Στο πρώτο –«Μνήμη»- έχουμε μια βιογραφική παρουσίαση της τραγικής ζωής του Ντ’ Αλαμοπέρ, που εγκαταλείφθηκε νεογέννητος στο κατώφλι μιας εκκλησίας, διασώθηκε και ανατράφηκε σε ορφανοτροφείο και κατάφερε ωστόσο να ξεχωρίσει για τη μαθηματική του ευφυΐα, και ν’ ακολουθήσει μια λαμπρή καριέρα ως μαθηματικός, φυσικός αλλά και φιλόσοφος του Γαλλικού Διαφωτισμού.
(σελ. 35): "...ολόκληρος ο κόσμος δίπλα μου, τεράστιος και ανεξερεύνητος, σαν ένα κείμενο που περιμένει να διαβαστεί και να κατανοηθεί. Η επιθυμία μου να ωριμάσω και να μάθω ήταν παρούσα ακόμα και στα παιχνίδια μου". Από νωρίς επίσης «έφερα βαρέως όλες τις ατέλειωτες ώρες που ξόδευα μελετώντας άχρηστα μαθήματα, όπως η εκκλησιαστική ιστορία και τα κτηνώδη κατορθώματα τυράννων και κατακτητών». Έτσι προοικονομείται η ορθολογιστική και σκεπτικιστική στάση των διαφωτιστών απέναντι στην εκκλησία, τη θρησκεία αλλά και τη μοναρχία. Άλλωστε, ο Ντ’ Αλαμπέρ συνεργάστηκε με τον «ιδιόρρυθμο κι αναξιόπιστο Ντιντερό που ενδιαφερόταν πολύ περισσότερο για το καλό φαγητό παρά για τους φίλους του», τον «ενοχικό και κουραστικό Ρουσσώ», γνώρισε τον Βολτέρο κι άλλες προσωπικότητες της εποχής. Ένα άρθρο της Εγκυκλοπαίδειας που στρέφεται εναντίον του Καλβινισμού, γίνεται αφορμή για αντιδικία με τον Ντιντερό.
(σελ. 97): Ντιντερό: -Εσύ μας έμπλεξες, εσύ θα μας ξεμπλέξεις. Οι πάστορες απαιτούν μια δημόσια συγνώμη και μια ανάκληση. Ζήτα εκεί χάμω μια δημόσια συγνώμη να τελειώνουμε. Πού το βλέπεις το κακό; Πρέπει να κρατάμε τους ηλίθιους ευχαριστημένους.
-Φοβούμαι πως δεν μπορώ ν’ αντιμετωπίσω την αλήθεια τόσο επιπόλαια όσο εσύ ».
Ήταν και η αφορμή μερικής παραίτησης του Ντ’ Αλαμπέρ από τη συνεργασία του με τον Ντιντερό αλλά και τον Ρουσσώ, ο οποίος έσπευσε να γράψει μια καταγγελία που εξελίχτηκε σε προσωπική επίθεση! (Το συγκεκριμένο κείμενο παρατίθεται σε υποσημείωση κι έχει τίτλο «Lettre a d’ Alembert sur les sprectacles». Το πρόβλημα της διάκρισης φαντασίας- ιστορικής αλήθειας υπάρχει έντονο στη μυθιστορηματική απόδοση βιογραφιών).
Έτσι αγαπητός σε μερικούς αλλά αντιπαθής σε άλλους, όλη του η ζωή στρέφεται στη μεγάλη του αγάπη, την Ζυλί, μια γυναίκα με εξίσου ταραγμένη ζωή με τη δική του, με την οποία όμως η σχέση είναι μόνο πνευματική, μέχρι ν’ ανακαλύψει μετά τον θάνατό της ότι εκείνη έπαιζε μαζί του ενώ υπέφερε για άλλον άντρα. Eρωτευμένος και παραγκωνισμένος πέθανε χωρίς να γνωρίσει αγάπη και τρυφερότητα ούτε από μάνα ούτε από γυναίκα.
Συμβατικό λοιπόν, ωστόσο ενδιαφέρον το πρώτο αυτό μέρος, ξεδιπλώνει την εμμονή του Ντ’Αλαμπέρ στην ορθολογική αρχή ότι, όπως οι νόμοι του Νεύτονα καθορίζουν την κίνηση του σύμπαντος, έτσι κάποια ορθολογική αρχή διέπει «κάθε μορφή κίνησης στον κόσμο» και τις ιστορικές και κοινωνικές σχέσεις.
Άξια λόγου είναι και η πίστη στη δύναμη της μαθηματικής σκέψης, όπου «τίποτα δεν είναι αυθαίρετο», «ακόμα κι αν κανένας δεν σας έχει διδάξει τους κανόνες των μαθηματικών, θα μπορούσατε να τους ανακαλύψετε όλους μόνος σας» γιατί «δεν είναι τίποτα άλλο από μια σειρά βουνοκορφές που περιμένουν ποιος θα τις κατακτήσει» (σελ. 116). Κι ότι «Ο μαθηματικός οφείλει να ξεκινά από έναν τέλειο κόσμο, οικοδομημένο με ιδανικά στοιχεία. Μόνο όταν αυτός ο κόσμος γίνει πλήρως κατανοητός, μπορούν να αρχίσουν να μελετώνται οι ατέλειες που προσδίδουν στον πραγματικό κόσμο το χαρακτήρα που γνωρίζουμε» (σελ. 121).
Και παρακάτω:
- Λέτε ότι η φυσική είναι άχρηστη, αν ασχολείται μόνο με ιδανικές καταστάσεις. Εγώ, αντιθέτως, ισχυρίζομαι ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει κατανοητός, μόνο αφού γνωρίσουμε πλήρως το ιδανικό μοντέλο. Σε αντίθετη περίπτωση, θα έχουμε μόνο χάος, το οποίο δε θα υπόκειται σε καμιά αναγωγή. Ως μαθηματικοί, δεν είμαστε χειρότεροι από τους ποιητές, που αναφέρονται στους θεούς και στις ευγενικές πράξεις ιδανικών αντρών και γυναικών (+++)
Ήδη έχουν μπει τα θεμέλια για το βασικό θέμα/πρόβλημα που πραγματεύεται το βιβλίο του Κράμεϋ.
Το δεύτερο μέρος - «Λογική»- είναι φαινομενικά απολύτως άσχετο. Λίγο πριν από το θάνατό του ο Ντ’ Αλαμπέρ δέχεται μια επίσκεψη από κάποιον Μάγκνους Φέργκουσον, που του αφήνει ένα χειρόγραφο με τίτλο «Η κοσμογραφία». Το περιεχόμενό το προοικονομείται από το πρώτο κιόλας μέρος, εφόσον ο μυστηριώδης επισκέπτης εξομολογείται στην υπηρέτρια ότι χρόνια προσπαθεί να πείσει τον Ντ’ Αλαμπέρ ότι «οι βεβαιότητες στις οποίες στηρίζεται η επιστήμη του είναι απλές αυταπάτες· ότι το Σύμπαν διέπεται από τους νόμους του τυχαίου». Ότι το χειρόγραφό του «έρχεται να προστεθεί στη μακρά σειρά των κειμένων που αποδεικνύουν την ύπαρξη άλλων κόσμων, πέρα από τη φιλοσοφία του πέρα από τα στείρα όρια της καταραμένης του Εγκυκλοπαίδειας».
Ο φερόμενος ως ήρωας λοιπόν, μάλλον είναι ένα πρόσωπο μη ιστορικό, που θέτει όμως σε άμεση αμφισβήτηση την αρχή του Ντ’ Αλαμπέρ στο φιλοσοφικό του δοκίμιο «Μια φυσική ιστορία της ανθρώπινης ψυχής», από το οποίο, σύμφωνα με το μύθο, διασώζεται μόνο μια αναφορά κάποιου άλλου μάρτυρα. Αξίζει όμως ν’ αναφερθεί ότι η πηγή έμπνευσης του Φέργκουσον είναι μια εμπειρία «απώλειας της ταυτότητας».
(σελ. 148): "Απότομα αισθάνθηκα ότι δεν είμαι πια ο εαυτός μου. Δεν ξέρω αν αισθανόμουν σα να ήμουν κάποιος άλλος ή σαν να ήμουνα κανένας απολύτως. Αλλά σε μια στιγμή έχασα πλήρως την αίσθηση της ταυτότητάς μου, της ίδιας μου της ύπαρξης".
Στο έργο του λοιπόν αυτό, ο Φέργκουσον πραγματεύεται την περίπτωση συτή, επινοώντας έναν «χαρακτήρα» για τον οποίο μια δήλωση έχει νόημα όταν είναι αντικειμενικά επαληθεύσιμη. Δεν αισθάνεται, γιατί η έννοια της αίσθησης δεν υπάρχει γι’ αυτόν, αφού προϋποθέτει ένα αντικείμενο που να την βιώνει. (…) Δεν έχει αυτοσυνείδηση και δεν μπορεί να ξέρει πώς είναι να είσαι ο εαυτός σου. (…) Ήταν μια ψυχή στα πρόθυρα του θανάτου, ένα πνεύμα απελευθερωμένο από τα δεσμά της προσωπικής ταυτότητας.
Είναι γλαφυρότατη η περιγραφή αυτής της ειδικής ψυχικής κατάστασης (θυμίζει λίγο Ε. Α. Πόε) από τον παρουσιαστή του έργου του Φέργκουσον, το οποίο όμως επεκτείνεται και σ΄άλλα θέματα, παράδοξα και προκλητικά, όπως π.χ. το «Παράδοξο της Λοταρίας» (μια «εισαγωγή στη θεωρία των πιθανοτήτων»;) και κυρίως, το «σύμπαν των πολλαπλών κόσμων».
Η «Κοσμογραφία» είναι ένα ταξίδι στους πολλαπλούς αυτούς κόσμους, μια πρόκληση επομένως στη Λογική Αρχή του Ντ’ Αλαμπέρ. Είναι εκπληκτική η αρχή: « Αυτός είναι ένας πλανήτης ονείρων. Όμως δεν είμαι σε θέση να αποφασίσω αν πρόκειται για τα δικά μου ή τα όνειρα κάποιου άλλου. (…) Η γνώση της μη πραγματικότητας, το έντονο βίωμά της, μοιάζει να είναι ένα παράξενο φαινόμενο, παρόλο που είμαστε εξοικειωμένοι μ’ αυτό σε καθημερινή βάση».
Είμαστε στο όριο της Ιστορίας του ανθρώπου όπου στη διερεύνηση της πραγματικότητας, της «υπέρτατης αλήθειας», συμμετέχει και η συνείδηση, η προσωπικότητα, το όνειρο, η φαντασία. Το υποκείμενο διέρχεται τους επτά πλανήτες στον καθένα εκ των οποίων η συνείδηση βρίσκεται «κάπου αλλού»:
ΕΡΜΗΣ: "…εδώ ο χρόνος δεν αποτελεί μια μονόδρομη ροή των γεγονότων αλλά μια διαρκώς παρούσα διακλάδωση των δυνατοτήτων. (…) Είμαι ένας άνδρας ή πολλοί; Είμαι μήπως το ένα εκατομμυριοστό ενός μεγαλύτερου άνδρα, ένα απειροστό κλάσμα του χώρου των πιθανοτήτων που απαρτίζουν αυτόν τον κόσμο; Ακόμα κι όταν θα φύγω, όλοι οι άλλοι θα παραμείνουν".
Κατά τον ίδιο τρόπο η συνείδηση περιδιαβαίνει τους πλανήτες/επίπεδα εγρήγορσης και τελειώνει μ’ ένα γράμμα του Φέργκουσον σ’ …έναν απ’ τους εαυτούς του! (Το έργο μου έχει μείνει ατελές, αλλά τώρα ήρθες εσύ για να το συνεχίσεις. Μη λυπηθείς για το θάνατό μου, ούτε κι εγώ λυπάμαι. Κάποια στιγμή τον ονειρεύτηκες, κι έτσι τον έκανες να συμβεί μέσα στον κόσμο που εγώ γράφω).
Το τρίτο μέρος, που αντιστοιχεί στην Νταλαμπερική «Φαντασία», ξεφεύγει πολύ από την περίφημη Λογική Αρχή. Έχεις την αίσθηση ότι διαβάζεις ... άλλο βιβλίο! Τοποθετημένο στο Πφιτζ, φανταστική πόλη άλλου έργου του Κράμεϋ, αποτελεί ουσιαστικά διάλογο ανάμεσα σε δυο ήρωες, κάτι σαν Δον Κιχώτη και Σάντσο Πάντσα. Στηρίζεται σε αφηγήσεις εγκιβωτισμένες του «Πφιτζ» (συνωνυμία με την πόλη) οι οποίες είναι εκπληκτικές προκλήσεις στη λογοκρατούμενη σκέψη, ιστορίες μέσα στις ιστορίες που κάνουν ένα χαοτικό παζλ, και φυσικά κατ’ αυτόν μόνο τον τρόπο σχετίζονται με το υπόλοιπο βιβλίο. Η μόνη χαλαρή εξωτερική σύνδεση είναι μια επιστολή κάποιου άγνωστου που μοιάζει σα ν’ απευθύνεται στον Ντ’ Αλαμπέρ:
«Η Μνήμη δεν μπορεί να σας προσφέρει κάποια ανακούφιση, από τη στιγμή που γνωρίζετε (από τις αποδείξεις που σας έχω στέιλει) ότι οι θεωρίες σας είναι λανθασμένες και η Φυσική σας ολότελα αστήρικτη. Το Σύμπαν δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τις αρχές σας και τα θεωρήματά σας, με την ξερή Μηχανική σας. Πολύ περισσότερο κυβερνάται από Τύχη και Αναγκαιότητα, από τους νόμους των Πιθανοτήτων. Από τη στείρα θεώρησή σας του κόσμου απουσιάζει τελείως η Φαντασία, αυτός ο τρίτος παράγοντας που στο σχεδιασμό σας είναι ένα απλό αποθετήριο για τις Τέχνες» κλπ. κλπ.
Είναι εκπληκτικές οι ιστορίες/αφηγήσεις των ηρώων, κάτι σαν διανοητικά γυμνάσματα στην προσπάθεια καταγραφής μιας «άλλης πραγματικότητας». Αξιομνημόνευτα ενδεικτικά είναι το «Λεξικό της Ταυτότητας» και το «Αστρονομικό Ρολόι». Και φυσικά, στο μέρος αυτό αναδεικνύεται η δύναμη της αφήγησης και της μνήμης (αντιστροφή της «δομής» του Ντ’ Αλαμπέρ!)
Δεν είναι τυχαίο που ο Τεύκρος Μιχαηλίδης, ο οποίος προλογίζει το βιβλίο, γράφει:
(…) Κι εκεί που πίστευα πως είχα πιάσει το κλίμα και απολάμβανα νωχελικά το μυθιστόρημά μου, χαμός! (…) Η ανάγνωση του βιβλίου δεν είναι η ομαλή μονόδρομη σχέση που αναμένει κανείς από ένα κλασικό μυθιστόρημα. Αντίθετα, ο αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει ότι πιάνοντας το βιβλίο στα χέρια του εμπλέκεται σε μια περιπέτεια που δεν τελειώνει στη τελευταία σελίδα του βιβλίου, όπως και δεν αρχίζει στην πρώτη.
Και παρακάτω:
- Λέτε ότι η φυσική είναι άχρηστη, αν ασχολείται μόνο με ιδανικές καταστάσεις. Εγώ, αντιθέτως, ισχυρίζομαι ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει κατανοητός, μόνο αφού γνωρίσουμε πλήρως το ιδανικό μοντέλο. Σε αντίθετη περίπτωση, θα έχουμε μόνο χάος, το οποίο δε θα υπόκειται σε καμιά αναγωγή. Ως μαθηματικοί, δεν είμαστε χειρότεροι από τους ποιητές, που αναφέρονται στους θεούς και στις ευγενικές πράξεις ιδανικών αντρών και γυναικών (+++)
Ήδη έχουν μπει τα θεμέλια για το βασικό θέμα/πρόβλημα που πραγματεύεται το βιβλίο του Κράμεϋ.
Το δεύτερο μέρος - «Λογική»- είναι φαινομενικά απολύτως άσχετο. Λίγο πριν από το θάνατό του ο Ντ’ Αλαμπέρ δέχεται μια επίσκεψη από κάποιον Μάγκνους Φέργκουσον, που του αφήνει ένα χειρόγραφο με τίτλο «Η κοσμογραφία». Το περιεχόμενό το προοικονομείται από το πρώτο κιόλας μέρος, εφόσον ο μυστηριώδης επισκέπτης εξομολογείται στην υπηρέτρια ότι χρόνια προσπαθεί να πείσει τον Ντ’ Αλαμπέρ ότι «οι βεβαιότητες στις οποίες στηρίζεται η επιστήμη του είναι απλές αυταπάτες· ότι το Σύμπαν διέπεται από τους νόμους του τυχαίου». Ότι το χειρόγραφό του «έρχεται να προστεθεί στη μακρά σειρά των κειμένων που αποδεικνύουν την ύπαρξη άλλων κόσμων, πέρα από τη φιλοσοφία του πέρα από τα στείρα όρια της καταραμένης του Εγκυκλοπαίδειας».
Ο φερόμενος ως ήρωας λοιπόν, μάλλον είναι ένα πρόσωπο μη ιστορικό, που θέτει όμως σε άμεση αμφισβήτηση την αρχή του Ντ’ Αλαμπέρ στο φιλοσοφικό του δοκίμιο «Μια φυσική ιστορία της ανθρώπινης ψυχής», από το οποίο, σύμφωνα με το μύθο, διασώζεται μόνο μια αναφορά κάποιου άλλου μάρτυρα. Αξίζει όμως ν’ αναφερθεί ότι η πηγή έμπνευσης του Φέργκουσον είναι μια εμπειρία «απώλειας της ταυτότητας».
(σελ. 148): "Απότομα αισθάνθηκα ότι δεν είμαι πια ο εαυτός μου. Δεν ξέρω αν αισθανόμουν σα να ήμουν κάποιος άλλος ή σαν να ήμουνα κανένας απολύτως. Αλλά σε μια στιγμή έχασα πλήρως την αίσθηση της ταυτότητάς μου, της ίδιας μου της ύπαρξης".
Στο έργο του λοιπόν αυτό, ο Φέργκουσον πραγματεύεται την περίπτωση συτή, επινοώντας έναν «χαρακτήρα» για τον οποίο μια δήλωση έχει νόημα όταν είναι αντικειμενικά επαληθεύσιμη. Δεν αισθάνεται, γιατί η έννοια της αίσθησης δεν υπάρχει γι’ αυτόν, αφού προϋποθέτει ένα αντικείμενο που να την βιώνει. (…) Δεν έχει αυτοσυνείδηση και δεν μπορεί να ξέρει πώς είναι να είσαι ο εαυτός σου. (…) Ήταν μια ψυχή στα πρόθυρα του θανάτου, ένα πνεύμα απελευθερωμένο από τα δεσμά της προσωπικής ταυτότητας.
Είναι γλαφυρότατη η περιγραφή αυτής της ειδικής ψυχικής κατάστασης (θυμίζει λίγο Ε. Α. Πόε) από τον παρουσιαστή του έργου του Φέργκουσον, το οποίο όμως επεκτείνεται και σ΄άλλα θέματα, παράδοξα και προκλητικά, όπως π.χ. το «Παράδοξο της Λοταρίας» (μια «εισαγωγή στη θεωρία των πιθανοτήτων»;) και κυρίως, το «σύμπαν των πολλαπλών κόσμων».
Η «Κοσμογραφία» είναι ένα ταξίδι στους πολλαπλούς αυτούς κόσμους, μια πρόκληση επομένως στη Λογική Αρχή του Ντ’ Αλαμπέρ. Είναι εκπληκτική η αρχή: « Αυτός είναι ένας πλανήτης ονείρων. Όμως δεν είμαι σε θέση να αποφασίσω αν πρόκειται για τα δικά μου ή τα όνειρα κάποιου άλλου. (…) Η γνώση της μη πραγματικότητας, το έντονο βίωμά της, μοιάζει να είναι ένα παράξενο φαινόμενο, παρόλο που είμαστε εξοικειωμένοι μ’ αυτό σε καθημερινή βάση».
Είμαστε στο όριο της Ιστορίας του ανθρώπου όπου στη διερεύνηση της πραγματικότητας, της «υπέρτατης αλήθειας», συμμετέχει και η συνείδηση, η προσωπικότητα, το όνειρο, η φαντασία. Το υποκείμενο διέρχεται τους επτά πλανήτες στον καθένα εκ των οποίων η συνείδηση βρίσκεται «κάπου αλλού»:
ΕΡΜΗΣ: "…εδώ ο χρόνος δεν αποτελεί μια μονόδρομη ροή των γεγονότων αλλά μια διαρκώς παρούσα διακλάδωση των δυνατοτήτων. (…) Είμαι ένας άνδρας ή πολλοί; Είμαι μήπως το ένα εκατομμυριοστό ενός μεγαλύτερου άνδρα, ένα απειροστό κλάσμα του χώρου των πιθανοτήτων που απαρτίζουν αυτόν τον κόσμο; Ακόμα κι όταν θα φύγω, όλοι οι άλλοι θα παραμείνουν".
Κατά τον ίδιο τρόπο η συνείδηση περιδιαβαίνει τους πλανήτες/επίπεδα εγρήγορσης και τελειώνει μ’ ένα γράμμα του Φέργκουσον σ’ …έναν απ’ τους εαυτούς του! (Το έργο μου έχει μείνει ατελές, αλλά τώρα ήρθες εσύ για να το συνεχίσεις. Μη λυπηθείς για το θάνατό μου, ούτε κι εγώ λυπάμαι. Κάποια στιγμή τον ονειρεύτηκες, κι έτσι τον έκανες να συμβεί μέσα στον κόσμο που εγώ γράφω).
Το τρίτο μέρος, που αντιστοιχεί στην Νταλαμπερική «Φαντασία», ξεφεύγει πολύ από την περίφημη Λογική Αρχή. Έχεις την αίσθηση ότι διαβάζεις ... άλλο βιβλίο! Τοποθετημένο στο Πφιτζ, φανταστική πόλη άλλου έργου του Κράμεϋ, αποτελεί ουσιαστικά διάλογο ανάμεσα σε δυο ήρωες, κάτι σαν Δον Κιχώτη και Σάντσο Πάντσα. Στηρίζεται σε αφηγήσεις εγκιβωτισμένες του «Πφιτζ» (συνωνυμία με την πόλη) οι οποίες είναι εκπληκτικές προκλήσεις στη λογοκρατούμενη σκέψη, ιστορίες μέσα στις ιστορίες που κάνουν ένα χαοτικό παζλ, και φυσικά κατ’ αυτόν μόνο τον τρόπο σχετίζονται με το υπόλοιπο βιβλίο. Η μόνη χαλαρή εξωτερική σύνδεση είναι μια επιστολή κάποιου άγνωστου που μοιάζει σα ν’ απευθύνεται στον Ντ’ Αλαμπέρ:
«Η Μνήμη δεν μπορεί να σας προσφέρει κάποια ανακούφιση, από τη στιγμή που γνωρίζετε (από τις αποδείξεις που σας έχω στέιλει) ότι οι θεωρίες σας είναι λανθασμένες και η Φυσική σας ολότελα αστήρικτη. Το Σύμπαν δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τις αρχές σας και τα θεωρήματά σας, με την ξερή Μηχανική σας. Πολύ περισσότερο κυβερνάται από Τύχη και Αναγκαιότητα, από τους νόμους των Πιθανοτήτων. Από τη στείρα θεώρησή σας του κόσμου απουσιάζει τελείως η Φαντασία, αυτός ο τρίτος παράγοντας που στο σχεδιασμό σας είναι ένα απλό αποθετήριο για τις Τέχνες» κλπ. κλπ.
Είναι εκπληκτικές οι ιστορίες/αφηγήσεις των ηρώων, κάτι σαν διανοητικά γυμνάσματα στην προσπάθεια καταγραφής μιας «άλλης πραγματικότητας». Αξιομνημόνευτα ενδεικτικά είναι το «Λεξικό της Ταυτότητας» και το «Αστρονομικό Ρολόι». Και φυσικά, στο μέρος αυτό αναδεικνύεται η δύναμη της αφήγησης και της μνήμης (αντιστροφή της «δομής» του Ντ’ Αλαμπέρ!)
Δεν είναι τυχαίο που ο Τεύκρος Μιχαηλίδης, ο οποίος προλογίζει το βιβλίο, γράφει:
(…) Κι εκεί που πίστευα πως είχα πιάσει το κλίμα και απολάμβανα νωχελικά το μυθιστόρημά μου, χαμός! (…) Η ανάγνωση του βιβλίου δεν είναι η ομαλή μονόδρομη σχέση που αναμένει κανείς από ένα κλασικό μυθιστόρημα. Αντίθετα, ο αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει ότι πιάνοντας το βιβλίο στα χέρια του εμπλέκεται σε μια περιπέτεια που δεν τελειώνει στη τελευταία σελίδα του βιβλίου, όπως και δεν αρχίζει στην πρώτη.
Υ.Γ. Πολύ ενδιαφέροντα είναι όσα λέει ο ίδιος ο Crumey για το βιβλίο του αλλά και για την προσωπικοτητα του D' Alembert εδώ.
Χριστίνα Παπαγγελή
486 λέξεις για ένα σχόλιο σχετικό με το βιβλίο «η αρχή του Ντ’ Αλαμπέρ» του Άντριου Κράμεϋ και την παρουσίαση του από τη Χριστίνα
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολλαπλού ενδιαφέροντος. Με λογοτεχνικές αρετές πλοκής και θελκτικής αφήγησης. Με ιστορικό ενδιαφέρον που συντίθεται μυθιστορηματικά και αξιοποιείται πολλαπλά ζωντανεύοντας την καθοριστική εποχή του Διαφωτισμού. Με επιστημολογικές και φιλοσοφικές διαστάσεις που παρουσιάζει, χωρίς να γίνεται απλοϊκό, στιγμές της ανθρώπινης σκέψης όπως αποκρυσταλλώθηκαν από το 18ο αι. και μετά. Με αυτονομημένα τρία μέρη που με την «ενεργητική» ανάγνωση αλληλοπλέκονται και αλληλοσυντίθενται, η ιστορική διάσταση του πρώτου μέρους με την επιστημολογία του δεύτερου και τις παραβολές του τρίτου. Με πολλά σημεία αναφοράς όπου ο λόγος πυκνώνει, και όχι μόνο στο δεύτερο μέρος, και απαιτεί επεξεργασία και συνειδητή προσπάθεια κατανόησης.
Τελικά, είναι ένα ουσιώδες και απαιτητικό βιβλίο τα χαρίσματα του οποίου του δίνουν μια θέση στη βιβλιοθήκη. Ένα βιβλίο που ξαναδιαβάζεται και επιβεβαιώνει την ουσία του για την πολλαπλότητα της πραγματικότητας και των ερμηνειών της. Βιβλίο που αποδεικνύει ότι ο μετα-μοντερνισμός αξιοποιείται δημιουργικά κινητοποιώντας τη σκέψη.
Το κείμενο σου για το βιβλίο συνιστά περισσότερο παρουσίασή του χωρίς σαφή οπτική για την αξία του. Και καλώς έχει αυτό το χαρακτήρα γιατί κάτι διαφορετικό θα οδηγούσε στη συγγραφή ενός νέου βιβλίου ερμηνείας.
Δεν κατάλαβα κατά πόσο έχει μία σαφή οπτική και ο συγγραφέας Κράμεϋ. Εκφράζεται ‘‘η πίστη στη δύναμη της μαθηματικής σκέψης, όπου «τίποτα δεν είναι αυθαίρετο»’’, όπως επισημαίνεις αλλά επί της ουσίας όλα είναι αυθαίρετα όπως δείχνουν τα αποσπάσματα που επισημαίνεις παρακάτω: «Ο μαθηματικός οφείλει να ξεκινά από έναν τέλειο κόσμο, οικοδομημένο με ιδανικά στοιχεία. Μόνο όταν αυτός ο κόσμος γίνει πλήρως κατανοητός, μπορούν να αρχίσουν να μελετώνται οι ατέλειες που προσδίδουν στον πραγματικό κόσμο το χαρακτήρα που γνωρίζουμε» (σελ. 121). Δηλαδή η τελειότητα είναι ένα οικοδομημένο ιδανικό (!).
