιωπηλή, νωχελική, απόμακρη η ηρωίδα, με μόνη της συντροφιά τη μαύρη νταντά της Κριστοφίν, φορέα του πνεύματος της ντόπιας παράδοσης (μάγια, βασκανίες κλπ.), δίνει με ποιητικές πινελιές την ατμόσφαιρα της ζωής της στο πρώτο μέρος του βιβλίου. Στη συνέχεια, την «πουλάνε» στον κ. Ρότσετστερ, ο οποίος ποτέ δεν την αγάπησε. Θαμπωμένος για ένα διάστημα από τη ομορφιά της (όλη τη μέρα ήταν σαν όλα τα κορίτσια, χαμογελούσε στον εαυτό της μέσα στον καθρέφτη της, προσπαθούσε να μου μάθει τα τραγούδια της, αυτά που με στοίχειωναν), γρήγορα ενέδωσε στις συκοφαντίες και τα κουτσομπολιά σε βάρος της, ότι δηλαδή η μητέρα της νεαρής συζύγου του καθώς και ο αδερφός της πάσχουν από ψυχασθένεια, επομένως έχει κληρονομική προδιάθεση στην τρέλα. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου βλέπουμε την οπτική γωνία του Ρίτσαρντ, ο οποίος κάνει κάποιες φιλότιμες προσπάθειες αρχικά να την καταλάβει, αλλά δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στο ντόπιο πνεύμα και κρατά απόσταση από τη γυναίκα του. Στο τρίτο μέρος, την αφήγηση αναλαμβάνει ξανά η Αντουανέτ, αυτή τη φορά από τη σοφίτα του σπιτιού στην Αγγλία, όπου είναι έγκλειστη. Από δω συνεχίζει (εν αγνοία της!) την ιστορία η Σαρλότ Μπροντέ.
Κάπως χαλαρή η συνοχή στο βιβλίο και χωρίς δραματικότητα ή έντονα πάθη. Στις τελευταίες σελίδες μόνο βλέπουμε κάτι από την εσωτερική σύγκρουση των ηρώων, όπως τα αντιφατικά συναισθήματα του Ρίτσαρντ απέναντι στην όμορφη γυναίκα του, τις προσπάθειες της Αντουανέτ να τον αγαπήσει (της έκανες έρωτα, μέχρι να τη μεθύσεις, κανένα ρούμι δε θα τη μεθούσε έτσι, μέχρι να μη μπορούσε να ζει χωρίς αυτό). Το μίσος που γεννιέται μέσα της για ό, τι την παίρνει μακριά από τον τόπο με τον οποίο είναι δεμένες οι αναμνήσεις της, μίσος που γεννά την ψυχρότητα, την αδιαφορία, την τρέλα (το είπα και την κοίταξα διακρίνοντας το μίσος στα μάτια της και νιώθοντας το δικό μου μίσος να αναβλύζει για να συναντήσει το δικό της. Γι άλλη μια φορά η ιλιγγιώδης αλλαγή, η ανάμνηση, η ναυτία που συνοδεύει την επιστροφή του μίσους). Τέλος, στο τρίτο και μικρότερο μέρος παρακολουθούμε τις ασύνδετες σκέψεις της παράφρονος πλέον ηρωίδας που το σκάει από τη σοφίτα και μέσα σ’ ένα παραλήρημα βάζει φωτιά στις κουρτίνες του σπιτιού (δηλαδή έχουμε τη γνωστή σκηνή από το «Τζέην Έυρ»).[1]
Όλα αυτά είναι δοσμένα με μια ποιητικότητα θα έλεγε κανείς ιμπρεσσιονισική. Πινελιές ποίησης:
Σελ. 69:
Ήταν όπως εκείνο το πρωί που είχα βρει το νεκρό άλογο. Μην πεις τίποτα και τότε μπορεί να μην είναι αλήθεια.

Σελ. 90:
«Αληθεύει», ρώτησε, «πως η Αγγλία μοιάζει με όνειρο»;
«Λοιπόν» απάντησα ενοχλημένος, «έτσι περίπου μοιάζει και το δικό σου όμορφο νησί σε μένα, αρκετά εξωπραγματικό και ονειρικό».
«Ναι, αλλά πώς γίνεται να είναι εξωπραγματικά τα ποτάμια, τα βουνά, η θάλασσα
«Και πώς γίνεται τα εκατομμύρια ανθρώπων, τα σπίτια τους και οι δρόμοι τους να είναι εξωπραγματικά;»
«Ευκολότερο», είπε, πολύ ευκολότερο. Είναι φυσικό μια μεγάλη πόλη να μοιάζει με όνειρο».
«Όχι, αυτό εδώ είναι εξωπραγματικό και σαν όνειρο».

Σελ. 96 (για την Κριστοφίν):
«Αναμφίβολα είναι άξια γυναίκα. Αλλά δεν μπορώ να πω πως μου αρέσει ο τρόπος που μιλάει. Και δείχνει τόσο τεμπέλα. Τριγυρίζει χασομερώντας».
«Έχεις άδικο, για άλλη μια φορά. Δείχνει αργή, αλλά όλες οι κινήσεις της είναι σωστές, οπότε στο τέλος το αποτέλεσμα είναι γρήγορο».

Η Τζην Ρυς μέσα σ’ αυτό το βιβλίο θίγει ένα ενδιαφέρον κοινωνικό θέμα, τη ρευστή κοινωνική κατάσταση στις αποικίες για τους λευκούς δεύτερης και τρίτης γενιάς, και ιδιαίτερα τη μοίρα των κρεολών, κληρονόμων συνήθως μιας μεγάλης περιουσίας που μετά την απελευθέρωση αυτών των περιοχών μένουν χωρίς πατρίδα και βιώνουν ένα μίσος για τους λευκούς αλλά και για τους ντόπιους, παράλληλα με μια μεγάλη νοσταλγία για τον τόπο όπου μεγάλωσαν. Θέλησε να υποδείξει ότι αυτή η ρομαντική ιστορία του Ρότσεστερ που παντρεύτηκε στο τέλος την Τζέην Έυρ κρύβει πίσω της τη δυστυχία ενός ανθρώπου που έχασε σταδιακά τη χαρά της, την ομορφιά της, τα λεφτά της, την αγάπη, μέχρι και το … όνομά της. Που οδηγήθηκε μοιραία στη σκλαβιά και την τρέλα. Όπως έχει τονίσει και η Penny Boumelha[2], «Όταν η Τζην Ρυς άρχισε να γράφει για να δικαιώσει «την τρελή», έδωσε έμφαση στο ρόλο της ως «το κληροδότημα του ιμπεριαλισμού που φωλιάζει κρυμμένο στην καρδιά του κάστρου κάθε Άγγλου τζέντλεμαν».
Είναι έξυπνη η σύλληψη και αρκετά ποιητικό το ύφος, αλλά δε μπορώ να πω ότι με συνάρπασε.

[1] Πολύ αναλυτική και κατατοπιστική η παρουσίαση του βιβλίου από τον librofilo εδώ
[2] Εισαγωγή στο βιβλίο, του Hilary Jenkins

Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου