Διάβασα το βιβλίο έχοντας στο μυαλό μου ένα σχόλιο της anagnostrias που χαρακτήριζε τα βιβλία της Ιορδανίδου αναμασήματα του πρώτου της βιβλίου, της Λωξάντρας. Προσπάθησα να καταλάβω τον χαρακτηρισμό. Ναι, σε πολλά σημεία, όπως και σε όλα της τα βιβλία, η Ιορδανίδου επανέρχεται σε σταθερές όπως η γιαγιά Λωξάντρα, η φράση time is, time was, time is not, πλούσιος είναι ο εν τω ολίγω αναπαυόμενος κλπ.
Ίσως από λογοτεχνική άποψη να μην προστίθεται τίποτα. Η συγγραφέας στη «Λωξάντρα» μας έδωσε τους τρόπους της γραφής της και στα υπόλοιπα βιβλία της δεν πρωτοτυπεί. Η αφήγηση ρέει με τον ίδιο τρόπο, τα πρόσωπα σκιαγραφούνται πανομοιότυπα με τη δράση τους, οι περιγραφές συνιστούν σε αδρές γραμμές το σκηνικό, η ιστορία αποτελεί το φόντο...
Εδώ, στο τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό των βιβλίων της Ιορδανίδου βρίσκω το ξεχωριστό ενδιαφέρον. Τα χρόνια ή οι άνθρωποι περνούν καθώς γυρίζω τις σελίδες... Η άδολη οπτική της λαϊκής ψυχής που βλέπει την ιστορία με την καθαρή ματιά του βιωμένου. Αυτό, το ιστορικό ενδιαφέρον της προσωπικής μαρτυρίας βρίσκεται λανθάνον στη Λωξάντρα, εκδηλώνεται σαφέστερα στα υπόλοιπα βιβλία και υποχωρεί σε όφελος της «μικροκοινωνιολογίας» στην «αυλή μας».
Το βιβλίο είναι το τρίτο, τόσο στη σειρά της συγγραφής (Λωξάντρα 1963, Διακοπές στον Καύκασο 1965, Σαν τα τρελά πουλιά 1978, Στου κύκλου τα γυρίσματα 1979, Η αυλή μας 1981) όσο και στη σειρά μέσα στον ιστορικό χρόνο. Αντιστοιχεί στην περίοδο του μεσοπολέμου, δηλαδή των δεκαετιών 1920 και ’30.
Μαζί με την Άννα βρισκόμαστε στην Αίγυπτο, στην Αλεξάνδρεια του 1920 «μια πολιτεία χωρισμένη στα δυο: σε παράδεισο και σε κόλαση», η συγγραφέας λιτά αλλά παραστατικά περιγράφει την αθλιότητα στα αράπικα, τις γειτονιές των ντόπιων. Επίσης, είναι άφθονα τα στοιχεία για την ελληνική παροικία και για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Σεργιανούμε και ‘μεις στη λεωφόρο Ράμλι μαζί με τον Καβάφη. Η ζωή και η εκλεπτυσμένη ζωή των λευκών τους διαφοροποιεί από τους αραπάδες. Ακόμα και το Κομμουνιστικό κόμμα Αιγύπτου συνυφαίνεται όχι με τους ντόπιους και τις φτωχικές γειτονιές της Αλεξάνδρειας, αλλά με τους λευκούς και στεγάζεται απέναντι από τον Όμιλο Κοινωνικών Μελετών. Το μυαλό μου πήγε αρκετές φορές στην «Αριάγνη» του Τσίρκα, καθώς διάβαζα αυτές τις σελίδες. Εκεί μαθαίνουμε και την είδηση για τη μικρασιατική καταστροφή.
Ακολούθως θα μεταφερθούμε στην Αθήνα ακολουθώντας την Άννα. Η προσφυγιά και οι προσπάθειες της, η αποκατάσταση στη νέα πατρίδα, οι συνήθειες και τα φαγητά τους, όπως το άγνωστο μέχρι τότε προσφυγικό σουβλάκι. Η συγγραφέας είναι κοντά στον απλό κόσμο και καταγράφει την καθημερινότητά τους. «– Άδικα κύριε Ισαακίδη, φύτεψες λεμονιές σε κείνη τηνπλευρά του οικοπέδου σου. Δεν προκόψανε... – Πώς αυτό, κύριε Συμεωνίδη. Γιατί να μην προκόψουν αφού οι δικές σου πρόκοψαν. Αλλά, συναντάμε και γνωστά ονόματα της αριστεράς. Ο Κορδάτος, ο Βάρναλης, ο Γληνός και άλλοι. Ακόμη, ο Ελευθερουδάκης, ο Δελμούζος, η Ιμβριώτη βρίσκονται στις σελίδες του βιβλίου. Ζωντανεύει έτσι η ιστορική καθημερινότητα ως την έκρηξη του β’ παγκόσμιου πόλεμου. 23 χρόνια αφότου τέλειωσε ο πρώτος και η Άννα αναλογίζεται: «Τα χρόνια στέκουνται. Εμείς περνούμε».
Τέλος θα ήθελα να σταθώ συγκεκριμένα σε τρία σημεία του βιβλίου όπου συγκεκριμένα περιστατικά αποτυπώνουν το κλίμα της εποχής σχετικά με το γλωσσικό ζήτημα. Την εποχή μετά την οκτωβριανή επανάσταση πολλά παιδιά είχανε βαφτιστεί με το όνομα Βλαδίμηρος. Ο Γιάννης Κορδάτος στη Ζαγορά βαφτίζει το παιδί του, αγόρι, Λένιν (!) Ο παπάς που τέλεσε το μυστήριο μπλέκει με τους χωροφύλακες που του ζητούν εξηγήσεις και αυτός δικαιολογείται: Ελέν’ άκουσα και Ελέν’ το ‘πα. (σελ. 115) Και μια δεύτερη βάφτιση με νονό τον Αλέξανδρο Δελμούζο στη σελίδα 123. «– Βαφτίζεται ο δούλος του Θεού ... – Γιάννης, λέει ο Δελμούζος. – Ιωάννης, εις το όνομα του ... – Γιάννης, τον διακόπτει ο Δελμούζος. – Ιωάννης ξαναλέει ο παπάς. – Γιάννης! φωνάζει πεισματωμένος ο Δελμούζος. Μπαίνει η Δελμούζαινα στη μέση, συμβιβάζει τα πράματα, ψιθυρίζει ο παπάς ένα όνομα μισό Γιάννης και μισό Ιωάννης, τελειώνει η βάφτιση». Τέλος, (σελ. 153-154) στο σχολείο η αυστηρή δασκάλα επιμένει «– Βρέ κτήνος, βρε τέρας, βρέ ζώον, δε σου είπα χίλιες φορές πως η γλώσσα γενική κάνει της γλώσσης και όχι της γλώσσας;» και σχίζει το τετράδιο του Γιαννάκη (που βάφτισε ο Δελμούζος). Το παιδί την επόμενη μέρα πηγαίνει στο σχολείο με καινούργιο τετράδιο που στην πρώτη σελίδα γράφει: «Η γλώσσα, της γλώσσας, τη γλώσσα, θέλω να λέει και να γράφει, κυρά μου, το παιδί μου, και όχι τις ελληνικούρες σου. Ο πατέρας του».
Συμφωνώ με την προσέγγιση σου, τα έχουμε ξαναπεί άλλωστε για την Ιορδανίδου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπάρχει αίσθηση συνάφειας με την Αριάγνη, αν και στην τριλογία του Τσίρκα έχω επιστρέψει τόσες φορές αναγνωστικά που δεν το έχω κάνει με κανένα άλλο βιβλίο Έλληνα συγγραφέα.
Τα έχουμε ξαναπεί, κυπ. Ναι αλλά νιώθω να χρωστάω στην ελληνική λογοτεχνία. Καθώς ήμουν προσανατολισμένος σε άλλα..., έχω αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς. Η Μαρία Ιορδανίδου με κέρδισε όχι τόσο για τη λογοτεχνική απόλαυση που προσφέρει αλλά για το μωσαϊκό που συνθέτει. Αυτό ταιριάζει με τα ενδιαφέροντά μου. Το ιστορικό μια μικροϊστορικό φόντο των βιβλίων της.
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι εκ των υστέρων νομίζω ότι πρέπει να προσθέσω, χωρίς σχόλια, την αναφορά σε δυο σημεία του βιβλίου που τα νιώθω να «λειτουργούν» μέσα μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτη σελ. 42 η φράση που ξεκινά το 8ο κεφάλαιο είναι η εξής: «Η τύχη, λένε οι Κινέζοι, χτυπά στη γελαστή την πόρτα...».
Στη σελίδα 127 οι φράσεις: «καλό κορίτσι, αλαφρόϊσκιο» και «καλός άνθρωπος, δε λέω, μα βαρύς είναι ο ίσκιος του», (κρίσεις της Κλειώς για την παραδουλεύτρα και το γαμπρό της).
Παρακαλώ μια "μικροϊστορική" βοήθεια: Ποια χρονιά η Άννα (η Μαρία Ιορδανίδου) άρχισε δουλειά στη Σοβιετική πρεσβεία αφότου επέστρεψε στην Αθήνα; Θα σας είμαι υπόχρεος!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔάφνος
Δυστυχώς δε μπορώ να βοηθήσω. Δε θυμάμαι να έχει σαφή χρονική αναφορά στο βιβλίο (που ήταν δανεικό).
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπάρχει βέβαια και το ζήτημα αν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την ακρίβεια των αυτοβιογραφικών στοιχείων (αν και η Ιορδανίδου μάλλον δε μεταπλάθει σε φανταστικό όσα θυμάται).