«… αν κρίνει κανείς απ’ τα χείλη σας, θα καταδικαστείτε ασφαλώς, και μάλιστα σύντομα»
Από την πρώτη κιόλας σελίδα μπαίνεις στον κόσμο του αδιέξοδου και του παράλογου στον οποίο βυθίζεται ο ήρωας σ’ όλη τη διάρκεια της εξιστόρησης («αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ», «…ένας άντρας, που ποτέ ως τότε δεν τον είχε δει σε τούτο το σπίτι», «δίχως να μπορεί κανείς να εξηγήσει…»). Μαζί με τον Γιόζεφ Κ., ο αναγνώστης κατακεραυνώνεται από μια σειρά γεγονότων που τον αφοπλίζουν σιγά-σιγά, τον ακυρώνουν και του στερούν κάθε βεβαιότητα, εφόσον «τον πιάνουν στον ύπνο» (κυριολεκτικά), τον συλλαμβάνουν χωρίς να του εξηγούν γιατί και χωρίς να του πουν ποτέ γιατί (κανένας δεν φαίνεται να είναι «αρμόδιος» γι αυτό!!) και τον οδηγούν σα μαριονέτα σε μια ακατανόητη διαδικασία
«δίκης» που δεν ολοκληρώνεται ποτέ.
Αυτός είναι ο «βασικός σκελετός», αλλά θα ήταν άστοχο κατά τη γνώμη μου να ισχυριστεί κάποιος ότι πρόκειται απλώς για μια αλληγορία με θέμα την αδυναμία του ατόμου, του «προσώπου» απέναντι στο Νόμο, στη γραφειοκρατία, στην εξουσία ή στο δαιδαλώδες αυτό ανθρώπινο κατασκεύασμα που λέγεται «δικαιοσύνη». Σίγουρα εκεί οδηγεί μια «πρώτη ανάγνωση», αλλά η όλη πορεία του Γιόζεφ Κ. κι ο τρόπος που βιώνει το παράλογο δίνει κι άλλες πολλαπλές διαστάσεις. Ο Κάφκα καταφέρνει να συνδυάσει ένα ρεαλιστικό τρόπο γραφής όπου η συνείδηση του ήρωα διαμορφώνεται και μεταλλάσσεται βήμα- βήμα καθώς βιώνει το παράλογο, το ανεξήγητο, το ονειρικό. Τα συμβάντα, δηλαδή, είναι πέρα απ’ την ρεαλιστική πραγματικότητα, ενώ η πρόσληψή τους είναι ψυχολογημένη και παρουσιασμένη αναλυτικά, ο ήρωας βρίσκει έναν τρόπο να ξεδιπλώνει πάντα τον εσώτερό του εαυτό και τη στάση του απέναντι στα γεγονότα που τον υπερβαίνουν. Είναι σα να παρακολουθούμε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη για την ακρίβεια, το οποίο ο πρωταγωνιστής /αφηγητής (σε γ’ πρόσωπο ωστόσο) έχει τη δυνατότητα την ώρα που το βλέπει να το θυμάται και ν’ αποδίδει με ακρίβεια, παραθέτοντας παράλληλα και τις σκέψεις του, την κατάπληξή του, όπως κι άλλα μύχια συναισθήμστα, αλλά και να συμμετέχει στις αλλαγές. Αυτή τη γοητευτική ανάμειξη του παράλογου με το ρεαλιστικό, του ονειρικού με το θεμελιακά ανθρώπινο και βαθιά ψυχολογημένο, το συναντά κανείς και στον Ζοζέ Σαραμάγκου ( Η σπηλιά, Περί τυφλότητας), αναλογίες που υπάρχουν ακόμα και στο ύφος. Για παράδειγμα:
(σελ. 12):
«Δε επιτρέπεται», είπε ο μεγαλόσωμος φύλακας, «αφού έχετε συλληφθεί». «Πώς είναι δυνατόν να έχω συλληφθεί;»
(σελ. 14):
Ο Κ. δεν αποκρίθηκε τίποτα πια. «Δεν πρέπει», σκέφτηκε, « να περιπλέξω ακόμη περισσότερο τα πράγματα φλυαρώντας με αυτά – όπως οι ίδιοι ομολογούν – τα κατώτερα όργανα. Μιλούν πάντως για πράγματα που δεν τα καταλαβαίνουν καθόλου. Η βεβαιότητά τους οφείλεται μόνο στη βλακεία τους».
(σελ. 18):
«Ξαφνιαστήκατε βέβαια πολύ με τα σημερινά πρωινά γεγονότα;»
(…) «Βέβαια ξαφνιάστηκα, αλλά δεν ξαφνιάστηκα και πολύ. (…) Θέλω να πω, ξαφνιάστηκα βέβαια πολύ, ωστόσο σκληραγωγείται κανείς με τις εκπλήξεις και, όταν βρίσκεται τριάντα χρόνια στον κόσμο και πρέπει να προχωρήσει μόνος του, όπως ήταν γραφτό μου, δεν τις παίρνει πολύ στα σοβαρά. Τη σημερινή ιδιαίτερα όχι».
Βλέπουμε δηλαδή, ακόμα και μέσα στα σύντομα αποσπάσματα, πώς συνυπάρχουν το εξωπραγματικό (αποκλείεται κανείς ν’ απαντά στην εξουσία με τόση εξομολογητική διάθεση), η ψυχολογημενη στάση του ήρωα με γλυκόπικρο χιούμορ, το κοινωνικό σχόλιο, η θυμοσοφική διάθεση κλπ.
Αυτή η ανάμειξη μιας φιλοσοφικής στάσης απέναντι στο ακατανόητο με τη λεπτή αίσθηση πικρής σάτιρας συνιστά και την ιδιαίτερη μαγεία. Ο αναγνώστης δεν παραδίνεται σ’ ένα υπερρεαλιστικό παραλήρημα, ούτε σε κοινωνική μελέτη, αλλά παρακολουθεί τις διακυμάνσεις μιας κατάπληκτης συνείδησης μπροστά στο βάρος μιας υπερ- πραγματικότητας. Την αίσθηση του ονειρικού εντείνουν και τα «σκηνικά»: άδεια δωμάτια, στενά διαμερίσματα σπιτιών που κατοικούνται και μετατρέπονται ξαφνικά σ’ αίθουσες ανακρίσεων, άδειες αίθουσες συνεδριάσεων, ξαφνικά η άθλια σοφίτα όπου κατοικεί ο «ζωγράφος» (πρόσωπο που κατά …παράδοξο τρόπο βοηθά την «υπόθεση του ήρωα) επικοινωνεί με μυστική πόρτα με τα δικαστήρια, κ.α. Αλλά και τα πρόσωπα είναι σκηνοθετημένα σαν σε θέατρο παραλόγου: ο δικηγόρος είναι ένα άτομο κατάκοιτο, άρρωστο με φοβερό ωστόσο κύρος, ο ζωγράφος έχει πρόσβαση στους δικαστικούς κύκλους κα «επηρεάζει» τις αποφάσεις αν και είναι περιθωριοποιημένος κοινωνικά, ο «ιερέας» κάνει κήρυγμα σ’ ένα άδειο εκκλησίασμα, κλπ. Την ελαφράδα των υπρερρεαλιστικών κειμένων έχει η συγκλονιστική σκηνή όπου, ο Γιόζεφ Κ., προκειμένου να βρει την αίθουσα ανακρίσεων «σοφίστηκε κάποιον μαραγκό Λάντς- το όνομα του ήρθε στο νου, κι ήθελε τώρα να ρωτήσει σ’ όλα τα διαμερίσματα αν έμενε εκεί κάποιος μαραγκός Λαντς, για να μπορέσει με τον τρόπο αυτό να κοιτάξει μέσα στα δωμάτια». Η περιγραφή του ήρωα καθώς ψάχνει είναι …διασκεδαστική (σελ. 51-52), ενώ, κάποια στιγμή του λένε ότι «εδώ είναι ο μαραγκός Λαντς, και τον οδηγούν στην …αίθουσα ανακρίσεων».
