Σάββατο, Φεβρουαρίου 16, 2008

Εξιλέωση,Ίαν Μακ Γιούαν

Οι σημειώσεις από το βιβλίο αυτό, το πρώτο του Μακ Γιούαν που διάβασα τον Γενάρη του 2003, ανασκαλεύτηκαν με αφορμή την ταινία που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες στους κινηματογράφους. Δεν την είδα (ακόμη), αλλά έχω την αίσθηση ότι δεν μεταφέρονται με κινηματογραφικό τρόπο αποχρώσεις "λόγου", όπως φαίνεται από τ' αποσπάσματα που τότε είχα ξεχωρίσει· χωρίς να μειώνει αυτό την (αυτόνομη) αξία της ταινίας.

Αρχικά έχεις την αίσθηση ότι πρόκειται απλώς για ένα χαριτωμένο βιβλίο, του οποίου το πνεύμα συμπυκνώνεται στη φωτογραφία του εξώφυλλου: ένα κοριτσάκι 13 χρόνων, σκεπτικό, σχεδόν συνοφρυωμένο, ξυπόλυτο, ανήσυχο. Η Βρυώνη δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί· από πολύ μικρή έχει τη «στόφα» της συγγραφέως, έχει ευαισθησία και παρατηρητικότητα.
Ένα πολύ συγκεκριμένο γεγονός, που προετοιμάζεται από τις πρώτες σελίδεςτου βιβλίου, είναι καθοριστικό για την ωρίμανση του μικρού κοριτσιού αλλά και για την πορεία όλου του βιβλίου: η Β. είναι μοναδικός μάρτυρας του «βιασμού» μιας οικογενειακής φίλης από κάποιον, τον οποίο η ίδια ταύτισε με τον φίλο της αδελφής της. Η μαρτυρία της είναι αρκετή για ν’ απομακρύνει τον Ρ. Τέρνερ από την οικογένεια και την περιοχή, να φύγει μαζί και η αδελφή και ν’ ανατραπούν όλες οι ισορροπίες στην οικογένεια.
Καθώς όμως η Β. μεγαλώνει, συνειδητοποιεί ότι όλα ήταν συνδυασμένα λάθος στην παιδική της φαντασία, ότι η υπόθεση ότι ένοχος ήταν ο Ρόμπι ήταν απλώς μια υπόθεση, μια προέκταση των γεγονότων που είχαν προηγηθεί, κι ότι ουσιαστικά είχε οδηγήσει κάποιον αθώο στην καταδίκη. Αυτή η ενοχή είναι κι ο πυρήνας του βιβλίου.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη: στο πρώτο έχουμε την περιγραφή των εφηβικών αυτών περιστατικών, στο δεύτερο μεταφερόμαστε στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου (λίγο πριν την απόβαση στη Νορμανδία), όπου ξαναβρίσκουμε τον Τέρνερ, σε άθλια κατάσταση (τραυματισμένο, νικημένο, πεινασμένο με την απειλή των Γερμανών κλπ.)
Σελ 205:
Ένιωσε πάλι το αόρατο χέρι να του σφίγγει τον λαιμό. Η πιθανότητα να περάσει χίλιες νύχτες εγκλεισμού, γυρνώντας άγρυπνος στο παρελθόν, περιμένοντας τη ζωή του να ξαναρχίσει, χωρίς να ξέρει καν αν και πότε θα ξαναρχίσει.
Σελ. 218:
(…)Το μόνο που τους ένωνε ήταν μερικά λεπτά σε μια βιβλιοθήκη πριν από χρόνια. Μήπως παραήταν εύθραυστο;
Σελ. 277:
«Θα σε περιμένω. Γύρισε πίσω». Οι λέξεις δεν ήταν ανούσιες, κι όμως δεν τον άγγιζαν. Ήταν φανερό- κάποιος άνθρωπος που περιμένει κάποιον άλλον είναι κάτι σαν άθροισμα. Περιμένει. Δεν κάνει τίποτα, περνά ο χρόνος, και ο άλλος πλησιάζει. (+++σελ.278)
Στο τρίτο μέρος συναντιούνται ξανά η Σεσίλια και ο Ρόμπι, και τους βρίσκει στη συνέχεια η ώριμη πια Βρυώνη, που προσπαθεί να «επανορθώσει». Η κατάσταση είναι φυσικά πολύ διαφορετική και πολύ ρευστή, η σχετικότητα των αξιών παρουσιάζεται πια ανάγλυφα. Τι ακριβώς είχε γίνει, ποιος ήταν υπεύθυνος, ποιος ένοχος, όλα θολά στη χοάνη του χρόνου.
Το βιβλίο τελειώνει με την ηλικιωμένη πλέον Βρυώνη, που είναι καταξιωμένη συγγραφέας και φέρεται να έχει καταγράψει την προσωπική της ιστορία της και να έχει αποστασιοποιηθεί απ’ αυτήν (Συλλογίστηκα το τελευταίο μου μυθιστόρημα, εκείνο που έπρεπε να είναι το πρώτο μου). Οι τρεις τελευταίες σελίδες είναι καταπληκτικές, σφραγίζουν όλη την ιστορία, και παρά το … μεταμοντέρνο χαρακτήρα τους αποδίδουν το πνεύμα όλου του βιβλίου. Φαίνεται δηλαδή ξεκάθαρα πια ότι κεντρικό στοιχείο είναι η σχετικότητα όλων των γεγονότων που κάποτε ήταν σημαντικά, που υπό το πρίσμα του χρόνου χάνουν τη λάμψη τους, την αίγλη τους και τη σημασία τους. Και μπορεί εντέλει να τα δει κανείς από τελείως διαφορετική σκοπιά, πλήρως αντεστραμμένα.