Και παρακάτω:
« - Λέτε ότι η φυσική είναι άχρηστη, αν ασχολείται μόνο με ιδανικές καταστάσεις. Εγώ, αντιθέτως, ισχυρίζομαι ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει κατανοητός, μόνο αφού γνωρίσουμε πλήρως το ιδανικό μοντέλο. Σε αντίθετη περίπτωση, θα έχουμε μόνο χάος, το οποίο δε θα υπόκειται σε καμιά αναγωγή». Ποια είναι η αναγκαιότητα που θεμελιώνει τη σχέση αναγωγής μοντέλου και πραγματικού κόσμου;
Όμως μια τέτοια προσέγγιση θα οδηγούσε σε συγγραφή «εγκυκλοπαίδειας». Πρόχειρα διακρίνω μέσα στις σελίδες του βιβλίου την αρχή διαψευσιμότητας, την έννοια της απροσδιοριστίας, τη σχετικότητα, το σκεπτικισμό του Χιουμ, τον υποκειμενικό ιδεαλισμό του Μπέρκλεϋ, την ενορατική φιλοσοφία του Μπερξον, τον υπαρξισμό του Χάιντεγκερ, τνη ψυχανάλυση του Φρόιντ, τη χεγγελιανή διαλεκτική). Όλα αυτά θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι το βιβλίο είναι μία εύκολη και εκ των υστέρων κριτική σε ένα έργο – του Ντ’ Αλαμπέρ και των Διαφωτιστών – που συνέβαλε καθοριστικά στο σπάσιμο των αλυσίδων του σκοταδισμού που επέβαλλαν εκκλησία και ευγενείς).
Στέκομαι σε μια τελευταία φράση που επισημαίνεις: «Το Σύμπαν δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τις αρχές σας και τα θεωρήματά σας, με την ξερή Μηχανική σας. Πολύ περισσότερο κυβερνάται από Τύχη και Αναγκαιότητα, από τους νόμους των Πιθανοτήτων». Το βιβλίο νομίζω είναι μια λογοτεχνική πραγματεία σχετική με τις παραπάνω έννοιες και την προσπάθεια του ανθρώπου να ερμηνεύσει το Σύμπαν.
Επανέρχομαι στην αρχική κρίση: είναι ένα απαιτητικό βιβλίο πολλαπλού ενδιαφέροντος.
ας εών
ΥΓ από την Αστυπάλαια χαιρετίσματα στη Σύρο
Ναι, συμφωνώ σε όλα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΌπως πάντα πιο "συνθετική" η παρουσίασή σου, μια σφαιρική παρουσίαση και αξιολόγηση (την τελευταία εγώ συνήθως φιλοδοξώ να συμπεράνει μόνος του ο αναγνώστης, μέσα απ΄την πιο αναλυτική μου παρουσίαση). Βρήκα πολύ εύστοχη, π.χ., τη φράση: "Με αυτονομημένα τρία μέρη που με την «ενεργητική» ανάγνωση αλληλοπλέκονται και αλληλοσυντίθενται, η ιστορική διάσταση του πρώτου μέρους με την επιστημολογία του δεύτερου και τις παραβολές του τρίτου".
Δε νομίζω ότι δε φαίνεται η οπτική μου για την αξία του βιβλίου, αλλά δεν έχει σημασία. Νομίζω, επίσης, ότι είναι ξεκάθαρη η σχετικιστική σκέψη του Κράμεϋ, απλώς περνά κι ο αναγνώστης απ' τα κανάλια της ιστορίας της ανθρώπινης σκέψης. Ασφαλώς δεν ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ με τόν απόλυτο ρόλο που δίνει στα μαθηματικά. Εκφράζει αυτή την πολύ διαδεδομένη ορθολογική στάση για να την ανατρέψει. Κι όλα εμπεριέχουν, κατά τη γνώμη μου, μια δόση αλήθειας, εξαρτάται απ΄το σύστημα αναφοράς.
Πολύ θα' θελα να "κατέω" κι όλα όσα επισημαίνεις (αρχή διαψευσιμότητας, την έννοια της απροσδιοριστίας, τη σχετικότητα, το σκεπτικισμό του Χιουμ, τον υποκειμενικό ιδεαλισμό του Μπέρκλεϋ, την ενορατική φιλοσοφία του Μπερξον, τον υπαρξισμό του Χάιντεγκερ, την ψυχανάλυση του Φρόιντ, τη χεγγελιανή διαλεκτική) για να διακρίνω κι άλλα βάθη στο πολυσύνθετο αυτό βιβλίο.
Σας στέλνω κι εγώ χαιρετίσματα (κι ο άνεμος τα παίρνει...)
ΥΓ. Πάω να συνεχίσω το άλλο βιβλίο του Κράμεϋ "Ο κύριος Μπι": διασκεδαστικότατο!
Άλλες 277 λέξεις για τη διευκρίνιση μιας διαπίστωσης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜετά από τα κολακευτικά λόγια που διάβασα στο σχόλιό σου, «τσιμπάω» για κάποιες σύντομες διευκρινήσεις. Να πω την αλήθεια. Γράφω στη βεράντα του studio, στο Πρόβαρμα της Αστυπάλαιας καθώς έχουμε γυρίσει από μπάνιο στον Άγιο Κωνσταντίνο και τις Βάτσες. Γράφω πρόχειρα χωρίς καν το σχετικό βιβλίο δίπλα μου. Όπότε, ζητώ την επιείκεια για ασάφειες ή υπεραπλουστεύσεις.
Ανιχνεύω τη χεγγελιανή διαλεκτική ήδη στην τριμερή σύνθεση του βιβλίου, αρχικά τίθεται η γήινη πραγματικότητα που αίρεται στο δεύτερο μέρος από τις «εναλλακτικές» πραγματικότητες της Κοσμογραφίας. Τέλος στο τρίτο παραβολικό μέρος μπορεί να συνθέσει ο αναγνώστης τη δική του νέα πραγματικότητα.
Η επίδραση της φροϋδικής ψυχανάλυσης νομίζω, είναι εξίσου ευδιάκριτη καθώς κλονίζονται οι εσωτερικές βεβαιότητες για την αλήθεια, την αιτιοκρατία, το πολιτιστικό οικοδόμημα που αποδεχόμαστε. Οι καταστάσεις που περιγράφονται πολλές φορές είναι ονειρικές και χαρακτηρίζονται από την αυταπόδεικτη αλήθεια του ονείρου.
Συνεχίζω στα πιο δύσκολα. Από ότι έχω καταλάβει για το στρυφνό Χάιντεγκερ βασικό στοιχείο της σκέψης του είναι η «ουσία» εκείνη που επιτρέπει την ύπαρξη. Με αυτή την έννοια αντιλαμβάνομαι την επίδρασή του στην Κοσμογραφία όπου οι πλανήτες αποτελούν ακριβώς τη «βάση» της ύπαρξης με ένα δεδομένο «εναλλακτικό» τρόπο.
Σχετικά με το Μπερξόν, εφόσον οι αποδείξεις για ότι θεωρούμε αληθή πραγματικότητα είναι αμφισβητούμενες, εκείνο που μπορεί να μας δώσει μια βεβαιότητα γνώσης είναι ότι ενορατικά βλέπουμε ως αληθινό.
Για τον ιδεαλισμό τα πράγματα είναι σαφή. Πολλές φορές στο βιβλίο γίνεται αναφορά στην υποκειμενική πραγματικότητα όπου το αντικείμενο υπάρχει μόνο σε σχέση με τη συνείδηση ενός υποκειμένου. Ο Μπέρκεϋ υπήρξε ένας αρνητής κάθε αντικειμενικής πραγματικότητας.
Ο Χιουμ υπήρξε ο σκεπτικιστής εκείνος που γκρέμισε κάθε βεβαιότητα, κάθε δογματισμό, χρησιμοποιώντας την αμφιβολία ως τα ακραία όριά της. Αυτό ακριβώς δεν κάνει το βιβλίο;
Για να τεκμηριώσω την επίδραση της Απροσδιοριστίας θα σταθώ στο παράδειγμα του πλανήτη Ερμή. Εκεί απ’ ότι θυμάμαι υπάρχουν εν δυνάμει πολλές επιλογές που όμως όλες είναι ταυτόχρονα και εν ενεργεία. Που ακριβώς βρισκόμαστε όταν επιλέγουμε τον ένα δρόμο αλλά ταυτόχρονα κινούμαστε και στον άλλο; Ξέρουμε ότι είμαστε στον πλανήτη Ερμή όπως υποθέτουμε ότι το ηλεκτρόνιο είναι στην τροχιά του. Πώς μπορούμε να προσδιορίσουμε τη θέση μας; Έτσι σχετικοποιείται και η έννοια του χωροχρόνου.
Τέλος, για να μην αφήσω κάτι από τις επιδράσεις που διαπιστώνω, ότι παρουσιάζεται ως γνώση ισχύει μέχρι να διαψευστεί. Και το βιβλίο είναι συνεχείς διαψεύσεις αυτού που παρουσιάζεται ως αλήθεια.
Να παραπέμψω σε μια πόλύ εμπεριστατωμένη παρουσίαση του έργου του Κράμεϋ/Κρούμεϋ:
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.enet.gr/online/online_print?id=30530496