Είναι πολλά τα στοιχεία που θα μπορούσε να επικαλεστεί κάποιος για να υποστηρίξει βασικά το βιβλίο είναι μια κριτική του «συστήματος». Π.χ.:
(σελ. 159):
Μόνο την προσοχή να μην προκαλεί κανείς! Να κάθεται φρόνιμα, όσο κι αν αυτό αντιτίθεται στο πνεύμα του! Να προσπαθήσει να εννοήσει ότι αυτός ο μεγάλος δικαστικός οργανισμός βρίσκεται τρόπον τινα σε μια διαρκή εκκρεμότητα και ότι μπορεί κανείς βέβαια, όταν ο ίδιος αυτόβουλα αλλάζει κάτι στη θέση του και γίνεται αιτία να χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια του, να γκρεμιστεί ο ίδιος, ενώ ο μεγάλος οργανισμός βρίσκει εύκολα την ισορροπία πάλι και ξεπερνά την ενόχληση- αφού όλα είναι συναφή- και παραμένει αμετάβλητος, αν δε γίνεται μάλιστα ακόμα συμπαγέστερος, προσεκτικότερος, αυστηρότερος, σκληρότερος.
Δε συμφωνώ με την άποψη ότι ο ήρωας είναι παθητικός και αδρανής, αδιάφορος στην αδιαφορία του κόσμου. Ιδιαίτερα στην πρώτη αυτή φάση της «πρώτης ανάκρισης» είναι πολύ δυναμικός, όσο του επιτρέπει το παράλογο. Τα λέει «έξω απ’ τα δόντια», πάντα μέσα στο ονειρικό πλαίσιο, αλλά και η στάση του στη συνέχεια, είναι όσο το δυνατόν δυναμική. Ψάχνει, κινητοποιείται, είναι έξυπνος και τολμηρός, ένας Οιδίποδας που επιμένει. Γνωρίζει, ή μάλλον καταλαβαίνει πολύ καλά ότι έχει να παλέψει με το αδύνατο, με το αναπότρεπτο, με το «πεπρωμένο» (εφόσον μιλήσαμε για Οιδίποδα).(«η αθωότητά μου δεν απλουστεύει το ζήτημα», «το ξέρετε βέβαια το δικαστήριο πολύ καλύτερα από μένα· όταν μια φορά απαγγείλει κατηγορία είναι απόλυτα βέβαιο για την ενοχή του κατηγορούμενου και μόνο δύσκολα κλονίζεται από τούτη την πεποίθησή του»)
Έτσι λοιπόν, πέρα απ’ το κοινωνικό επίπεδο, θα έλεγα ότι ο Γιόζεφ Κ. εκπροσωπεί έναν μέσο άνθρωπο που καθίσταται, ή μάλλον συνειδητοποιεί ότι είναι ον τραγικό. (Εκείνοι που έχουν πείρα σ’ αυτά είναι σε θέση ν’ αναγνωρίσουν μέσα από το μεγαλύτερο πλήθος τους κατηγορούμενους, έναν προς έναν. Από τι θα ρωτήσετε. Η απάντησή μου δεν θα σας ικανοποιήσει. Οι κατηγορούμενοι είναι ακριβώς οι ωραιότεροι. Δεν μπορεί η ενοχή να τους κάνει ωραίους, (…) πρέπει επομένως, να οφείλεται μόνο στη διαδικασία που έχουν κινήσει εναντίον τους, που εντυπώνεται κάπως πάνω τους.) Η οπτική γωνία που προσωπικά προτίμησα για ν’ απολαύσω το βιβλίο είναι κάπως φιλοσοφική, παρακολούθησα τη μεταφυσική αγωνία του ανθρώπου που είναι μόνος κι αδύναμος "σα ριγμένος" και κατακλύζεται σιγά-σιγά από μια «αρχέγονη ενοχή», ίσως μόνο και μόνο επειδή είναι άνθρωπος. Αυτή η οπτική διαφαίνεται στη συνάντηση με τον ζωγράφο ( η «πραγματική» αθώωση, η φαινομενική αθώωση και η διαιώνιση!), αλλά κυρίως στην –έσχατη- συνάντηση με τον ιερέα. Το σκηνικό και δω είναι καθαρά εξωπραγματικό και μυσταγωγικό (σκοτεινή, ερημική εκκλησία, καιρός βροχερός, άδειες σκάλες, κεριά, κλπ.).
(σελ.276):
«Ωστόσο, δεν είμαι ένοχος», είπε ο Κ., «είναι πλάνη. Πώς μπορεί λοιπόν γενικά ένας άνθρωπος να είναι ένοχος; Είμαστε βέβαια όλοι άνθρωποι εδώ, ο ένας σαν τον άλλο (…) Η θέση μου γίνεται όλο και δυσκολότερη». «Παρεξηγείς τα γεγονότα», είπε ο ιερέας. «η απόφαση δεν έρχεται μονομιάς· η διαδικασία οδηγεί σιγά σιγά στην απόφαση».
Ο Γιόζεφ Κ. δείχνει ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στον ιερέα (Μαζί σου μπορώ να μιλήσω ανοιχτά), αλλά ο ιερέας γρήγορα τον προσγειώνει λέγοντάς του ότι πλανάται με το δικαστήριο. Το σημείο αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το αποκορύφωμα, όπου ο ιερέας περιγράφει το δικαστήριο και τη σχέση των ανθρώπων με τον Νόμο, σ΄ένα μύθο, τον οποίο στη συνέχεια ερμηνεύει με καθαρά ορθολογικό τρόπο, για να καταλήξει σ’ έναν σχετικισμό εσχατολογικό.
(σελ. 281):
«Τι θες λοιπόν τώρα να μάθεις ακόμα;» ρωτά ο θυρωρός. «Είσαι αχόρταγος». «Όλοι αγωνίζονται αλήθεια να φτάσουν στο Νόμο», λέει ο άντρας. «Πώς συμβαίνει να μην έχει ζητήσει κανένας να μπει όλα τα χρόνια εκτός από μένα;» Ο θυρωρός καταλαβαίνει πως ο άντρας είναι πια στα τελευταία του και, για να προφτάσει ακόμα την ακοή του που σβήνει, ωρύεται στο αυτί του: « Από δω δεν μπορούσε κανένας άλλος να μπει, επειδή τούτη η είσοδος ήταν μονάχα για σένα προορισμένη. Τώρα πάω να την κλείσω» .
Με τη λογική του παραλόγου ο ιερέας καταλήγει ότι ο θυρωρός είναι κατώτερος, «υπεξούσιος» του κατάδικου. «Προπάντων ο ελεύθερος είναι ανώτερος απ’ τον δεσμευμένο. Ο άντρας λοιπόν είναι πραγματικά ελεύθερος· μπορεί να πάει όπου θέλει, μόνο η είσοδος στο Νόμο του είναι απαγορευμένη, κι αυτό μονάχα από έναν, τον θυρωρό. Αντίθετα, ο θυρωρός …» κλπ.κλπ.
(σελ. 288):
« Με τούτη τη γνώμη δε συμφωνώ απολύτως», είπε ο Κ. κουνώντας το κεφάλι, «επειδή, αν κανείς συμφωνήσει μ’ αυτήν, πρέπει να θεωρήσει όλα όσα λέει ο θυρωρός αληθινά. Ότι όμως αυτό δεν είναι δυνατόν, το απέδειξες βέβαια και συ διεξοδικά» «Όχι», είπε ο ιερέας, «δεν πρέπει κανείς να τα θεωρήσει αληθινά, πρέπει μόνο να τα θεωρήσει αναγκαία». (περί αναγκαιότητας κι ελευθερίας δηλ. ο λόγος)
Αυτά είναι και τα τελευταία λόγια του διαλόγου, κι ο Γιόζεφ νιώθει κουρασμένος αλλά και εγκαταλελειμμένος απ’ το μόνο πρόσωπο που πίστευε ότι θα τον βοηθήσει πραγματικά. Το κεφάλαιο και η συνάντηση τελειώνει με την αποκάλυψη ότι ο ιερέας είναι «κι αυτός μέλος του δικαστηρίου («Το δικαστήριο δε ζητά τίποτα από σένα. Σε δέχεται όταν πηγαίνεις εκεί και σε αφήνει πάλι ελέυθερο όταν φεύγεις»).