Χριστίνα Παπαγγελή

9 σχόλια:

  1. Είδα την ταινία, Χριστίνα, ενώ δεν έχω διαβάσει το βιβλίο. Μου άρεσε αρκετά. Διασώζει αν όχι το λόγο, τις αποχρώσεις των συναισθημάτων, τις εικόνες, το κλίμα μια εποχής ανάμεσα στην αμεριμνησία της παιδικής ηλικίας και τη λαίλαπα του πολέμου. Η σχετικότητα της ζωής από τη μια, η βαριά απολυτότητα του θανάτου από την άλλη. Να τη δεις, αλλά σαν κάτι αυτόνομο κι όχι σαν οπτικοποίηση του βιβλίου. Κι εγώ θα το διαβάσω, όχι όμως σαν σενάριο της ταινίας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Είναι όμορφο να βρίσκεις ανθρώπους να μιλούν και να γράφουν για βιβλία. Και σπάνιο. Δυστυχώς. Μου κίνησες την περιέργεια για το βιβλίο και θα το διαβάσω, Χριστίνα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Θερσίτη@ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια! είναι μια μποτίλια στο πέλαγο που ξαφνικά φτάνει σ' έναν προορισμό! Έτσι αισθάνθηκα κι εγώ με "τα θρανία αφηγούνται"...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Το βιβλίο το διάβασα το καλοκαίρι.Ήταν καλογραμμένο ,άψογα δομημένο κι "έξυπνο",όπως κι άλλα βιβλία της ώριμης περιόδου του Μακ Γιούαν που έχω διαβάσει.Ωστόσο κάτι του έλειπε(όπως άλλωστε και στο θαυμάσιο "Σάββατο").Ίσως γιατί μου έδωσαν την εντύπωση μιας άψογης κατοικίας ,λειτουργικής με τον όμορφο τακτοποιημένο εγγλέζικο κήπο που οι ένοικοί της έχουν από καιρό πάψει να την κατοικούν...
    Όσο για την ταινία , πάντα μου προκαλεί απογοήτευση να βλέπω σε ταινία κάτι που μου άρεσε σα βιβλίο.Ωστόσο πρέπει να ομολογήσω ότι στο πρώτο μέρος πέτυχε να αποδώσει την ατμόσφαιρα του αρχοντικού,στη συνέχεια τη βιβλική εικόνα της Δουνκέρκης και στο τέλος να αποσπάσει μια συγκλονιστική ερμηνεία από την Βανέσα Ρεντγκρέηβ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Διάβασα το βιβλίο τότε που πρωτοβγήκε (δεν είχα ακόμη μπλογκ). Είναι πραγματικά εξαιρετικό κι ας διαβάζεις τις πρώτες 100 σχεδόν σελίδες χωρίς δράση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. "κεντρικό στοιχείο είναι η σχετικότητα όλων των γεγονότων που κάποτε ήταν σημαντικά, που υπό το πρίσμα του χρόνου χάνουν τη λάμψη τους, την αίγλη τους και τη σημασία τους".
    Επανέρχομαι, Χριστίνα, για να υπογραμμίσω αυτήν τη διαπίστωσή σου, ανεξάρτητα από τη σχέση της με το βιβλίο. Ως αυθύπαρκτη διαπίστωση. Τι δείχνεις κατ' ουσίαν; Το κεντρικό πρόβλημα της σημερινής ζωής, την αλλοτρίωση, την αποπροσωποποίηση και την εξομοίωση όλων στο πιο χαμηλό πρότυπο ζωής, σε εκείνο του τηλεθεατή-καταναλωτή.
    Καλημέρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. ναυτίλε@συμφωνώ για την "άψογη" ατμόσφαιρα,είναι το αποστασιοποιημένο στυλ μέσα στο οποίο ζουν κατά κανόνα οι Άγγλοι
    Θερσίτη@"ό,τι ξέρει κανείς βλέπει", μαθαίναμε στην ...Κοινωνιολογία!
    Σ'ευχαριστώ, ήταν κι αυτά τα λόγια σου μια μποτίλια στο πέλαγο που έφτασε απρόσμενα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Και τώρα που είδα και την ταινία, επιβεβαιώνω αυτό΄που γράφω στο εισαγωγικό σημείωμα:ναι, ΚΑΜΙΑ σχέση δεν είχε η ταινία με το βιβλίο, αλλά δε μου άρεσε ούτε και ως αυτόνομο έργο: πέρα από κάποιες καλές ερμηνείες ήταν πολύ ψεύτικο και ενοχλητική η υπογρα΄μμιση των συναισθημάτων με τη μουσική. Άστοχα τα πολύ κοντινά πλάνα και πολύ "ιλλουστρέ" η σκηνοθεσία, ιδιαίτερα οι σκηνές πολέμου. Κρίμα!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή