Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τρία, σχεδόν αυτοτελή κεφάλαια, με κοινό ήρωα τον Γιόχαν σε ηλικία 5, 15 και 18 χρονών αντίστοιχα. Βρισκόμαστε σ’ ένα χωριό της Γερμανίας (Βάσερμπουργκ, γενέτειρα του Βάλσερ), την εποχή της ανόδου του Γ’ Ράιχ. Ο Γιόχαν έχει ιδιαίτερη σχέση με τον πατέρα του, έναν φιλήσυχο, προοδευτικό άνθρωπο με χαμηλό προφίλ, που διαβάζει Ταγκόρ και Ουπανισάδες, συμμετέχει σε συλλόγους οικολογικούς κλπ. Και αρνείται τη συμμετοχή του σε φιλοφασιστικές εκδηλώσεις (στις οποίες προσχωρεί η μητέρα). Αξιοπρόσεκτη λεπτομέρεια- κλειδί (αποτελεί κατά τη γνώμη μου στοιχείο συνοχής όλου του βιβλίου), είναι το παιχνίδι με τις λέξεις και οι παρατηρήσεις σχετικά που κάνει ο μικρός καθώς μεγαλώνει και συγκρίνει το διαφορετικό λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν ο πατέρας του, ο φίλος του Άντολφ (φασίστας- κομφορμιστής, στοιχεία που δεν μπορεί να διακρίνει ο μικρός αλλά εμείς το βλέπουμε και το επιβεβαιώνουμε στο τέλος). Το «δέντρο των λέξεων» είναι οι δύσκολες λέξεις τις οποίες συλλαβίζει ο μικρός Γιόχαν καθ’ υπόδειξη του πατέρα του.
Ενώ στο πρώτο κεφάλαιο διαγράφεται κλιμακωτά η αντίθεση πατέρα – μητέρας στην ιδεολογία, στο δεύτερο κεφάλαιο (όπου περιμένεις τη σύγκρουση) ο πατέρας είναι νεκρός. Στο δεύτερο κεφ. ο Γιόχαν είναι πια έφηβος και ζει τον ομορφότερο έρωτα αλλά και αντιφατικά συναισθήματα για τον φίλο του και αντίζηλό του (τελικά) Άντολφ. Είναι το ωραιότερο σημείο του βιβλίου, όλη η ενότητα καταπληκτική.
(σελ.416):
Παράξενο, αυτό το συναίσθημα ότι είσαι πλούσιος δίχως να γνωρίζεις σε τι είσαι πλούσιος.
Το τρίτο μέρος αναφέρεται στην περίοδο κατά την οποία ο Γιόχαν στρατεύεται (τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου). Είναι κουραστικό και χωρίς μεγάλο ενδιαφέρον, με πολλά … ονόματα, και αδιάφορες λεπτομέρειες (που στόχο έχουν ν’ αποδώσουν την ατμόσφαιρα της επαρχιακής Γερμανίας την εποχή αυτή). Οι τελευταίες όμως σελίδες, όπου ο Γιόχαν καταλήγει σε κάποιες «σταθερές», είναι εκπληκτικές και «δένουν» με το υπόλοιπο βιβλίο. Ως κεντρικό θέμα αναδεικνύεται η σχέση του ήρωα με τις λέξεις, με τη γλώσσα, όπως άλλωστε κορυφώνεται στις δυο τελευταίες σελίδες:
(σελ. 454):
Εκείνη του έλεγε τα πάντα για τον εαυτό της. Εκείνος δε μπορούσε να τα πει όλα. Κάθε μέρα υπήρχε και κάτι που δεν μπορούσε να της διηγηθεί. (…) Το να καταγράφει το όνειρο, αυτό του φαινόταν ανεπίτρεπτο. Αλλά το έκανε, έπρεπε να το κάνει. Να εμπιστευτεί τον εαυτό του απλώς στη γλώσσα. (…) Αφού κατέγραψε το όνειρο, είδε ότι δεν είχε καταγράψει το όνειρο, αλλά αυτό που θεωρούσε πως ήταν η σημασία του ονείρου. Είχε καταστρέψει το όνειρο καταγράφοντάς το.
Όταν αρχίζει να γράφει, τότε στο χαρτί θα πρέπει να είναι καταγραμμένο αυτό που θα ήθελε να γράψει. Αυτό που με τη βοήθεια της γλώσσας, δηλ. από μόνο του θα έφτανε στο χαρτί, αυτός δεν είχε παρά να το διαβάσει.
Η γλώσσα, σκέφτηκε ο Γιόχαν, είναι η πηγή που αναβλύζει.
Χριστίνα Παπαγγελή
Ελπίζω να μπορέσω να το διαβάσω το καλοκαίρι. Η νέα εμφάνιση του blog είναι σαφώς φιλικότερη
ΑπάντησηΔιαγραφή