Και ξεκινά κατόπιν τούτου το κεφάλαιο που επιγράφεται το «Το τέλος». Ο ήρωας δεν πασχίζει πια.(«Το μόνο που μπορώ τώρα να κάνω», είπε μέσα του, «το μόνο που μπορώ τώρα να κάνω είναι να διατηρήσω ως το τέλος το λογικό μου, που με ήρεμο τρόπο τα ταξινομεί όλα»). Φαίνεται να γνωρίζει καλά ότι τον περιμένει το τέλος και να το αποδέχεται (λύτρωση; -μάλλον κάτι βαθύτερο). Ερωτήματα όπως «ποιος ήταν; Ένας φίλος; Ένας καλός άνθρωπος; ένας μονάχος; Όλοι; Ένας που συμπονούσε; Ένας που ήθελε να βοηθήσει;», φαίνεται να μην έχουν ιδιαίτερη θέση μπροστά στην αποδοχή του παράλογου της καταδίκης. «Σαν το σκυλί! » είπε στο τέλος, σα να αναγνωρίζει ως μοναδική αξία κι αλήθεια τη συναίσθηση της αξιοπρέπειας.
Χριστίνα Παπαγγελή
Καταπληκτικό βιβλίο, μας δείχνει πως λειτουργούν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα.
ΑπάντησηΔιαγραφή... και όχι μόνο! είναι κι αυτό ένα επίπεδο, αλλά πιστεύω πως το κοινωνικό σχόλιο αφορά το παράλογο και το ασφυκτικό σε όλα τα κοινωνικά συστήματα
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ καλή προσέγγιση του βιβλίου που εμβαθύνει πολύπλευρα στις σελίδες του
ΑπάντησηΔιαγραφήΒΑΣΙΚΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΤΑ ΤΗ ΤΑΠΕΙΝΑΗ ΜΟΥ ΑΠΟΨΗ ΔΕΝ ΜΑΣ ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ ΜΟΝΟ ΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΑ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ...ΑΜΑ ΤΟ ΚΑΛΟΣΚΕΦΤΕΙΣ,ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ...ΑΛΛΑ ΓΕΝΙΚΑ,ΠΡΟΒΑΛΕΤΑΙ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΠΩΣ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΣΕ ΠΟΛΕΜΟΥΝ ΚΑΙ ΣΟΥ ΦΕΡΟΝΤΑΙ ΑΠΑΝΘΡΩΠΑ (ΚΡΑΤΟΣ) ΠΛΕΟΥΝ ΣΕ ΑΓΑΣΤΗ ΣΥΜΠΝΟΙΑ ΜΕ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΠΩΣ ΘΑ ΣΕ ΔΙΚΑΙΩΣΟΥΝ.ΔΗΛΑΔΗ ΤΗΝ ΥΠΟΤΙΘΕΜΕΝΗ ΑΜΕΡΟΛΗΠΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣ ΤΗΣ..ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΥΝΗΜΑ ΔΕΝ ΠΑΥΕΙ ΝΑ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΝΕΤΑΙ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΕνδιαφέρουσα αυτή η άποψή σου, ανώνυμε, δείχνει α) η δικαιοσύνη είναι κι αυτή μια μορφή εξουσίας παρόλη τη "διάκριση εξουσιών"β) υπάρχουν πολλές αναγνώσεις σ'αυτό το πολυσήμαντο βιβλίο
ΑπάντησηΔιαγραφήΝομίζω ότι ο Κάφκα θέλει να μας δείξει τι συνθήκες δικαιοσύνης επικρτατούν σε ένα ανελεύθερο καθεστώς και τίποτα άλλο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧάρης, Βόλος
Είναι μια μάχη με τον εαυτό του και το βαθύτερο υποσυνείδητο.δεν έχει καμία επιφανειακή προσέγγιση περί καθεστώτων και συστημάτων.περιγράφει την ανθρώπινη τραγικότητα και το αίσθημα ενοχής που χωρίς προφανή αιτία πηγάζει απο την ύπαρξη μας ως αποτέλεσμα τάσεων ορμων και παθων
ΑπάντησηΔιαγραφή